ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 1710

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 143

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.

 

Μεταξύ:

ΣΟΦΙΑΣ ΚΟΖΑΚΗ, από τη Λευκωσία,

Εφεσείουσας/Αιτήτριας

ν.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΖΑΚΗ, από τη Λευκωσία,

Εφεσίβλητου/Καθ'ου η αίτηση

---------------------------

8 Νοεμβρίου 2002

 

Για την Εφεσείουσα: κ. Λ. Βραχίμης.

Για τον Εφεσίβλητο: κ. Δ. Παυλίδης.

-------------------------------

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα

Οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους το 1981 και κατά τη διάρκεια του γάμου αγόρασαν ένα οικόπεδο πάνω στο οποίο άρχισαν να ανεγείρουν μια οικία η οποία παρέμεινε ημιτελής. Σαν αποτέλεσμα διαφορών που προέκυψαν μεταξύ τους, η εφεσείουσα καταχώρησε την υπ' αρ. 8413/98 αγωγή (α΄αγωγή) στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία αξιούσε την εγγραφή των 3/4 μεριδίων του πιο πάνω ακινήτου στο όνομα της. Οι διάδικοι διευθέτησαν εγγράφως τις διαφορές τους με την υπογραφή συμφωνίας ημερομηνίας 2/2/1999 σύμφωνα με την οποία,

(i) Ο εφεσίβλητος θα προέβαινε στην αποπεράτωση της ανέγερσης της οικίας με τη σύναψη τρίτης υποθήκης για την εξασφάλιση δανείου £20.000,

(ii) Η οικία θα ενοικιαζόταν σε ενοικιαστή που θα κατέβαλλε μηνιαίο ενοίκιο £800-900,

(iii) Οταν τα χρέη της οικίας θα μειώνονταν σε £23.000 η οικία θα μεταβιβαζόταν στο όνομα της εφεσείουσας.

(iv) Σε αντίθετη περίπτωση η οικία θα επωλείτο, η εφεσείουσα θα έπαιρνε το ποσό των £80.000 και ο εφεσίβλητος θα αναλάμβανε την εξόφληση των χρεών της οικίας.

Μετά την υπογραφή της πιο πάνω συμφωνίας η εφεσείουσα απέσυρε την αγωγή της.

Οταν ο εφεσίβλητος παρέλειψε να συμμορφωθεί με τους όρους της πιο πάνω συμφωνίας, η εφεσείουσα καταχώρησε στις 6/10/2000 β΄ αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την έκδοση νέου προσωρινού διατάγματος μη αποξένωσης του ακινήτου. Ομως στις 31/5/2000 το προσωρινό διάταγμα ακυρώθηκε γιατί το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση, αφού αφορούσε θέμα που ενέπιπτε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Επειδή η αγωγή δεν μπορούσε να προχωρήσει η εφεσείουσα έδωσε οδηγίες στο δικηγόρο της να ζητήσει διακοπή της διαδικασίας. Ο δικηγόρος της την διαβεβαίωσε ότι το θέμα ήταν καθαρά τυπικό. Ομως προτού τερματισθεί η διαδικασία της β΄ αγωγής, η εφεσείουσα με επιστολή της ημερομηνίας 8/6/2001 προέβηκε στην ακύρωση της συμφωνίας της 2/2/1999 και την ίδια μέρα καταχώρησε την υπ' αριθμό 92/2001 αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο ζητώντας δήλωση ότι θα έπρεπε να εγγραφεί κατά 4/5 μερίδια ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου και διαζευκτικά αποζημιώσεις για τη συνεισφορά της στην αγορά του οικοπέδου και στην ανέγερση της οικίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 14 του περί Ρύθμισης των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91. Η εφεσείουσα με μονομερή αίτηση ζήτησε επιπρόσθετα την έκδοση προσωρινού διατάγματος μη αποξένωσης του ακινήτου.

 

(β) Η πρωτόδικη απόφαση

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει αυτεπάγγελτα κατά πόσο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση και κατά πόσο η διαδικασία θα μπορούσε να προχωρήσει λόγω πολλαπλότητας, εφόσον η β΄ αγωγή εκκρεμούσε ακόμα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

Αναφορικά με το θέμα της δικαιοδοσίας το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι οι διάδικοι με την έγγραφη συμφωνία της 2/2/99 είχαν επιλύσει τις διαφορές τους που πήραν έτσι τη μορφή σύμβασης. Η εφεσείουσα με την αίτηση που καταχώρησε ζητούσε στην ουσία την εξασφάλιση δήλωσης ότι η συγκεκριμένη συμφωνία ήταν άκυρη λόγω απάτης ή καταγγελίας εκ μέρους του εφεσιβλήτου, ουσιώδους όρου της συμφωνίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε επίσης ότι ο όρος 9 της συμφωνίας προνοούσε ότι, "άπαντες οι όροι της συμφωνίας είναι ουσιώδεις και παράβαση οποιουδήποτε όρου δίδει δικαίωμα προς το αναίτιο μέρος να ζητήσει αποζημιώσεις", όρος που εξυπακούει ότι η μόνη θεραπεία που μπορούσε να έχει το αναίτιο μέρος θα ήταν η επιδίκαση αποζημιώσεων, αποφάνθηκε ότι η αιτούμενη θεραπεία δεν αναφερόταν στην αύξηση της περιουσίας λόγω συνεισφοράς της εφεσείουσας, αλλά στην εξέταση του κύρους της συμφωνίας της 2/2/99.

Αναφορικά με την πολλαπλότητα των διαδικασιών το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία επί του θέματος (βλ. μεταξύ άλλων Αναφορικά με την αίτηση του Τζεννάρο Περρέλλα για Habeas Corpus [1995] 1 ΑΑΔ 217, Thames Lauches v. Trinity House [1961] 1 All ER 26, Δημοκρατία ν. Υψαρίδη [1993] 3 ΑΑΔ 280 και Re Beogradska DD [1996] 1 ΑΑΔ 911) αποφάνθηκε ότι η ύπαρξη δύο ταυτόχρονων διαδικασιών δεν επέτρεπε τη συνέχιση της τελευταίας αίτησης που καταχωρήθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο.

Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

 

(γ) Η έφεση

Με την παρούσα αίτηση η εφεσείουσα ισχυρίζεται για διάφορους λόγους ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη. Οι λόγοι που προβάλλονται μπορεί περιληπτικά να συμπεριληφθούν στις πιο κάτω ενότητες:

(i) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση,

(ii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η αίτηση αποτελούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας,

(iii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε στην απόρριψη της αίτησης.

 

(i) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη γιατί η εφεσείουσα είχε ακυρώσει με σχετική επιστολή της τη συμφωνία της 2/2/99 και έτσι η αίτηση της περιοριζόταν στην εκτίμηση της αύξησης της περιουσίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 14 του Νόμου 232/91.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ολες οι διαφορές των διαδίκων μετατράπηκαν σε όρους που συμπεριλήφθηκαν στην έγγραφη συμφωνία της 2/2/99. Οι ίδιοι οι διάδικοι επέλεξαν τη μορφή του εξώδικου συμβιβασμού των απαιτήσεων τους, που είχε ως αποτέλεσμα την απόσυρση της σχετικής αγωγής. Η αποστολή επιστολής εκ μέρους της εφεσείουσας που είχε ως σκοπό την ακύρωση της συμφωνίας, δεν μπορούσε να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη νομική τους θέση. Η πρωτόδικη απόφαση ότι η συμφωνία μετέφερε τη διαφορά των διαδίκων εκτός των προνοιών του Νόμου 232/91 είναι ορθή. Η εισήγηση απορρίπτεται.

 

(ii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι υπήρξε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι είχε πληροφορηθεί στις 7/6/2001, ενόσω εκκρεμούσε ακόμα προς εκδίκαση η β΄ αγωγή της, ότι ο εφεσίβλητος είχε προβεί στην εξασφάλιση δανείου £45.000 με την υποθήκευση της οικίας και έπρεπε να προχωρήσει στην άμεση κατάθεση αίτησης τύπου Mareva για να δεσμεύσει τα χρήματα του δανείου. Ετσι δεν της παρεχόταν ο χρόνος να προχωρήσει στη λήψη μέτρων για τη διακοπή της διαδικασίας της β΄ αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ύπαρξη της β΄ αγωγής δεν επέτρεπε τη συνέχιση της αίτησης 92/2001. Στη σχετική απόφαση του τονίστηκε ότι,

"Η μη απόσυρση ή αναστολή της διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο, εκούσια ή ακούσια, αφήνει την Αιτήτρια εκτεθειμένη. Η διαδικασία διακοπής της αγωγής είναι απλή και διέπεται από τη Δ.15 των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας (Δες και Αιτ. για έκδοση διατάγματος certiorari αρ. 35/01 S.P.R. HBO Therapy Center Ltd, 7.5.01). Η πρόθεσή της να πράξει κάτι τέτοιο δεν αρκεί, εφόσον δεν γνωρίζει κανείς αν και πότε θα πράξει κάτι τέτοιο. Οι δύο εκκρεμούσες διαδικασίες είναι πανομοιότυπες και δεν διαφέρουν στην ουσία τους. Προωθεί δηλαδή η Αιτήτρια δύο παράλληλες διαδικασίες σε δύο διαφορετικά Δικαστήρια με όμοιο αντικείμενο. Συνακόλουθα η συνύπαρξη των δύο διαδικασιών συνιστά κατάχρηση δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και πρέπει να αποτραπεί και να εμποδιστεί. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται με την απόρριψη της παρούσας αίτησης εφόσον είναι και μεταγενέστερη."

 

Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην απόρριψη τόσο της αίτησης για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όσο και της κύριας αίτησης. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας είναι λανθασμένη.

Από πολύ παλιά έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι η προώθηση πέραν από τη μια διαδικασία για την επίτευξη στόχων που θα μπορούσαν να επιδιωχθούν σε μια διαδικασία αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. (Βλ. Williams v. Hunt [1905] 1 KB 512). Στην υπόθεση Beogradska D.D. (1996) 1 AAΔ 911, όπου υπάρχει μια εκτενής ανάλυση του θέματος με ιδιαίτερη αναφορά στις αποφάσεις Δημοκρατία ν. Υψαρίδη (1993) 3 ΑΑΔ 280 και Τζεννάρο Περρέλλα ν. Διευθυντή των Φυλακών (1995) 1 ΑΑΔ 217, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Αγγλική νομολογία υποδεικνύει χωρίς τη διατύπωση οποιουδήποτε αυστηρού κανόνα το μέτρο της αναστολής της μιας από τις δύο διαδικασίες, κατά κανόνα της μεταγενέστερης. Αναφορικά με τις νομικές αρχές όπως αυτές εφαρμόζονται στην Κύπρο, ο Δικαστής Καλλής που εξέδωσε την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου τόνισε ότι,

"Η δική μας νομολογία έχει υιοθετήσει τόσο το μέτρο της απόρριψης (βλ. Περέλλα, πιο πάνω) όσο και το μέτρο της αναστολής (βλ. Κωνσταντινίδης και Υψαρίδης, πιο πάνω). Χωρίς να επιχειρούμε τη διατύπωση ενός άκαμπτου κανόνα θεωρούμε ότι εκεί που η μεταγενέστερη διαδικασία καλύπτει ουσιωδώς τα ίδια ζητήματα αυτή πρέπει να απορρίπτεται. Εκεί που καλύπτει ζητήματα τα οποία δεν εγείρονται καθόλου στην προγενέστερη διαδικασία τότε πρέπει να αναστέλλεται μέχρι την εκδίκαση της προγενέστερης διαδικασίας."

 

Εχουμε εξετάσει τη σχετική εισήγηση και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι δύο διαδικασίες ήταν οι ίδιες και επιζητούσαν στην ουσία τις ίδιες θεραπείες. Υπήρχε ταύτιση διαδίκων και η παράλληλη προώθηση τους δεν μπορούσε παρά να συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Η εισήγηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

(iii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε στην απόρριψη της αίτησης

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού βρήκε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση και ότι η αίτηση αποτελούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, προχώρησε στην απόρριψη της αίτησης. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω κατάληξη είναι λανθασμένη έχοντας υπόψη τις πρόνοιες της Δ.33, θ.10 που προνοεί ότι,

"Where on the trial of any action it appears to the Court before which such action is being tried that it should have been instituted in another Court, the Court trying the action shall not dismiss it but shall stay the proceedings therein and order the plaintiff to pay the defendants' costs."

 

Επικαλούμενη την απόφαση Michaelidou v. Gregoriou and others (1988) 1 CLR 88, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι όταν στοιχειοθετείται η έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου η αγωγή διακόπτεται αλλά δεν απορρίπτεται, η εφεσείουσα υπέβαλε ότι η αίτηση θα έπρεπε να είχε διακοπεί και όχι να απορριφθεί.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Στην απόφαση Michaelidou v. Gregoriou and others το θέμα που εξετάστηκε αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 21(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου που προνοεί ότι όταν η βάση της αγωγής αφορά ακίνητη ιδιοκτησία, η αγωγή θα πρέπει να καταχωρείται στο Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας μέσα στην οποία βρίσκεται η ακίνητη ιδιοκτησία. Πιο συγκεκριμένα στην πιο πάνω υπόθεση κρίθηκε ότι η αγωγή που είχε καταχωρηθεί στη Λάρνακα για ζημιές που είχαν προκληθεί λόγω πυρκαγιάς σε υποστατικό στη Λευκωσία, έπρεπε να διακοπεί λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας εκ μέρους του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να εξετάσει την υπόθεση. Στην παρούσα περίπτωση το θέμα που εξετάζεται δεν είναι ποιό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει μια διαφορά που σχετίζεται με ένα ακίνητο, αλλά η πολλαπλότητα διαδικασιών που αφορούν προσωπικά θέματα μεταξύ των διαδίκων για ακίνητη ιδιοκτησία.

 

 

 

Εχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο