ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 1863

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10703

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών

Μεταξύ:-

1. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ, από τη Λευκωσία,

2. Αλέκου Κωνσταντινίδη, από τη Λευκωσία,

Εφεσειόντων-Εναγομένων

- και -

Ανδρέα Αλωνεύτη, από τη Λευκωσία,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντος

------------------------

29 Νοεμβρίου, 2002

Για τους Εφεσείοντες: Χρ. Πουργουρίδης.

Για τον Εφεσίβλητο: Ν. Παπαευσταθίου, με Ν. Παπαδόπουλο και

Αν. Παπαδοπούλου (κα).

------------------------

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με την απόφασή μου, που ακολουθεί, είναι σύμφωνοι όλοι οι Δικαστές, εξαιρουμένου του Χατζηχαμπή, Δ., ο οποίος καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, για τους λόγους που εξηγεί στην ξεχωριστή του απόφαση.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο κ. Ανδρέας Αλωνεύτης, ο εφεσίβλητος, υπηρέτησε ως Υπουργός ΄Αμυνας στην Κυβέρνηση Βασιλείου, αφότου ανέλαβε εξουσία - το Μάρτιο του 1988 - μέχρι τη λήξη της θητείας της - το Φεβρουάριο του 1993. Η εφεσείουσα 1 είναι η ιδιοκτήτρια εταιρεία της ημερήσιας εφημερίδας «ΑΛΗΘΕΙΑ» και ο εφεσείων 2, ο κ. Αλέκος Κωνσταντινίδης, ο αρχισυντάκτης της.

Με δώδεκα επώνυμα άρθρα του αρχισυντάκτη, που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ» - ένα το Δεκέμβριο του 1992 και έντεκα τον Ιανουάριο του 1993 - σε χρόνο που συνέπιπτε με την προεκλογική περίοδο των προεδρικών εκλογών του Φεβρουαρίου του 1993, αποδόθηκαν στον εφεσίβλητο αναίσχυντες πράξεις. Κατηγορήθηκε ότι συνωμότησε με φίλους του, εμπόρους όπλων, προς καταδολίευση του δημοσίου και προς ζημία της άμυνας της Κύπρου. Χάριν των συμφερόντων αυτών των φίλων του, εργάστηκε για την αγορά όπλων για την άμυνα του κράτους, με έρεισμα τις προμήθειες που θα αποκόμιζαν οι φίλοι του (οι αντιπρόσωποι ή οι συνεργάτες των πωλητών) και ο ίδιος, προς ζημία τόσο του Δημόσιου Ταμείου όσο και της άμυνας της Κύπρου. Κριτήριο για τις αγορές αποτέλεσαν τα οφέλη, που αυτές θα απέφεραν στους φίλους του εφεσίβλητου, ανεξάρτητα από τις αμυντικές ανάγκες της Κύπρου. Από τη συνωμοτική του δράση, οι φίλοι του καρπώθηκαν μεγάλα οφέλη, ανερχόμενα σε εκατομμύρια λίρες. Από τα κέρδη αυτά είχε και ο ίδιος ο εφεσίβλητος τα οφέλη του, με την υπέρμετρη φιλοξενία, που του επιδαψίλευαν οι έμποροι με τους οποίους συνεργαζόταν, περιλαμβανομένης της διάθεσης σ' αυτό μαρκών (φίσιες) σε καζίνα του εξωτερικού (Λονδίνο), για να επιδίδεται στα της αρεσκείας του, στην κυβεία. Στα δημοσιεύματα, ο εφεσίβλητος φέρεται ως ευθέως συνωμοτών με εμπόρους όπλων, προς επίτευξη των στόχων τους, και ηθελημένα ενεργών προς εκείνη την κατεύθυνση, παρά τη ζημία που επροκαλείτο στο δημόσιο και, ακόμα σημαντικότερο, παρά την αποστέρηση της Κύπρου από οπλισμό καλύτερα προσαρμοσμένου στις αμυντικές της ανάγκες. Θύματα των πράξεων και ενεργειών του εφεσίβλητου ήταν το Δημόσιο Ταμείο, λόγω της διόγκωσης των αμυντικών δαπανών, και η αμυντική θωράκιση της Κύπρου. Οι φίλοι του εφεσίβλητου δεν κατονομάζονται, εκτός από τον έμπορο κ. Μάξιμο Μιχαηλίδη.

Ο εφεσίβλητος ενήγαγε (Αγωγή Αρ. 2422/93) τους εφεσείοντες μαζί και τρίτο πρόσωπο - την εταιρεία διανομής της εφημερίδας «ΑΛΗΘΕΙΑ» (Εταιρεία Κεντρικής Διανομής Τύπου «Πάπυρος» Λτδ) - για δυσφήμιση. Η αγωγή εναντίον του τρίτου προσώπου αποσύρθηκε, περιορίζοντας την απαίτησή του εναντίον των δύο εφεσειόντων. Παράλληλα, ήγειρε αγωγή (Αρ. 4715/93) για δυσφήμιση εναντίον των εφεσειόντων και ο κ. Μάξιμος Μιχαηλίδης.

Στην Υπεράσπισή τους, οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν τη δημοσίευση των άρθρων που συνιστούσαν το αντικείμενο της αγωγής του εφεσίβλητου, αρνήθηκαν όμως ότι προέβησαν στα δημοσιεύματα εμφορούμενοι από διάθεση να τον δυσφημίσουν. Αμφισβήτησαν ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά, προβάλλοντας ότι τα γεγονότα, τα οποία εκτέθηκαν σ' αυτά, ήταν αληθή και τα σχόλια επ' αυτών δίκαια. Στην παράγραφο 6 της Υπεράσπισης διατυπώνεται η θέση ότι οι εφεσείοντες προέβησαν στα δημοσιεύματα «. μέσα στα πλαίσια της άσκησης του συνταγματικού και/ή άλλου δικαιώματος τους της ελεύθερης έκφρασης και/ή διακίνησης ιδεών και/ή πληροφοριών μέσω του τύπου.» Οι εφεσείοντες (εναγόμενοι) υποστήριξαν ότι, με την παράγραφο αυτή, έθεσαν την υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους, θέση που παραγνωρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. ορθά κατά την κρίση μας δεν εξετάστηκε, εφόσον δεν προσδιορίζεται το καθήκον, κατ' επίκληση του οποίου έγινε το δημοσίευμα, και, κατά τα άλλα, δε στοιχειοθετείται η υπεράσπιση την οποία προβλέπει το ΄Αρθρο 21 του ΚΕΦ. 148.

Στην αρχικά προβληθείσα Υπεράσπιση δεν εξειδικεύθηκαν πράξεις συνωμοσίας του εφεσίβλητου με οποιοδήποτε. Αυτό έγινε με την τροποποίηση της Υπεράσπισης, την οποία ζήτησαν οι εφεσείοντες και η οποία εγκρίθηκε με διαταγή του Δικαστηρίου έξι σχεδόν χρόνια αργότερα - στις 18 Ιανουαρίου, 1999. Σ' αυτή προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο εφεσίβλητος συνωμότησε με τον κ. Μάξιμο Μιχαηλίδη, ο οποίος εμφανίζεται ως συνεργάτης και/ή αντιπρόσωπος της γαλλικής κρατικής εταιρείας Sofma, μέσω της οποίας εγίνοντο οι αγορές γαλλικού οπλισμού, ή και άλλων γαλλικών εταιρειών, οι οποίες κατονομάζονται, περιλαμβανομένης και μίας γαλλοϊταλικής. Τα οφέλη, τα οποία προσπορίστηκαν οι συνωμότες, διαγράφονται στην παράγραφο 9 της τροποποιημένης Υπεράσπισης, η οποία έχει ως ακολούθως:-

«9. Από τις ληστρικές αυτές τιμές καρπώθηκε παράνομα και/ή αθέμιτα τεράστια οφέλη υπό μορφή προμηθειών και ή κερδών η εταιρεία SOFMA και/ή ο συνεργάτης και ή αντιπρόσωπος της Μάξιμος Μιχαηλίδης και/ή οι λοιποί συνωμότες και ο Ενάγων έτυχε διαφόρων ανεπίτρεπτων ωφελημάτων όπως δωρεάν φιλοξενία σε καζίνα όπου ο εν λόγω Μάξιμος Μιχαηλίδης φιλοξένησε τον Ενάγοντα και του έδιδε φίσιες και έπαιζε μεγάλα ποσά σε παιγνίδια του καζίνου, φιλοξενία σε κρουαζιέρες στο κότερο του εν λόγω Μάξιμου Μιχαηλίδη, φιλοξενία σε πολυτελή ξενοδοχεία, κέντρα διασκέδασης και εστιατόρια, δωρεάν ταξίδια στο εξωτερικό με όλα τα έξοδα πληρωμένα και άλλα παρόμοια φύσης ωφελήματα.»

Το παράδοξο είναι ότι η τροποποίηση έγινε και οι εξειδικευμένοι ισχυρισμοί για συνωμοτικές πράξεις του εφεσίβλητου με τον κ. Μάξιμο Μιχαηλίδη τέθηκαν μετά την απολογία των εφεσειόντων στο εν λόγω άτομο και την επακολουθήσασα απόσυρση της αγωγής λιβέλλου (από τον κ. Μιχαηλίδη) εναντίον τους. Την παραδοξότητα αυτή τη σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο και την περιλαμβάνει ως μια από τις αντιφατικές θέσεις των εφεσειόντων στη διαμόρφωση και στοιχειοθέτηση της Υπεράσπισής τους.

Στην απολογία τους προς τον κ. Μάξιμο Μιχαηλίδη, οι εφεσείοντες εκφράζουν τη λύπη τους για την πικρία που του προκάλεσαν με τα δημοσιεύματά τους και, παράλληλα, διαδηλώνουν ότι δεν ήταν πρόθεσή τους να τον δυσφημίσουν. Αναγνωρίζουν ότι διάφορα δημοσιεύματά τους στρέφονταν εναντίον του κ. Μάξιμου Μιχαηλίδη, πλην τόσο η εφημερίδα όσο και ο κ. Αλέκος Κωνσταντινίδης δεν είχαν, ως αναφέρεται, καμιά πρόθεση να τον δυσφημίσουν. Η απολογία καταλήγει με τα ακόλουθα:-

«Η 'Αλήθεια' και ο Αλέκος Κωνσταντινίδης δηλώνουν ότι σε κανένα στάδιο δεν είχαν οτιδήποτε προσωπικό με τον κύριο Μάξιμο Μιχαηλίδη, αντίθετα σε καθαρά προσωπικό επίπεδο η 'Αλήθεια' και η Διεύθυνση της εκτιμούν τον κον Μάξιμο Μιχαηλίδη σαν επιτυχημένο επιχειρηματία.»

Εκτός από την απολογία, οι εφεσείοντες ανέλαβαν, ως διαφαίνεται από το πρακτικό του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου, 1997 - (τεκμήριο 4) - να καταβάλουν και τα έξοδα του δικηγόρου του κ. Μάξιμου Μιχαηλίδη.

Καμιά ουσιαστική εξήγηση δε δόθηκε από τους εφεσείοντες, κατά τη δίκη, για την έκφραση εκτίμησης προς το άτομο του κ. Μιχαηλίδη, αφενός, και για το χαρακτηρισμό του ως «ασυνείδητο συνωμότη», αφετέρου.

Κατά τη δίκη, οι εφεσείοντες μετέβαλαν στάση ως προς το δυσφημιστικό χαρακτήρα των δημοσιευμάτων για τον εφεσίβλητο, παραδεχόμενοι, υπό την αίρεση των υπερασπίσεων που πρόβαλαν, ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά, σε μεγάλο μάλιστα βαθμό, ως προκύπτει από το κείμενο της δήλωσής τους που παραθέτουμε πιο κάτω:-

«Οι Εναγόμενοι αποδέχονται ότι σε περίπτωση που οι υπερασπίσεις που προβάλλουν στην υπεράσπιση τους δεν αποδειχθούν, τα επίδικα δημοσιεύματα ήσαν έντονα δυσφημιστικά για τον Ενάγοντα και έπληξαν μεταξύ άλλων, το κύρος, την εντιμότητα, την υπόληψη, υπόσταση, προσωπικότητα, τον πατριωτισμό, καλή φήμη και το καλό όνομα του Ενάγοντα, ο οποίος υπέστη σοβαρή βλάβη και ζημία στην ιδιωτική, κοινωνική και δημόσια ζωή και υπόσταση του.»

Η παραδοχή των εφεσειόντων για το δυσφημιστικό χαρακτήρα των δημοσιευμάτων αντανακλά την πραγματικότητα. Με τα δημοσιεύματα, πλήττεται καίρια η ηθική υπόσταση του εφεσίβλητου. παριστάνεται ως κοινός απατεώνας, χωρίς συνείδηση, έχοντας ως μόνο άξονα δράσης το προσωπικό του συμφέρον, το οποίο θέτει, κατά πάντα, υπεράνω τιμής, αξιώματος και πατρίδας.

Παρά τις υπερασπίσεις που προβλήθηκαν και τους ισχυρισμούς που έγιναν, καμιά μαρτυρία δεν κατατέθηκε, που να αποκαλύπτει την ύπαρξη συνωμοσίας μεταξύ του εφεσίβλητου και του κ. Μάξιμου Μιχαηλίδη ή οποιουδήποτε άλλου εμπόρου όπλων. Καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε, τείνουσα να καταδείξει την είσπραξη προμηθειών από τον κ. Μιχαηλίδη ή από οποιοδήποτε άλλο άτομο από τις αγορές όπλων που έγιναν από την Κυπριακή Κυβέρνηση, πολύ δε ολιγότερο δεν αποκαλύφθηκε οποιαδήποτε άνομη πράξη του εφεσίβλητου, αποβλέπουσα στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την είσπραξη προμηθειών από τον κ. Μιχαηλίδη ή από οποιοδήποτε άλλο άτομο. Η έλλειψη στοιχείων, που να υποστηρίζουν τη θέση των εφεσειόντων για την ύπαρξη συνωμοσίας ή την ανάμειξη του εφεσίβλητου σε συνωμοσία και τα παρεπόμενά της, αναγνωρίστηκε, κατ' ουσίαν, από τον ίδιο τον κ. Αλέκο Κωνσταντινίδη στη μαρτυρία του, όπως και από το Γενικό Διευθυντή της εφημερίδας «ΑΛΗΘΕΙΑ», τον κ. Σωκράτη Χάσικο, ο οποίος, επίσης, κατέθεσε για την Υπεράσπιση. Παρά ταύτα, οι εφεσείοντες συνέχισαν να προβάλλουν την ατεκμηρίωτη πεποίθησή τους - ότι ο εφεσίβλητος ενεχόταν σε συνωμοσία και ότι οι φίλοι του προσπορίστηκαν οφέλη από τις αγορές όπλων για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς, προς μεγάλη ζημία της άμυνας του τόπου και του Δημόσιου Ταμείου. ΄Εκαμαν, σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, υποθέσεις επί του προκειμένου - και σ' αυτές περιορίστηκε η Υπεράσπιση των εφεσειόντων κατά τη δίκη - ότι, εφόσον ο κ. Μιχαηλίδης, κυρίως, και έτερος έμπορος παρείχαν τέτοια υψηλή φιλοξενία στον εφεσίβλητο και, όλως ιδιαίτερα, εφόσον διέθεταν σ' αυτό μάρκες (φίσιες) σε καζίνα του εξωτερικού για να επιδίδεται σ' ό,τι αρεσκόταν, έπρεπε να υπήρχε κάτι το επιλήψιμο στο βάθος των πραγμάτων. Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι ο κ. Μιχαηλίδης ή οποιοσδήποτε άλλος του διέθεταν τα μέσα για να επιδίδεται στην κυβεία σε καζίνα, ή ότι ήταν δέκτης ιδιαίτερης φιλοξενίας από εκείνο ή από άλλο έμπορο, τον κ. Κωνσταντινίδη. Η μαρτυρία περί του αντιθέτου, η οποία προσκομίστηκε από τους εφεσείοντες, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ως αναξιόπιστη.

Ο άλλος ισχυρισμός, που προβλήθηκε στα δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο δημοσιεύματα - ότι ήταν συνεργός σε βομβιστική επίθεση κατά του κ. Αλέκου Κωνσταντινίδη - επίσης παρέμεινε ατεκμηρίωτος.

Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας περιστράφηκε γύρω από την αγορά όπλων, κατά τη διάρκεια της υπουργίας του εφεσίβλητου, τις διαδικασίες οι οποίες ακολουθήθηκαν και τις επιλογές οι οποίες έγιναν. Μεταξύ άλλων, έγινε αναφορά και σε συζητήσεις ενώπιον της Επιτροπής ΄Αμυνας της Βουλής, η οποία ενέκρινε, όπως και η Βουλή, τις δαπάνες οι οποίες έγιναν.

Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τίποτε δεν αποκαλύφθηκε, που να διεγείρει υπόνοιες για τις ενέργειες του Υπουργού αναφορικά: είτε με την επιλογή οπλικών συστημάτων τα οποία αγοράστηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία είτε με τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για το σκοπό αυτό.

Παρά την απουσία στοιχείων, τεκμηριωτικών των γεγονότων τα οποία πρόβαλαν στα δημοσιεύματά τους ως υπαρκτά, οι εφεσείοντες δεν έθεσαν τους σοβαρούς τους ισχυρισμούς υπόψη του εφεσίβλητου πριν προβούν στη δημοσίευσή τους, παράλειψη αποκαλυπτική των κινήτρων από τα οποία ωρμώντο, και της αδιαφορίας τους για το αληθές των γεγονότων, στα οποία θεμελίωσαν τα δημοσιεύματα και στα οποία βάσισαν τα άκρως επικριτικά σχόλια τους για τον εφεσίβλητο.

Η σοβαρότητα των προρρηθέντων ισχυρισμών, αφενός, και η απουσία τεκμηρίωσης, αφετέρου, αποκαλύπτουν, ως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, την κακή πίστη των εφεσειόντων και την πρόθεσή τους να δυσφημίσουν τον εφεσίβλητο με κάθε τρόπο. Στο απόσπασμα που ακολουθεί αποτιμάται η συμπεριφορά των εφεσειόντων:-

«Η υπεράσπιση επίσης απέδειξε μέσα από την πορεία της υπόθεσης με τον πιο εμφαντικό τρόπο, προερχόμενο κυρίως από την ίδια την κατάθεση των Σ.Χάσικου και Αλ.Κωνσταντινίδη, ότι όταν γράφονταν τα δημοσιεύματα δεν υπήρχαν εκείνα τα ικανά στοιχεία που να δικαιολογούσαν την παρουσίαση των όσων κατελογίσθησαν στον ενάγοντα ως γεγονότων. Υπήρχαν μόνο πληροφορίες και ψίθυροι που δεν ήταν με κανένα τρόπο διασταυρωμένες και ούτε διερευνήθησαν επαρκώς ώστε να υπήρχε τουλάχιστον η καλή πίστη ότι αυτά ήσαν όντως υπαρκτά γεγονότα. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί και το εξής: ΄Οτι όντως, όπως και ο ίδιος ο κ.Πουργουρίδης παραδέχθηκε, τα περισσότερα που καταλογίζονται στον ενάγοντα παρουσιάζονται ως γεγονότα και όχι ως σχόλια. Τα παραδείγματα είναι πολλά, όπως τα ανέφερε και ο κ.Παπαευσταθίου στην τελική του αγόρευση, αλλά ορισμένα μπορούν να λεχθούν εδώ. Το ότι δόθησαν γιγαντιαίες προμήθειες, το ότι για 50 και πλέον εκατομμύρια λίρες αγοράσθηκε από τη Γαλλία οπλικό σύστημα το οποίο ήταν ουσιαστικά άχρηστο για την Κύπρο, το ότι ο ενάγων εμφανιζόταν στα καζίνα με μεγάλο προμηθευτή όπλων και ότι έκανε δωρεάν κρουαζιέρες. Η όλη παρουσίαση των δημοσιευμάτων, όπως διαφάνηκε και μέσα από τη μαρτυρία που έδωσαν οι ίδιοι οι εναγόμενοι, έδειχνε πολεμική εμπάθεια εναντίον του ενάγοντα και καθόλου διερευνητική δημοσιογραφία, αυτό δε ήταν εμφανές εφόσον και κατά τη διάρκεια της δίκης ακόμη εμφανίζονταν δημοσιεύματα όπως το Τεκμ. 8 στις 30.10.98 και το Τεκμ.10 στις 25.2.99 που λανθασμένα αναφέρονταν σε γεγονότα που δήθεν είχαν συμβεί ενώπιον του Δικαστηρίου ή επαναλάμβαναν τη θέση των εναγομένων για τον όλο ρόλο του ενάγοντα στην αγορά των όπλων.»

Το Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (ΔΙΑΣ Λτδ κ.ά. ν. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893. Αλήθεια Εκδ. Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550. Κωνσταντινίδης κ.ά. ν. Παπαδόπουλου, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 9903, 22/6/99) - και από τη σημαίνουσα αγγλική απόφαση στην Cassell & Co Ltd v Broome (1972) 1 All ER 801 (HL), διέγραψε με λεπτομέρεια τους παράγοντες που υπεισέρχονται στον καθορισμό των αποζημιώσεων, μεταξύ των οποίων είναι: η θέση του δυσφημισθέντος στην κοινωνία, η φύση του λιβέλλου, η έκταση του δημοσιεύματος, όπως και η διαγωγή των υπόλογων για τη δυσφήμιση, για να καταλήξει στην επιδίκαση £30.000,00 αποζημιώσεων, αποτίμηση στην οποία προστέθηκε ποσό £5.000,00 ως παραδειγματικές αποζημιώσεις. Καθοδήγηση για την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων και τον καθορισμό του ύψους τους αντλήθηκε από δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου - Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, 74-79. Kennedy Hotels Ltd ν. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου, ως προς την επίδραση των δημοσιευμάτων στην υπόσταση του εφεσίβλητου, συνοψίζεται στο απόσπασμα της απόφασης που ακολουθεί:-

«..., η φύση δε των δημοσιευμάτων ήταν τέτοια που όχι μόνον αναγνωρίσθηκαν ως άκρως δυσφημηστικά από τον ίδιο τον κ.Πουργουρίδη αλλά και όντως είναι, δεδομένου ότι παρουσιάζουν τον ενάγοντα ως άνθρωπο χωρίς αρχές, που μεθόδευε καταστάσεις και συνωμοτούσε με άτομα του περιβάλλοντος του ώστε να καρπούται προμήθειες ή άλλα οφέλη καταχρώμενος την Υπουργική του ιδιότητα, σκανδαλίζοντας τον δημόσιο βίο και αμαυρώνοντας το υψηλό του αξίωμα.»

Η έφεση:

Οι εφεσείοντες άσκησαν έφεση κατά της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένου του ύψους των αποζημιώσεων. Οι λόγοι έφεσης μπορεί να υποδιαιρεθούν σε τέσσερις ενότητες.

(α) Αμφισβήτηση των ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα κρίσιμα γεγονότα. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου προσβάλλονται ως το προϊόν, κυρίως, λανθασμένης καθοδήγησης στη θεώρηση και αξιολόγηση της μαρτυρίας.

(β) Αμφισβήτηση της κατά νόμο ορθότητας σειράς αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βάσει των οποίων αποκλείστηκε η εισαγωγή μαρτυρίας, κυρίως γραπτής.

(γ) Αμφισβήτηση της συνταγματικότητας ή, ακριβέστε-ρα, του συμβατού των διατάξεων του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148, οι οποίες αναφέρονται στη δυσφήμιση, με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 19 του Συντάγματος, που καθιερώνουν την ελευθερία του λόγου. Το παραδεκτό ή το συμβατό των περί δυσφημίσεως διατάξεων του ΚΕΦ. 148 τέθηκε ακροθιγώς στην παράγραφο 6 της Υπεράσπισης. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι εφεσείοντες προέβησαν στα δημοσιεύματα, ενεργώντας στα πλαίσια του συνταγματικού δικαιώματος «... της ελεύθερης έκφρασης και/ή διακίνησης ιδεών και/ή πληροφοριών μέσω του τύπου». Η συνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων του ΚΕΦ. 148 κατέστη κυρίαρχο θέμα στην έφεση και σ' αυτό επικέντρωσε την προσοχή του ο δικηγόρος των εφεσειόντων στην προφορική του αγόρευση.

(δ) Αμφισβήτηση του ύψους των αποζημιώσεων, για δυο λόγους: ΄Οτι το ποσό είναι -

(ι) υπερβολικό «υπό τις περιστάσεις». και

(ιι) προϊόν λανθασμένης καθοδήγησης.

Ευρήματα και συμπεράσματα Δικαστηρίου:

Προσβάλλονται, κατ' ουσίαν, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του εφεσίβλητου, των δύο κεντρικών μαρτύρων της Υπεράσπισης - του κ. Κωνσταντινίδη και του κ. Χάσικου - και των άλλων μαρτύρων της Υπεράσπισης. Επίσης, αμφισβητούνται τα συμπεράσματα ή, ακριβέστερα, οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με την πλοκή των γεγονότων.

Στην απόφασή του, το Δικαστήριο προβαίνει σε εκτενή αναφορά στην ουσία της μαρτυρίας των τριών κεντρικών μαρτύρων - (Α. Αλωνεύτεη, Α. Κωνσταντινίδη, Σ. Χάσικου) - πριν καταλήξει στα ευρήματά του για την αξιοπιστία τους. Η μαρτυρία τους εξετάζεται από κάθε οπτική γωνία στο πλαίσιο των επιδίκων θεμάτων, όπως αυτά στοιχειοθετούνται στα δικόγραφα και αναπτύσσονται με μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Η καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς την ουσία της μαρτυρίας τους υπήρξε πλήρης, εξετάστηκε δε (η μαρτυρία) στο πλαίσιο και μέσα στις παραμέτρους της υπόθεσης.

Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, όπως και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ανάγονται στο δικάζον δικαστήριο. Περιθώριο για επέμβαση από το Ανώτατο Δικαστήριο παρέχεται μόνο, εφόσον, εξ αντικειμένου, τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου καταφαίνονται ως ακροσφαλή. Η νομολογία είναι σαφής επί του προκειμένου - (βλ., μεταξύ άλλων, Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321. Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35. Στυλιανού ν. Nicolettος Textiles Industry Ltd., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 10425, 2/6/00. Mossa (Mussa) Mohammed Mustafa v. Κακουρή κ.ά., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 10705, 8/2/02).

Το πρωτόδικο δικαστήριο είναι ο δέκτης της μαρτυρίας, γεγονός που το θέτει σε ιδιάζουσα θέση να προβεί σε εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αλλά και στη διαπίστωση των γεγονότων που περιβάλλουν τη διαφορά, γενικά.

Θεώρηση της μαρτυρίας του κ. Κωνσταντινίδη και του κ. Χάσικου αποκαλύπτει τις αντινομικές θέσεις της Υπεράσπισης ως προς την ύπαρξη των γεγονότων, τα οποία πρόβαλαν ως υπαρκτά.

Η βάση της Υπεράσπισης - ότι τα γεγονότα, στα οποία θεμελιώθηκαν τα δημοσιεύματα, ήταν αληθή - κατέρρευσε κατά τη δίκη. Πέραν τούτου, το αληθές των γεγονότων δε διερευνήθηκε από τους εφεσείοντες, γεγονός που καταδεικνύει την αδιαφορία τους για το βάσιμό τους. Παρά ταύτα, τα πρόβαλαν ως υπαρκτά και πάνω σ' αυτά οικοδόμησαν τα δυσμενή τους σχόλια για τον εφεσίβλητο.

Η συνωμοσία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων για τη διάπραξη αδικήματος συνιστά αυτοτελές αδίκημα - (΄Αρθρο 372 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154) - όπως και η συνωμοσία για την επίτευξη νόμιμου σκοπού με παράνομα μέσα - (΄Αρθρο 373(στ), ΚΕΦ. 154).

Στην προκείμενη περίπτωση, κατηγορήθηκε ο εφεσίβλητος ότι συνωμότησε με τον κ. Μιχαηλίδη και άλλα ακαθόριστα πρόσωπα να εξασφαλίσει οφέλη για τους συνεργούς του, μέσω της παράνομης άσκησης των καθηκόντων του, προς μεγάλη ζημία του δημοσίου. Η συνωμοσία πραγματοποιήθηκε, αποφέρουσα μεγάλα οικονομικά οφέλη στους συνωμότες, εις βάρος του Δημόσιου Ταμείου και της άμυνας της Κύπρου. Ούτε ίχνος μαρτυρίας δεν προσκομίστηκε, που να υποδηλώνει την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των, κατ' ισχυρισμό, συνωμοτών, ή ότι, μέσω της δράσης του εφεσίβλητου, οι συνωμότες προσπορίστηκαν οφέλη υπό μορφή προμηθειών. Τόσο ο κ. Κωνσταντινίδης όσο και ο κ. Χάσικος, στη μαρτυρία τους, παραδέχτηκαν ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για τη λήψη προμηθειών από τον κ. Μιχαηλίδη, ως αποτέλεσμα των επεμβάσεων του εφεσίβλητου ή άλλωσπως. Υπέθεσαν ότι έπρεπε να υπήρχε συνωμοσία, λόγω της υπέρμετρης φιλοξενίας που παρείχαν ο κ. Μιχαηλίδης και, σε μικρότερο βαθμό, άλλος έμπορος στον εφεσίβλητο. Προσάχθηκε μαρτυρία, εκ μέρους των εφεσειόντων, προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους ότι ο εφεσίβλητος ήταν πράγματι δέκτης τέτοιας φιλοξενίας, η οποία κρίθηκε αναξιόπιστη από το Δικαστήριο, εύρημα στο οποίο και πάλιν δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση.

Δόθηκε εκτεταμένη μαρτυρία αναφορικά με την αγορά όπλων από την Κυπριακή Δημοκρατία, τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν και την έγκριση που αυτές έτυχαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται, σε κάποια έκταση, και αυτή την πτυχή της μαρτυρίας, για να καταλήξει ότι δεν υπήρξε ούτε παρέκκλιση από τις διαδικασίες ούτε οποιαδήποτε αξιόμεμπτη πράξη του εφεσίβλητου, παρέχουσα οποιεσδήποτε ενδείξεις ότι αυτός επιδίωξε να ευνοήσει οποιαδήποτε βιομηχανία όπλων ή οποιοδήποτε έμπορο όπλων.

Δε συμφωνούμε, επίσης, με τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε αναφορικά με την αξιολόγηση του τεκμηρίου 1 Β, ή ότι η μαρτυρία του μάρτυρα Σιακαλλή δεν αξιολογήθηκε στο σωστό της πλαίσιο.

Προκύπτει, από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι εφεσείοντες θεμελίωσαν τα δημοσιεύματά τους σε αναληθή γεγονότα. Πρόβαλαν τα γεγονότα αυτά, χωρίς να διερευνήσουν την ύπαρξή τους, αδιαφορώντας για του λόγου το αληθές. Πέραν τούτου, προέβησαν στα δημοσιεύματα, χωρίς να τα θέσουν υπόψη του εφεσίβλητου και χωρίς να του δώσουν την ευκαιρία να εκφέρει τις θέσεις του επ' αυτών.

Κατάληξή μας είναι ότι δεν έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος, ο οποίος να δικαιολογεί την επέμβασή μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αυτά στοιχειοθετούν τη βάση θεώρησης της έφεσης, υπό την επιφύλαξη της ορθότητας των ενδιάμεσων αποφάσεων, που αποτελούν το αντικείμενο της δεύτερης ενότητας των λόγων έφεσης. Βάσει των αποφάσεων αυτών, αποκλείστηκε η προσαγωγή προφορικής και γραπτής μαρτυρίας, αποδοχή της οποίας θα ενίσχυε, ως υπέβαλαν οι εφεσείοντες, τη θέση τους.

 

 

Προσβολή Ενδιάμεσων Αποφάσεων:

Προσβάλλονται επτά συνολικά ενδιάμεσες αποφάσεις. Οι τέσσερις αφορούν τον αποκλεισμό μαρτυρίας, η πέμπτη τη μη αποδοχή Κύπριου δικηγόρου ως ειδήμονα στο Ελληνικό Δίκαιο, η έκτη την προσαγωγή μαρτυρίας και η έβδομη την απόρριψη αιτήματος για την υποβολή παράκλησης προς τις Γαλλικές Δικαστικές Αρχές για τη συνδρομή τους στη λήψη μαρτυρίας.

Τρεις από τις ενδιάμεσες αποφάσεις σχετίζονται με το παραδεκτό εξ ακοής μαρτυρίας. Με την πρώτη από αυτές - (2/6/99) - αποκλείστηκε η αναπαραγωγή από το Συνταγματάρχη Παπαγεωργίου - (Μ.Υ.19) - δηλώσεων κάποιου Obolensky, υπαλλήλου της εταιρείας Sofma. Οι άλλες δύο αφορούσαν, η πρώτη - (15/12/98) - έγγραφα, τα οποία κατατέθηκαν στη Βουλή από τρίτους και η δεύτερη - (3/6/99) - έγγραφα, τα οποία παραδόθηκαν από άγνωστο πρόσωπο, σε διάδρομο της Βουλής, στον τότε Βουλευτή κ. Λεόντιο Ιεροδιακόνου.

Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι η μαρτυρία ήταν αποδεκτή, κυρίως εκείνη του μάρτυρα Παπαγεωργίου, κατ' εξαίρεση προς τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, επειδή αφορούσε, στην περίπτωση του κ. Obolensky, δηλώσεις συνωμότη. Είναι παραδεκτή, κατά το Δίκαιο της Αποδείξεως, εισαγωγή δηλώσεων συνωμοτών κατά τη δίκη ετέρου από αυτούς, η οποία τείνει να καταδείξει την ύπαρξη συνωμοσίας και το συσχετισμό της με πράξεις προαγωγής της. νοουμένου ότι η μαρτυρία είναι, κατά τα άλλα, αποδεκτή από το Δίκαιο της Αποδείξεως. Στην προκείμενη περίπτωση, ούτε καν ισχυρισμός δε γίνεται στα δικόγραφα για συνωμοσία μεταξύ του εφεσίβλητου και του κ. Obolensky ή των συγγραφέων των εγγράφων, των οποίων επιδιώχθηκε η παρουσίαση. Κατά τα άλλα, τα έγγραφα ήταν απαράδεκτα, τόσο γιατί δεν καταδείχθηκε η σχετικότητά τους προς τα επίδικα θέματα, όσο και γιατί προσέκρουαν στον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. Στην περίπτωση των εγγράφων, οι συγγραφείς τους ήταν ουσιαστικά άγνωστοι, όπως άγνωστο ήταν και από πού προήλθε η γνώση των γεγονότων, τα οποία αναγράφονται σ' αυτά.

Το άλλο έγγραφο, του οποίου η προσαγωγή δεν έγινε δεκτή - (ενδιάμεση απόφαση 7/6/99) - είναι έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης της Ελλάδος, το οποίο προσυπογράφεται από τον τότε Υπουργό Εθνικής Αμύνης κ. Βαρβιτσιώτη - (η τέταρτη απόφαση). Τα στοιχεία, τα οποία περιέχονται σ' αυτό, είχαν προέλευση τις υπηρεσίες του Υπουργείου και όχι ίδια γνώση του Υπουργού. Η απόφαση του Δικαστηρίου για τον αποκλεισμό και αυτού του εγγράφου ήταν, για τους λόγους που έχουμε εκθέσει σε σχέση με το απαράδεκτο άλλων εγγράφων, εξίσου σωστή. Και η προσπάθεια, η οποία καταβλήθηκε για την παροχή μαρτυρίας για το Ελληνικό Δίκαιο, σχετιζόταν με τη μη προσέλευση του κ. Βαρβιτσιώτη ως μάρτυρα. Σκοπό είχε να καταδείξει ότι μέλος της Βουλής των Ελλήνων δεν είναι εξαναγκάσιμος μάρτυρας. Το Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε - (η πέμπτη απόφαση - 24/2/99) - Κύπριο δικηγόρο, ο οποίος στο παρελθόν - (1984-1987) - άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Ελλάδα, να καταθέσει ως ειδήμων επί του Ελληνικού Δικαίου. Η καθοδήγηση του Δικαστηρίου, ως προς το ποίος μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματογνώμων για το δίκαιο άλλης χώρας, ήταν σωστή και η απόφασή του να αποκλείσει το μάρτυρα, ως ειδικό στο Ελληνικό Δίκαιο, λήφθηκε μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας. Και δεκτή να γινόταν η μαρτυρία του δικηγόρου ως πραγματογνώμονα, δε θα άλλασσε το σκηνικό σχετικά με το απαράδεκτο ως μαρτυρία του εγγράφου το οποίο προσυπόγραψε ο κ. Βαρβιτσιώτης.

Η έκτη ενδιάμεση απόφαση - (14/5/98) - αφορά τον αποκλεισμό του αιτήματος των εφεσειόντων, όπως ο εφεσίβλητος προσαγάγει αριθμό εγγράφων στο στάδιο της αντεξέτασής του. Κατά την ένατη μέρα της αντεξέτασής του, εκδόθηκε μαρτυρική κλήση προς τον εφεσίβλητο, με την οποία εκαλείτο να καταθέσει:-

(α) Το διαβατήριό του και ταξιδιωτικά έγγραφα στην κατοχή του.

(β) Την ταυτότητα ή τις ταυτότητές του σε χαρτοπαι-χτικές λέσχες ή καζίνα.

(γ) Επιστολές που στάληκαν από καζίνα του εξωτερικού προς αυτό. και

(δ) Βιβλιάριο ή βιβλιάρια καταθέσεών του σε τράπεζες του εσωτερικού ή του εξωτερικού, που διατηρεί ο ίδιος ή αντιπρόσωποί του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύει ότι επρόκειτο για απόπειρα αλίευσης μαρτυρίας, προς στοιχειοθέτηση ισχυρισμών της Υπεράσπισης. Αντικείμενο της κλήσης ήταν η προσέλευση του εφεσίβλητου για να καταθέσει γραπτή μαρτυρία. Δεν επρόκειτο για διαδικασία αποκάλυψης και θεώρησης εγγράφων, σύμφωνα με τις διατάξεις της Δ.28 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η κλήση μάρτυρα εκδόθηκε κατ' επίκληση των προνοιών της Δ.32, θ.5, η οποία παρέχει τη δυνατότητα σε διάδικο κλήτευσης μάρτυρα να προσέλθει και να καταθέσει, ή να παρουσιάσει έγγραφα. Ως οι πρόνοιες της Δ.32, θ.5, υποδηλώνουν και ο προβλεπόμενος τύπος κλήσης μάρτυρα βεβαιώνει, πρόκειται για την κλήτευση μάρτυρα να καταθέσει εκ μέρους του ενάγοντος ή του εναγομένου, ως η περίπτωση. Καθώς υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο σκοπός της κλήσης μάρτυρα να καταθέσει έγγραφα είναι η παρουσίαση αποδεκτής μαρτυρίας και όχι η εκμαίευση μαρτυρίας, προς το σκοπό καθορισμού της σημασίας της για την υπόθεση του καλούντος. Μάρτυρας μπορεί να κληθεί από εκάτερο των διαδίκων, προς στοιχειοθέτηση της υπόθεσής του. Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας είναι και σ' αυτό το σημείο προσαρμοσμένοι στο αντιπαραθετικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, εξασφαλίζοντας δικαίωμα σε εκάτερο των διαδίκων να καλέσει μάρτυρες, προς απόδειξη της υπόθεσής του. Δεν παρέχεται δυνατότητα κλήτευσης μάρτυρα εκ μέρους του εναγομένου, για να καταθέσει στο πλαίσιο της υπόθεσης του αντιδίκου του. Στην προκείμενη υπόθεση, αυτό επιδιώχθηκε από τους εφεσείοντες. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο λόγο που καθιστούσε τη μαρτυρία απαράδεκτη, ήταν αδύνατη η κλήτευση μάρτυρα να καταθέσει ως μάρτυρας του αντιδίκου.

Η έβδομη ενδιάμεση απόφαση - (24/4/99) - η οποία εφεσιβάλλεται, αφορά την άρνηση του Δικαστηρίου να δεχτεί αίτημα των εφεσειόντων για τη λήψη μαρτυρίας από τις Γαλλικές Δικαστικές Αρχές. Το αίτημα βασίστηκε στις διατάξεις της Δ.36, θ.1, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που καθιστούν, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, παραδεκτή τη λήψη μαρτυρίας από δικαστικές αρχές τρίτης χώρας, καθώς και στις πρόνοιες του περί της Συμβάσεως διά την Λήψιν Μαρτυρικής Αποδείξεως εν τη Αλλοδαπή εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις (Κυρωτικός) Νόμου του 1982, (Ν. 67/82).

Σκοπός του αιτήματος ήταν ο εντοπισμός και, παρεπόμενα, η κλήση αριθμού ατόμων από τη Γαλλία να καταθέσουν ενώπιον των Γαλλικών Δικαστικών Αρχών. Αντικείμενο της μαρτυρίας τους ήταν, ως συνάγεται, η κατάθεση των εγγράφων τα οποία δεν έγιναν δεκτά. Τα έγγραφα αφορούσαν αλληλογραφία μεταξύ γαλλικών εταιρειών όπλων. μαρτυρία η οποία, ως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν άσχετη προς τα επίδικα θέματα. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου να εγκρίνει τέτοιο μέτρο εξηγούνται σε σειρά αγγλικών και κυπριακών αποφάσεων, στις οποίες παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Και παραδεκτή να ήταν, στην παρούσα υπόθεση, η επίκληση της συνδρομής των Γαλλικών Δικαστικών Αρχών για τη συλλογή μαρτυρίας, το διάβημα μπορούσε να αποκλειστεί, εφόσον το Δικαστήριο θεωρούσε την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το ίδιο απαραίτητη για την κρίση και επίλυση των επιδίκων θεμάτων. Ούτε γι' αυτή την ενδιάμεση απόφαση δεν έχει προταθεί βάσιμος λόγος, που να δικαιολογεί την ανατροπή της.

Με τη διαπίστωση του απορριπτέου της αμφισβήτησης και της τελευταίας ενδιάμεσης απόφασης, θα προχωρήσουμε στη διερεύνηση του ουσιωδέστερου, ως κατέστη κατά την έφεση, ζητήματος, εκείνου της συνταγματικότητας των περί δυσφημίσεως διατάξεων του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148.

Η Συνταγματικότητα των περί Δυσφημίσεως Διατάξεων του ΚΕΦ. 148:

Η πρώτη θέση του κ. Πουργουρίδη είναι ότι κυρίαρχο λόγο στη θεώρηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εφεσειόντων διαδραματίζουν οι διατάξεις του ΄Αρθρου 19 του Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνουν την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης - (΄Αρθρο 19.1) - δικαίωμα που περιλαμβάνει, όπως διευκρινίζεται στη δεύτερη παράγραφο του ιδίου ΄Αρθρου:-

(α) Την ελευθερία της γνώμης. και

(β) Την ανεμπόδιστη λήψη και μετάδοση ιδεών και πληροφοριών, ανεξάρτητα από κρατικά σύνορα.

Οι εισηγήσεις του κ. Πουργουρίδη επί του θέματος της συνταγματικότητας των περί δυσφημίσεως διατάξεων του ΚΕΦ. 148 συνοψίζονται στο κείμενο που ακολουθεί:-

Το κοινό δίκαιο, μαζί και οι πρόνοιές του που αφορούν τη δυσφήμιση, αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα από τις διασφαλίσεις της ελευθερίας του λόγου και έκφρασης και, για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να τυγχάνουν εφαρμογής άνευ ετέρου και χωρίς αναφορά στο δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 19 του Συντάγματος. Η νομολογία των χωρών της Κοινοπολιτείας, που υιοθέτησε το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο ως τον πυρήνα του δικαίου της χώρας τους, αποκαλύπτει συνεχή τάση επέκτασης των ορίων της ελευθερίας της έκφρασης και σμίκρυνσης του πεδίου περιορισμού του δικαιώματος. Μας παρέπεμψε, προς τούτο, σε σειρά αποφάσεων των Ανωτάτων Δικαστηρίων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, καθώς και στις προσεγγίσεις του θέματος από τα Ινδικά Δικαστήρια - (New York Times Co v. Sullivan (1964) 376, US 254, 11 L.ed.2d 686. Lange v. Australian Broadcasting Corporation (1997) 145 ALR 96. Lange v. Atkinson (1998) 3 NZLR 424. Lange v. Atkinson (2000) 3 NZLR 385. R.R. Gopal v. State of Tamil Nadu (1994) 4 S.C.R. 353).

Ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι και στην Αγγλία, επίσης, έγιναν τομές στον τομέα των αρχών του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης, που διευρύνουν ιδίως τα όρια της υπεράσπισης του σχολιασμού πράξεων δημοσίων προσώπων, παραπέμποντας προς τούτο στην απόφαση του Εφετείου και, κατ' ακολουθίαν, στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Reynolds v Times Newspapers, που δημοσιεύονται στο (1998) 3 All ER 961 και (1999) 4 All ER 609, αντίστοιχα.

Την τελευταία απόφαση επικαλέστηκε και ο κ. Παπαευσταθίου, εκ μέρους του εφεσίβλητου, παραπέμποντας στο μέρος του λόγου της που υποστηρίζει ότι πληροφόρηση περί τα πολιτικά πράγματα (political information) δεν καθιστά εφαρμοστέα την υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους (qualified privilege), ανεξάρτητα από τις συνθήκες της δημοσίευσης.

Κατά πόσο ισχύει η υπεράσπιση, η οποία συναρτάται με την ύπαρξη υποχρέωσης μετάδοσης των πληροφοριών από το μεταδίδοντα και δικαιώματος λήψης αυτών από τον πληροφορούμενο, εξαρτάται από σειρά παραγόντων, που έχουν σχέση με τη φύση των πληροφοριών, το ενδιαφέρον του δημοσίου για το ζήτημα, την πηγή των πληροφοριών, τη λήψη μέτρων προς εξακρίβωση της αλήθειας τους και το κατά πόσο ζητήθηκε από το υποκείμενο του δημοσιεύματος ο σχολιασμός των γραφομένων. Προέχει η ελευθερία του λόγου και το δικαστήριο δεν πρέπει εύκολα να άγεται σε απόφαση ότι το δημόσιο δεν είχε συμφέρον να πληροφορηθεί περί του αντικειμένου του δημοσιεύματος. σε περίπτωση αμφιβολίας, η πλάστιγγα πρέπει να κλίνει υπέρ της ελευθερίας του λόγου.

Συμπτυσσόμενος ο λόγος της Reynolds v Times Newspapers (1999) 4 All ER 609, ως κρίνουμε, απολήγει στην αναγνώριση των ακολούθων αρχών:-

(α) Η πολιτική πληροφόρηση δεν προσελκύει, αφ' εαυτής, την υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους. Είναι το αντικείμενο της πληροφόρησης που μπορεί να έχει τέτοιο αποτέλεσμα, ανάλογα με τη σημασία του για το δημόσιο και το αντίστοιχο συμφέρον του κοινού να πληροφορηθεί περί αυτού.

(β) Η έννοια του προνομίου υπό όρους είναι ελαστική και τυγχάνει εφαρμογής υπό το φως των πραγματικοτήτων εκάστης εποχής. Η σημασία των πραγμάτων και, ανάλογα, το ενδιαφέρον του κοινού γι' αυτά μεταβάλλονται από καιρού εις καιρόν.

(γ) Η απόδοση προνομιακού χαρακτήρα σε δημο-σίευμα, συναρτάται με σειρά παραγόντων, που έχουν στο επίκεντρο το καθήκον του τύπου να διερευνά την αλήθεια εκείνων τα οποία δημοσιεύει και να προβάλλει με δίκαιο τρόπο διϊστάμενες εκδοχές γι' αυτά.

Στη Reynolds v Times Newspapers (1999) 4 All ER 609, το δημοσίευμα για πολιτικό άτομο δε θεωρήθηκε προνομιούχο, εφόσον έλειπε το στοιχείο της ισορροπημένης παρουσίασης των γεγονότων, προκύπτουσας από την παράλειψη της εφημερίδας να δημοσιεύσει τις εξηγήσεις που έδωσε ο ενάγων για το αντικείμενο της δημοσίευσης. Αποτελεί καθήκον του τύπου να αναζητά τις απόψεις του υποκειμένου δυσφημιστικού δημοσιεύματος, ως μέτρο ελέγχου της αλήθειας και της ακρίβειας του περιεχομένου του και, παράλληλα, να προβάλλει την αντίθετη εκδοχή σε σχέση με το αντικείμενο του δημοσιεύματος.

Η θέση του εφεσίβλητου, ο οποίος, επίσης, επικαλείται τη Reynolds v Times Newspapers (1999) 4 All ER 609, είναι ότι οι αρχές της καταρρίπτουν τη διεκδίκηση προνομίου από τους εφεσείοντες, οι οποίοι προέβησαν στα δημοσιεύματα χωρίς να διερευνήσουν την αλήθεια των γεγονότων, στα οποία αυτά στηρίχτηκαν, και χωρίς να αναζητήσουν τις απόψεις του επηρεαζόμενου - του εφεσίβλητου. Περαιτέρω, το αναληθές των δημοσιευμάτων απογυμνώνει τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων περί καλής πίστης. Στο σημείο αυτό μπορεί να παρατηρήσουμε ότι, υπό το φως των ευρημάτων του Δικαστηρίου και των αρχών που διέπουν την υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους, η υπεράσπιση αυτή - και εάν εθεωρείτο ως στοιχειοθετημένη - δε θα είχε καμιά ελπίδα επιτυχίας.

Το ζήτημα συνταγματικότητας, που τίθεται προς εξέταση, είναι κατά πόσο οι περί δυσφημίσεως διατάξεις του ΚΕΦ. 148 συνιστούν περιορισμό του θεμελιώδους δικαιώματος ελευθερίας του λόγου συμβατό με το Σύνταγμα.

Οι σχετικές διατάξεις του ΚΕΦ. 148 αναμφιβόλως περιορίζουν την ελευθερία του λόγου, ως αποτέλεσμα των κυρώσεων που επάγεται η διάπραξη του αστικού δικαιώματος της δυσφήμισης.

Το ΄Αρθρο 19.1 του Συντάγματος και, συν αυτώ, η παράγραφος 2 του ιδίου ΄Αρθρου, επεξηγηματική της εμβέλειάς του, κατοχυρώνουν περιεκτικά το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου, έκφρασης, λήψεως και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών, χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση δημόσιας αρχής και ανεξάρτητα από σύνορα.

Στην Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63, είχαμε την ευκαιρία να διαγράψουμε τη σημασία του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και πότε χωρούν περιορισμοί σ' αυτό. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι αποκαλυπτικό:- (σελ. 71)

«Article 19.1 proclaims the right to freedom of speech and expression in every form. This is the basic norm, establishing the paramountcy of the right signifying the commitment of the State to the fullness of the right. Limitations are the exception and authority for their introduction must be sought in the Constitution itself and from no other source."

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη

«Το ΄Αρθρο 19.1 διακηρύττει την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης σε κάθε του μορφή. Αυτή είναι η βασική αρχή, με την οποία διασφαλίζεται η προέχουσα θέση του δικαιώματος, υποδηλώνουσα τη δέσμευση της Πολιτείας στη διασφάλιση της πληρότητας του δικαιώματος. Περιορισμοί αποτελούν την εξαίρεση και εξουσία για την εισαγωγή τους πρέπει να αναζητηθεί στο ίδιο το Σύνταγμα και από καμιά άλλη πηγή.»)

Και το Αγγλικό Δίκαιο αναγνωρίζει την ελευθερία του λόγου ως θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα του ατόμου, ιδίως τα τελευταία χρόνια, ως διαπιστώνεται σε πρόσφατη αγγλική απόφαση - R (ProLife Alliance) v BBC (2002) 2 All ER 756, 773, ταυτίζοντας το δικαίωμα με εκείνο το οποίο κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών - (η «Ευρωπαϊκή Σύμβαση»).

Η παράγραφος 3 του ΄Αρθρου 19 του Συντάγματος επιτρέπει εξαιρέσεις, επαγόμενες τον περιορισμό του δικαιώματος το οποίο κατοχυρώνεται, οι οποίες είναι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, «... προς προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων άλλων ...». ΄Οπως εξηγείται στην Police v. Ekdotiki Eteria, (ανωτέρω), ο περιορισμός πρέπει να έχει άμεση συνάφεια προς το σκοπό για τον οποίο αυτός είναι επιτρεπτός από το Σύνταγμα. Τελικός κριτής για την αναγκαιότητα του περιορισμού είναι το δικαστήριο, όπως υποδεικνύεται στην ίδια υπόθεση και σε πολλές μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση εκείνη, κρίθηκε ότι οι πρόνοιες του ΄Αρθρου 50(1) του Ποινικού Κώδικα, με το οποίο εποινικοποιούντο δημοσιεύματα περιέχοντα ψευδείς ειδήσεις ή πληροφορίες, οι οποίες έτειναν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στη δημοσία τάξη, ή στο Κράτος, ή στα όργανά του, συνιστούσαν παραδεκτό περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου, βάσει των διατάξεων της παραγράφου 3 του ΄Αρθρου 19 του Συντάγματος, νοουμένου ότι ο κλονισμός ερμηνευόταν ως αναφερόμενος στους θεσμούς, στο κράτος και στα όργανά του και όχι στα άτομα των φορέων της εξουσίας. Γίνεται, επίσης, εκτενής αναφορά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σχετιζόμενης με την ερμηνεία του ΄Αρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και, συνάμα, διαγράφει τους σκοπούς για τους οποίους μπορεί να τεθούν περιορισμοί, περιλαμβανομένων της υπόληψης του ατόμου και των δικαιωμάτων του.

Στη Γεώργιος Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 C.L.R. 63, τονίστηκαν η σπουδαιότητα της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία χαρακτηρίζεται ως ευλογία και γνώρισμα κάθε πολιτισμένης κοινωνίας, και, παράλληλα, η σημασία των λόγων για τους οποίους μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα, μεταξύ των οποίων η προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων τρίτων. Αυτά λέχθηκαν κατά τη συζήτηση της έφεσης κατά της ποινής, που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για παράβαση των προνοιών του ΄Αρθρου 51Α(1) του Ποινικού Κώδικα, το οποίο καθιστά κολάσιμη την πρόκληση των κατοίκων σε βιαιοπραγία αναμεταξύ τους ή σ' αμοιβαία διχόνοια, ή καλλιεργεί πνεύμα μισαλλοδοξίας. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης δεν εμπίπτει εντός των επιτρεπομένων ορίων, αφήνοντας να διαφανεί ότι τέτοια εισήγηση δε θα μπορούσε να ευσταθήσει.

Στην Cosmos Press v. Police (1985) 2 C.L.R. 73, ενώ κρίθηκε ότι το δημοσίευμα των εφεσειόντων δεν απέβλεπε ανυπερθέτως στην παρεμπόδιση ή επέμβαση στην απονομή της δικαιοσύνης, το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι αναμφισβήτητο είναι πως η απαγορευτική νομοθετική διάταξη - (΄Αρθρο 122(β) του ΚΕΦ. 154) - συνάδει προς το Σύνταγμα, εφόσον αποβλέπει στον περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης χάριν της διασφάλισης του κύρους και της αμεροληψίας της Δικαστικής Εξουσίας, σκοπός για τον οποίο μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα ελευθερίας έκφρασης σύμφωνα με το ΄Αρθρο 19.3 του Συντάγματος.

Οι περί δυσφημίσεως διατάξεις του ΚΕΦ. 148 συνιστούν, αναμφιβόλως, περιορισμό του δικαιώματος τόσο της ελευθερίας έκφρασης όσο και της ελευθερίας μετάδοσης πληροφοριών. Αντικείμενο των περιορισμών είναι η προστασία της υπόληψης του ατόμου και, παράλληλα, των δικαιωμάτων του, σκοποί για τους οποίους είναι παραδεκτός ο περιορισμός των δικαιωμάτων που προστατεύονται από την παράγραφο 1 και 2 του ΄Αρθρου 19 του Συντάγματος.

Η καθιέρωση της δυσφήμισης ως αστικό αδίκημα προϋπήρχε του Συντάγματος και, επομένως, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι σχετικές διατάξεις του ΚΕΦ. 148 συνάδουν προς τις διατάξεις του. Σειρά δικαστικών αποφάσεων αναγνωρίζει, όπως άλλωστε εμφαίνεται από τις ίδιες τις διατάξεις του ΄Αρθρου 188.1 του Συντάγματος, ότι η διαπίστωση του συμβατού της νομοθεσίας, προϋπάρχουσας του Συντάγματος, με τις διατάξεις του, ανήκει στο Δικαστήριο. εξετάζεται, εφόσον η επίλυση του θέματος είναι ουσιώδης για την έκβαση της υπόθεσης της οποίας επιλαμβάνεται το Δικαστήριο, όπως και στην προκείμενη περίπτωση. ΄Οτι οι περί δυσφημίσεως διατάξεις του ΚΕΦ. 148, ΄Αρθρο 17 του Νόμου και επόμενα, έχουν ως αντικείμενο την προστασία της υπόληψης του ατόμου, καθώς και των δικαιωμάτων του, δε χωρεί αμφιβολία. Οι διατάξεις που αφορούν τη δυσφήμιση αποτιμούνται στην ολότητά τους, για να διαπιστωθεί αν συνταυτίζονται με ένα ή περισσότερους σκοπούς χάριν των οποίων είναι παραδεκτός περιορισμός του δικαιώματος που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 19 του Συντάγματος, και κατά πόσο αυτός επιβάλλεται από την ανάγκη για την εξασφάλισή τους. Από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτικών της φύσης και της έκτασης των περιορισμών που μπορεί να τεθούν στην άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το ΜΕΡΟΣ ΙΙ του Συντάγματος, προκύπτει ότι οι περιορισμοί, χάριν σκοπών επιτρεπτών από το Σύνταγμα, δεν πρέπει να πλήττουν τον πυρήνα του κατοχυρωμένου δικαιώματος - (βλ., μεταξύ άλλων, Γιωργαλλά ν. Χ" Χριστοδούλου, Νομικό Ερώτημα Αρ. 346, 20/12/00. Καρατζιά ν. Παπακυριακού, Νομικό Ερώτημα Αρ. 349, 20/12/01). Οι περιορισμοί πρέπει να έχουν άμεση σχέση με το συνταγματικό σκοπό που τους καθιστά παραδεκτούς και με την αναγκαιότητα για την προστασία του. Καθοδηγητική, για το πότε δικαιολογείται περιορισμός, είναι η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επί του θέματος - (βλ., μεταξύ άλλων, Handyside v UK (1979) 1 EHRR 737, 754. Sunday Times v UK (1979) 2 EHRR 245, 277-278).

Ανάλογη υπήρξε και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην κρίση του δικαιολογημένου περιορισμών οι οποίοι τίθενται στα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου - (βλ., μεταξύ άλλων, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 2/99, 12/5/00). Σχετική επί του ιδίου θέματος είναι και η αγγλική απόφαση R v Shayler (2002) 2 All ER 477, 495 (HL), επίδικο θέμα της οποίας ήταν το παραδεκτό περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης, χάριν της κρατικής ασφάλειας - (Official Secrets Act, 1989, 1, 4, 7(3)) - υπό το πρίσμα του ΄Αρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που κατοχυρώνει την ελευθερία του λόγου. Καθοδηγούμενος από σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, ο Λόρδος Bingham, στην απόφασή του, προσδιορίζει το κριτήριο για το παραδεκτό περιορισμών ανθρώπινου δικαιώματος ως ακολούθως:- (σελ. 495)

"The acid test is whether, in all the circumstances, the interference with the individual's convention right prescribed by national law is greater than is required to meet the legitimate object which the state seeks to achieve."

 

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Το αποφασιστικό κριτήριο είναι κατά πόσο, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων, η επέμβαση σε δικαίωμα του ατόμου, το οποίο κατοχυρώνει η Σύμβαση, ως διαγράφεται από την εθνική νομοθεσία, είναι μεγαλύτερη απ' ότι απαιτείται προς διασφάλιση του νόμιμου σκοπού, τον οποίο η πολιτεία επιδιώκει να προάγει.»)

Θεώρηση δημοσιευμάτων τα οποία συνιστούν δυσφήμιση, όπως αυτά καθορίζονται στο ΄Αρθρο 17(1) του ΚΕΦ. 148, συναρτά το αστικό αδίκημα με πράξεις που πλήττουν άμεσα τόσο την υπόληψη όσο και τα δικαιώματα τρίτων. Βάσει της παραγράφου (α) του άρθρου αυτού, δυσφήμιση συνιστά και η απόδοση με δημοσίευμα διάπραξης εγκλήματος.

Στην Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485, κρίθηκε ότι το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου από το ΄Αρθρο 12.4 του Συντάγματος, αποκλείει την απόδοση εγκληματικής πράξης σε άτομο από οποιοδήποτε άλλο εκτός από το Δικαστήριο της Πολιτείας, το οποίο, ως ορίζει το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος, είναι και ο μόνος κριτής της ποινικής του ευθύνης. ΄Οπου διαφαίνεται σύγκρουση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων δικαιωμάτων, αυτή εξισορροπείται, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου είναι ίσης σημασίας, όπως διακηρύσσεται και στην απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης 1165 του 1998 (΄Αρθρο 11). Αυτή υπήρξε και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αλήθεια Εκδ. Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550, στην οποία λέχθηκε:- (σελ. 560, απόφαση Νικήτα, Δ.)

«Η ελευθερία του λόγου και του τύπου είναι κατοχυρωμένη από το άρθρο 19 του Συντάγματος και είναι απόλυτα σεβαστή. Η ελευθερία όμως αυτή πρέπει να εναρμονίζεται με τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα, που προστατεύει επίσης το Σύνταγμα, όπως η τιμή και η καλή φήμη των άλλων.»

Ως προς τον εναρμονισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων με το σκοπό τον οποίο προορίζονται να εξυπηρετήσουν, σχετική είναι η απόφαση στην In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329.

Κατ' ουσίαν, το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 12.4 του Συντάγματος, είναι εξίσου θεμελιώδες με το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου. Κατά συνέπεια, η προστασία του, μέσω του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης, είναι όχι μόνο παραδεκτή αλλά και επιβεβλημένη.

Οι περί δυσφημίσεως διατάξεις του ΚΕΦ. 148 ισορροπούν την παράλληλη περιφρούρηση των δύο δικαιωμάτων, με αναφορά στην αλήθεια των γραφομένων. ΄Οπως επισημαίνεται στην Loutchansky v Times (No 2) (2002) 1 All ER 652, σε σχέση με περιορισμούς του ΄Αρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, είναι προς όφελος και των ιδίων των δημοσιογράφων τα γραφόμενά τους να απεικονίζουν την αλήθεια και όχι την αναλήθεια. Αν γινόταν παραδεκτή, υπογραμμίζεται, άνευ συνεπειών η προβολή αναληθών δημοσιευμάτων, το κοινό θα έπαυε να τους αποδίδει πίστη, είτε αυτά είναι αληθή είτε ψευδή. Και όλες οι άλλες περιπτώσεις δυσφήμισης, που, εξ αντικειμένου, πλήττουν την υπόληψη του ατόμου, οι οποίες καθορίζονται στο ΄Αρθρο 17 - ΚΕΦ. 148, είναι συνυφασμένες με την τιμή και την υπόστασή του στον κοινωνικό χώρο. Οι δυσμενείς συνέπειες στο άτομο του δυσφημιζομένου και στο κοινωνικό σύνολο από δυσφημιστικά δημοσιεύματα διαγράφονται παραστατικά στην απόφαση του Λόρδου Nicholls στην υπόθεση Reynolds v Times Newspapers (1999) 4 All ER 609, στη σελ. 622:-

"Reputation is an integral and important part of the dignity of the individual. It also forms the basis of many decisions in a democratic society which are fundamental to its well-being: whom to employ or work for, whom to promote, whom to do business with or to vote for. Once besmirched by an unfounded allegation in a national newspaper, a reputation can be damaged for ever, especially if there is no opportunity to vindicate one's reputation. When this happens, society as well as the individual is the loser. For it should not be supposed that protection of reputation is a matter of importance only to the affected individual and his family. Protection of reputation is conducive to the public good. It is in the public interest that the reputation of public figures should not be debased falsely."

 

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Η φήμη αποτελεί αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Επίσης αποτελεί τη βάση πολλών αποφάσεων που λαμβάνονται σε δημοκρατική κοινωνία, οι οποίες είναι κεφαλαιώδεις για την ευημερία του. όπως ποιο θα εργοδοτήσει ή για ποιο θα εργαστεί, ποιο θα προάξει, με ποιο θα έχει συναλλαγές ή ποιο θα ψηφίσει. Μια και κηλιδωθεί από ανυπόστατο ισχυρισμό σε εφημερίδα εθνικής εμβέλειας, η φήμη του ατόμου μπορεί να ζημιωθεί για πάντα, ιδιαίτερα εάν δεν παρέχεται ευκαιρία στο ίδιο να την υπερασπίσει. ΄Οταν αυτό συμβαίνει, χαμένοι είναι τόσο η κοινωνία όσο και το άτομο, γιατί δεν πρέπει να γίνεται σκέψη ότι η προστασία της φήμης είναι σημασίας μόνο για το άτομο, του οποίου επηρεάζεται η φήμη, και την οικογένειά του. Η προστασία της φήμης του ατόμου συντελεί στο καλό του δημοσίου. Είναι προς το δημόσιο συμφέρον ότι η φήμη δημοσίων ανδρών (ατόμων) δεν πρέπει να εξευτελίζεται με το ψέμα.»)

 

Το απόσπασμα που παραθέσαμε διαγράφει παραστατικά τις επιπτώσεις της δυσφήμισης για το άτομο που δυσφημίζεται και τις συνέπειές της για το κοινωνικό σύνολο. Μπορεί να λεχθεί ότι η προστασία της υπόληψης του ατόμου είναι απαραίτητη για την ανεμπόδιστη άσκηση των θεμελιωδών του δικαιωμάτων. Δεν είναι δίκαιο το άτομο να λειτουργεί κάτω από τη σκιά του ψόγου. Εκτός αν του παρέχεται αυτή η προστασία, το άτομο παραμένει ανυπεράσπιστο έναντι της προσβολής της υπόληψής του και της υπονόμευσης της κοινωνικής του υπόστασης. Είναι αυτή η πραγματικότητα που καθιστά, εξ αντικειμένου, αναγκαίο τον περιορισμό του δικαιώματος που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 19 του Συντάγματος. Χωρίς την προστασία αυτή, το άτομο θα μετατρεπόταν σε ανυπεράσπιστο θύμα διαπόμπευσης και κοινωνικού εξοστρακισμού.

Υπό το φως των όσων έχουμε διαγράψει, κρίνουμε ότι οι περιορισμοί οι οποίοι τίθενται με τις διατάξεις του ΚΕΦ. 148, που αναφέρονται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, ευρίσκουν έρεισμα στο ΄Αρθρο 19.3 του Συντάγματος, χάριν της προστασίας της υπόληψης του ατόμου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων.

 

Η καθιέρωση της αλήθειας του δημοσιεύματος ως υπεράσπιση, διασφαλίζει τον πυρήνα του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης. Η καλή πίστη, από την οποία πρέπει να διακατέχεται ο γράφων, αναιρείται όταν αυτός αδιαφορεί για την αλήθεια των γραφομένων και παραλείπει να πάρει εύλογα μέτρα για την εξακρίβωσή της.

Στην προκείμενη περίπτωση, τα γεγονότα, στα οποία βασίστηκαν τα δημοσιεύματα, ήταν αναληθή και παντελής ήταν η αδιαφορία των εφεσειόντων για την εξακρίβωση της αλήθειας των γραφομένων τους.

Διαπιστώνεται ότι οι περί δυσφημίσεως διατάξεις του ΚΕΦ. 148 συνάδουν με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 19.3 του Συντάγματος, συνιστώσες περιορισμούς, αναγόμενους στην προστασία της υπόληψης ατόμου και των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το ίδιο το Σύνταγμα, όπως τα δικαιώματα που εξασφαλίζονται από τα ΄Αρθρα 12.4 και 30.2 του Συντάγματος.

Αποζημιώσεις:

Το ποσό των αποζημιώσεων προσβάλλεται ως υπερβολικό και ως το προϊόν λανθασμένης καθοδήγησης. Η λανθασμένη καθοδήγηση σχετίζεται με την προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου, θέση η οποία έχει απορριφθεί.

Στην Αλήθεια Εκδ. Ετ. Λτδ. ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285, διαπιστώσαμε ότι χωρεί η επέμβαση του Εφετείου στις επιδικασθείσες αποζημιώσεις, όταν το ποσό είναι έκδηλα υπερβολικό. Τέτοια κατάληξη δικαιολογείται μόνο όπου καταφαίνεται ότι το ποσό των αποζημιώσεων που αποδόθηκε δε θα μπορούσε να επιδικαστεί από πρωτόδικο δικαστήριο, επιφορτισμένο με τον καθορισμό του. ΄Οπως εξηγείται, με αναφορά στη σχετική νομολογία, στην Αγγλία δικαιολογείται παραμερισμός του ποσού των αποζημιώσεων σε υποθέσεις δυσφήμισης σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις. σ' εκείνες που κρίνεται ότι το ποσό συνιστά, καθ' ολοκληρίαν, εσφαλμένη εκτίμηση της ζημίας την οποία υπέστη ο δυσφημισθείς. Το μέτρο των αποζημιώσεων συναρτάται με τη φύση, το χαρακτήρα και την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ανθρώπου, όπως αναφέρεται στο καταληκτικό μέρος της απόφασης του Εφετείου:- (σελ. 291)

«Η υπόσταση του ανθρώπου είναι συνυφασμένη με την υπόληψη του στην κοινωνία. Προσβολή της υπόληψης συντελεί στον κοινωνικό εξοστρακισμό και συγχρόνως αποτελεί δοκιμασία για τα αισθήματα του ανθρώπου. Η αποζημίωση είναι το μέσο που παρέχει ο νόμος για την αποκατάσταση του δυσφημισθέντα.»

Στη ΔΙΑΣ Λτδ. κ.ά. ν. Ναθαναήλ, (ανωτέρω), το Εφετείο υπογράμμισε:- (Απόφαση Αρτεμίδη, Δ.), (σελ. 897)

«Η υπόληψη του πολίτη, ως ανεξάρτητη και αυτοτελής ανθρώπινη ύπαρξη, απέκτησε σήμερα, και πολύ ορθά, αυξημένη εκτίμηση, που διασφαλίζεται και στο γραπτό δίκαιο. Τραυματισμός αυτής της υπόληψης επιφέρει την ανάλογη αποκατάσταση της.»

Στην προκείμενη περίπτωση, τα δημοσιεύματα ήταν καταλυτικά για την υπόσταση του εφεσίβλητου, όπως άλλωστε προκύπτει και από την παραδοχή των εφεσειόντων για το δυσφημιστικό των δημοσιευμάτων. Καταβαραθρώνεται η υπόληψη του εφεσίβλητου, ο οποίος παριστάνεται ως ανυπόληπτο και εγκληματικό άτομο, ικανό για κάθε ατιμία, χάριν οικονομικού συμφέροντος. Με κανένα μέτρο το ποσό των £30.000,00, το οποίο επιδικάστηκε, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπερβολικό, ούτε με την προσθήκη του ποσού των £5.000,00, το οποίο επιδικάστηκε υπό τη μορφή παραδειγματικών αποζημιώσεων. Σ' αυτό το σημείο, πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν έγινε εισήγηση ότι η καθοδήγηση του Δικαστηρίου σ' αυτή την πτυχή της υπόθεσης (παραδειγματικών αποζημιώσεων) υπήρξε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, εσφαλμένη.

Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι το ποσό όχι μόνο δεν είναι υπερβολικό αλλά είναι ανεπαρκές για την αποκατάσταση της ζημίας που του προκάλεσαν τα δημοσιεύματα. Η ανεπάρκειά του καταδεικνύεται και από την έλλειψη οποιασδήποτε μεταμέλειας των εφεσειόντων, οι οποίοι εισηγήθηκαν, μέσω του δικηγόρου τους, αγορεύοντας ενώπιόν μας, ότι τα γραφέντα εις βάρος του εφεσίβλητου ήταν και λίγα.

Στην απουσία προσβολής της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου ως προς τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις, δεν παρέχεται η δυνατότητα επέμβασης στο καθορισθέν ποσό ή εξέτασης ισχυρισμών περί της ανεπάρκειας του ποσού των αποζημιώσεων. Με τη διαπίστωση αυτή, τελειώνει και η απόφασή μας.

 

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Γ.Μ. Πικής, Π.

Σ. Νικήτας, Δ.

Χρ. Αρτεμίδης, Δ.

Π. Αρτέμης, Δ.

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

Γ. Νικολάου, Δ.

Π. Καλλής, Δ.

Μ. Κρονίδης, Δ.

Τ. Ηλιάδης, Δ.

Α. Κραμβής, Δ.

Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

/ΑυΦ, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο