ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 133

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 140

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.

 

Μεταξύ:

Διευθύντριας Τμήματος Υπηρεσιών

Κοινωνικής Ευημερίας,

Εφεσείουσας/Αιτήτριας

ν.

1. Φωτεινής Ντούμα,

2. Ανδρέα Κωνσταντίνου Πεγειώτη,

Εφεσιβλήτων/Καθ'ων η αίτηση

---------------------------

8 Φεβρουαρίου 2002

 

Για την Εφεσείουσα: κα Ε. Παπαγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Για τους Εφεσιβλήτους: κ. Δ. Κακουλλής.

-------------------------------

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα

Στις 2/12/99 το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε προσωρινό διάταγμα σύμφωνα με το οποίο οι εφεσίβλητοι διατάχθηκαν όπως παραδώσουν τα ανήλικα τέκνα τους Μαρία και Φίλιππο στο Ιδρυμα Παιδικής Στέγης Λευκωσίας και Ευαγγελία και Δημήτρη σε θετή οικογένεια από το Στρόβολο. Η απομάκρυνση των ανηλίκων, ηλικίας μεταξύ 2-8 χρόνων, θα έπρεπε να γίνει ευθύς αμέσως μετά από την επίδοση του διατάγματος στους εφεσιβλήτους, τη φύλαξη δε και επιμέλεια των ανηλίκων θα ασκούσε η Διευθύντρια του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Το σχετικό διάταγμα επιδόθηκε στους εφεσιβλήτους το απόγευμα της επόμενης μέρας, στις 3/12/99. Οι εφεσίβλητοι δεν συμμορφώθηκαν με τις πρόνοιες του διατάγματος και δήλωσαν ότι δεν είχαν πρόθεση να συμμορφωθούν με κανένα τρόπο, βρίζοντας με χυδαίο τρόπο τους Κοινωνικούς Λειτουργούς που είχαν μεταβεί για να βοηθήσουν τα αστυνομικά όργανα στην εκτέλεση του διατάγματος.

Τέσσερις μέρες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 6/12/99 η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση για παρακοή του πιο πάνω διατάγματος. Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση και ακολούθως, κατόπιν αιτήματος και των δύο πλευρών όπως δοθεί βαρύτητα στη γρήγορη εκδίκαση της κύριας αίτησης, η αίτηση για παρακοή του διατάγματος αφέθηκε να εκδικαστεί μετά την ολοκλήρωση της κύριας αίτησης. Η ακροαματική διαδικασία της κύριας αίτησης αποδείχθηκε χρονοβόρα και η σχετική απόφαση εκδόθηκε στις 6/4/2001. Σύμφωνα δε με τη σχετική απόφαση η φύλαξη και επιμέλεια του ανήλικου Φίλιππου δόθηκε στην εφεσείουσα.

Μετά την έκδοση της απόφασης στην κύρια αίτηση οι εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν ενοχή στο αδίκημα της παρακοής του διατάγματος του Δικαστηρίου της 2/12/99 και προς επιμέτρηση της ποινής επικαλέσθηκαν ότι η αρνητική αντίδραση τους να συμμορφωθούν στους όρους του διατάγματος οφειλόταν κατά κύριο λόγο στο γονικό τους ένστικτο. Επιπρόσθετα οι εφεσίβλητοι επικαλέσθηκαν προς μετριασμό της ποινής τα προσωπικά τους περιστατικά, από τα οποία διαφαίνεται ότι διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία για την οποία πληρώνουν ενοίκιο £150 μηνιαίως ενώ παίρνουν £120 μηνιαίως ως επίδομα πολυτέκνων. Η εφεσίβλητη δεν εργάζεται γιατί φροντίζει τα δύο μικρότερα παιδιά της, ένα από τα οποία ο Δημήτρης πρέπει να παρακολουθείται συνεχώς γιατί πάσχει από μηνιγγίτιδα. Ο εφεσίβλητος 2 εργάζεται κερδίζοντας £160 εβδομαδιαίως, αλλά καταβάλλει £250 για τη διατροφή τριών άλλων ανήλικων παιδιών του που απέκτησε από προηγούμενο γάμο του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τα πιο πάνω περιστατικά αποφάσισε όπως επιβάλει ποινή φυλάκισης ενός μηνός στον κάθε εφεσίβλητο. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις τόσο στα γεγονότα της υπόθεσης όσο και στις προσωπικές καταστάσεις των εφεσιβλήτων, διέταξε την αναστολή της ποινής για περίοδο 3 χρόνων.

 

(β) Η έφεση

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενη ότι η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής και ότι η περίπτωση αυτή δεν εμπίπτει μέσα στην έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή της ποινής.

Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ότι η πάροδος των 15 μηνών που παρήλθε από την καταχώριση της αίτησης της φυλάκισης για παρακοή του διατάγματος μέχρι την επιβολή της ποινής, είναι ένας σοβαρός παράγοντας που δεν μπορεί να παραγνωρισθεί στον καθορισμό της επιβολής της ποινής. Οι εφεσείοντες έπρεπε να είχαν επιμείνει στη γρήγορη εκδίκαση της αίτησης, όταν και η έκβαση της ίσως να ήταν διαφορετική.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν ήταν υπαίτια για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε. Η αναβολή της εκδίκασης της αίτησης για παρακοή οφειλόταν στο ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο ήθελε να εκδικάσει την ουσία της αίτησης πριν από την ακρόαση της αίτησης για παρακοή.

 

(γ) Η νομική πλευρά

Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδίδεται δικαστικό διάταγμα οφείλει να συμμορφώνεται προς τις πρόνοιες του διατάγματος αφού η υπακοή σε διατάγματα δικαστηρίου συνιστά μια σημαντική πτυχή του κράτους δικαίου. Οπως τονίστηκε από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Γ. Πική στην υπόθεση Λοΐζου ν. Αστυνομίας (Ποινική Εφεση 6121 της 18/7/96),

"Παρακοή σε διαταγή του δικαστηρίου πλήττει το θεμέλιο της έννομης τάξης. Η συνέχιση της (παρακοής) τείνει να το ανατρέψει. Ανάλογη με τη σοβαρότητα της ανυπακοής είναι και η τιμωρία η οποία επιβάλλεται. Η τιμωρία για τη συνεχιζόμενη παρακοή σε διαταγή του δικαστηρίου είναι κατά κανόνα η φυλάκιση. Οταν επέλθει συμμόρφωση παρέχεται η δυνατότητα για επιεικέστερη αντιμετώπιση του παραβάτη, χωρίς όμως να διαγράφεται η σοβαρότητα του αδικήματος."

 

Αναφορικά με την εξατομίκευση της ποινής που θα επιβληθεί σε πρόσωπο που έχει παραβεί τους όρους ενός δικαστικού διατάγματος ο Δικαστής Καλλής υπογράμμισε στην υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα ν. Ευαγόρου (Ποινική Εφεση 7000 της 24/4/2001) ότι,

"Η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή. Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής."

 

 

(i) Καθυστέρηση

Εχει υποβληθεί εκ μέρους των εφεσιβλήτων ότι η καθυστέρηση των 15 μηνών που παρατηρήθηκε από την καταχώριση της αίτησης για παρακοή μέχρι την εκδίκαση της, είναι ένα σοβαρό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στην επιβολή της ποινής.

Οι προεκτάσεις της καθυστέρησης της εκδίκασης μιας αίτησης για παρακοή διατάγματος που θεωρείται ότι είναι ποινικού χαρακτήρα (ίδε Re Bramblevale Ltd [1969] 3 All E.R. 1062, όπως έχει υιοθετηθεί στην Κύπρο στην υπόθεση Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά, Εφεση 16 της 24/5/1993) είναι ένα σημαντικό στοιχείο που δεν μπορεί να παραγνωρισθεί.

Το άρθρο 30(2) του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα ενός κατηγορουμένου να τυγχάνει της διάγνωσης της ποινικής του ευθύνης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο. Η πιο πάνω προϋπόθεση αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα ενός κατηγορουμένου στη διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης που εναποθέτει στους ώμους της πολιτείας την υποχρέωση να διασφαλίζει τη σύντομη εκδίκαση μιας ποινικής υπόθεσης. Η διάγνωση της νομικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου έξω από τα συνταγματικά πλαίσια συνιστά εκτροπή από τις συνταγματικές κατοχυρώσεις και μπορεί να οδηγήσει στην ακυρότητα της διαδικασίας.

Το τι αποτελεί εύλογο χρονικό διάστημα για την αποπεράτωση και έκδοση δικαστικής απόφασης σε μια ποινική υπόθεση εξαρτάται από τα περιστατικά της υπόθεσης και τη συμπεριφορά τόσο της Κατηγορούσας Αρχής όσο και του κατηγορουμένου. Η έναρξη του χρόνου αρχίζει από τη σύλληψη ή καταγγελία του κατηγορουμένου.

Στην παρούσα περίπτωση το διάταγμα εκδόθηκε στις 2/12/99 και επιδόθηκε στους εφεσιβλήτους την επομένη στις 3/12/99. Λόγω μη συμμόρφωσης εκ μέρους των εφεσιβλήτων καταχωρήθηκε εναντίον τους τρεις μέρες αργότερα, στις 6/12/99, αίτηση για φυλάκιση τους για παρακοή. Για το τι επακολούθησε παραπέμπουμε στο πιο κάτω απόσπασμα από τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου.

"Στη συνέχεια, μετά από σχετικό αίτημα των δύο πλευρών, δόθηκε βαρύτητα στη γρήγορη εκδίκαση της Κυρίως Αίτησης και αφέθη η εκδίκαση της Αίτησης Παρακοής μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας της Κυρίως Αίτησης."

 

Η διαδικασία της ακρόασης της αίτησης και της έκδοσης απόφασης συμπληρώθηκε πέντε μήνες αργότερα στις 6/4/2001. Ακολούθως κατόπιν παραδοχής των εφεσιβλήτων στην κατηγορία της παρακοής του διατάγματος τους επιβλήθηκε στις 16/5/2001 ποινή φυλάκισης με αναστολή.

Από τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι και οι δύο πλευρές είχαν ζητήσει όπως εκδικαστεί πρώτα η ουσία της κύριας αίτησης και ακολούθως η αίτηση για παρακοή. Με άλλα λόγια οι εφεσίβλητοι συγκατάνευσαν στην αναβολή της εξέτασης της ευθύνης τους για την παρακοή του διατάγματος και δεν δικαιολογούνται να επικαλούνται την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε ως ένα στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη στην επιβολή της ποινής. Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνουμε ότι η καθυστέρηση που σημειώθηκε μέχρι τη συμπλήρωση και έκδοση απόφασης στην αίτηση για παρακοή δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ελαφρυντικό στοιχείο που θα μπορούσε να επιμετρήσει στην επιβολή της ποινής. Εδώ θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανεξάρτητα από τις θέσεις των διαδίκων, θα έπρεπε, λόγω της φύσης της αίτησης για παρακοή, να προχωρήσει αμέσως στην εκδίκαση της και όχι να δεχθεί όπως εξεταστεί μετά από τη συμπλήρωση της διαδικασίας της κύριας αίτησης.

 

(ii) Η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής

Εχει υποβληθεί από την ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι η ποινή της φυλάκισης ενός μηνός με αναστολή που επιβλήθηκε στους εφεσιβλήτους είναι έκδηλα ανεπαρκής και ότι τα περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη δεν μπορούν να θεωρηθούν ως "εξαιρετικές περιστάσεις" σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή της ποινής.

Το άρθρο 3(2) του περί της Υφ' Ορων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/72), όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 41(Ι)/97, προνοεί ότι,

"Το Δικαστήριο δε διατάσσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλακίσεως εκτός αν έχει τη γνώμη ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου."

 

Οι προεκτάσεις του πιο πάνω άρθρου εξετάστηκαν στην υπόθεση Παγιάβλας ν. Αστυνομίας, Ποινική Εφεση 6560, ημερομηνίας 7/8/1998, όπου τονίστηκε ότι η δυνατότητα αναστολής μιας ποινής φυλάκισης μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 41(Ι)/97 έχει περιοριστεί και έχει καταστεί ανελαστική. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την πιο πάνω υπόθεση, που καθορίζει την εμβέλεια των "εξαιρετικών περιστάσεων" που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή μιας ποινής φυλάκισης. Οπως τονίστηκε από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δικαστή Πική,

"Παρόλο που η αγγλική νομοθεσία δεν αναφέρεται ειδικά, όπως η κυπριακή, στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, έχει γίνει δεκτό ότι τα περιστατικά της υπόθεσης περιλαμβάνουν και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου - (βλ. μεταξύ άλλων, R. v. Cameron (1993) 14 Cr.App.R.(S) 801 και R. v. Edney (1994) 15 Cr.App.R.(S) 889).

Η αγγλική νομολογία υποστηρίζει ότι η αναστολή δικαιολογείται σε σπάνιες περιπτώσεις - (R. v. Okinikan (1992) 14 Cr.App.R.(S) 453).

Συνήθη μετριαστικά περιστατικά, αναγόμενα είτε στα περιστατικά του εγκλήματος ή στις περιστάσεις του παραβάτη, δεν αποτελούν εξαιρετικές αλλά συνήθεις περιστάσεις. Καθοδήγηση για τις περιστάσεις, που μπορεί να χαρακτηριστούν «εξαιρετικές», μπορεί να αντληθεί και από την πρόσφατη απόφαση στην Αγαθαγγέλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2121/29.5.98, στην οποία η Ολομέλεια ασχολήθηκε με το νοηματικό περιεχόμενο του όρου «εξαιρετικές περιστάσεις». Το γεγονός ότι το αντικείμενο των «εξαιρετικών περιστάσεων», σ' εκείνη την υπόθεση, ήταν διαφορετικό - (Κ. 27(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90) - δεν αναιρεί τη σχετικότητα των λεχθέντων. Κατ' αρχήν, διαπιστώνεται ότι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εξαντλητικά η σημασία και το πεδίο εφαρμογής του όρου «εξαιρετικές περιστάσεις». Διευκρινίστηκε, όμως ότι: "Κοινό παρονομαστή αποτελεί το ασύνηθες των περιστάσεων και ο ιδιάζων χαρακτήρας τους". Ο ίδιος παρονομαστής διέπει και τη διατύπωση της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων, για τους σκοπούς αναστολής της ποινής. Οι περιστάσεις πρέπει να είναι ασυνήθεις και να προσιδιάζουν είτε στα περιστατικά της υπόθεσης, ή στις περιστάσεις του παραβάτη, ή σε συνδυασμό των δύο."

 

 

Αναμφίβολα τα περιστατικά του αδικήματος είναι αρκετά σοβαρά και δεν θα μπορούσαν από μόνα τους να δικαιολογήσουν την αναστολή της ποινής φυλάκισης. Και τούτο γιατί οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν προς τους όρους του διατάγματος και να παραδώσουν τα τέσσερα ανήλικα παιδιά τους στο Ιδρυμα Παιδικής Στέγης Λευκωσίας και σε ανάδοχο οικογένεια κάτω από τη φύλαξη της Διευθύντριας του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σε πλήρη καταστρατήγηση του δικαστικού διατάγματος.

Μια προσεκτική όμως εξέταση των προσωπικών περιστατικών των δύο εφεσιβλήτων υποδεικνύει ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. Και οι δύο εφεσίβλητοι είναι γονείς των τεσσάρων ανηλίκων παιδιών ηλικίας από 2-8 χρόνων για τα οποία είχε εκδοθεί το σχετικό διάταγμα. Επιπρόσθετα ο β΄ εφεσίβλητος έχει άλλα τρία ανήλικα τέκνα από προηγούμενο γάμο του για τα οποία καταβάλλει £250 μηνιαίως για τη διατροφή τους. Η α΄ εφεσίβλητη, που είναι μητέρα άλλων τριών ανηλίκων παιδιών, φέρεται ότι είναι άνεργη ενώ ο β΄ εφεσίβλητος κερδίζει £160 εβδομαδιαίως. Και οι δύο διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία και δεν έχουν άλλα εισοδήματα εκτός από ένα επίδομα £120 μηνιαίως ως πολύτεκνοι. Ενα από τα ανήλικα παιδιά, ο Δημήτρης, πάσχει από μηνιγγίτιδα που προϋποθέτει τη συνεχή παρακολούθηση του και την ανάγκη συνεχούς ιατρικής φροντίδας. Τα πιο πάνω στοιχεία συνιστούν κατά την άποψη μας προσωπικά περιστατικά που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή της ποινής και η απόφαση για αναστολή της ποινής φαίνεται ότι ήταν δικαιολογημένη. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι η επιβολή μιας πιο αυστηρής ποινής από το Ανώτατο Δικαστήριο θα απέβαινε άδικη για τους εφεσιβλήτους. Και τούτο γιατί ενώ σύμφωνα με το αρχικό διάταγμα οι εφεσίβλητοι έπρεπε να παραδώσουν και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά τους, μετά την ακρόαση της κύριας αίτησης οι εφεσίβλητοι διατάχθηκαν να παραδώσουν μόνο τον ανήλικο Φίλιππο, πράγμα το οποίο έπραξαν. Η σοβαρότητα της μη συμμόρφωσης προς το αρχικό διάταγμα δεν εξουδετερώνεται από τη μετέπειτα απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά είναι ένα στοιχείο που δεν μπορεί παρά να προσμετρήσει προς όφελος των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

Δ.

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο