ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1695
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 10743
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Π. ΚΑΛΛΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
Στέλιου Αποστολίδη
Εφεσείοντα/Εναγόμενου
- και -
Παντελή Ζούλη
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
- - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 20 Νοεμβρίου, 2001.Για τον εφεσείοντα: Στ. Ερωτοκρίτου (κα).
Για τον εφεσίβλητο: Κ. Δημητριάδης.
- - - - - -
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
: Η επίδικη διαφορά δημιουργήθηκε από τροχαίο ατύχημα που συνέβηκε στις 28.10.1996 στην Πλατεία Ελευθερίας στη Λευκωσία. Ο εφεσίβλητος (ενάγοντας) ενώ διασταύρωνε την Πλατεία, πλάτους 14 μέτρων, από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσείοντας (εναγόμενος) κτυπήθηκε με το εμπρόσθιο μέρος του με συνέπεια να υποστεί σωματικές βλάβες.Συνοπτικά τα γεγονότα όπως τα αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν ως ακολούθως:-
Αργά το απόγευμα της 28.10.1996 ο εφεσίβλητος άρχισε να διασταυρώνει την Πλατεία Ελευθερίας από δεξιά στα αριστερά, με σκοπό να περάσει στο απένταντι πεζοδρόμιο που υπήρχε τηλεφωνικός θάλαμος για να τηλεφωνήσει. Εκεί τον περίμεναν και δύο φίλοι του. Αφού διήνυσε απόσταση λίγων μέτρων και ήταν στη δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας αντελήφθη το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να κατευθύνεται προς το μέρος του. Το αυτοκίνητο αυτό οδηγείτο με ανώμαλη διακίνηση και "μαρσαρισμένο". Ο εφεσίβλητος, προ του κινδύνου να κτυπηθεί από το αυτοκίνητο
και στην αγωνία στην οποία βρέθηκε, προσπάθησε να οπισθοχωρήσει προς το πεζοδρόμιο. Δεν απέφυγε όμως το κτύπημα από το αυτοκίνητο. Ο εφεσείων εισήλθε στην Πλατεία Ελευθερίας από την οδό Κ. Παλαιολόγου, όπου βρίσκεται η γνωστή πολυκατοικία Λυσσαρίδη, με σκοπό να κατευθυνθεί, μέσω της Πλατείας στη λεωφόρο Ευαγόρου.Η Πλατεία Ελευθερίας διαχωρίζεται σε τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας, μονόδρομης κατεύθυνσης προς τη λεωφόρο Ευαγόρου. Το μήκος της Πλατείας είναι 95 μέτρα, η δε ορατότητα είναι πολύ καλή. Από το σημείο σύγκρουσης μέχρι τη συμβολή της Πλατείας με την οδό Κ. Παλαιολόγου, υπάρχει απόσταση 85 μέτρων με πολύ καλή ορατότητα.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν, ως προς την ευθύνη, ο αστυνομικός εξεταστής που παρουσίασε και το σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος, ο εφεσίβλητος και ο συνοδηγός του εφεσείοντα. Όσον αφορά τις σωματικές βλάβες του εφεσίβλητου κατέθεσαν οι θεράποντες ιατροί του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε και σχολίασε την ενώπιον του μαρτυρία τόσο την προφορική όσο και την πραγματική, κατέληξε ότι τόσο ο εφεσείων όσο και ο εφεσίβλητος είχαν ευθύνη για το ατύχημα και καταμέρισε τη μεταξύ τους ευθύνη σε ποσοστό 70% στον εφεσείοντα και 30% στον εφεσίβλητο. Ως προς δε τις γενικές αποζημιώσεις επεδίκασε το ποσό των £12.000 επί
πλήρους ευθύνης.Ο εφεσείων με την ειδοποίηση έφεσης προσβάλλει με τέσσερις λόγους, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως λανθασμένα και προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο ίδιος δεν υπέχει ευθύνη στο ατύχημα.
Ο εφεσίβλητος με αντέφεση του προσβάλλει την απόφαση ως προς το επιδικασθέν ποσό των £12.000 ως πολύ χαμηλό και ανεπαρκές.
Βασικό παράπονο του εφεσείοντα που προβάλλει σε τρεις από τους τέσσερις λόγους έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε καθόλου ούτε έλαβε υπόψη τη γραπτή κατάθεση του εφεσείοντα προς την αστυνομία, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο, εκ συμφώνου, από τους δικηγόρους των διαδίκων.
Είναι γεγονός, όπως εξάγεται από τα πρακτικά, ότι ο αστυνομικός εξεταστής του ατυχήματος που κατέθεσε ως πρώτος μάρτυρας για τον εφεσίβλητο, παρουσίασε την κατάθεση, η οποία σημειώθηκε ως Τεκμήριο Β για αναγνώριση. Σε μεταγενέστερη ημερομηνία και συγκεκριμένα στις 30.9.99 οι δικηγόροι εκ συμφώνου κατέθεσαν την κατάθεση του εφεσείοντα στην αστυνομία ως κανονικό τεκμήριο στο Δικαστήριο. Καμιά αναφορά δεν γίνεται για το σκοπό και την αποδεικτική αξία της κατάθεσης αυτής.
Έχουμε καταλήξει ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την κατάθεση του εφεσείοντα προς την αστυνομία (Τεκμήριο 8). Γιατί αυτή δεν είχε καμιά αποδεικτική αξία, νοουμένου ότι ο ίδιος ο εφεσείων δεν έδωσε ένορκη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και να υποστεί το βάσανο της αντεξέτασης για να κριθεί η αξιοπιστία της. Νομολογιακή βάση για την κατάληξη μας αυτή είναι η απόφαση Έλλη Δημητρίου ν. Μάριου Δημητριάδη, ανηλίκου κ.λπ., Πολιτική Έφεση αρ. 10226, ημερ. 4.10.2000. Το Εφετείο σ΄ αυτή την υπόθεση διαπραγματευόμενο το ίδιο θέμα απέρριψε τους ίδιους ακριβώς ισχυρισμούς. Ο Αρτεμίδης, Δ. εκδίδοντας την απόφαση ανάφερε τα εξής στη σελίδα 8:-
"Αναφορικά με την εισήγηση της δικηγόρου της εφεσείουσας πως έσφαλε κατά νόμο το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αρνήθηκε να αξιολογήσει τη γραπτή κατάθεση της εφεσείουσας που έδωσε στην Αστυνομία, που προσκομίστηκε εκ συμφώνου στο Δικαστήριο, κρίνουμε πως η σχετική απόφαση της δικαστού είναι απόλυτα ορθή. Η εφεσείουσα δεν έδωσε μαρτυρία κατά την ακρόαση. Είναι γεγονός πως το έγγραφο τούτο κατατέθηκε εκ συμφώνου, αλλά από τις θέσεις των δικηγόρων όπως προβάλλονται και καταγράφονται στο πρακτικό δεν αποκαλύπτεται ρητή δήλωση του δικηγόρου του
Παραπονείται ακόμα ο εφεσείων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς την ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα κατά το χρόνο της σύγκρουσης. Ισχυρίζεται ότι παρέβλεψε τη μαρτυρία του μάρτυρα του εφεσείοντα επί του θέματος, την κατάθεση του εφεσείοντα (Τεκμήριο 8) και το γεγονός ότι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα άφησε ίχνη τροχοπέδησης μόνο 5.30 μ.. Δεν συμφωνούμε με το λόγο αυτό της έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι γεγονός ότι αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου επί του σημείου τούτου που είπε ότι είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα "να έρχεται κατά πάνω του μαρσαρισμένο και μάλιστα με ανώμαλη διακίνηση". Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του με υπερβολική ταχύτητα ούτε τέτοιο γεγονός λήφθηκε υπόψη κατά τον καταμερισμό της ευθύνης στους διαδίκους.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων θεωρεί ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο ίδιος έπρεπε να δει τον εφεσίβλητο που διασταύρωνε το δρόμο από απόσταση 95 μέτρων όση και η ορατότητα στο σημείο της σύγκρουσης.
Έχουμε μελετήσει την επίδικη απόφαση και πουθενά δεν υπάρχει τέτοιο εύρημα εκ μέρους του Δικαστηρίου. Αντίθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα, έχοντας υπόψη την πραγματική μαρτυρία, ότι υπήρχε και χώρος και χρόνος να δει πιο έγκαιρα τον εφεσίβλητο πεζό. Συναφώς η μαρτυρία του συνοδηγού και μάρτυρα του εφεσείοντα ήταν ότι είδε τον εφεσίβλητο-πεζό για πρώτη φορά όταν ο τελευταίος ήταν στη δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας. Έχοντας υπόψη και την πραγματική μαρτυρία κρίνουμε ως ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο ίδιος έθεσε τον εφεσίβλητο στην αγωνία της στιγμής. Το σχετικό απόσπασμα από την επίδικη απόφαση έχει ως εξής:-
"Γι΄ αυτό ο εναγόμενος είχε και χρόνο και χώρο να δει πιο έγκαιρα τον ενάγοντα και μάλιστα είχε ευκαιρία και να σταματήσει ή άλλως να κατευθύνει το όχημα του με τέτοιο τρόπο που να μην αναγκάσει τον ενάγοντα στην αγωνία της στιγμής να στραφεί πίσω και μάλιστα πριν να προφθάσει να ανέβει στο πεζοδρόμιο να τον κτυπήσει στο Χ του τεκμηρίου 1.".
Θεωρούμε ως ορθή τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο αξιολόγησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία κάτω από το φως της πραγματικής μαρτυρίας. Η αιτιολογία που προβάλλεται στο λόγο αυτό της έφεσης δεν μας παρέχει τη δυνατότητα ανατροπής του ευρήματος του Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι και ο ίδιος ο εφεσείων βρέθηκε σε αγωνία της στιγμής, δεν μεταβάλλει την κατάσταση πραγμάτων που επικρατούσαν κατά τη στιγμή της σύγκρουσης. Εξάλλου το Δικαστήριο βρήκε ότι και ο εφεσίβλητος είχε συντρέχουσα αμέλεια σε ποσοστό 30%.
Η έφεση, ως εκ τούτου, οδηγείται σε αποτυχία και απορρίπτεται.
Με δύο λόγους αντέφεσης ο εφεσίβλητος προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει γενικές αποζημιώσεις για το ποσό των £12.000 στο οποίο περιλαμβάνεται και εφάπαξ ποσό £2.000 "για την ταλαιπωρία και τις ενοχλήσεις που θα έχει σε σχέση με το επάγγελμα του οικοδόμου που σε κάθε περίπτωση εργάσθηκε στο παρελθόν εκτός Κύπρου (Τεκμήρια 3, 4 και η περί τούτου αποδεχτή μαρτυρία του ενάγοντα)".
Από το ατύχημα ο εφεσίβλητος υπέστη σοβαρές σωματικές κακώσεις. Ο κλινικός και ακτινολογικός έλεγχος κατέδειξε αίμαθρο στο δεξιό γόνατο και συντριπτικό κάταγμα της δεξιάς επιγονατίδας. Εισήχθηκε στο χειρουργείο όπου του έγινε ανοικτή ανάταξη του κατάγματος και οστεοσύνθεση με βελόνες τύπου Kirshner με σύρμα και μια βίδα. Το σκέλος ακινητοποιήθηκε σε γύψινο κυλινδρικό νάρθηκα. Ο γύψος αφαιρέθηκε δύο σχεδόν μήνες μετά και ακολούθησε φυσιοθεραπεία. Υπήρξε πλήρης πόρωση του κατάγματος. Παρέμειναν ως μόνιμα κατάλοιπα επιμήκης χειρουργική ουλή 15 εκατοστών στην πρόσθια επιφάνεια του γόνατος και ελαφρός περιορισμός στην κάμψη-έκταση του γόνατος. Κατά τους θεράποντες γιατρούς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ανάπτυξης οστεοαρθριτικών αλλοιώσεων λόγω της συντριβής της επιγονατίδας, πράγμα που επιβεβαιώθηκε ακτινολογικά. Θα αισθάνεται ενοχλήματα και πόνο κατά
την ανάβαση και κατάβαση κλιμακοστασίου και κατά τη βάδιση σε ανώμαλο έδαφος. Προσέτι μετά από πολύωρη εργασία ως οικοδόμος θα αισθάνεται πόνους και ταλαιπωρία.Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ούτε στο περίγραμμα του δικηγόρου του εφεσίβλητου, ούτε και ενώπιον μας προφορικά έχουν αναπτυχθεί οι λόγοι της αντέφεσης. Στο περίγραμμα απλώς επαναλαμβάνονται οι λόγοι της αντέφεσης με την αιτιολογία τους.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα του ύψους του ποσού των αποζημιώσεων, εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου, είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων τις οποίες ο ενάγων δικαιούται. (Βλέπε:
Constantinou v. Selachouris (1969) 1 CLR 416, Christodoulides v. Kyprianou (1968) 1 CLR 130 και Αntoniou v. Iordanous (1976) 1 CLR 341.) To Εφετείο δεν επεμβαίνει ακόμα και στην περίπτωση διαφωνίας του ως προς το ύψος του ποσού που επιδικάσθηκε κρίνοντας τούτο ως πρωτόδικο Δικαστήριο (Βλέπε: Constantinou v. Evlambiou (1982) 1 CLR 824).Οι αρχές που διέπουν την επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων έχουν νομολογηθεί και θα πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί πως από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διαπιστώνεται μια τάση για αύξηση των αποζημιώσεων σε σύγκριση με το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικαζόταν στο παρελθόν (Βλέπε:
Paraskevaides (Overseas) Ltd. v. Christofi (1982) 1 CLR 789 και Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευάς (1992) 1 ΑΑΔ 498). Η πιθανότητα απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων ή δυσχέρειας στην άσκηση του επαγγέλματος του από τον εφεσίβλητο προσμετρά ως απώλεια που ανάγεται στις γενικές αποζημιώσεις και όχι κάτω από συγκεκριμένο κονδύλι μελλοντικής ζημιάς. (Βλέπε: Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 ΑΑΔ 66, Moeliker v. A. Reyvolle and Co. Ltd. (1977) 1 All E.R. 9).Δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να μας πείθει ότι το ποσό που καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εκτός του περιθωρίου των αποζημιώσεων που ο τραυματισμός του εφεσιβλήτου δικαιολογούσε. Οι σχετικοί λόγοι αντέφεσης απορρίπτονται.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Ενόψει της κατάληξης μας δεν εκδίδουμε καμιά διαταγή για έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠσ