ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 1 ΑΑΔ 1432

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10783

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ δ/στών

Μεταξύ:

Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ

Εφεσειόντω ν/Εναγόντων

ΚΑΙ

1. Κώστα Σταύρου Κωνσταντίνου, από τη Λάρνακα,

2. Μαρίτα Σταυρή από τη Λάρνακα,

3. Χριστάκης Κωνσταντίνου από τη Λάρνακα

Εφεσιβλήτω ν/Εναγομένων

--------------------------

 

26 Σεπτεμβρίου 2001

Για τους εφεσείοντες: Α. Κλεάνθους.

Για τους εφεσίβλητους: Α. Μαθηκολώνης.

-----------------------------

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

--------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι χρηματοδοτικός οργανισμός και διεκδίκησαν από τον πρώτο εναγόμενο ως ενοικιαστή και τη σύζυγό του ( δεύτερη εναγόμενη) και τρίτο πρόσωπο (τρίτος εναγόμενος) ως εγγυητών (οι εφεσίβλητοι), το ποσό των £10127.88 "ως υπόλοιπο ενοικίου και/ή δυνάμει δόσεων και/ή ως αποζημίωση" από σύμβαση ενοικιαγοράς. Επίσης, διαταγή για παράδοση του αυτοκινήτου με αριθμό RV510 που αναφερόταν ως το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, προς πώλησή του με δημόσιο πλειστηριασμό "για ολική ή μερική εξόφληση ανάλογα, οποιουδήποτε ποσού ήθελε επιδικασθεί..."

Οι εφεσίβλητοι παραδέκτηκαν την υπογραφή της σύμβασης αλλά αμφισβητούν την αξίωση. ΄Ηταν η θέση τους πως ήταν εικονική. ΄Ο,τι συμφωνήθηκε στην πραγματικότητα ήταν δάνειο, κατά την υπεράσπιση, προς καταστρατήγηση της νομοθεσίας αναφορικά με τον τόκο.

Τα ουσιώδη γεγονότα ήταν παραδεκτά. Προέρχονταν από τη μαρτυρία του υπαλλήλου των εφεσειόντων και τη σειρά των εγγράφων που κατέθεσε. Ο υπάλληλος κρίθηκε ως πλήρως αξιόπιστος και δεν κλήθηκε άλλος μάρτυρας. Οι εισηγήσεις των εφεσιβλήτων είχαν στη βάση τους ακριβώς αυτή τη μαρτυρία και ήταν η τελική κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως ευσταθούσαν. Η σύμβαση ενοικιαγοράς ήταν επινόηση για να συγκαλυφθεί το δάνειο που συνιστούσε την αληθινή φύση της συναλλαγής. Δεν ήταν γνήσια και, συνεπώς, η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί. Ανεξάρτητα από ο,τιδήποτε αφορούσε στους τόκους. Προέκυπτε θεμελιώδες "δικογραφικό θέμα". Προσδιοριζόταν ως αιτία αγωγής η σύμβαση ενοικιαγοράς αποκλειστικά και αυτή απέτυχε αφού δεν είχε συναφθεί τέτοια σύμβαση.

Οι εφεσείοντες δεν αμφισβητούν πως αυτό θα έπρεπε να ήταν το αποτέλεσμα ενόψει της διαπίστωσης πως η σύμβαση ήταν εικονική. Συμφωνούν πως, στη βάση αυτής της κρίσης, η αγωγή ορθά απορρίφθηκε. Υπό αμφισβήτηση θέτουν την ουσία. Εισηγούνται πως η σύμβαση ήταν γνήσια και πως εσφαλμένα και χωρίς στήριξη από τη μαρτυρία εξάχθηκαν τα συμπεράσματα για την εικονικότητά της. Θα δούμε τις λεπτομέρειες αλλά διευκρινίζουμε τώρα πως αυτές συζητήθηκαν στο πλαίσιο της παραδεκτής δυνατότητας υπέρβασης των όρων ή των λέξεων ή των εγγράφων που τα μέρη χρησιμοποίησαν στη σύμβαση. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στις υποθέσεις Αλεξάντρου ν. Κωμοδρόμου κ.α., Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 8586 και 9006 ημερ. 21.5.1997 και Αθανασία Σταύρου ν. Ayios Andronicos Dev. (1992) 1 AAΔ 870. Eιδικά δε σε σχέση με τη φύση της σύμβασης ως ενοικιαγοράς, στις Re George Inglefield, Ltd (1932) All E.R. Rep. 244 και Helby v. Matthews [1895-9) All E.R. Rep. 821 στις οποίες εξηγήθηκε πως σε εγχείρημα αυτής της φύσης εξετάζεται η ουσία της συμφωνίας και όχι απλώς οι λέξεις της. Και επισημάνθηκε το καθήκον του Δικαστηρίου να αναδείξει την αληθινή συναλλαγή, απαλλάσσοντάς την από ο,τιδήποτε διαπιστώνεται ότι αποτελεί μόνο μάσκα ή επικάλυψή της.

Μια ακόμα παρατήρηση πριν αναφερθούμε στα γεγονότα. Αφορά στα ουσιώδη χαρακτηριστικά μιας σύμβασης ενοικιαγοράς όπως τα συνόψισε το πρωτόδικο δικαστήριο με παραπομπή στις υποθέσεις Κarflex Ltd v. Poole (1933) All E.R. Rep. 46, Merc. Union Gaurantee Corpn. Ltd v. Wheatley (1937) All E.R. 713, Helby v. Matthews (ανωτέρω) και Polsky v. S. and A. Services (1951) 1 All E.R. 185. Tέτοια σύμβαση εξυπακούει πως ο χρηματοδότης, όπως ήταν εν προκειμένω οι εφεσείοντες, είναι ιδιοκτήτης του αντικειμένου. Ως ο ιδιοκτήτης, λοιπόν, συμφωνεί να το ενοικιάσει στoν αντισυμβαλλόμενο στον οποίο αναγνωρίζεται δυνατότητα, εφόσον τηρήσει τους όρους της ενοικίασης, να το αγοράσει. Για όσο διαρκεί η πρώτη σχέση, εκείνη της ενοικίασης, το αντικείμενο παραμένει υπό την κυριότητα του χρηματοδότη. Η δε αγορά του αυτοκινήτου από τον αντισυμβαλλόμενο στο τέλος, συνήθως με την καταβολή κάποιου μικρού ποσού, επιπρόσθετου προς τα συμφωνηθέντα μισθώματα, αποτελεί δικαίωμα και όχι υποχρέωσή του. Ο τρόπος απόκτησης της κυριότητας του αντικειμένου από τους χρηματοδότες δεν είναι εξ ορισμού ουσιώδους σημασίας για τη φύση της συναλλαγής ως ενοικιαγοράς. Το σύνηθες είναι να την αποκτούν από τον έμπορο του αντικειμένου καταβάλλοντας το τίμημά του, πλην της προκαταβολής όπου υπάρχει τέτοια. Και να συνάπτουν στη συνέχεια σύμβαση ενοικιαγοράς με τον πελάτη του εμπόρου, με προοπτική την τελική μεταβίβαση της κυριότητας σε αυτόν. Δεν αποκλείεται όμως να ανήκε αρχικά το αυτοκίνητο στον ίδιον τον ενοικιαγοραστή. ΄Οπως στην περίπτωση της Υοrkshire Railway Wagon Company v. Maclure (1882) 21 Ch.D. 309: Εταιρεία πώλησε περιουσιακά στοιχεία της σε άλλη, είσπραξε το τίμημα για να καλύψει τις ανάγκες της και συνήψε μαζί της σύμβαση ενοικιαγοράς με την οποία ενοικίασε τα ίδια περιουσιακά στοιχεία, προς επαναγορά τους στο τέλος. Αποφασίστηκε πως η αρχική πώληση που οδήγησε στη μεταβίβαση της κυριότητας ήταν πραγματική και πως, συνεπώς, η σύμβαση ενοικιαγοράς που συνάφθηκε στη συνέχεια, ήταν γνήσια. 'Οπως δε εξηγήθηκε στην Eastern Distributors v. Goldring (1957) 2 All E.R. 525, δεν υπάρχει οτιδήποτε που να εμποδίζει ιδιοκτήτη οχήματος από του να το πωλήσει σε χρηματοδοτικό οργανισμό, να εισπράξει το τίμημα και να το επιστρέψει με δόσεις. Και νοουμένου ότι η πώληση είναι γνήσια και όχι πλασματική, απολήγει ισχυρή η σύμβαση ενοικιαγοράς που την ακολουθεί. Εννοείται, όσο και αν στόχος ήταν, σε τελική ανάλυση, ο δανεισμός χρημάτων με ασφάλεια το αντικείμενο της πώλησης - ενοικιαγοράς.

Το αυτοκίνητο RV510 ανήκε αρχικά στον εφεσίβλητο 1 και φαίνεται πως ήταν με σκέψεις όπως οι πιο πάνω που αυτό κατέστη αντικείμενο ενοικιαγοράς. Ως ακολούθως: Σε έγγραφο που υπεγράφη στις 15.7.93 ο εφεσίβλητος 1 υπογράφει αρχικά ως ο "έμπορος" που μεταβίβασε την κυριότητά του στους εφεσείοντες. Ενσωματώνεται δε στο ίδιο έγγραφο σύμβαση ενοικιαγοράς με "ιδιοκτήτες" του αυτοκινήτου τους εφεσείοντες και ενοικιαγοράστρια την εφεσίβλητη 2, σύζυγο του εφεσίβλητου 1. Ο οποίος, μαζί με τον τωρινό εφεσίβλητο 3, υπέγραψαν ως εγγυητές. Ως τιμή του αυτοκινήτου ανεγράφη το ποσό των £8.250 και, κατά τη σύμβαση, η εφεσίβλητη 2 πλήρωσε στο σύζυγό της το ποσό των £2.750 ως προκαταβολή. Παρεμβάλουμε πως αυτό το στοιχείο, στο πλαίσιο της συναλλαγής, οδήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο στη διατύπωση της γνώμης πως και εκείνα ήταν εικονικά, για να έχουμε τώρα λόγο έφεσης και ως προς αυτή την πτυχή. Με κύριο παράπονο το γεγονός ότι δεν ήταν επίδικη με οποιονδήποτε τρόπο, εκείνη η αρχική σύμβαση. Αυτό είναι ορθό, βέβαια, όπως ορθή όμως είναι και η επισήμανση των εφεσιβλήτων πως η εκτίμηση σε σχέση με την αρχική σύμβαση ήταν στην ουσία παρεμπίπτουσα παρατήρηση που δεν διαδραμάτισε ρόλο στη συνέχεια. Οι λόγοι για τους οποίους η επίδικη σύμβαση κρίθηκε εικονική ήταν συγκεκριμένοι και δεν συναρτώνται προς το κύρος της αρχικής σύμβασης. Δεν θα μας απασχολήσει λοιπόν περαιτέρω αυτό το θέμα.

Επανερχόμαστε στην εξέλιξη των γεγονότων. Το υπόλοιπο των £5.500 πλέον £990.56 που καθορίστηκαν ως "δικαιώματα ενοικιαγοράς 9%" θα έπρεπε να καταβληθεί με 24 ίσες μηνιαίες δόσεις. Με πρόβλεψη πρόσθετου ποσού £10 που θα μπορούσε να καταβληθεί μαζί με την τελευταία δόση, ως "δικαίωμα αγοράς". Καταβλήθηκαν ορισμένες δόσεις αλλά κατά τη λήξη των 24 μηνών παρέμεινε υπόλοιπο £2.885. Επιπλέον, υπήρχε άλλο υπόλοιπο ύψους £5000 στο πλαίσιο άλλης σύμβασης ενοικιαγοράς που ο εφεσίβλητος 1 συνήψε με τους εφεσείοντες, σε σχέση με τον εξοπλισμό της κλινικής του. Συζητήθηκε το πρόβλημα και αποφασίστηκε ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αντιστροφή των ιδιοτήτων των συζύγων. Υπεγράφη νέο έγγραφο στο οποίο εμφανίζεται ως "έμπορος", ιδιοκτήτρια δηλαδή του αυτοκινήτου, η σύζυγος, εφεσίβλητη 2. Την κυριότητα του οποίου υποτίθεται μεταβίβασε στους εφεσείοντες. Για να ακολουθήσει σύμβαση ενοικιαγοράς με "ιδιοκτήτες" τους εφεσείοντες και ενοικιαγοραστή το σύζυγο, εφεσίβλητο 1. Και εγγυητές τώρα τη σύζυγο και εκ νέου το εφεσίβλητο 3.

Στη θέση του τυποποιημένου εγγράφου για τη τιμή του αυτοκινήτου, δεν ανεγράφη οποιοδήποτε ποσό. Ούτε στη θέση για την προκαταβολή, ενώ στην παράγραφο 2 των "Όρων Συμφωνίας Ενοικιαγοράς" αναφέρεται ως υποχρέωση του εφεσίβλητου 1 να πληρώσει και το σύνολο της προκαταβολής που εμφανίζεται να αναγράφεται στην αντίστοιχη θέση. Ανεγράφη μόνο το "ποσό για χρηματοδότηση". Αυτό καθορίστηκε σε £7.974 που είναι ακριβώς το άθροισμα των υπολοίπων των άλλων δυο συμβάσεων ενοικιαγοράς που αναφέραμε, πλέον £89 που προστέθηκαν, όπως εξήγησε ο υπάλληλος της τράπεζας, για την κάλυψη διαφόρων εξόδων. Στο ποσό αυτό προστέθηκαν ως "δικαιώματα ενοικιαγοράς @ 9%" £2.153.88 σεντ και το σύνολο ορίστηκε να πληρωθεί με 36 ίσες μηνιαίες δόσεις. Με πρόνοια και σ΄αυτή την περίπτωση για πληρωμή πρόσθετου ποσού £10.- στο τέλος, ως "δικαίωμα αγοράς".

Επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο αφού παρέπεμψε και στην North Central etc Co. Ltd v. Brailsford (1962) All E.R. 502 σε σχέση με τη σημασία που προσλαμβάνει σ΄αυτές τις περιπτώσεις ο βαθμός αποτύπωσης της πραγματικότητας στα έγγραφα που υπογράφονται: Η σύζυγος, εφεσίβλητη 2, δεν ήταν τότε ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου. Η δήλωσή της πως ήταν και πως είχε δικαίωμα να το πωλήσει, δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Εκδόθηκαν αποδείξεις για εξόφληση των υπολοίπων των προηγούμενων ενοικιαγορών αλλά αυτό έγινε με το "ποσό για χρηματοδότηση" της επίδικης. Δεν είχε προηγηθεί και, πάντως, δεν είχε η εφεσίβλητη 2 ασκήσει και το δικαίωμα αγοράς για την πληρωμή των £10 που αναφέρθηκαν.

Είναι η πρώτη εισήγηση των εφεσειόντων πως ήταν λανθασμένη αυτή η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το αυτοκίνητο, αφού είχε λήξει η αρχική σύμβαση ενοικιαγοράς, ουσιαστικά τους ανήκε ήδη και θα μπορούσαν "να προβούν σε νέα εκμίσθωσή του προς τον εφεσίβλητο 1 χωρίς να προβούν σε διαδικασία εξόφλησης της προηγούμενης ενοικιαγοράς". Επομένως, η αναφορά στον εφεσίβλητο 2 ως ιδιοκτήτη ή πωλητή "ήταν ουσιαστικά εκ του περισσού". Η ύπαρξη "εμπόρου" σε μια σύμβαση ενοικιαγοράς δεν είναι απαραίτητη. ΟΙ εφεσίβλητοι επισημαίνουν πως δεν είχε σε κανένα στάδιο τερματιστεί η αρχική σύμβαση ενοικιαγοράς και πως, τελικά, το ίδιο αυτοκίνητο εμφανίζεται ως αντικείμενο δυο συμβάσεων ενοικιαγοράς, με διαφορετικούς ενοικιαγοραστές. Πέραν τούτου, όμως, όσα λέγουν τώρα οι εφεσείοντες είναι ασύνδετα προς τα γεγονότα. Ουσιαστικά σημαίνουν πως και οι ίδιοι δεν θεωρούν ότι οι ρητές πρόνοιες του εγγράφου απεικονίζουν την πραγματικότητα.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται εναλλακτικά πως η εξόφληση του υπολοίπου της αρχικής ενοικιαγοράς ήταν ταυτόχρονη με τη σύναψη της νέας. Κατέθεσαν συναφώς τιμολόγιο που υποτίθεται εκδόθηκε την ίδια μέρα μεταξύ των συζύγων, ακριβώς για το ποσό των £7.974. Εμείς βλέπουμε ως ημερομηνία του τιμολογίου όχι την 21.8.95 που ήταν η ημέρα σύναψης της επίδικης σύμβασης αλλά την 2.8.95. Δεν είναι όμως αυτό που σημειώθηκε ως ενδεικτικό της πραγματικότητας. ΄Αλλωστε στο ίδιο το τιμολόγιο αναφέρεται πως αυτό εκδόθηκε "για σκοπούς ΦΠΑ μόνο". Αυτό το τιμολόγιο περιγράφει το αυτοκίνητο να είναι ήδη αντικείμενο της επίδικης σύμβασης. Επομένως, όπως απαραίτητα προκύπτει και από τα υπόλοιπα δεδομένα, ήταν μεταγενέστερο της επίδικης σύμβασης. ΄Οπως κατ΄ανάγκην ήταν και οι πιστώσεις προς εξόφληση των υπολοίπων των προηγούμενων ενοικιαγορών. Αφού ήταν προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση με την οποία θα εξοφλούνταν, η υπογραφή της επίδικης σύμβασης.

Yπήρχαν όμως και περαιτέρω στοιχεία. Είδαμε πως δεν καθορίστηκε ποσό ως "τιμή" του αυτοκινήτου και δεν είναι αδικαιολόγητη η παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως αυτό δείχνει πως δεν τους απασχολούσε τέτοιο θέμα. Καθορίστηκε το "ποσό για χρηματοδότηση" και αυτό όχι με αναφορά στην αξία του αυτοκινήτου. Δεν τους ενδιέφερε να ήταν αντιπροσωπευτικό απ΄αυτή την άποψη. Το ποσό των £7.974 ήταν το άθροισμα των δυο υπολοίπων, πλέον οι £89 των εξόδων. Παραπονούνται οι εφεσείοντες πως δεν αποδόθηκε ορθά επί του προκειμένου η μαρτυρία του υπαλλήλου τους. Ισχυρίζονται πως κατά τη μαρτυρία του απλώς το ποσό που καθορίστηκε χρησιμοποιήθηκε για να πληρωθούν τα δυο υπόλοιπα. Δεν παρανόησε τη μαρτυρία το πρωτόδικο δικαστήριο και θα ήταν πράγματι εντυπωσιακή τέτοιας μορφής σύμπτωση. Και προσθέτουμε και την άλλη ανακρίβεια που εντόπισε το πρωτόδικο δικαστήριο. Το ποσό των £2.153.88 σεντ που αναφέρθηκε ως "δικαίωμα ενοικιαγοράς @ 9%" δεν αντιστοιχεί αλλά είναι κατά πολύ μεγαλύτερο τέτοιου ποσοστού στο ποσό των £7.974 που αποτελούσε το ποσό για χρηματοδότηση". Απολήγει, όπως το χαρακτήρισε το πρωτόδικο δικαστήριο, να είναι είτε αυθαίρετο είτε να υπολογίστηκε "πάνω σε άγνωστο για τη συμφωνία ποσό". Τελικά, επισημάνθηκε και το ζήτημα της προκαταβολής που ενώ δεν προβλέφθηκε, εμφανίζεται να αποτελεί υποχρέωση του εφεσίβλητου 1. Οι εφεσείοντες αντιλήφθηκαν πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε πως ήταν απαραίτητο κατά το νόμο να είχε καταβληθεί προκαταβολή. Ενώ το Διάταγμα που την επέβαλλε είχε καταργηθεί. ΄Εχουν λάθος όμως. Δεν ήταν με αυτή την έννοια που έγινε η αναφορά στο θέμα. Σημειώθηκε και αυτή η λεπτομέρεια ως ενδεικτική της αναντιστοιχίας των όρων προς την πραγματικότητα.

Μια τελευταία εισήγηση από την αγόρευση των εφεσειόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρχικά αναφέρθηκε στην εναλλαγή των ρόλων των συζύγων, χωρίς να υπάρχει εκ μέρους τους πρόθεση είτε να αγοράσουν είτε να πωλήσουν το αυτοκίνητο "το οποίο ήταν ήδη δικό τους". Αυτό χαρακτηρίζεται ως εσφαλμένο αφού, ούτως ή άλλως, υπήρχε η πρώτη σύμβαση ενοικιαγοράς. Περαιτέρω ως αντιφατικό προς επόμενη διαπίστωση σύμφωνα με την οποία "δεν αμφισβητήθηκε ότι με βάση την προηγούμενη συμφωνία, τεκμήριο 9, ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου ήταν ο Οργανισμός". Είναι μόνο επιφανειακή η διαφορά, η οποία δεν θα ήταν και σημαντική. Στην πρώτη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο αναφερόταν στο σύνολο της σχέσης και είχε υπόψη του ότι αρχικός ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου ήταν ο σύζυγος. Στη δεύτερη περίπτωση αναφερόταν ακριβώς στις επιπτώσεις από την υπογραφή της πρώτης σύμβασης ενοικιαγοράς.

Συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση. ΄Ηταν δάνειο που συμφωνήθηκε και επιχειρήθηκε η συγκάλυψη του με την υπογραφή εικονικής σύμβασης ενοικιαγοράς. Οι δε υποθέσεις Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Αντιγόνη Πιερή κ.α. Πολιτική ΄Εφεση αρ. 10059 ημ. 27.4.1999, και Barclays Bank Plc ν. J.G.L. (Constructions) Ltd κ.α. Πολιτικές Εφέσεις 10253 και 10255 ημερομηνίας 25.10.2000 που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες δεν τους βοηθούν. Απορρίφθηκαν εκεί ισχυρισμοί για εικονικότητα αλλά τα γεγονότα τους ήταν εντελώς διαφορετικά.

Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε απορρίψει την αγωγή των εφεσιβλήτων και για άλλους λόγους, σχετικούς με την απόδειξη του ύψους της χρηματικής απαίτησης. Είχε συναφώς θεωρήσει πως πιστοποιητικό που κατατέθηκε δυνάμει του άρθρου 5Α(4) του περι Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 54(1)/94, ήταν αναντίστοιχο προς τα ποσά της σύμβασης και ανεπαρκές. Ενόψει της κατάληξης στην οποία έχουμε αχθεί δεν θα μας απασχολήσει αυτό το θέμα. Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα.

Κωνσταντινίδης Δ.

Καλλής Δ.

Κρονίδης Δ.

 

 

/MΣι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο