ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 1 ΑΑΔ 1109

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11062

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΠΙΚΗ, Π., ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,

                    Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Ρ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Nόμου του 1964 και του άρθρου 10 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970

- και -

Αναφορικά με τον Κυρωτικό Νόμο της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως ΄Εκδοσης Φυγοδίκων (Ν.95/79)

- και -

Αναφορικά με την αίτηση του ANDREI GOLOV, από τη Ρωσία και τώρα κρατουμένου στις Κεντρικές Φυλακές στη Λευκωσία για την έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus

- και -

Αναφορικά με το Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών

- και -

Paras]> 

Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 29.3.2001 στην Αίτηση ΄Εκδοσης υπ΄ αριθμό 5/2000

___________

25 Ιουλίου, 2001

Για τους εφεσείοντες: κ. Μιχάλης Ευαγγέλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Για τον εφεσίβλητο: κ. Σωτήρης Πίττας.

_________

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Με βάση Ρηματική Διακοίνωση και σχετική παράκληση για έκδοσή του από τις γαλλικές αρχές σε συνάρτηση με διεθνές ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί εναντίον του, εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο διάταγμα έκδοσης του εφεσίβλητου στη Γαλλία, καθώς και διάταγμα κράτησής του.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus και το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδική του δικαιοδοσία, αφού θεώρησε ότι τα αναφερόμενα στο ένταλμα σύλληψης αδικήματα καθόριζαν απαράβατα και το πλαίσιο στο οποίο θα μπορούσε να κινηθεί η αίτηση για τη διαδικασία έκδοσης, έκρινε ότι δεν υπήρχε αντιστοιχία μεταξύ της εξουσιοδότησης βάσει της οποίας ενήργησε το Επαρχιακό Δικαστήριο και του εντάλματος σύλληψης, ιδιαίτερα όσον αφορούσε το αδίκημα της κλοπής, που ήταν και το μόνο σε σχέση με το οποίο το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι εδικαιολογείτο η έκδοση.

Για σκοπούς ευκολίας θα αναφερόμαστε στο Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως «το Δικαστήριο» ή «το πρωτόδικο δικαστήριο» και στο Επαρχιακό Δικαστήριο που διέταξε την έκδοση ως «το Επαρχιακό».

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το διεθνές ένταλμα σύλληψης, ο εφεσίβλητος κατηγορείτο για αδικήματα πλαστογραφίας πιστωτικών καρτών, συνωμοσίας προς καταδολίευση, κλεπταποδοχής, απάτης διά ηλεκτρονικού υπολογιστή και παραβίαση της ιδιωτικής ζωής που προήλθε από τη χρήση ηλεκτρονικών τραπεζών δεδομένων ή ηλεκτρονικών φακέλων.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι αφού η κλοπή δεν περιλαμβανόταν μέσα στα αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η έκδοση, δεν ήταν δυνατόν για το Επαρχιακό να εξετάσει και θέμα διάπραξης του αδικήματος αυτού.

Το Δικαστήριο σχολιάζει επίσης και την κατάληξη του Επαρχιακού ότι τα χρήματα κλάπηκαν από τους κατόχους των αυθεντικών πιστωτικών καρτών, οι οποίοι και επομένως αποστερήθηκαν των χρημάτων αυτών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι βασική προϋπόθεση για να θεωρηθεί ότι έχουμε αποστέρηση του ιδιοκτήτη είναι η από αυτόν κατοχή ή έλεγχος των χρημάτων. Αφού λοιπόν οι ιδιοκτήτες των αυθεντικών πιστωτικών καρτών δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι ετεκταίνετο, δεν μπορούσε να θεωρηθούν ως κάτοχοι των χρημάτων ή ως άτομα που είχαν τον έλεγχο των χρημάτων, μια και δεν είχαν την απαραίτητη γνώση που τους έδιδε αυτή η κατοχή. Το Δικαστήριο απέφυγε να εξετάσει κατά πόσο είχε διαπραχθεί κλοπή σε σχέση με την ίδια την τράπεζα, εφ΄ όσον αυτό δεν είχε εξεταστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο ΄Ετσι, για τους λόγους αυτούς θεώρησε ότι δεν εδικαιολογείτο η διαταγή έκδοσης και η επακόλουθη διαταγή για κράτησή του μέχρι την έκδοσή του και παραμέρισε την απόφαση του Επαρχιακού, αφήνοντας ελεύθερο τον εφεσίβλητο.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα αναφερόμενα στο ένταλμα σύλληψης αδικήματα καθόριζαν απαράβατα και το πλαίσιο στο οποίο θα μπορούσε να κινηθεί η αίτηση για διαδικασία έκδοσης και ότι έπρεπε να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της εξουσιοδότησης και του εντάλματος σύλληψης, είναι λανθασμένο. Λανθασμένο, υποστηρίζουν επίσης ότι είναι και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν ζητήθηκε η έκδοση του εφεσίβλητου για το αδίκημα της κλοπής για το οποίο το επιληφθέν της έκδοσης δικαστήριο είχε διατάξει την έκδοσή του. Κι΄ αυτό γιατί οι πράξεις του φυγόδικου που αναφέρονται στην έκθεση γεγονότων που διαβιβάστηκε από την αιτούσα χώρα, στοιχειοθετούν το αδίκημα της κλοπής. Αυτό το αδίκημα αναφέρεται στην εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και το Επαρχιακό Δικαστήριο ορθά, ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, εξέτασε κατά πόσο στοιχειοθετούνται τα αδικήματα που αναφέρονται στην εξουσιοδότηση και μόνο.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ακόμα ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του κυπριακού ποινικού δικαίου σε σχέση με τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής, γιατί οι ιδιοκτήτες των αυθεντικών πιστωτικών καρτών δεν γνώριζαν τι είχε γίνει και συνεπώς δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως κάτοχοι των χρημάτων, είναι εσφαλμένο, γιατί ανεξάρτητα σε ποιους ανήκαν τα χρήματα και ανεξάρτητα του αν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες εγνώριζαν την κλοπή, ο εφεσίβλητος με τους συνεργούς του απέκτησαν κατοχή των χρημάτων αυτών, χωρίς τη συναίνεση των ιδιοκτητών, με σκοπό να τους αποστερήσουν μόνιμα από αυτά. Τα πιο πάνω είναι στοιχεία του αδικήματος της κλοπής που ικανοποιούνται από τα γεγονότα τα οποία διαβιβάστηκαν με την έκθεση γεγονότων της αιτούσας χώρας.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται τέλος ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν έχει εξουσία να εξετάσει κατά πόσο θα μπορούσε να είχε διαπραχθεί κλοπή σε σχέση με την ίδια την τράπεζα, εφ΄ όσον αυτό δεν είναι εκείνο που εξέτασε το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι εσφαλμένο γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο σε αίτηση Habeas Corpus έχει εξουσία να εξετάσει τη νομιμότητα ή μη της κράτησης, με βάση όλα τα στοιχεία της υπόθεσης και δεν υποχρεούται να περιοριστεί στα γεγονότα που έλαβε υπ΄ όψιν το επιληφθέν της εκδόσεως δικαστήριο.

Το θέμα διέπεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την ΄Εκδοση Φυγοδίκων που κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο, του 1970, Ν. 95/70 και τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970, Ν.97/70, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 97/90. Ο μεν Νόμος 97/70 ρυθμίζει γενικά τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την έκδοση φυγοδίκων, ενώ ο Νόμος 95/70 καθορίζει τις προϋποθέσεις για έκδοση φυγοδίκων μεταξύ των χωρών που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων (Τροποποιητικός) Νόμος του 1990, Ν.97/90, βεβαιώνει ότι το απαιτούμενο για τους σκοπούς έκδοσης αποδεικτικό υλικό, σε χώρες όπου ισχύει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση, είναι εκείνο που προβλέπεται από τη Σύμβαση. Ο Νόμος 97/70 καθιστά την έκθεση των γεγονότων που υποβάλλεται από την αιτούσα χώρα το απαιτούμενο αποδεικτικό υλικό για έκδοση σε χώρες που προσυπόγραψαν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση ΄Εκδοσης Φυγοδίκων (In re El-Bustani(1991) 1 A.A.Δ. 736, 742).

Στην υπόθεση In re Hachem (1991) 1 A.A.Δ. 723 αποφασίστηκε ότι η μαρτυρία για έκδοση φυγόδικου εξετάζεται με αναφορά στα αδικήματα που προσδιορίζονται στην εξουσιοδότηση, τα οποία δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν στα τυπικά τους στοιχεία με εκείνα που αναγράφονται στο ένταλμα σύλληψης. ΄Οπως επισημαίνεται στην απόφαση Jennings v. United States (1982) 3 All E.R. 104 (HL), που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Hachem, καθοριστικό για την έκδοση φυγόδικου είναι το δίκαιο της χώρας από την οποία επιζητείται η έκδοσή του, σε συσχετισμό με τα αδικήματα που στοιχειοθετεί η μαρτυρία.

Στην απόφαση Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191 με την οποία η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με βάση αγγλική νομολογία, στις σελ. 197, 198, επιβεβαίωσε την αρχή ότι το κριτήριο κατά την απόφαση έκδοσης φυγόδικου δεν είναι το κατά πόσο το αδίκημα που αναφέρεται στο αλλοδαπό ένταλμα σύλληψης είναι ουσιαστικά παρόμοιο με αδίκημα δυνάμει του ημεδαπού νόμου, αλλά κατά πόσο η συμπεριφορά του φυγόδικου, αν αυτή παρατηρηθεί στη χώρα από την οποία ζητείται η έκδοση, θα συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα με το νόμο της χώρας αυτής. Η έρευνα της μαρτυρίας συγκεντρώνεται στα αδικήματα για τα οποία παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση.

Στην ίδια απόφαση γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτή η θέση ότι ο χαρακτηρισμός των αδικημάτων στο αλλοδαπό ένταλμα δεν έχει καθοριστική σημασία, αρκεί όμως το αδίκημα για το οποίο αξιώνεται η έκδοση να αναγνωρίζεται ως ουσιαστικά παρόμοιο και στις δύο χώρες.

Επίσης στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Perella (1997) 1 A.A.Δ. 521, 528, 529, όπου είχε ζητηθεί η έκδοση του φυγόδικου για να συνεχίσει την έκτιση ποινής που του είχε επιβληθεί, αποφασίστηκε ότι η διατύπωση του άρθρου 2 του Νόμου 95/70 και του άρθρου 5(1)(γ) του Νόμου 97/70 δεν επιδέχονται οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας παρά αυτής που μεταδίδει η συνήθης έννοια των λέξεων ότι δηλαδή οι πράξεις που συνιστούν το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ο φυγόδικος συνιστούν επίσης αδίκημα και στη χώρα από την οποία ζητείται η έκδοσή του.

Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι λανθασμένο. Ορθά το επιληφθέν της εκδόσεως δικαστήριο είχε διατάξει την έκδοση του εφεσίβλητου, μια και από τις πράξεις που αναφέρονται στην έκθεση γεγονότων που διαβιβάστηκε από την αιτούσα την έκδοση χώρα στοιχειοθετείται το αδίκημα της κλοπής, το οποίο αναφέρεται και στην εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης.

Οι επόμενοι δύο λόγοι έφεσης (ο τρίτος και ο τέταρτος), στρέφονται εναντίον του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν ικανοποιούνται οι πρόνοιες του κυπριακού ποινικού δικαίου σε σχέση με την διάπραξη του αδικήματος της κλοπής γιατί οι ιδιοκτήτες των αυθεντικών πιστωτικών καρτών δεν είχαν ιδέα για τα διαδραματιζόμενα και συνεπώς δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως κάτοχοι των χρημάτων ή ως έχοντες τον έλεγχο των χρημάτων. Ως λανθασμένο ελέγχεται επίσης το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν έχει εξουσία να εξετάσει κατά πόσο θα μπορούσε να είχε διαπραχθεί κλοπή σε σχέση με την ίδια την τράπεζα εφ΄ όσον αυτό δεν είναι εκείνο που εξέτασε το πρωτόδικο δικαστήριο.

Οι λόγοι αυτοί θέτουν επί τραπέζης την εξέταση του πλαισίου των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις Habeas Corpus. Το θέμα απασχόλησε στην υπόθεση Hachem ν. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών, ανωτέρω. Λέχθηκε στις σελ. 199 και 200 ανωτέρω:

«Τέλος έχει εγερθεί το εξής θέμα: ποίο ακριβώς είναι το πλαίσιο των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις habeas corpus. Η δικαιοδοσία του, είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό, είναι πράγματι περιορισμένη. Αυτή είναι η άποψη που επικράτησε από την αρχή, όταν ανεφύη το θέμα, στη νομολογία. Το δικαστήριο δεν έχει την ευχέρεια να ασκήσει όλες τις συνηθισμένες του εξουσίες. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αναθεωρήσει τα ευρήματα του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όρια της.

Αναγνωρίζεται όμως στο Ανώτατο Δικαστήριο η αρμοδιότητα να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχει, από αντικειμενική θεώρηση, επαρκής μαρτυρία για την έκδοση με την έννοια που προεκτέθηκε.»

Είχε λοιπόν το Δικαστήριο την αρμοδιότητα να διαπιστώσει, από αντικειμενική θεώρηση, κατά πόσο υπήρχε, επαρκής μαρτυρία για την έκδοση, χωρίς να αναθεωρήσει τις διαπιστώσεις του Επαρχιακού ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. ΄Ετσι το πρωτόδικο δικαστήριο ασφαλώς και μπορούσε να εξετάσει αν είχε διαπραχθεί κλοπή σε σχέση με την ίδια την τράπεζα, αφού είχε εξουσία να εξετάσει τη νομιμότητα της κράτησης του εφεσίβλητου, με βάση όλα τα στοιχεία της υπόθεσης, χωρίς να περιοριστεί στα γεγονότα που έλαβε υπ΄ όψιν το επιληφθέν της έκδοσης δικαστήριο.

Εξ ίσου λανθασμένη είναι και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του κυπριακού νόμου για διάπραξη του αδικήματος της κλοπής, γιατί οι ιδιοκτήτες των πιστωτικών καρτών δεν γνώριζαν τι γινόταν και συνεπώς δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως κάτοχοι των χρημάτων που κλάπηκαν. To άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα που ορίζει την κλοπή είναι σαφές. Κλοπή είναι η με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, κτήση κατοχής αγαθού, που μπορεί να γίνει αντικείμενο κλοπής, με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερηθεί ο ιδιοκτήτης μόνιμα από αυτό. Δεν είναι απαραίτητο ο ιδιοκτήτης του αγαθού που έχει κλαπεί να γνώριζε, είτε την κλοπή, αλλά ούτε καν την ύπαρξη του πράγματος.

Στην παρούσα διαδικασία είχε αποδειχθεί ότι ο εφεσίβλητος και οι συνεργάτες του αποκόμισαν με δόλιο τρόπο χρήματα που απελευθέρωναν από τις ειδικές τραπεζιτικές μηχανές (ΑΤΜ), δόλια και χωρίς οποιανδήποτε αξίωση δικαιώματος που να στηρίζεται σε καλή πίστη, με σκοπό να αποστερήσουν τους ιδιοκτήτες τους (οποιοιδήποτε και αν ήταν αυτοί) μόνιμα από αυτά. Δεν έχει σημασία αν τα χρήματα ανήκαν στην τράπεζα ή στους κατόχους των συγκεκριμένων λογαριασμών. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η διαδικασία βασιζόταν στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση ΄Εκδοσης Φυγόδικων, η οποία δεν απαιτεί την προσαγωγή μαρτυρίας που να δημιουργεί το τεκμήριο ενοχής του άρθρου 94 του Κεφ.155.

Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Γ. Πικής, Π.

Χρ. Αρτεμίδης, Δ.

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

Τ. Ηλιάδης, Δ.

Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο