ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 2035

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτικη ΄Εφεση Αρ. 10058

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ ΔΔ

1. Νέδη Ε. Κυριάκου

2. Γιώργου Ν. Κυριάκου, ως διαχειριστές του

αποβιώσαντος Νέστωρα Κυριάκου

Εφεσεί οντες/Ενάγοντες

και

Κωνταντίνου Τ. Φραντζίδη

Εφεσιβλήτου/Εναγομένου

----------------

 

10 Δεκεμβρίου 1999.

Για τους εφεσείοντες: κα Γ. Λεωνίδου.

Για τον εφεσίβλητο: κ. Χρ. Μελίδης και κα Λ. Καμμίτση.

-------------------

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την αγωγή, ο θάνατος του Νέστορα Κυριάκου στις 29.6.93, αποδίδεται σε λαπαροσκόπηση που διενήργησε ο εφεσίβλητος δυο χρόνια προηγουμένως, στις 26.6.91, σε πολυκλινική της Λεμεσού. Καταλογίζεται στον γιατρό αμέλεια και παράβαση σύμβασης και διεκδικούνται αποζημιώσεις.

Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 8.9.93 από τους εφεσείοντες "ως διαχειριστές του αποβιώσαντος". Στη γενική οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος επαναλαμβάνεται πως η αξίωση υποβάλλεται υπό των εναγόντων ως "διαχειριστών της περιουσίας.... του αποβιώσαντος" όπως απαιτεί, σε περιπτώσεις εναγόντων που ενεργούν υπο αντιπροσωπευτική ιδιότητα, η Δ.2 θ.4(α) των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας. Η έκθεση απαίτησης καταχωρήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Προηγήθηκε, μάλιστα, απόρριψη της αγωγής λόγω μή προώθησής της. ΄Εφερε τους εφεσείοντες να ενάγουν υπό την προσωπική τους ιδιότητα, κατά λάθος όπως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες και, στις 7.2.95, εγκρίθηκε αίτησή τους για τροποποίηση της ώστε να είναι εναρμονισμένη προς το κλητήριο ένταλμα. Επιβεβαιώθηκε λοιπόν και με εκείνη την ευκαιρία, πως η εφεσείοντες ενεργούσαν υπό τους ιδιότητά τους ως διαχειριστές.

΄Αρχισε η ακρόαση της αγωγής, κατέθεσαν δυο μάρτυρες και διαπιστώθηκε πως στην πραγματικότητα οι εφεσείοντες δεν ήταν διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος κατά το χρόνο της καταχώρησης της αγωγής. Είχαν διοριστεί μερικές μέρες αργότερα, δηλαδή στις 21.9.93. Οι εφεσείοντες είδαν το πρόβλημα και θέλησαν να το αντιμετωπίσουν με αίτησή τους για τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος και της έκθεσης απαίτησης. Η αξίωση στηριζόταν στο άρθρο 58 του περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 (όπως τροποποιήθηκε, ειδικά από το Ν. 156/85). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 11 του άρθρου 58 η αγωγή εγείρεται προς όφελος των εξαρτωμένων του αποβιώσαντος, από και στο όνομα του εκτελεστή ή του διαχειριστή της περιουσίας του, αλλά η παράγραφος 12 αναγνωρίζει, κάτω από προϋποθέσεις, όμοιο αυτοτελές δικαίωμα στους εξαρτωμένους. ΄Ολα ή οποιαδήποτε από τα πρόσωπα προς όφελος των οποίων θα ήταν δυνατό να εγερθεί η αντιπροσωπευτική αγωγή, μπορούν να την εγείρουν προσωπικά, σε δυο περιπτώσεις. Αν δεν υπάρχει εκτελεστής ή διαχειριστής ή αν αυτοί δεν εγείρουν αγωγή μέσα σε 12 μήνες από το θάνατο του αποβιώσαντος . Παρεμβάλλουμε σε σχέση με το περιεχόμενο του δικαιώματος που παρέχεται την υπόθεση Ειρήνη Ιορδάνου ν. Γιάγκου Κυριάκου Πολιτική ΄Εφεση 9081 ημερομηνίας 20.12.96. (Βλ. επίσης Ανδρέας Νικολάου ν. Ανδρέα Μιχαήλ Πολιτική ΄Εφεση 10161 ημερομηνίας 4.11.99.)

Οι εφεσείοντες ζήτησαν να απαλειφθεί η αναφορά στο κλητήριο ένταλμα και στην έκθεση απαίτησης στην ιδιότητα τους ως διαχειριστών. ΄Ηταν εξαρτώμενοι του αποβιώσαντος με την έννοια του Νόμου και μπορούσαν να είχαν εγείρει την αγωγή προσωπικά. Το κατά πόσο είχαν πράγματι τότε αυτή τη δυνατότητα, δεν συζητήθηκε. Εκλήφθηκε ως δεδομένο, δεν εγείρεται τέτοιο θέμα ενώπιόν μας και δεν θα μας απασχολήσει. Σημειώνουμε πως κατά το χρόνο της καταχώρησης της αγωγής, σχεδόν τρεις μήνες μετά το θάνατο, εκκρεμούσε αίτηση των εφεσειόντων για διορισμό τους ως διαχειριστών. Μετά να προστεθούν ως ενάγοντες ακόμα δυο πρόσωπα, ως "νόμιμοι κληρονόμοι" του αποβιώσαντος. Συμπληρωματικά, να τροποποιηθεί η οπισθογράφηση και η έκθεση απαίτησης με στόχο την μεταλλαγή της αντιπροσωπευτικής φύσης της αγωγής.

Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ανυπέρβλητο εμπόδιο. Σύμφωνα με την παράγραφο 20 του άρθρου 58 αγωγή κατ΄επίκληση των διατάξεων του πρέπει να εγείρεται εντός δυο ετών από το θάνατο του αποβιώσαντος. Είχε παρέλθει από καιρό αυτή η περίοδος και έγκριση της αίτησης θα οδηγούσε σε αποστέρηση του εναγομένου υπεράσπισης που του παρέχει ο Νόμος. Αναφορικά με την επίδραση αυτού του παράγοντα, αναφέρθηκε στις υποθέσεις Mabro ν. Eagle Star (1932) 1 KB 485, Michael v. United Sea Transport (1982) 1 CLR 401 και PapaIoannou Ltd ν. Intermed Ship. κ.α. (1995) 1 AAΔ 467. Στην τελευταία, αίτηση για προσθήκη εναγομένου απορρίφθηκε ακριβώς για τέτοιο λόγο και παρατέθηκε απόσπασμα από την απόφαση του Πική Π., το οποίο καταλήγει ως εξής:

"Οι θεσμικές διατάξεις ρυθμίζουν τη διαδικασία. Η εφαρμογή τους δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τη γένεση αγώγιμου δικαιώματος ή να αποστερήσει τον εναγόμενο από υπεράσπιση την οποία του παρέχει ο νόμος."

 

 

Το σκεπτικό συμπληρώθηκε με αναφορά στις υποθέσεις Clay v. Oxford L.R. 2 Ex.54, S.M.K.R. Meyappa Chetty v. S.N. Supramanian Chetty 1916 A.C. 609, Tetlow v. Orela Limited 1920 2 Ch. D. 24, Ingall v. Moran (1944) 1 K.B. 160 και Hilton ν. Sutton Steam Laundry (1945) 2 All E.R. 425.

O διαχειριστής αποκτά την ιδιότητα του με το διορισμό του και δεν μπορεί να εγείρει αγωγή πριν από αυτόν. Αγωγή που εγείρεται υπό τέτοια ιδιότητα πριν το διορισμό είναι άκυρη και απαράδεκτη (incompetent) και δεν θα μπορούσε να καταστρατηγηθεί ο νόμος αναφορικά με την παραγραφή, με αλλαγές τέτοιας φύσης. Στη Hilton (ανωτέρω) τα γεγονότα και το αίτημα ήταν κτυπητά όμοια. Επιδιώχθηκε η απάλειψη της αντιπροσωπευτικής ιδιότητας της ενάγουσας, την οποία δεν είχε κατά την έγερση της αγωγής, ώστε να μετατραπεί η αγωγή σε προσωπική της, ως εξαρτώμενης του αποβιώσαντος. Η αίτηση απορρίφθηκε γιατί κρίθηκε ανεπίτρεπτη η αναδρομική πρόσδοση κύρους στην αγωγή κατά παράκαμψη του Νόμου ως προς την παραγραφή και συνακολούθως η στέρηση από τον εναγόμενο του δικαιώματος που απέκτησε να επικαλεστεί αυτές τις διατάξεις του νόμου. Σημειώνουμε ότι στις ίδιες γραμμές κινήθηκαν και οι υποθέσεις Βurns v. Campbell (1952) 1 K.B. 15 και Finnegan v. Cementation Co Ltd (1953) 1 Q.B 688. Σημειώνουμε επίσης τις υποθέσεις Stebbing v. Holst & Co Ltd (1953) 1 All E.R.925 και Βοwler v. John Molan & Co Ltd (1954) 3 All E.R. 556 στις οποίες επιβεβαιώθηκε η αρχή αλλά διαφοροποιήθηκαν ως προς τα γεγονότα. Ως προς το αίτημα για την προσθήκη των νέων εναγόντων, διαπιστώθηκε επιπρόσθετo κώλυμα. Δεν είχε προσκομιστεί η γραπτή συγκατάθεση τους σύμφωνα με τη Δ.9 θ.10.

Οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν στη μή έγκριση της προσθήκης νέων εναγόντων εγκαταλείφθηκαν. Αναφορικά με αυτή την πτυχή προωθήθηκε μόνο η άποψη πως "το αίτημα για προσθήκη των δυο νέων εναγόντων έπρεπε να ανασταλεί και όχι να απορριφθεί." Οι εφεσείοντες αναζήτησαν επ' αυτού έρεισμα στην υπόθεση Φεσσάς κ.α. ν. Κασάπη (1994) 1 AAΔ 337. Στην υπόθεση εκείνη, αγωγή για αποζημιώσεις δυνάμει του άρθρου 58 του Κεφ. 148 κρίθηκε εκπρόθεσμη και απορρίφθηκαν ισχυρισμοί για αντισυνταγματικότητα του Νόμου. Διαφοροποιήθηκε όμως η πρωτόδικη απόφαση με την οποία, πάνω στην πιο πάνω βάση, η αγωγή απορρίφθηκε. Το ορθό ήταν και έτσι διατάχθηκε από το Eφετείο, να ανασταλεί. Δεν υπάρχει αντιστοιχία με την παρούσα υπόθεση. Εδώ αντικείμενο της συζήτησης ήταν αίτηση για τροποποίηση και προσθήκη εναγόντων. Με τη διαπίστωση λόγων που εμπόδιζαν την έγκρισή της, ορθά απορρίφθηκε. Δεν είναι νοητό να τίθεται σ΄αυτή την περίπτωση ζήτημα αναστολή της αίτησης. Οι "νέοι ενάγοντες" ήταν μόνο προτεινόμενοι, δεν ήταν διάδικοι και δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου δική τους αγωγή σε σχέση με την οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει η αναστολή.

Αναφορικά με τα υπόλοιπα, το σκέλος δηλαδή που αφορούσε στο αίτημα για αλλαγή της ιδιότητας των εφεσειόντων, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τις επιπτώσεις της νέας Δ.64 των Θεσμών περι Πολιτικής Δικονομίας με την οποία άρθηκε η διάκριση μεταξύ ακυρότητας και παρατυπίας ως συνέπειας της μή συμμόρφωσης προς τους θεσμούς. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στις υποθέσεις "Αλήθεια" Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Κύρρη (1992) 1 ΑΑΔ 130 και Δημοκρατία ν. Lion Insur. Ltd (1995) 3 AAΔ 338 αλλά έκρινε πως δεν υπήρχε εδώ μή συμμόρφωση προς τους Θεσμούς ώστε να είναι δυνατό να γίνεται λόγος για παρατυπία ή τεχνικό ελάττωμα χωρίς σημασία. Η αγωγή ήταν "ανυπόστατη εξ υπαρχής". Οι εφεσείοντες εισηγούνται πως ούτε από αυτές ούτε από σειρά άλλων υποθέσεων δεν προκύπτει αδυναμία τροποποίησης δικονομικού μέτρου το οποίο, χωρίς την τροποποίηση, θα ήταν άκυρο. Επικαλέστηκαν ειδικότερα τις υποθέσεις Νίκος Λοΐζου ν. Γεωργίου Χαραλάμπους κ.α. Πολιτική ΄Εφεση 8946 ημερομηνίας 15.2.96, Αντώνης Καλιά κ.α. ν. Δημοκρατίας ΑΕ 1313 ημερομηνίας 18.3.96, Πελαγία Εγγλεζάκη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα Πολιτική ΄Εφεση 7811 ημερομηνίας 20.4.92, Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd κ.α. ν. Δημοκρατίας ΑΕ 1536 ημερομηνίας 19.7.96, Karl Heinz Wunderlich κ.α. ν. Ευθύβουλου Παναγιώτου Πολιτική ΄Εφεση 10196 ημερομηνίας 23.3.99 και In Re Aeroporos & Others (1988) 1 CLR 302. H βάση και η ουσία της αγωγής θα παρέμεναν αναλλοίωτες, και αυτές δεν έπασχαν. Η αγωγή δεν ήταν ανυπόστατη. Υπήρχε απλή παρατυπία που συνίστατο στο ότι "οι ενάγοντες την ημέρα της καταχώρισης της αγωγής δεν ήταν διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος". Ενόψει της νέας Δ.64, αυτή η παρατυπία, που ήταν καλόπιστη, θα μπορούσε να θεραπευθεί. Δεν διαφώνησαν ως προς τις επιπτώσεις ενόψει της νομολογίας στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, ιδιαίτερα ενόψει των υποθέσεων Ιngall και Ηilton. Ακολούθησε όμως η τροποποίηση της Δ.64 και, συνεπώς, δεν μπορούσαν πλέον να αντληθούν συμπεράσματα από αυτές.

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση. Εισηγήθηκαν πως ο μηχανισμός της νέας Δ.64 δεν μπορεί να διασώσει διαδικασία όπως η παρούσα αφού δεν υπάρχει εδώ οποιαδήποτε μή συμμόρφωση προς τους θεσμούς αλλά, ουσιαστικά, έναρξη αγωγής από ανύπαρκτα ή φανταστικά πρόσωπα. Επικαλέστηκαν την υπόθεση Αναφορικά με τον Παναγιώτη Ευστρατίου ή Χ¨Σάββα, Πολ. ΄Εφ. 9591 ημερομηνίας 3.7.97 στην οποία πράγματι η λανθασμένη έναρξη της διαδικασίας κρίθηκε πως δεν ήταν απλή παρατυπία και πως επέφερε ακυρότητα.

Η νέα Δ.64 αναπαράγει την αντίστοιχη αγγλική Ο.2 και ερευνήσαμε την επίδραση της αλλαγής πάνω στην αγγλική νομολογία που κατ΄επανάληψη εξήγησε το ανεπίτρεπτο τροποποίησης όπως η συζητούμενη. Υπάρχουν ειδικές διαφοροποιήσεις και μέσα από αυτές μπορούν να εξαχθούν σημαντικά συμπεράσματα. Το βασικό είναι πως η άρση της διάκρισης μεταξύ άκυρων και παράτυπων διαδικασιών λόγω μή συμμόρφωσης προς τους Θεσμούς δεν θεραπεύει θεμελιακά ελαττώματα ασύνδετα προς αυτούς. Στην Αγγλία, οι υποθέσεις Ιngall και Hilton, έχουν παύσει πλέον να αντιπροσωπεύουν το δίκαιο πάνω στο θέμα. Παρέχεται πλέον δυνατότητα θεραπείας στην περίπτωση κατά την οποία η ιδιότητα του διαχειριστή, υπό την οποία εγέρθηκε η αγωγή, αποκτήθηκε εκ των υστέρων. Επίσης παρέχεται δυνατότητα αλλαγής της ιδιότητας του ενάγοντα όταν, ενώ δεν την είχε στην αρχή ώστε να ενομιμοποιείτο στην έγερση αγωγής, είχε ή απέκτησε άλλη ιδιότητα που του παρείχε τη δυνατότητα προσωπικής αξίωσης. Αυτά, όμως, δεν οφείλονταν στην αλλαγή που επέφερε η Ο. 2. Χρειάστηκαν επί τούτου ρυθμίσεις για το κάθε ένα από τα βήματα που ακολούθησαν. Την πρώτη τη βρίσκουμε στην Ο. 20 r.5(2) και (4). Αυτή παρατίθεται και επεξηγείται στο Αnnual Practice του 1966. Η §(2) αίρει το εμπόδιο που ανόρθωνε ο Νόμος για την παραγραφή. Η έγερση αγωγής υπό ιδιότητα την οποία δεν είχε ο ενάγων, ήταν ανενεργός (incompetent). Δεν διέκοπτε την πάροδο της περιόδου παραγραφής. Προβλέφθηκε λοιπόν με την §(2) πως, σε ορισμένες περιπτώσεις, αίτηση για τροποποίηση που υποβάλλεται μετά την εκπνοή της περιόδου παραγραφής, μπορεί να εγκριθεί αν το Δικαστήριο το κρίνει δίκαιο. Μια από τις περιπτώσεις, εκείνη της §(4), αφορά ακριβώς στην αλλαγή της ιδιότητας διαδίκου. Μπορεί να επιτραπεί, αν ο ενάγων θα μπορούσε να είχε εγείρει αγωγή ευθύ εξ΄αρχής υπό την προτεινόμενη ιδιότητα. Παρ΄όλα αυτά, εκ των υστέρων διορισμός του διαχειριστή δεν ανέτρεχε στο παρελθόν και δεν διέσωζε αγωγή που ο ενάγων ήγειρε ως διαχειριστής, σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε αυτή την ιδιότητα. Δεν ήταν δηλαδή δυνατό, ακριβώς πάνω στη βάση της νομολογίας που αναφέρθηκε, να τεθεί ζήτημα διατήρησης αυτής της αγωγής ως αντιπροσωπευτικής, επειδή εκ των υστέρων απέκτησε αυτή την ιδιότητα. ΄Αλλαξαν όμως και αυτά. Τροποποιήθηκε ο ίδιος ο νόμος για την παραγραφή και δόθηκαν στο Δικαστήριο ειδικές εξουσίες, επαναστατικές όπως χαρακτηρίσθησαν, αφού άλλαξαν ολόκληρη την προσέγγιση των Δικαστηρίων σε σχέση με την παραγραφή. Παράλληλα τροποποποιήθηκε εκ νέου και η ίδια η Ο. 20 r. 5(4). Mπορούσε πλέον ο εκ των υστέρων διορισμός διαχειριστή να θεραπεύσει ab initio την αγωγή που ήγειρε ο διαχειριστής, ενώ δεν είχε ακόμα διοριστεί. Επομένως, η πιο πάνω αγγλική νομολογία εξουδετερώθηκε, πλήρως πλέον. (Βλ. Αnnual Practice (1966) sel. 11, 61, 452, 455 και 458, 1979 σελl. 9, 48, 189, 218, 337, 343, 346 και 350 και Τόμος 2 σελ. 614 και 1412, 1999 σελ. 10, 230, 376, 381 και 386 και Τόμος 2 σελ. 1474, Limitation Act 1980 α. 35, στους Halsbury's Statutes 4η έκδοση Τόμος 24 σελ. 738, Dawson Ltd v. Dove (1971) 1 All E.R. 554 και Re Crowhurst Park (1974) 1 All E.R. 991 και Austin v. Hart (1983) 2 All E.R. 341).

Τα πράγματα στην Κύπρο παρέμειναν στάσιμα. Δεν θεσπίστηκε οποιαδήποτε τέτοια αλλαγή. Πιστεύουμε πως θα έπρεπε να είχε θεσπιστεί για να είναι δυνατή η εξέταση των περιστατικών της κάθε περίπτωσης ώστε να υπερισχύει, πέρα από άκαμπτα νομικά κωλύματα ό,τι καταδεικνύεται ως το δίκαιο. Στη βάση των ισχυόντων στην Κύπρο, η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Οι εφεσείοντες σαφώς ήγειραν αντιπροσωπευτική αγωγή ενώ στερούνταν της απαραίτητης αντιπροσωπευτικής ιδιότητας. Η αγωγή τους ως ανενεργός, δεν ανέκοψε την περίοδο της παραγραφής και στη βάση της υπόθεσης Ηilton, η αίτησή τους ορθά απορρίφθηκε. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ

 

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

/ΜΣι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο