ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1107
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 10291.
Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Παναγιώτη Παναγή, από τη Λεμεσό,
Εφεσείοντα-Ενάγοντα ,
- και -
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
Εφεσίβλητου-Εναγόμε νου.
- - -
Ημερομηνία:
16 Ιουλίου 1999.Για τον εφεσείοντα: Χρ. Νικολάου, εκ μέρους Π. Παύλου.
Για τον εφεσίβλητο: Χρ. Ιωαννίδη, Ανώτ. Δικ. της Δημ. εκ μέρους
του Γενικού Εισαγγελέα.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.:
Ο εφεσείων, μέλος της Αστυνομικής Δύναμης, αξίωσε με αγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την καταβολή σ΄αυτόν από τις Αστυνομικές Αρχές £16,964.25, ποσού ίσου με όσα, κατά τους ισχυρισμούς του, του όφειλαν για την παροχή υπερωριακής εργασίας.Στην έκθεση απαιτήσεως, ενσωματωμένη στο ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ο εφεσείων ανέφερε ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας απέρριψε αίτημά του, για μεγάλο μέρος της απαίτησής του, ως ανυπόστατο και όπως είναι πρόδηλο από την ίδια έκθεση γεγονότων αντιμετώπισε με τον ίδιο φακό και το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του παραλείποντας να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό. Το αιτιολογικό της απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας παρέχεται στην επιστολή του προς τον εφεσείοντα (20.3.1990) με την οποία αυτή του κοινοποιήθηκε. σχετίζεται άμεσα με την ερμηνεία και εφαρμογή των κανονισμών (οι περί Αστυνομίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 1989, Κ.Δ.Π. 51/89), που διέπουν την καταβολή υπερωριών και το ύψος της αμοιβής. Η απόφαση του Αρχηγού ουδέποτε προσεβλήθη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο εφεσίβλητος (ο εναγόμενος), ήγειρε προδικαστική ένσταση στο παραδεκτό της αγωγής, για το λόγο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί του αντικειμένου της αγωγής. Αντίθετα ο εφεσείων υποστήριξε ότι η απαίτησή του συνιστούσε καθαρή χρηματική διαφορά, χρέος του δημοσίου προς αυτόν, υποκείμενη στη δικαιοδοσία αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου. Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποδέκτηκε την ένσταση και απέρριψε την αγωγή. Αποφάσισε ότι το επίδικο θέμα της αγωγής εξέφευγε της δικαιοδοσίας του. Σύμφωνα με την απόφασή του το αντικείμενο της αγωγής ήταν η νομιμότητα πράξεων ή/και παραλείψεων της Διοίκησης στο πεδίο του δημοσίου δικαίου, διαφορά αναγόμενη αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την οποία προσδιορίζει το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος.
Η γένεση του δικαιώματος εξαρτάτο από την εφαρμογή των κανονιστικών διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία του Αστυνομικού Σώματος και τον καθορισμό του από την αρμόδια διοικητική αρχή. Στη διαμόρφωση της απόφασής του το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδόγηση από τρεις κυρίως αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τη
Λανίτη Λτδ & άλλοι ν. Γεν. Εισαγγελέα (1991)1 Α.Α.Δ. 225. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1991)3 Α.Α.Δ. 470, και Kantziais v. Ministry of Interior (1982)1 C.L.R. 606.O εφεσείων πρόβαλε τέσσερεις λόγους προς υποστήριξη της έφεσής του εναντίον της απόφασης η οποία εκκαλείται. Ο τέταρτος λόγος έφεσης εγκαταλείφθηκε κατά την ακρόαση. Ο πρώτος λόγος έχει διαδικαστικό χαρακτήρα. Προβάλλεται η θέση ότι απουσίαζαν τα αναγκαία στοιχεία για την κρίση του δικαιοδοτικού βάθρου της αγωγής, κενό που καθιστούσε αδύνατη τη θεώρηση της προδικαστικής ένστασης του εφεσίβλητου στο στάδιο που εξετάστηκε.
Οι άλλοι δύο περιστρέφονται γύρω από το ουσιαστικό μέρος της απόφασης, το οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένο διότι, (α) το επίδικο θέμα της αγωγής συνιστούσε εκκαθαρισμένη χρηματική απαίτηση αναγόμενη στη δικαιοδοσία πολιτικού δικαστηρίου και (β) εν πάση περιπτώσει το Πολιτικό Δικαστήριο έχει συντρέχουσα δικαιοδοσία με το Ανώτατο Δικαστήριο να επιλαμβάνεται χρηματικών διαφορών που ανάγονται σε διοικητικές αποφάσεις ή παραλείψεις που εμπίπτουν στο Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Ο εφεσίβλητος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση σ΄ όλα της τα σημεία.
Πρώτα το διαδικαστικό θέμα. Ευνόητο είναι ότι ο επικαλούμενος τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εκθέτει τα γεγονότα που εντάσσουν την απαίτησή του στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του. Το ουσιώδες γεγονός είναι αυτή τούτη η φύση της απαίτησής του. Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο ότι «Τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα είναι εκείνα τα οποία συγχρόνως στοιχειοθετούν και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.» - Safarino v. Σταυρινού (1991)1 Α.Α.Δ. 1059, 1063. (Βλ. επίσης
Sevegep Ltd v. United Sea Transport (1989)1 A.A.Δ.(Ε) 729, 732.)Στην προκείμενη υπόθεση η έκθεση απαιτήσεως με σαφήνεια προσδιορίζει τη φύση του επιδίκου θέματος και με πολλές λεπτομέρειες εξηγεί τις παραμέτρους της. Γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, στις πρόνοιες των σχετικών, περί Αστυνομίας Κανονισμών, οι οποίες διέπουν την καταβολή επιδομάτων υπερωρίας σε μέλη του Αστυνομικού Σώματος, στη σωστή κατά την αντίληψη του εφεσείοντα ερμηνεία και εφαρμογή των οποίων στηρίζει το βάσιμο της απαίτησής του. Όχι μόνο η έκθεση απαιτήσεως καταδείκνυε τη φύση της απαίτησης του εφεσείοντα αλλά και σε μεγάλη έκταση παρείχε τη νομική επιχειρηματολογία προς ευόδωσή της. Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.
Εξίσου ανεδαφικός είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης ότι Πολιτικό Δικαστήριο έχει συντρέχουσα δικαιοδοσία με το Ανώτατο Δικαστήριο να επιλαμβάνεται διαφορών, έστω εκείνων που έχουν χρηματικό χαρακτήρα, που ανάγονται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία την οποία στοιχειοθετεί το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος
. Το ίδιο το Άρθρο 146.1 ορίζει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να επιλαμβάνεται των διαφορών που καθορίζονται στο κείμενό του, για την επίλυση των οποίων έχει αποκλειστική δικαιοδοσία.Στη Συμβ. Εγγρ. Αρχ. & Πολ. Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994)3 Α.Α.Δ. 453, (απόφαση Ολομέλειας), ευθέως διαπιστώσαμε ότι η αναθεωρητική και πολιτική δικαιοδοσία «δεν εφάπτονται σε κανένα σημείο». Η ίδια διάκριση ισχύει και μεταξύ ποινικής και αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. (Βλ. Ηλία ν. Συμβ. Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994)2 Α.Α.Δ. 137.) Όπως υποδεικνύεται στη Λανίτη (ανωτέρω), το Άρθρο 146 του Συντάγματος «παρέχει αποκλειστική αρμοδιότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο να επιλύει κάθε διαφορά που αφορά ή εκπηγάζει από την άσκηση διοικητικής λειτουργίας».
Η διαφορά η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της αγωγής ανάγεται στην υπηρεσιακή σχέση υπαλλήλου και της δημόσιας αρχής στην οποία υπηρετεί. Το ότι η διεκδίκηση έχει χρηματικό χαρακτήρα δεν αλλοιώνει τη φύση της, ούτε μεταθέτει το πλαίσιο αναθεώρησής της.
Η νομολογία την οποία επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και στην οποία βάσισε την απόφασή του είναι διαφωτιστική ως προς τη φύση χρηματικών διαφορών μεταξύ υπαλλήλου και της δημόσιας αρχής στην οποία υπηρετεί. Στην
Kantziais (ανωτέρω), απορρίφθηκε απαίτηση μέλους του Αστυνομικού Σώματος για την κατ΄ ισχυρισμό οφειλή προς αυτόν ποσού το οποίο αντιπροσώπευε τους μισθούς του για τις τελευταίες 166, ημέρες της προαφυπηρετικής του άδειας. Ο λόγος παρέχεται ευχερώς στο απόσπασμα το οποίο ακολουθεί. (σελ. 608)«It is well settled that damage or loss resulting from a wrongful administrative act or omission cannot be pursued except in accordance with Article 146.6. See The Attorney-General of the Republic v. Andreas A. Markoullides and Another (1966)1 C.L.R. 242. The nullification of an act or omission is prerequisite to the sustainment of a civil action for damages flowing from such an act.»
Στη Λανίτη (ανωτέρω), επεξηγείται ότι αποφάσεις ή παραλείψεις δημόσιας αρχής, στην εκπλήρωση οικονομικών υποχρεώσεων, δεν διαφέρουν από άλλες μορφές διοικητικών αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Λανίτη είναι σχετικό: (σ.233-234)
«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. μεταξύ άλλων, Kantziais v. Ministry of Interior (1982)1 C.L.R. 606 και Director of Customs v. Grecian Hotel (1985)1 C.L.R. 476), αναγνωρίζει ότι χρηματικές απαιτήσεις που προκύπτουν από παράλειψη διοικητικής Αρχής ή οργάνου στην εκπλήρωση νομικών υποχρεώσεων, δε διαφέρουν και δε διακρίνονται από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία διοικητικών αποφάσεων ή παραλείψεων.»
Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Δικαστηρίου στο θέμα το οποίο εξετάζεται, στη Μιχαήλ (ανωτέρω). Με αφορμή τη διάκριση την οποία αναγνωρίζει η νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας και Κυπριακές αποφάσεις μεταξύ διοικητικά άλυτων χρηματικών διαφορών και διαφορών που αφορούν την εκτέλεση διοικητικά αναγνωρισμένων χρηματικών οφειλών προς το διοικούμενο, στην οποία γίνεται αναφορά στη Μιχαήλ, ο εφεσείων υπέβαλε ότι η απαίτηση του ανάγεται σε εκκαθαρισμένη οφειλή υπαγόμενη στη δεύτερη κατηγορία διαφορών για την οποία δικαιοδοσία έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο. Εφόσον εκδίδεται εκτελεστή διοικητική απόφαση επαγόμενη την αναγνώριση χρηματικής οφειλής δημόσιας αρχής προς τον διοικούμενο η εκπλήρωση της υποχρέωσης διέπεται από διαφορετικούς κανόνες από τη γένεση της υποχρέωσης. Δεν θα επεκταθούμε σ΄ αυτούς ούτε θα πραγματευθούμε τις προεκτάσεις τους εφόσον στην προκείμενη έφεση έχουν θεωρητικό χαρακτήρα. Σ΄ αυτή την υπόθεση όχι μόνο η οφειλή δεν έχει αναγνωρισθεί, αλλά αμφισβητείται καθ΄ ολοκληρία. Ο προσδιορισμός της ανάγεται στην άσκηση διοικητικής λειτουργίας στο πεδίο του δημοσίου δικαίου.
Η θέση των Αστυνομικών Αρχών εκδηλούμενη είτε μέσω απόφασης ή παράλειψης εκπλήρωσης υποχρέωσης που επιβάλλει ο Νόμος, μπορούσε να αμφισβητηθεί μόνο με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ορθά διαπιστώθηκε ότι το επίδικο θέμα της αγωγής ήταν εκτός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, διαπίστωση που μπορούσε λόγω της φύσης του θέματος να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
/ΑΦ-ΑυΦ.