ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 759

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10106

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

 

Οδυσσέα Θεοδούλου, από την Πόλη Χρυσοχούς,

Εφεσείοντα- εναγόμενου,

- ν -

Αντώνη Κοκκινόφτα και Χρυσούλλας Α. Θεοδοσίου από το Προδρόμι, υπό την ιδιότητά τους ως Διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα Ανδρέα Θεοδοσίου, τέως από την Πόλη Χρυσοχούς,

Εφεσιβλήτων-εναγόντων.

- - - - - -

13 Μαΐου, 1999.

Για τον εφεσείοντα: κ. A. Mάγος και κ. Κλεάνθους.

Για τους εφεσίβλητους: κ. Χ. Αρτέμης.

- - - - - -

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Α. Κραμβής.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι είναι οι διαχειριστές της περιουσίας του αποθανόντα Ανδρέα Θεοδοσίου τέως από την Πόλη Χρυσοχούς (στο εξής "ο αποθανών"). Ο αποθανών έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα που συνέβη το βράδυ της 25.9.92 στην προσπάθειά του να διασταυρώσει τον κύριο δρόμο Πόλης Χρυσοχούς - Λατσί. Αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων με κατεύθυνση από την Πόλη Χρυσοχούς προς το Λατσί κτύπησε τον αποθανόντα. Ο τελευταίος τραυματίστηκε σοβαρά και απέθανε στις 28.9.92.

Για τον θάνατο του αποθανόντα, οι εφεσίβλητοι κίνησαν αγωγή εναντίον του εφεσείοντα με την οποία απαιτούσαν αποζημιώσεις. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου που εκδίκασε την υπόθεση, διαπίστωσε ότι το ατύχημα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην αμέλεια του εφεσείοντα στον οποίο καταλόγισε ποσοστό ευθύνης 80% ενώ το υπόλοιπο 20% καταλογίστηκε στον αποθανόντα. Με βάση τον πιο πάνω καταμερισμό ευθύνης το Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα αποζημιώσεις συνολικού ύψους £17696, τόκους και έξοδα.

Με την έφεση αυτή προσβάλλονται οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα της ευθύνης και τον καθορισμό των αποζημιώσεων.

Κατά τον χρόνο του δυστυχήματος ο αποθανών ήταν 55 χρόνων. Χώλαινε στο περπάτημα λόγω αναπηρίας του δεξιού του ποδιού και γι΄αυτό έπαιρνε κυβερνητική σύνταξη ανικανότητας για εργασία. Ωστόσο, διατηρούσε περίπτερο έξω από το σπίτι του στο οποίο εργαζόταν ελαφρά. Με το εισόδημα που είχε από το περίπτερο και με τη σύνταξη που έπαιρνε, συντηρούσε τον εαυτό του και τη γυναίκα του η οποία δεν είχε δικό της εισόδημα.

Η εκδοχή του εφεσείοντα είναι ότι το δυστύχημα συνέβη στο ύψος των τουριστικών διαμερισμάτων Στρατή, που βρίσκονται στη δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την κατεύθυνσή του και σε αραιοκατοικημένη περιοχή του χωριού Πολέμι όπου ο φωτισμός ήταν πενιχρός. Οδηγούσε το αυτοκίνητό του από την Πόλη Χρυσοχούς προς το Λατσί με τα φώτα στη χαμηλή στάση και με ταχύτητα 60-70 χ.α.ω. Στο σημείο που έγινε το δυστύχημα δεν υπήρχε όριο ταχύτητας. Από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόταν αυτοκίνητο με φώτα στην ψηλή στάση. Μόλις συναντήθηκε το αυτοκίνητό που οδηγούσε με το άλλο που ερχόταν από απέναντι, είδε σε κοντινή απόσταση ένα πεζό με σκούρα ρούχα να διασταυρώνει το δρόμο από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του. Για να αποφύγει τη σύγκρουση με τον πεζό πάτησε τα φρένα του αυτοκινήτου του. Η απόσταση που τους χώριζε ήταν τόσο μικρή που ήταν αδύνατο να αποφευχθεί η σύγκρουση. Ο πεζός ήδη βρισκόταν στη δική του πλευρά, σε απόσταση ενός με ενάμισυ μέτρου από το κέντρο του δρόμου. Προηγουμενως δεν διέκρινε οποιαδήποτε κίνηση ή ελιγμό του αυτοκινήτου που ερχόταν εξ αντιθέτου που θα μπορούσε να εκληφθεί ως προσπάθεια για αποτροπή δυστυχήματος.

Η μαρτυρία του εφεσείοντα κρίθηκε αναξιόπιστη επειδή, καθώς έχει διαπιστωθεί, αυτή συγκρούεται με την πραγματική μαρτυρία. Η αιτιολογία του συγκεκριμένου συμπεράσματος εντοπίζεται στην πιο κάτω περικοπή της απόφασης:

"Η μαρτυρία του εναγομένου συγκρούεται με την πραγματική μαρτυρία για τον λόγο ότι η έναρξη των ιχνών του αυτοκινήτου του μέχρι του σημείου σύγκρουσης ο αστυνομικός εξεταστής Στέλιος (ΜΕ1) κατέθεσε ότι είναι 7-8 μέτρα και για να εφαρμόσει ο εναγόμενος τα φρένα του θα πρέπει να υπολογισθεί και μια άλλη απόσταση, η απόσταση σκέψεως, η οποία είναι ανάλογη με το μήκος των φρένων. (βλ. Wilkinson's Road Traffic Offences, 7η έκδοση και Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, Υποθέσεις Οδικής Αμέλειας,1η έκδοση, παράρτημα Β) και εφόσον ληφθεί υπόψη μόνο το μήκος των φρένων μέχρι του σημείου της σύγκρουσης γιατί συνεχίζονται τα ίχνη των φρένων και μετά το σημείο σύγκρουσης προστιθεμένης δε και της απόστασης σκέψεως θα έπρεπε ο εναγόμενος να δει τον αποβιώσαντα για πρώτη φορά από απόσταση που πρέπει να υπολογιστεί μεταξύ 14-16 μέτρων και το γεγονός αυτό συγκρούεται με την κατάθεσή του που έδωσε στην αστυνομία στην οποία ανέφερε ότι είδε τον πεζό σε απόσταση δύο μέτρων η δε "κοντινή απόσταση" που ανέφερε ενώπιον του δικαστηρίου εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι 14-16 μέτρα."

 

 

 

Την ώρα του δυστυχήματος δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες. Οι πιο κάτω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος στηρίζονται στη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης και στη μαρτυρία εκτιμητή αυτοκινήτων με σπουδές στη μηχανολογία που περιλάμβαναν μαθήματα διερεύνησης δυστυχημάτων. Το Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος όπου εμφαίνονται τα επιτόπου ευρήματα του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης.

1. Το πλάτος του δρόμου στη σκηνή του δυστυχήματος ήταν 8,10 μέτρα. Το σημείο σύγκρουσης, που εντοπίστηκε από τον αστυνομικό εξεταστή της υπόθεσης, βρισκόταν σε απόσταση 4,50 μέτρα από την δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την κατεύθυνση του αυτοκινήτου του εφεσείοντα.

2. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την κατεύθυνση του εφεσείοντα υπήρχε παγκέττο πλάτους 2,60 μέτρων.

3. Οι δεξιοί τροχοί του αυτοκινήτου του εφεσείοντα άφησαν ίχνη τροχοπέδησης στο δρόμο μήκους 27,80 μ. και οι αριστεροί 28,20 μ. Η ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν 65 χ.α.ω.

4. Η απόσταση από το σημείο που αρχίζουν τα ίχνη τροχοπέδησης μέχρι το σημειο της σύγκρουσης ήταν 8-10 μ. περίπου.

5. Η ορατότητα από το σημείο της σύγκρουσης προς την Πόλη Χρυσοχούς ήταν μεγαλύτερη των 100 μέτρων.

6. Η εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου του εφεσείοντα στη χαμηλή στάση ήταν 75 μ. ενώ στη ψηλή 100-150 μ.

7. Κατά το χρόνο που ο αποθανών διασταύρωνε το δρόμο δεν εκινείτο άλλο αυτοκίνητο εκτός από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.

Νομολογιακά έχει καθιερωθεί ότι το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο όπου αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα. Βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 954, Πάφος Στόουν Εστέϊτς Λτδ κ.α. ν. Βαλαωρίτη κ.α., ΠΕ 9263, ημερ. 25.2.97, Αθανασίου ν. Κουνούνη, ΠΕ 9041, ημερ. 29.5.97.

Οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος συνάδουν με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και υποστηρίζεται από το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος. Στην Ευαγγέλου ν. Γιαννακού (1992) 1 ΑΑΔ (Β) 1243 εξηγήθηκε η χρησιμότητα και η αξία του σχεδίου σκηνής τροχαίου ατυχήματος για την ιχνηλάτιση των περιστατικών του ατυχήματος, την κρίση της αξιοπιστίας και έλεγχο της ακρίβειας της προφορικής μαρτυρίας αναφορικά με τις συνθήκες που περιβάλλουν το ατύχημα. Δεν διαπιστώνουμε ο,τιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβαση μας στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου που αναφέρονται στα γεγονότα και περιστάσεις του ατυχήματος.

Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και ύστερα από εκτενή αναφορά στο θέμα της αμέλειας και των καθηκόντων εκείνων που χρησιμοποιούν το δρόμο έναντι αλλήλων, ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων μπορούσε υπό τις περιστάσεις να είχε αντιληφθεί την κίνηση του αποθανόντα στο δρόμο από απόσταση όχι μικρότερη των 75 μ. που ήταν η εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου που οδηγούσε στη χαμηλή στάση και έγκαιρα να λάβει τα αναγκαία μέτρα αποτροπής του δυστυχήματος.

Ανάλογο καθήκον προσοχής και παρατηρητικότητας κρίθηκε ότι είχε και ο αποθανών ο οποίος απρόσεκτα άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο στον οποίο εκείνη την ώρα, εκινείτο προς τη δική του κατεύθυνση το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.

Η καθοδήγηση που άντλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο από τη νομολογία ως προς τις αρχές δικαίου οι οποίες γενικά προδιαγράφουν το καθήκον επιμέλειας εκείνων που χρησιμοποιούν το δρόμο είτε πρόκειται για πεζούς είτε για οδηγούς οχημάτων είναι σωστή. Ωστόσο το Δικαστήριο απέτυχε κατά την κρίση μας να προσδιορίσει σωστά το καθήκον επιμέλειας εφεσείοντα και αποθανόντα σε σχέση με τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ανάλογα να επιμερίσει στον καθένα το ποσοστό της δικής του ευθύνης.

Ο αποθανών όταν αποφάσισε να διασταυρώσει το δρόμο είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί από απόσταση 150 μ. την παρουσία του αυτοκινήτου του εφεσείοντα που ερχόταν με αναμμένα φώτα προς το μέρος του. Παρά το γεγονός ότι ο φωτισμός του δρόμου ήταν πενιχρός και τα σκούρα ρούχα που φορούσε καθιστούσαν την παρουσία του στο δρόμο δύσκολα αντιληπτή, άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο προτού αρχίσει να τον καλύπτει η ακτίνα των φώτων του αυτοκινήτου του εφεσείοντα η οποία όπως έχει διαπιστωθεί ήταν 75 μ. Μέχρι να εισέλθει στην εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου του εφεσείοντα πρέπει να είχε καλύψει κάποια απόσταση. Ενώ λοιπόν βρισκόταν σε κάποιο σημείο του δρόμου, δεν έχει και τόση σημασία ποιο ακριβώς ήταν αυτό το σημείο, άρχισε να καλύπτεται από την ακτίνα των φώτων του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, ο οποίος προφανώς, δεν αντελήφθηκε έγκαιρα την παρουσία του, ενώ εκ των πραγμάτων, είχε αυτή τη δυνατότητα. Το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου συνυπολογιζομένης και της απόστασης σκέψης του οδηγού αφότου έγινε αισθητός ο κίνδυνος καταδείχνουν ότι ο εφεσείων αντελήφθη την παρουσία του αποθανόντα στο δρόμο από απόσταση οπωσδήποτε μικρότερη των 75 μ. που ήταν η εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου του στη χαμηλή στάση. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η αμέλεια του εφεσείοντα. Ως πρόσθετο στοιχείο αμέλειας του εφεσείοντα είναι και η παράλειψη του να χρησιμοποιήσει τα φώτα στη ψηλή στάση εφόσον σύμφωνα με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν ερχόταν άλλο αυτοκίνητο εξ αντιθέτου κατευθύνσεως.

 

Κατόπιν προσεκτικής εξέτασης των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τη μαρτυρία αναφορικά με τα γεγονότα και περιστατικά που συνθέτουν τις περιβάλλουσες περιστάσεις του δυστυχήματος και συνεκτιμώντας τις εκατέρωθεν παραλείψεις όχι μικροσκοπικά αλλά από την πλατιά γωνιά του μέσου συνετού πολίτη όπως εξηγείται στις Charalambous v. Kassapis (1988) 1 CLR 25 και Polykarpou v. Adamou (1988) 1 CLR 727 κρίνουμε αναγκαία την αναθεώρηση του επιμερισμού της ευθύνης στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η ευθύνη του εφεσείοντα προσδιορίζεται σε ποσοστό 60% και η ευθύνη του αποθανόντα σε ποσοστό 40%.

Οπως έχει ειπωθεί ο αποθανών έπαιρνε σύνταξη ανικανότητας για εργασία εξαιτίας της αναπηρίας από την οποία υπέφερε. Στο περίπτερο που διατηρούσε έξω από το σπίτι του πωλούσε μεταξύ άλλων παγωτό χύμα και συσκευασμένο. Το κέρδος που είχε από τις πωλήσεις του παγωτού χύμα ήταν 200% - 300% ενώ το κέρδος του από την πώληση του συσκευασμένου παγωτού ήταν 35-40%. Τον χρόνο πριν από το θάνατό του αγόρασε παγωτά (χύμα και συσκευασμένα) αξίας £1200. Επειδή δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία για τον προσδιορισμό της αξίας των δύο ειδών παγωτού που αγόρασε έτσι ώστε να υπάρχει η βάση για υπολογισμό του κέρδους που πραγματοποίησε για κάθε είδος παγωτού, ο πρωτόδικος Δικαστής καθόρισε, καθ΄ υπολογισμό, την αξία του παγωτού χύμα στις £800 και του συσκευασμένου στις £400 και ακολούθως με βάση το χαμηλότερο ποσοστό κέρδους προσδιόρισε το ετήσιο κέρδος του αποθανόντα από το παγωτό χύμα στις £1600 και για το συσκευασμένο στις £140 ήτοι το ετήσιο συνολικό κέρδος από τις πωλήσεις του παγωτού υπολογίστηκε στις £1740.

Για τα άλλα είδη που πωλούσε ο αποθανών στο περίπτερο η μαρτυρία δεν ήταν σαφής για να αποτελέσει το υπόβαθρο υπολογισμού κέρδους γι΄ αυτό παραγνωρίστηκε.

Στο πιο πάνω ετήσιο εισόδημα του αποθανόντα από τις πωλήσεις παγωτού προστέθηκαν και οι ετήσιες απολαβές που είχε από τη σύνταξη ανικανότητας. Κατά τον χρόνο που πέθανε, η σύνταξη που έπαιρνε ήταν £85,12 σ. μηνιαίως ενώ κατά τον χρόνο της ακρόασης της υπόθεσης το ποσό που θα έπαιρνε αν ζούσε ήταν £110 μηνιαίως. Ο πρωτόδικος Δικαστής υπολόγισε τον μέσο όρο που είναι £97,56 μηνιαίως ήτοι, £1170 ετησίως. Ετσι οι ετήσιες συνολικές απολαβές του αποθανόντα κατά τον χρόνο του θανάτου του υπολογίστηκαν στις £2910. Από το εν λόγω ποσό αφαιρέθηκαν £900 ποσό που αντιπροσωπεύει, καθώς υπολόγισε το Δικαστήριο, τα προσωπικά έξοδα και έξοδα συντήρησης του αποθανόντα. Το υπόλοιπο των £2010 υπολογίστηκε ότι αποτελούσε τις ετήσιες καθαρές απολαβές από την ημερομηνία του θανάτου μέχρι την ημερομηνία της ακρόασης της υπόθεσης. Από την ημερομηνία που άρχισε η ακρόαση η μηνιαία σύνταξη ανικανότητας υπολογίστηκε στις £110 μηνιαίως αντί του μέσου όρου των £97,56 μηνιαίως και έτσι το ετήσιο εισόδημα από την σύνταξη καθορίστηκε στις £1320 ετησίως. Στο εν λόγω ποσό προστέθηκε ποσό £1740, το κέρδος από τα παγωτά. Από το άθροισμα £3060 αφαιρέθηκαν £900 έξοδα συντήρησης κλπ του αποθανόντα και το καθαρό υπόλοιπο των £2160 καθορίστηκε ως το απωλεσθέν εισόδημα της συζύγου του αποθανόντα ως εξαρτώμενο πρόσωπο.

Για τον θάνατο του αποθανόντα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ποσό £6000 δυνάμει των προνοιών του άρθρου 58(9) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 επί βάσεως πλήρους ευθύνης. Για τις σωματικές βλάβες, τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη ο αποθανών από την ημέρα του τραυματισμού του μέχρι την ημέρα που πέθανε το Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις £1000 επί βάσεως πλήρους ευθύνης. Επί βάσεως πλήρους ευθύνης επιδικάστηκαν επίσης £800 έξοδα κηδείας και διαχείρησης που είχαν εκ των προτέρων συμφωνηθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη ότι ο αποθανών έχασε τη ζωή του όταν ήταν σε ηλικία 55 χρόνων, τους πιθανούς κινδύνους θανάτου από ασθένεια και την αύξηση του μέσου όρου ζωής των ανθρώπων ορθά καθόρισε τον πολλαπλασιαστή σε επτά χρόνια από την ημερομηνία του θανάτου. Στην Συμεών Καράλουκας ν. Νεόφυτος Πάρπα, ΠΕ 9853, ημερ. 30.4.98 εξηγούνται τα κριτήρια επιλογής του κατάλληλου πολλαπλασιαστή και η έκταση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την επιλογή του συγκεκριμένου αριθμού ο οποίος ανάλογα με την περίπτωση θα αποτελέσει τον πολλαπλασιαστή για τον προσδιορισμό της απώλειας των μελλοντικών απολαβών.

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει υπέρ της συζύγου του αποθανόντα, ως εξαρτωμένης του συζύγου της αποζημιώσεις για απώλεια εισοδήματος που πήγαζε από τη σύνταξη ανικανότητας του αποθανόντα συζύγου της.

Η σύνταξη ανικανότητας χορηγείται σε πρόσωπα τα οποία πληρούν τα καθορισμένα από το νόμο κριτήρια (βλ. άρθρο 38 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων 1980-1992) και ως εκ της φύσεώς της είναι προσωποπαγής.

Η σύνταξη ανικανότητας λειτουργεί ως το υποκατάστατο του εισοδήματος που είχε ο δικαιούχος από την εργασία του προτού καταστεί ανίκανος για εργασία. Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου η σύνταξη ανικανότητας, ως εκ του σκοπού που εξυπηρετεί, συνιστά απώλεια εισοδήματος για την οποία κατ΄ αρχήν παρέχεται δυνατότητα αποζημιώσης. Δεν παρέχεται όμως αυτή η δυνατότητα στις περιπτώσεις όπου ο θάνατος του δικαιούχου συνιστά αιτία χορήγησης κάποιας άλλης παροχής προς εξαρτώμενο ή εξαρτωμένους του προς αναπλήρωση της απώλειας της σύνταξης ανικανότητας που επέφερε ο θάνατος. Ως τέτοια αναπλήρωση είναι η σύνταξη χηρείας προς την σύζυγο του δικαιούχου αποθανόντα η οποία παρέχεται με βάση τις πρόνοιες των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων 1980-1992. Σ΄ αυτή την περίπτωση, η απώλεια της σύνταξης ανικανότητας δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων που δικαιούται η εξαρτώμενη σύζυγος του δικαιούχου για την απώλεια της οποίας θα δικαιούται σύνταξη χηρείας γιατί, αν συνέβαινε το αντίθετο, αυτό θα συγκρουόταν με τη φιλοσοφία πάνω στην οποία έχουν οικοδομηθεί οι βασικές αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα των αποζημιώσεων. Θα μπορούσε όμως να υπολογισθεί και να προσμετρήσει ως απώλεια μελλοντικού εισοδήματος αν ο αποθανών είχε άλλους εξαρτωμένους π.χ. ανήλικα τέκνα, που δεν θα είχαν τη δυνατότητα αναπλήρωσης του απωλεσθέντος εισοδήματος της σύνταξης ανικανότητας που απολάμβαναν ενόσω ζούσε ο αποθανών δικαιούχος.

Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε υπέρ της συζύγου του αποθανόντα αποζημιώσεις για την απώλεια της σύνταξης ανικανότητας εφόσον από του θανάτου του συζύγου της κατέστη δικαιούχος σύνταξης χηρείας. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχαν άλλα εξαρτώμενα πρόσωπα και συνεπώς η σύνταξη ανικανότητας για κανένα λόγο δεν θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί ως απώλεια εισοδήματος και να υπολογισθεί για σκοπούς προσδιορισμού των αποζημιώσεων.

Κατόπιν των ανωτέρω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται ως εσφαλμένη τόσο πάνω στο θέμα του επιμερισμού της ευθύνης μεταξύ του εφεσείοντα και αποθανόντα όσο και πάνω στο θέμα του καθορισμού των αποζημιώσεων. Αναφορικά με το πρώτο θέμα, αυτό του επιμερισμού της ευθύνης, καταλογίζουμε στον εφεσείοντα ποσοστό ευθύνης 60% και στον αποθανόντα 40%.

Το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων που έχουν επιδικασθεί πρωτόδικα ανέρχεται, όπως έχει λεχθεί, στις £17696. Σ΄ αυτό περιλαμβάνεται ποσό £8490 που αντιπροσωπεύει την καθαρή απώλεια εισοδήματος από τη σύνταξη ανικανότητας για τα επτά χρόνια που έχουν υπολογισθεί ως πολλαπλασιαστής από τον χρόνο του θανάτου του αποθανόντα. Αυτό το ποσό πρέπει να αφαιρεθεί και το υπόλοιπο που είναι £9206 πρέπει να μειωθεί κατά 20% ήτοι £1841. Το υπόλοιπο που παραμένει είναι £7365 για το οποίο εκδίδουμε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα. Η πρωτόδικη απόφαση καθόσον αφορά την επιδίκαση τόκου ισχύει ανάλογα.

Το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά το ύψος των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων παραμερίζεται και αντικαθίσταται με το ποσό των £7365.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου προσαρμόζεται ανάλογα.

 

Δ.

Δ.

Δ.

ΑΦ.

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο