ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 2398

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9724

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

 

1. Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου,

2. Αλέκα Π. Παπακόκκινου,

ως διαχειρίστριες της περιουσίας

του Παναγιώτη Γ. Παπακόκκινου,

Εφεσείουσες/Ενάγουσες

ν.

Δήμου Πάφου,

Εφεσιβλήτου/Εναγομένου

------------------------------

23 Δεκεμβρίου 1998

Για τις Εφεσείουσες: κα Αλ. Παπακόκκινου.

Για τον Εφεσίβλητο: κ. Χρ. Γεωργιάδης.

--------------------------

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα

δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Το 1959, ο πατέρας των εφεσειουσών Παναγιώτης Παπακόκκινος, αγόρασε από την Αγγλική Κυβέρνηση ένα παράπηγμα (παράγκα) που είχε αναγερθεί πάνω σε ακίνητη περιουσία που μέχρι το 1960 ανήκε στην Αγγλική Κυβέρνηση και μετά το 1960 στην Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1965 η Κυπριακή Δημοκρατία αποδέχθηκε όπως καταβάλει £6 μηνιαίως στον πατέρα των εφεσειουσών υπό τύπο ενοικίου για χρήση του παραπήγματος από την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών για μια περίοδο 10 μηνών από την 1/12/64 μέχρι την 1/10/65. Μετά το θάνατο του πατέρα τους οι εφεσείουσες, ως διαχειρίστριες της περιουσίας του, καταχώρησαν την αγωγή 903/89 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με την οποία ζητούσαν από τον εφεσίβλητο Δήμο

(1) £1.500 ως αποζημιώσεις για την απώλεια επίπλων και άλλων αντικειμένων που βρίσκονταν εντός του παραπήγματος,

(2) Αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση (trespass),

(3) £5.760 ως αποζημιώσεις για διαφυγόντα κέρδη υπό τύπο ενοικίων λόγω παράνομης επέμβασης,

(4) Διάταγμα το οποίο θα απαγόρευε στον εφεσίβλητο Δήμο και/ή στους υπαλλήλους του την είσοδο τους στο χώρο του παραπήγματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι,

(1) Υπήρξε μια επέμβαση εκ μέρους του Δήμου Πάφου σε κάποιο χρονικό διάστημα μετά το 1974 για την οποία επιδικάστηκαν £500 ονομαστικές αποζημιώσεις,

(2) Οι εφεσείουσες δεν είχαν δικαίωμα ενοικίασης και συνεπώς δεν μπορούσαν να απαιτούν αποζημιώσεις για διαφυγόντα κέρδη,

(3) Οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν τους ισχυρισμούς τους για τις ζημιές ύψους £1.500 και

(4) Λόγω της κατεδάφισης του παραπήγματος δεν θα μπορούσε να εκδοθεί το διάταγμα της μη επέμβασης.

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείουσες προσβάλλουν την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης. Οι 15 συνολικά λόγοι που προβάλλονται μπορούν να συνοψιστούν περιληπτικά στους πιο κάτω:

(1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της 26/10/67,

(2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επεδίκασε μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις £500,

(3) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειουσών και εσφαλμένα απεδέχθη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων,

(4) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέκλεισε ερωτήσεις του μάρτυρα των εφεσειουσών Ν. Γλαύκου και εσφαλμένα δεν απεδέχθη αίτηση των εφεσειουσών για την επανακλήτευση του πιο πάνω μάρτυρα,

(5) Οι εφεσείουσες υπέστησαν μεγάλη ταλαιπωρία και έξοδα από τις συνεχείς αναβολές στην ακροαματική διαδικασία και στην έκδοση της απόφασης.

(1) Το δικαίωμα των εφεσειουσών να προβούν σε μίσθωση του παραπήγματος

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην παρούσα διαδικασία μπορεί να συνοψισθούν περιληπτικά στα πιο κάτω.

Η περιοχή γνωστή ως το "Δασούδι της Πάφου" που βρίσκεται στον κύριο δρόμο Μεσόγης - Πάφου, ήταν εγγεγραμμένη πριν από το 1960 στο όνομα της Κυβέρνησης της Κύπρου και μετά από το 1960 αποτελεί ιδιοκτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ο πατέρας των εφεσειουσών αγόρασε από τον Αγγλικό Στρατό έναντι £120 σε δημόσιο πλειστηριασμό ένα παράπηγμα (παράγκα) που βρισκόταν μέσα στην περιοχή "Δασούδι της Πάφου", που ήταν γνωστή σαν "η εκκλησία των Αγγλων". Το παράπηγμα αρχικά χρησιμοποιήθηκε από την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών για 10 μήνες, από την 1/12/64 μέχρι την 1/10/65. Ο Επαρχος Πάφου με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 20/4/65 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Εργων, ζήτησε την καταβολή εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας για τη χρήση του πιο πάνω υποστατικού από τα Ηνωμένα Εθνη για την περίοδο 1/12/64 μέχρι 1/10/65, ενός ποσού £6 μηνιαίως υπό τύπο ενοικίου στον Π. Παπακόκκινο, χωρίς να ληφθεί υπόψη η ιδιοκτησία της γης, προς φιλική διευθέτηση της απαίτησης του πιο πάνω, αφού ο κ. Παπακόκκινος είχε προσφέρει το σπίτι του στην Εθνική Φρουρά χωρίς ενοίκιο. Το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Εργων ζήτησε τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, που με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 27/10/67 συμφώνησε με την εισήγηση του Επάρχου Πάφου. Η σχετική επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα αναφέρει τα εξής:

 

 

"Γενικόν Διευθυντήν

Υπουργείου Συγκοινωνιών και Εργων,

Αναφέρομαι εις την επιστολήν σας ημερ. 11.9.67 και υπ' αριθ. φακέλλου 60/64/P/17.

Εν όψει των περιστάσεων της υποθέσεως συμφωνώ με την εισήγησιν του Επάρχου Πάφου όπως καταβληθούν £6 μηνιαίον ενοίκιον εις τον κ. Παπακόκκινον."

 

Η ακίνητη περιουσία πάνω στην οποία βρίσκεται το "Δασούδι της Πάφου" παραχωρήθηκε από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Δημοτικό Συμβούλιο Πάφου στις 4/11/1963 για να χρησιμοποιείται για σκοπούς αναψυχής.

Μετά το 1965 το παράπηγμα χρησιμοποιήθηκε περιοδικά από την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών σαν εκκλησία και μπαρ και τα Ηνωμένα Εθνη κατέβαλλαν υπό τύπο ενοικίου στον πατέρα των εφεσειουσών το ποσό των £10 μηνιαίως.

Ως αποτέλεσμα της Τουρκικής Εισβολής το 1974 και της εγκατάλειψης του παραπήγματος από τα Ηνωμένα Εθνη, τούτο περιήλθε στην κατοχή του Δήμου Πάφου που το χρησιμοποίησε ως αποθήκη για τις ανάγκες του Τμήματος Υδατοπρομήθειας του Δήμου. Το 1989 ο Δήμος Πάφου το κατεδάφισε μαζί με τα υπόλοιπα παραπήγματα που βρίσκονταν στο "Δασούδι" της Πάφου. Από την κατεδάφιση του παραπήγματος τα υλικά που προέκυψαν, όπως επίσης δύο πάγκοι και ένα γραφείο που βρίσκονταν μέσα στο παράπηγμα, μεταφέρθηκαν και φυλάχθηκαν σε άλλο χώρο.

Με βάση την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα οι εφεσείουσες, ως διαχειρίστριες της περιουσίας του Π. Παπακόκκινου, άρχισαν να απαιτούν από το 1978 £10 μηνιαίως υπό τύπο ενοικίων, ισχυριζόμενες ότι με την πιο πάνω επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, είχε αναγνωρισθεί δικαίωμα είσπραξης ενοικίων για κατοχή και χρήση του παραπήγματος. Η μη ικανοποίηση της απαίτησης των εφεσειουσών οδήγησε στην παρούσα διαδικασία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που είχαν παρουσιαστεί βρήκε ότι η ακίνητη ιδιοκτησία πάνω στην οποία βρισκόταν το παράπηγμα ανήκε πριν από το 1960 στην Κυβέρνηση της Κύπρου και μετά το 1960 στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ο πατέρας των εφεσειουσών αγόρασε το παράπηγμα το 1959 σε δημόσιο πλειστηριασμό. Το παράπηγμα που αποτελούσε παράρτημα της γης, δεν μπορούσε να αποτελεί ξεχωριστή ιδιοκτησία. Η γη ανήκε στην Κυπριακή Δημοκρατία και δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραχώρηση της γης πάνω στην οποία βρισκόταν το παράπηγμα είτε από τον εφεσίβλητο Δήμο ή από την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου στον πατέρα των εφεσειουσών ή στις ίδιες τις εφεσείουσες. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε δημιουργία, απόκτηση ή μεταβίβαση δικαιώματος πάνω στην ακίνητη περιουσία σε σχέση με το παράπηγμα που θα μπορούσε να νομιμοποιήσει τον ιδιοκτήτη του παραπήγματος να απαιτήσει αποζημιώσεις για τυχόν επεμβάσεις στο παράπηγμα. Η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως γνωμάτευση αλλά μια αποδοχή της εισήγησης του Επάρχου για την παροχή ενός ποσού £6 μηνιαίως υπό τύπο ενοικίου, χωρίς να ληφθεί υπόψη η ιδιοκτησία της γης πάνω στην οποία είχε ανεγερθεί το παράπηγμα.

Είναι η θέση των εφεσειουσών ότι ο Γενικός Εισαγγελέας με την πιο πάνω επιστολή του αναγνώρισε το δικαίωμα του πατέρα των εφεσειουσών Παναγιώτη Γ. Παπακόκκινου να εισπράττει ενοίκια και αυτό το δικαίωμα μεταβιβάστηκε στις εφεσείουσες που είχαν δικαίωμα μίσθωσης του παραπήγματος.

(α) Δικαίωμα μίσθωσης σύμφωνα με το άρθρο 11(γ) του Κεφ. 224

Η ύπαρξη του παραπήγματος δεν είναι από μόνη της ικανοποιητική σε βαθμό που να προσδίδει στις εφεσείουσες το δικαίωμα εκμετάλλευσης του, ειδικότερα δε της μίσθωσης του σε τρίτα πρόσωπα. Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι ως διαχειρίστριες του αποβιώσαντος Παναγιώτη Παπακόκκινου είχαν το δικαίωμα μίσθωσης του παραπήγματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 11(γ) του Κεφ. 224. Το άρθρο 11 καθορίζει τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αποκτηθεί ένα προνόμιο ή δικαίωμα πάνω σε ακίνητη ιδιοκτησία, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος με "απόφαση αρμόδιου Δικαστηρίου". (Αρθρο 11(γ)). Δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία που συνδέει την ύπαρξη του παραπήγματος με την απόκτηση οποιουδήποτε δικαιώματος εκμετάλλευσης του παραπήγματος με απόφαση αρμόδιου Δικαστηρίου και η θέση αυτή των εφεσειουσών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

(β) Αρθρο 4 του Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 και Περιουσιακό Κώλυμα (Proprietary Estoppel)

Διαζευκτικά οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι η καταβολή ενοικίων στον πατέρα τους πριν από το θάνατο του έθεσε σε εφαρμογή τον Κανόνα του Κωλύματος ή Αποκλεισμού (Estoppel) που δεσμεύει τους εφεσίβλητους να καταβάλλουν και αυτοί ενοίκια για την κατοχή και/ή χρήση του παραπήγματος. Προς τούτο επικαλέστηκαν την απόφαση Sylvestrou and Others v. The High Council of Evcaf ([1959-1960] 24 C.L.R. 153), όπου ο Δικαστής Ζεκιά διατύπωσε το σχετικό κανόνα ως ακολούθως:

"Μια και θα έχει αποδειχτεί ότι από αμνημόνευτο χρόνο οι ενάγοντες και οι προκάτοχοι τους έκαναν ετήσιες πληρωμές υπό μορφή ενοικίων, αυτό κατά την άποψη μας οδηγεί σε αποκλεισμό τους από το δικαίωμα ν' αμφισβητήσουν τον τίτλο ιδιοκτησίας των εφεσίβλητων για τις συζητούμενες περιουσίες. Παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελίδα 288 του HILL AND REDMAN'S LAW OF LANDLORD AND TENANT 12η Εκδ.:

Αποκλεισμός με την πληρωμή ενοικίου. Η πληρωμή ενοικίου αποτελεί αναγνώριση του τίτλου ιδιοκτησίας του προσώπου στο οποίο γίνεται, κι επενεργεί προς αποκλεισμό του ενοικιαστή σε περίπτωση που θ' αμφισβητήσει τον τίτλο τούτοΧ εκεί όμως που ο ενοικιαστής δεν πήρε την κατοχή του απευθείας από το πρόσωπο στο οποίο γίνονταν οι πληρωμές, ή που ο τίτλος ιδιοκτησίας έχει εκπνεύσει, ο ενοικιαστής μπορεί ν' αποδείξει ότι η πληρωμή έγινε κατά λάθος κι ότι στην πραγματικότητα η ιδιοκτησία ανήκει σε κάποιον άλλο."

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εφεσείουσες δεν έχουν βασίσει την απαίτηση τους πάνω στο συγκεκριμένο κανόνα του Περιουσιακού κωλύματος και η εφαρμογή του κανόνα υποβλήθηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης. Ομως επειδή έχει δοθεί μαρτυρία για γεγονότα πάνω στα οποία μπορεί να βασιστεί ο κανόνας, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το θέμα νοουμένου ότι θα περιοριστεί σε εκείνα τα σχετικά γεγονότα που βρίσκονται ενώπιον του. (Ιδε Drane v. Evangelou (1978) 2 All E.R. 437 και Re Vandervell's Trusts (2) (1974) 3 All E.R. 205).

Η απόκτηση δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητη περιουσία διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 4 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 το οποίο προνοεί ότι ουδένα δικαίωμα ιδιοκτησίας (estate), συμφέρον, δικαίωμα, προνόμιο, ελευθερία, δουλεία ή οποιοδήποτε άλλο πλεονέκτημα εντός, πάνω ή υπεράνω οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας υπάρχει, δικαιολογείται, αποκτάται ή μεταβιβάζεται εκτός μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφ. 224.

Δεν υπάρχει ορισμός του όρου "μίσθωση" στο Κεφ. 224, αλλά μπορεί να λεχθεί ότι είναι μια συμφωνία που περικλείει τους καθορισμένους όρους μιας ενοικίασης και δίνει το δικαίωμα αποκλειστικής κατοχής στον ενοικιαστή, είτε αμέσως είτε σε μια μελλοντική ημερομηνία. (Halsbury's Laws of England, Vol. 23, para. 1033). Σύμφωνα με τον Woodfall η μίσθωση (demise or lease) είναι η εκχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής κατοχής γης για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα λιγότερο από εκείνο που δικαιούται το πρόσωπο που εκχωρεί το δικαίωμα (Woodfall "Landlord and Tenant", Vol. 1, para. 1-003).

Σύμφωνα με τον Nokes το Κώλυμα (Estoppel) είναι ένας κανόνας με τον οποίο ένας διάδικος εμποδίζεται από του να εγείρει ή να αρνηθεί ένα γεγονός (Nokes "Introduction to Evidence", 3rd Ed., page 208), ενώ σύμφωνα με τον Phipson είναι ένας κανόνας που εμποδίζει ένα διάδικο από του να αρνηθεί την ύπαρξη μιας κατάστασης γεγονότων που έχει προβάλει προηγουμένως (Phipson on Evidence, 12th Ed., page 912).

Το Κώλυμα μπορεί να είναι

(1) Κώλυμα λόγω δεδικασμένου (Estoppel by record),

(2) Κώλυμα λόγω καταχωρίσεων σε έγγραφα (Estoppel by deed) και

(3) Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (Estoppel by conduct or Estoppel in pais).

Σύμφωνα με τον κανόνα του Κωλύματος λόγω συμπεριφοράς,

"Οταν ένας συμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή με τα λόγια του ή τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς τον άλλο συμβαλλόμενο, που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους και ο άλλος συμβαλλόμενος ενεργεί πάνω σε αυτή, διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη, δεν θα επιτραπεί στο συμβαλλόμενο που προέβηκε στην υπόσχεση ή έδωσε τη διαβεβαίωση να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς αυτή". (Χ" Γιάννης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1970) 1 C.L.R. 32).

 

Tο Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς μπορεί να πάρει τη μορφή του

(i) Κωλύματος λόγω παραστάσεων (Soαnes v. London and South Western Railway (1919) 120 L.T. 598).

(ii) Κωλύματος λόγω υποσχέσεων (Central London Property Trust Ltd. v. High Trees House Ltd. (1947) 1 K.B. 130) και

(iii) Περιουσιακού Κωλύματος.

Το Περιουσιακό κώλυμα διαφέρει από τα άλλα κωλύματα που έχουν αναφερθεί πιο πάνω, γιατί παρέχει βάση αγωγής στο πρόσωπο προς το οποίο έχει γίνει η παράσταση, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κωλύματα τα οποία μπορούν να προβληθούν μόνο ως βάση για υπεράσπιση.

Στην Κύπρο έχει αποφασισθεί ότι δικαιώματα πάνω σε ακίνητη ιδιοκτησία δεν μπορούσαν να αποκτηθούν με τον κανόνα του Κωλύματος (Estoppel) παρά μόνο σύμφωνα με ρητές νομοθετικές διατάξεις. Οπως τονίστηκε από το Δικαστή Ιωσηφίδη στην υπόθεση Dai and Another v. Satrazam ([1959-1960] 24 C.L.R. 264),

"In Cyprus, no person may acquire rights in immovable property except under the provisions of Cap. 231, because section 3A of Cap. 231 (as set out in section 3 of Law 8 of 1953, and recently amended by Law 3 of 1960) provides that no estate, interest or right in any immovable property shall be created, acquired or transferred except under the provisions of Cap. 231; and there is no provision in that Law whereby a person may acquire rights in immovable property by the abandonment of immovable property or estoppel of another person, except by prescription, and this is not a case of prescription."

 

(Το άρθρο 3Α του Κεφ. 231 έχει τροποποιηθεί και έχει πάρει τη μορφή που του δίνει σήμερα το άρθρο 11 του Κεφ. 224).

Στην Αγγλία η προέκταση του κανόνα του Κωλύματος με τη διαμόρφωση του Περιουσιακού κωλύματος στο δίκαιο της Επιείκειας σύμφωνα με την απόφαση Crabb v. Arun District Council ([1976] Ch. 179), έδωσε το δικαίωμα σε πρόσωπο στο οποίο δίνονται υποσχέσεις, να διεκδικήσει κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Στην υπόθεση Crabb v. Arun District Council (πιο πάνω) ο ενάγων ήταν ιδιοκτήτης ενός χωραφιού δίπλα από το οποίο περνούσε ένας δημόσιος δρόμος. Ο ενάγων ήθελε διέξοδο προς το δρόμο και ο εκτιμητής του Δημοτικού Συμβουλίου της Τοπικής Αρχής τον άφησε να πιστέψει ότι θα του παρεχόταν διέξοδος και προς τούτο ο εκτιμητής άφησε ένα άνοιγμα προς το δρόμο. Ο ενάγων με βάση τις πιο πάνω διαβεβαιώσεις του εκτιμητή προέβηκε σε ανάλογες ενέργειες. Αργότερα το Δημοτικό Συμβούλιο έκλεισε το δρόμο και αρνήθηκε να του δώσει διέξοδο. Το Δικαστήριο βρήκε ότι ο ιδιοκτήτης είχε αποκτήσει δικαίωμα προσπέλασης προς το δρόμο.

Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε και στην Κύπρο. Στην υπόθεση Στυλιανού και Αλλοι ν. Παπακλεοβούλου και Αλλοι ([1982] 1 C.L.R. 542) η πέμπτη εφεσείουσα συμφώνησε το 1951 να πωλήσει στους εφεσιβλήτους το υπ' αριθμό 29 τεμάχιο αλλά εκ λάθους αντί να τους μεταβιβάσει το υπ' αριθμό 29 τεμάχιο τους μεταβίβασε το υπ' αριθμό 119 τεμάχιο. Ο α΄ εφεσίβλητος αφού πήρε κατοχή του κτήματος προέβηκε σε αρκετές επιδιορθώσεις, τις οποίες συνέχισε αργότερα και ο γαμπρός του (β΄ εφεσίβλητος) όταν το κτήμα μεταβιβάστηκε ως προίκα στην κόρη του α΄ εφεσιβλήτου, με αποτέλεσμα η τιμή του κτήματος να αυξηθεί σημαντικά. Το 1971 κατά την πληρωμή των φόρων ανακαλύφθηκε το λάθος και οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν μια αγωγή ζητώντας διόρθωση της λανθασμένης μεταβίβασης (rectification). Το Επαρχιακό Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων εξέδωσε διάταγμα διόρθωσης του λάθους. Στην έφεση που ασκήθηκε αργότερα από τους εφεσείοντες το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι άνκαι η απόφαση ήταν ορθή, η δικαίωση των εφεσιβλήτων μπορούσε να βασιστεί στον κανόνα του Περιουσιακού κωλύματος αφού θα ήταν τρομερά άδικο να επιτραπεί στους εφεσείοντες να εκμεταλλευτούν τις βελτιώσεις που είχαν επιφέρει στο κτήμα οι εφεσίβλητοι. Στη σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονίστηκε ότι,

"Μέχρι την απόφαση Crabb v. Arun District Council ήταν συζητήσιμο κατά πόσο ο αποκλεισμός λόγω υποσχέσεων μπορούσε να δημιουργήσει αγώγιμο δικαίωμα. Η άποψη που επικρατούσε ήταν ότι μπορούσε να προβληθεί ως ασπίδα αλλά όχι όμως να χρησιμοποιηθεί ως ξίφος για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων από το πρόσωπο στο οποίο δόθηκαν οι υποσχέσεις. Στην υπόθεση Crabb το Εφετείο βρήκε ότι δεν υπήρχε δικαίωμα ή εσωγενής ανάγκη για ένα τέτοιο περιορισμό και διακήρυξε ότι κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες μπορεί να γίνει επίκληση του κανόνα για τη διεκδίκηση περιουσιακών απαιτήσεων ................... Κατά τη γνώμη μας ο περιουσιακός αποκλεισμός αποτελεί μέρος των κανόνων της επιείκειας και ως τέτοιος εφαρμόζεται στην Κύπρο σύμφωνα με το άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60."

 

Το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η απόφαση Crabb v. Arun, όπως υιοθετήθηκε στην Κύπρο με την απόφαση Στυλιανού και άλλος ν. Παπακλεοβούλου και άλλοι μπορεί να θέσει σε εφαρμογή τον κανόνα του Περιουσιακού κωλύματος, δίνοντας προς τούτο το δικαίωμα στις εφεσείουσες να νομιμοποιήσουν την απαίτηση τους. Η απάντηση μας στο ερώτημα είναι αρνητική. Οι διατάξεις του άρθρου 4 του Κεφ. 224 είναι περιοριστικές όσον αφορά τις περιπτώσεις δημιουργίας προνομίων πάνω σε ακίνητη περιουσία και απαγορευτικές όσον αφορά την υιοθέτηση κανόνων του Κοινοδικαίου και της Επιείκειας (Equity). Αναγνώριση δημιουργίας δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητη περιουσία με την εφαρμογή του Περιουσιακού κωλύματος θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 4 που δεν επιτρέπει την εφαρμογή των κανόνων του Κοινοδικαίου και της Επιείκειας στη δημιουργία δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητη ιδιοκτησία στην Κύπρο. Τα δικαιώματα που μπορεί να αποκτηθούν δεν μπορεί να είναι άλλα εκτός από εκείνα που καθορίζονται ρητά με το άρθρο 4 του Κεφ. 224. (Ιδε Odysseos v. Pieris Estates & Others (1982) 1 C.L.R. 557).

Επιπρόσθετα δεν μπορούν να παραγνωρισθούν οι πρόνοιες του άρθρου 2 του Κεφ. 224 που προνοούν ότι οι λέξεις "ακίνητη ιδιοκτησία" περιλαμβάνει "οικοδομάς και έτερα κατασκευάσματα, οικοδομήματα ή προσαρτήματα στερρώς συνδεδεμένα μεθ' οιασδήποτε γαίας ή μεθ' οιασδήποτε οικοδομής ή ετέρου κατασκευάσματος ή οικοδομήματος". Το Κεφ. 224 δεν καθορίζει τι είναι "προσάρτημα στερρώς συνδεδεμένο μεθ' οιασδήποτε γαίας" (fixture), αλλά μπορεί να λεχθεί ότι είναι ένα κατασκεύασμα, οικοδόμημα ή οικοδομή που έχει τοποθετηθεί, αναγερθεί ή εφαρμοσθεί πάνω σε γη ή σε οικοδόμημα έτσι που να αποτελεί μέρος της γης ή του οικοδομήματος. Τα δύο βασικά στοιχεία που απαντούν στο ερώτημα αν ένα τέτοιο κατασκεύασμα, οικοδόμημα ή οικοδομή αποτελεί προσάρτημα είναι (α) Η έκταση της προσάρτησης και (β) ο σκοπός της προσάρτησης. (Ιδε Cheshire's "Modern Law or Property", 12th Edition, p. 138). Σύμφωνα με τον Woodfall το προσάρτημα αναφέρεται σε αντικείμενα που έχουν προσαρτηθεί σε γη (ίδε Woodfall "Landlord and Tenant", 27th Edition, p. 695) και σύμφωνα με τον Megarry "συμπεριλαμβάνει οτιδήποτε έχει προσαρτηθεί (attached) σε γη έτσι ώστε να αποτελεί μέρος της γης (ίδε Megarry and Wade "The Law of Real Property", p. 643). Ο κ. Παπακόκκινος αγόρασε το παράπηγμα το 1959 από την Αγγλική Κυβέρνηση. Το παράπηγμα εμπίπτει μέσα στις οικοδομές, κατασκευάσματα, οικοδομήματα και προσαρτήματα που καθορίζει το άρθρο 2 του Κεφ. 224. Αδιάψευστη απόδειξη τούτου αποτελεί η εικόνα που παρουσιάζουν οι φωτογραφίες του παραπήγματος που έχουν κατατεθεί ως τεκμήρια. Η κυριότητα του υποστατικού αυτού ως μέρος της ακίνητης περιουσίας γνωστής ως "Δασούδι της Πάφου", μεταβιβάστηκε το 1960 στην Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και το 1963 στο Δήμο Πάφου. Τόσο ο κ. Παπακόκκινος όσο και οι κληρονόμοι του δεν είχαν οποιοδήποτε αναγνωρισμένο νομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας του παραπήγματος είτε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ. 224 είτε με την εφαρμογή του κανόνα του Περιουσιακού κωλύματος που θα τους επέτρεπε να προβούν στην εκμίσθωση του.

Οι εφεσείουσες ζητούσαν αποζημιώσεις για παράνομη χρήση και/ή επέμβαση από τους εφεσιβλήτους από το 1974 μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου του 1989, όταν το παράπηγμα κατεδαφίστηκε. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε μαρτυρία ως προς τις ισχυριζόμενες ζημιές που είχαν υποστεί οι εφεσείουσες ως αποτέλεσμα της κατεδάφισης του παραπήγματος. Ανκαι η παράγραφος 4 της Εκθεσης Απαίτησης φαίνεται να επιφυλάσσει το δικαίωμα των αποζημιώσεων για τον εξοπλισμό του παραπήγματος για τις ισχυριζόμενες ζημιές λόγω της κατεδάφισης του παραπήγματος, εντούτοις το περιεχόμενο των παραγράφων 7 και 10 υποδηλεί ότι το θέμα θα μπορούσε να εξεταστεί κατά τα στάδια της ακροαματικής πρωτόδικης διαδικασίας.

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω βρίσκουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία και τα επακόλουθα της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα ήταν ορθή. Οι εφεσείουσες δεν ενομιμοποιούντο να απαιτήσουν αποζημιώσεις είτε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ. 224, είτε με την εφαρμογή του Περιουσιακού κωλύματος. Επιπρόσθετα το παράπηγμα αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της ακίνητης περιουσίας πάνω στην οποία είχε αναγερθεί, με φυσικό επακόλουθο η νομική ιδιοκτησία του παραπήγματος να περιέλθει στον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη της γης που ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το παράπηγμα αποτελούσε παράρτημα της γης και δεν μπορούσε να αποτελέσει ξεχωριστή ιδιοκτησία από τη γη πάνω στην οποία είχε αναγερθεί, ήταν απόλυτα ορθό.

(2) Επιδίκαση ποσού £500 ως ονομαστικές αποζημιώσεις

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επεδίκασε μόνο £500 υπό τύπο αποζημιώσεων για την παράνομη επέμβαση του εφεσίβλητου Δήμου από το 1977 μέχρι το 1989. Εχουμε ήδη καταλήξει σε συμπέρασμα ότι οι εφεσείουσες δεν ενομιμοποιούντο να απαιτήσουν αποζημιώσεις για τους λόγους που έχουν εκτεθεί πιο πάνω. Επεται ότι η επιδίκαση ποσού £500 από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ονομαστικές αποζημιώσεις για επέμβαση από τους εφεσιβλήτους από το 1977 μέχρι την κατεδάφιση του παραπήγματος, είναι λανθασμένη και ακυρώνεται.

(3) Απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας και αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων

Είναι η θέση των εφεσειουσών ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εντελώς αδικαιολόγητα και εσφαλμένα δεν απεδέχθη ολοκληρωτικά τη μαρτυρία της Βερεγγάριας Π. Παπακόκκινου, αναφέροντας ότι η μάρτυς δεν έλεγε τα πραγματικά και αληθινά γεγονότα και ότι απέφευγε να δώσει σαφείς απαντήσεις προσπαθώντας να υπερτονίσει τα γεγονότα τα οποία ήταν υπέρ της. Αντίθετα οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι η μαρτυρία της πιο πάνω ήταν αξιόπιστη, θετική, πειστική, πλήρως στοιχειοθετημένη και ενισχυμένη και έπρεπε να γίνει αποδεκτή. Για τους ίδιους κυρίως λόγους πλήττεται και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειουσών Ι. Ταλιώτη, Ν. Κασιουλή, Μ. Χαραλάμπους και Α. Χριστοδούλου.

Εχει τονιστεί επανειλημμένα σε αρκετές αποφάσεις ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε καλύτερη θέση να προβεί σε μια αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται ενώπιόν του (ίδε Γεωργίου ν. Καψού, Π.Ε. 9140 της 31/1/97). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας συμπεριλαμβάνεται μέσα στα καθήκοντα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν ενώπιόν του και να εκτιμήσει τις αντιπαραβαλλόμενες εκδοχές μέσα στο σύνολο των γεγονότων που προβάλλονται (ίδε Χαραλάμπους ν. Βασιλείου, Π.Ε. 9304 της 20/10/96). Ομως το Εφετείο έχει τη δυνατότητα να επέμβει όταν διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα σχετικό με ένα σημαντικό θέμα που έχει εγερθεί κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας (ίδε Αθανασίου ν. Loizias & Sons Contracting and Building (Overseas) Limited (1993) 3 Α.Α.Δ. 329), όπως επίσης και όταν ένα εύρημα δεν είναι εύλογα επιτρεπτό έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί (ίδε Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).

Στην παρούσα διαδικασία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προβεί σε μια αξιολόγηση της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων που έχουν καταθέσει και έχει δώσει τους λόγους του για τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει. Εχουμε εξετάσει προσεκτικά τη μαρτυρία που δόθηκε σε σχέση με τους λόγους που έχουν παρατεθεί τόσο για την αποδοχή όσο και για την απόρριψη της μαρτυρίας και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση μας.

(4) Αποκλεισμός ερωτήσεων και απόρριψη αίτησης για επανακλήτευση μάρτυρα από το Δικαστήριο

Μια προσεκτική εξέταση των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας σε σχέση με τη μαρτυρία που δόθηκε από το μάρτυρα των εφεσειουσών Ν. Γλαύκου δείχνει ότι δεν υπήρξε οποιοσδήποτε αδικαιολόγητος και/ή εσφαλμένος αποκλεισμός ερωτήσεων που υποβλήθηκαν στο μάρτυρα κατά τη διάρκεια της κύριας του εξέτασης. Αντίθετα η μόνη επέμβαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαίνεται ότι έχει εκδηλωθεί προς όφελος των εφεσειουσών, αφού η σχετική ένσταση που υποβλήθηκε από το δικηγόρο των εφεσιβλήτων σε ερώτηση που υποβλήθηκε εκ μέρους των εφεσειουσών απορρίφθηκε και επετράπηκε στο μάρτυρα να απαντήσει.

Αναφορικά με την αίτηση της 11/6/92 που επικαλούνται οι εφεσείουσες, με την οποία είχαν ζητήσει την επανακλήτευση του μάρτυρα Ν. Γλαύκου, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό πρακτικό:

"Αίτηση ημερ.11/6/92

κ. Γεωργιάδης: Ενίσταμαι στην αίτηση.

Δικαστήριο: Η υπόθεση αναβάλλεται για ακρόαση στις 29/11/92.

δ. Παπακόκκινου: Ενόψει μη αποδοχής της αίτησης μου την αποσύρω.

κ. Γεωργιάδης: Δεν θέλω έξοδα.

Δικαστήριο: Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα."

 

Με βάση το πιο πάνω πρακτικό μας εκπλήττει ο ισχυρισμός των εφεσειουσών ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο "εσφαλμένα και αδικαιολόγητα δεν δέχθηκε την αίτηση των εναγουσών ημερομηνίας 11/6/92 προς επανακλήτευση του μάρτυρα Ν. Γλαύκου". Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο για τη στάση των εφεσειουσών περιττεύει.

(5) Ταλαιπωρία και έξοδα που υπέστησαν οι εφεσείουσες από συνεχείς αναβολές

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν μεγάλη ταλαιπωρία και έξοδα από τις συνεχείς αναβολές κατά την εκδίκαση της ακρόασης και από τις αναβολές μέχρι την έκδοση της απόφασης.

Μια προσεκτική εξέταση των πρακτικών της ακροαματικής διαδικασίας δείχνει ότι ο πρώτος ισχυρισμός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Επανειλημμένα οι ίδιες οι εφεσείουσες είχαν ζητήσει την αναβολή της ακρόασης. Πιο συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από τα πρακτικά, η ακροαματική διαδικασία διακόπηκε 14 φορές κατόπιν αίτησης που υποβλήθηκε από τις εφεσείουσες, 10 φορές από το Δικαστήριο λόγω έλλειψης ώρας και μία φορά κατόπιν αίτησης των εφεσιβλήτων. Μια προσεκτική εξέταση των πρακτικών δεν θα επέτρεπε στις εφεσείουσες να προβάλουν τον ισχυρισμό για την ταλαιπωρία που υπέστησαν και για τα έξοδα που επιβαρύνθηκαν από τις αναβολές που έχουν σημειωθεί, αν ληφθεί υπόψη ότι η ακροαματική διαδικασία διακόπηκε 14 φορές κατόπιν δικής τους αίτησης. Αντίθετα θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι φαίνεται από τα πρακτικά, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέδειξε μεγάλη κατανόηση παραχωρώντας τόσες πολλές αναβολές στις εφεσείουσες, σε μια προσπάθεια να τους επιτρέψει να παρουσιάσουν την υπόθεση τους.

Αναφορικά με την καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης παρατηρούμε ότι η ακροαματική διαδικασία συμπληρώθηκε στις 13/12/94 και η απόφαση δόθηκε στις 16/5/96 με δύο ενδιάμεσες αναβολές, αφού η απόφαση δεν είχε εν τω μεταξύ ετοιμαστεί. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι αντίγραφο του σκεπτικού της απόφασης δόθηκε μέσα στο Νοέμβριο του 1996, δηλαδή έξι μήνες μετά την απαγγελία της απόφασης.

Το γεγονός ότι η σχετική απόφαση δόθηκε 18 μήνες μετά τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, δεν μπορεί να αποτρέψει το σχόλιο του Δικαστηρίου ότι μια τέτοια καθυστέρηση είναι κατακριτέα. Οπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου ([1992] 1 Α.Α.Δ. 512) η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα αποτελεί ευθύνη της δικαστικής εξουσίας μέσα στα πλαίσια του άρθρου 30.2 του Συντάγματος, που διασφαλίζει το δικαίωμα του πολίτη να προσφεύγει στα Δικαστήρια για να ζητά τη διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Δεν έχει προβληθεί ισχυρισμός ότι η καθυστέρηση έχει επηρεάσει τη διάγνωση των δικαιωμάτων των διαδίκων. Ο λόγος έφεσης περιορίζεται σε υποβολή παραπόνου για ταλαιπωρία και έξοδα. Σημειώνουμε ότι οι εφεσείουσες θα μπορούσαν να επικαλεστούν το Διαδικαστικό Κανονισμό για την Εγκαιρη Εκδοση Αποφάσεων του 1986, ο οποίος παρέχει την ευχέρεια επέμβασης στο Ανώτατο Δικαστήριο μετά από αίτηση διαδίκου, μετά την πάροδο έξι μηνών από την ημερομηνία επιφύλαξης της απόφασης και αυτεπάγγελτα μετά την πάροδο εννέα μηνών, πράγμα το οποίο οι εφεσείουσες παρέλειψαν να πράξουν.

Η παρούσα υπόθεση δεν ήταν πολύπλοκη σε βαθμό που θα δικαιολογούσε οποιαδήποτε καθυστέρηση πέραν από αυτή που επιτρέπεται στον Κανονισμό του 1986. Ανκαι το χρονικό διάστημα των 18 μηνών που έχει παρέλθει είναι αρκετά μεγάλο, δεν μας έχουν παρουσιαστεί στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η καθυστέρηση είχε οποιαδήποτε δυσμενή αποτελέσματα στην ετοιμασία της απόφασης. Χωρίς να έχει προβληθεί ως λόγος έφεσης παρατηρούμε ότι δεν έχει σημειωθεί οποιαδήποτε παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Ομως η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, για την οποία δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε αιτιολογία, δεν μπορεί παρά να επισύρει τα δυσμενή μας σχόλια.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. Οι εφεσείουσες καταδικάζονται όπως καταβάλουν τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και της διαδικασίας της έφεσης.

 

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο