ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 1577

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9700.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

COSTAKIS CONSTANTINOU PREPARED QUALITY FOODS LTD,

Εφεσειόντων

και

Σωτήρη Σωτηρίου,

Εφεσίβλητου.

____________________

22 Σεπτεμβρίου, 1998.

Για τους εφεσείοντες: Μ. Β. Ιωάννου.

Για τον εφεσίβλητο: Λ. Χριστουδούλου (κα.) για Ν. Αναστασιάδη.

______________________

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής

Π. Καλλής.

______________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος ήταν ανειδίκευτος εργάτης στο εργοστάσιο της εφεσείουσας εταιρείας. Τραυματίσθηκε στο αριστερό παράμεσο δάκτυλο ενώ χειριζόταν μηχανή αφαίρεσης λίπους. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα είχε παραβεί την δυνάμει του άρθρου 26 (1) του περί Εργοστασίων Νόμου, Κεφ. 134, υποχρέωση της για αποτελεσματική προφύλαξη του μηχανήματος. ΄Εκρινε, επίσης, ότι η εφεσείουσα είχε παραβεί την υποχρέωση της για παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας για τους εργοδοτούμενους της. Επεδίκασε στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις £2303 - £1700 γενικές αποζημιώσεις και £603 ειδικές αποζημιώσεις.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητούνται τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την ευθύνη όσο και εκείνα που σχετίζονται με το ποσό των γενικών αποζημιώσεων.

Τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Μετά από ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της πλευράς του εφεσίβλητου και απέρριψε εκείνη της πλευράς της εφεσείουσας εταιρείας. Στη συνέχεια έκαμε τα πιο κάτω ευρήματα:

Το Σεπτέμβριο 1992, ο εφεσίβλητος ηλικίας 21 ετών, προσλήφθηκε σαν ανειδίκευτος εργάτης στην υπηρεσία της εφεσείουσας εταιρείας η οποία διατηρεί εργοστάσιο στη Λεμεσό. Η πρόσληψη του ήταν πάνω σε δοκιμαστική βάση και δε συμφωνήθηκε ο μισθός του. Τα καθήκοντα του ήταν να αφαιρεί με μαχαίρι τα κόκκαλα και το λίπος από το κρέας. Στο εργοστάσιο υπήρχε μηχανή αφαίρεσης λίπους από το κρέας τύπου MAJA. Η μηχανή αυτή αποτελείται από το τραπέζι στο πάνω μέρος και στην μέση υπάρχει οδοντωτός τροχός. Μετά υπάρχει λεπτή λεπίδα πλάτους 2 εκατοστών. Η μηχανή λειτουργεί με μοτέρ το οποίο δίδει κίνηση στον οδοντωτό τροχό. ΄Εχει και διακόπτη με δύο στάσεις. Ο εργάτης που εργάζεται πάνω στη μηχανή αυτή πρέπει να ξέρει την χρήση της για να μπορέσει να αφαιρέσει το λίπος. Η μηχανή δεν έχει προστατευτική κάλυψη εκεί που τοποθετείται το κρέας για να μπορεί να αφαιρεθεί το λίπος. Πάντοτε δίδονται οδηγίες από τον κατασκευαστή της μηχανής για ασφαλή χρήση αυτής. Εφόσο δεν υπάρχει προστατευτικό πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στον χειριστή, για προστασία του, για να μην έρθουν σε επαφή τα χέρια του με τη λεπίδα.

Λίγες μέρες μετά την πρόσληψη του και συγκεκριμένα στις 11.9.92 και γύρω στις 12.00 το μεσημέρι ο Νίκος Βαρθολομαίος - Διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας - διέταξε τον εφεσίβλητο να χρησιμοποιήσει τη μηχανή αφαίρεσης λίπους (τύπου MAJA) για να αφαιρέσει το λίπος από κρέας γιατί υπήρχε έκτακτη παραγγελία που έπρεπε να ετοιμαστεί γρήγορα. Ο εφεσίβλητος δεν είχε τύχει οποιασδήποτε προηγούμενης εκπαίδευσης στο χειρισμό της πιο πάνω μηχανής, παρά μόνο την ώρα που πήρε τη διαταγή από το Βαρθολομαίου, ο οποίος εξήγησε πρόχειρα στον εφεσίβλητο πως να ξεκινήσει τη μηχανή και ότι με τον ποδομοχλό ξεκινά και σταματά. Ο εφεσείων έβαλε ένα κομμάτι κρέας στη μηχανή με τα δύο του χέρια και στην προσπάθεια του να γυρίσει το κρέας από την άλλη πλευρά η λεπίδα γύρισε το κρέας απότομα με αποτέλεσμα η μηχανή να του πάρει το αριστερό παράμεσο δάκτυλο και να τραυματιστεί. Αμέσως ο εφεσίβλητος ξεπάτησε το πόδι του από τον ποδομοχλό τραβώντας μακριά το χέρι του από τη μηχανή προς αποφυγή τραυματισμού ολόκληρης της παλάμης του. Κατά το χρόνο του ατυχήματος κανένας δεν επέβλεπε τον εφεσίβλητο.

Ο εφεσίβλητος έχει υποστεί τραυματισμό στο αριστερό παράμεσο δάκτυλο στην πρόσθια επιφάνεια το οποίο συνίστατο βασικά στην πλήρη απώλεια του δέρματος και επίσης του υποδόριου ιστού σε σημείο που διακρίνοντο οι καμπτήρες τένοντες. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με γενική αναισθησία, για την κάλυψη της περιοχής του τραύματος με μόσχευμα δέρματος το οποίο λήφθηκε από την βουβωνική περιοχή. Η κατάσταση του εφεσίβλητου σήμερα έχει κατασταλάξει όσον αφορά την επούλωση στο μόσχευμα. Κατά το χρόνο της εγχείρησης, η περιοχή του τραυματισμού στερείτο αίσθησης. Το μόσχευμα που είχε τοποθετηθεί στο τραυματισμένο χέρι του εφεσίβλητου ήταν πιο σκούρου χρώματος από το δέρμα της περιοχής του χεριού. Ο εφεσίβλητος "δεν νοιώθει" το τραυματισθέν δάκτυλο του το οποίο έχασε την αίσθηση της αφής. Το χέρι του έχει κακή εμφάνιση και όταν το κουράζει δεν μπορεί να κλείσει το τραυματισθέν δάκτυλο του. Υπάρχει εμφανής διαφορά στο χρώμα του τραυματισθέντος δακτύλου σε σχέση με το χρώμα του υπόλοιπου χεριού.

Η νομική πτυχή.

Το παράπονο του εφεσίβλητου επικεντρωνόταν στην παράλειψη της εφεσείουσας εταιρείας να προφυλάξει ("fence") τον περιστρεφόμενο κύλινδρο και τη λεπίδα του μηχανήματος κατά παράβαση του άρθρου 26(1) του Κεφ. 134. Αντλώντας καθοδήγηση από την ερμηνεία του αντίστοιχου άρθρου 14(1) του Αγγλικού περί Εργοστασίων Νόμου, 1937, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο περιστρεφόμενος κύλινδρος και η λεπίδα του μηχανήματος ήταν "επικίνδυνο μέρος μηχανήματος μέσα στην έννοια του πιο πάνω άρθρου 26(1) το οποίο δεν ήταν αποτελεσματικά προφυλαγμένο". ΄Εκρινε, επίσης, ότι η υποχρέωση για αποτελεσματική προφύλαξη που επιβάλλει το άρθρο 26(1) του Νόμου είναι απόλυτη και εφόσον - όπως το έθεσε - η εφεσείουσα εταιρεία "παρέλειψε να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση είναι υπόλογη στον εφεσίβλητο για αποζημιώσεις".

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι η λειτουργία του μηχανήματος χωρίς την αποτελεσματική προφύλαξη δεν αποτελούσε ασφαλές σύστημα εργασίας. Ο εργοδότης είχε καθήκο να μεριμνήσει για να εξασφαλίσει την ασφάλεια του εφεσίβλητου στον τόπο εργασίας του. Υπό τις περιστάσεις η ασφάλεια του εφεσίβλητου μπορούσε να εξασφαλισθεί με προφύλαξη του περιστρεφόμενου κυλίνδρου και της λεπίδας, τέτοια που να καθιστούσε αδύνατη την επαφή των δακτύλων του εφεσίβλητου με τον κύλινδρο και τη λεπίδα. Η εφεσείουσα παρέλειψε να εκπληρώσει αυτό το καθήκο και ήταν για το λόγο αυτό υπόλογη στον εφεσίβλητο για την πληρωμή αποζημιώσεων.

Η έφεση.

Ο πρώτος λόγος της έφεσης στρεφόταν εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ημερ. 8.11.95, με την οποία αναβλήθηκε η ακρόαση της αγωγής.

Η εφεσείουσα εταιρεία υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λανθασμένα και κατά παράβαση των αρχών οι οποίες διέπουν την αναβολή ακροάσεως. Το βάθρο των γεγονότων τα οποία έδωσαν την αφορμή για τον πιο πάνω λόγο της έφεσης έχει ως εξής:

Η ακρόαση της αγωγής άρχισε στις 30.10.95. Μετά που το δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία ενός μάρτυρα και τη μαρτυρία του εφεσίβλητου στην κύρια εξέταση, λόγω "του προχωρημένου της ώρας" ανέβαλε την υπόθεση για συνέχιση της ακρόασης την 8.11.95. Ο εφεσίβλητος δεν ήταν παρών κατά την 8.11.95. Η συνήγορος του δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τους λόγους της απουσίας του και ζήτησε να δοθεί νέα ημερομηνία για συνέχιση της ακρόασης. Παρά την ένσταση του συνήγορου της εφεσείουσας το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα και ανέβαλε την ακρόαση της αγωγής για την 4.12.95. ΄Ηταν της άποψης ότι η αιτούμενη αναβολή όχι μόνο δεν θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην εφεσείουσα εταιρεία αλλά θα αποβεί προς όφελος της διότι θα δοθεί η ευκαιρία στο συνήγορο της να αντεξετάσει τον εφεσίβλητο. Διαφορετικά το δικαστήριο θα έπρεπε να λάβει υπόψη του τη μαρτυρία που έδωσε ο εφεσίβλητος στην κύρια εξέταση του.

 

 

Το δικονομικό πλαίσιο για την αναβολή της ακρόασης παρέχεται από την Δ.33 θ.6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Είναι ζήτημα το οποίο ευρίσκεται εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου.

΄Εχει νομολογηθεί ότι "όπου η επίλυση επίδικου θέματος επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποκλειστικός κριτής της άσκησης της εξουσίας είναι ο δικαστής στον οποίο εναποτίθεται η δικαιοδοσία. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δύο μόνο περιπτώσεις:

(α) ΄Οπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το

πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι

υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες, και

(β) ΄Οπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία,

όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο" (Βλ. Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,

988-989 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).

(Βλ. και Τσουλόφτας ν. Μιχαήλ (2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 228, Αργυρού κ.α. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1989) 1 Α.Α.Δ. 1 στην οποία έχει λεχθεί ότι κατά κανόνα δεν δίνονται αναβολές αν υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού των δικαιωμάτων των άλλων διαδίκων. Βλ. επίσης Tsiarta and Another v. Yiapanas and Others (1962) 1 C.L.R. 198, 208, Fatsita v. Fatsita (1988) 1 C.L.R. 210, 220, Χ" Κυριάκου ν. Κουλέρμου κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 9612/17.6.97, Νικήτα ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 6251/24.3.97 και Κρέντου ν. General Constructions Company Ltd κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 9810/30.9.97).

 

 

 

Ανάλογη είναι και η θέση της Αγγλικής Νομολογίας:

Η επέμβαση του Εφετείου είναι δυνατή μόνο όπου το αποτέλεσμα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου απολήγει σε εξουδετέρωση των δικαιωμάτων των μερών ή προκαλεί αδικία στο ένα ή το άλλο από τα μέρη (Βλ. Maxwell v. Keun (1928) 1 K.B. 645, Walker v. Walker (1967) 1 All E.R. 412, M. v. M. (1968) 3 All E.R. 878, Rose v. Humbles (1970) 2 All E.R. 519).

΄Εχουμε εξετάσει προσεκτικά την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας εταιρείας σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης και τους παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την άσκηση της σχετικής διακριτικής του ευχέρειας. ΄Εχουμε την άποψη πως η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει ασκηθεί μέσα στο πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο. Το αποτέλεσμα της εκκαλούμενης ενδιάμεσης απόφασης δεν έχει απολήξει σε εξουδετέρωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντος ή σε άρνηση δικαιοσύνης. Η σχετική διακριτική ευχέρεια έχει ασκηθεί με τρόπο δικαστικό. Κανένας από τους λόγους οι οποίοι επιτρέπουν την αναθεώρηση της άσκησης της δεν συντρέχει στην παρούσα περίπτωση. Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Με τον επόμενο λόγο της έφεσης η εφεσείουσα εταιρεία παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει στην ολότητα της την μαρτυρία του Επιθεωρητή Ασφαλείας (Μ.Ε.1). Ειδικώτερα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη προκειμένου να καταλήξει στα ευρήματα και συμπεράσματα του τα ακόλουθα σημεία από τη μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα:

"α. Δεν μπορούσε να υπάρχει προστατευτικό στη μηχανή γιατί θα εμπόδιζε

τον καθαρισμό του κρέατος από το λίπος.

β. Για να πετύχουμε την κίνηση της μηχανής υπάρχει ποδομοχλός για λόγους

ασφαλείας τον οποίον πιέζομαι με το πόδι.

γ. Το G.S. στα Γερμανικά σημαίνει ότι είχε γίνει έλεγχος για θέματα ασφαλείας και η ασφάλεια της μηχανής εναρμονίζετο με τους

κανονισμούς του συνδέσμου κρεοπωλείων και μπορούσε να γίνει

χειρισμός της μηχανής από προσωπικό που δεν είναι ειδικευμένο

και που δεν έχει εμπειρία.

δ. Υπάρχουν αυστηροί κανονισμοί και ινστιτούτα που ελέγχουν την

ασφάλεια των μηχανημάτων στην Γερμανία.

ε. Ο ποδομοχλός στην μηχανή έχει σχέση με την ασφάλεια του μηχανήματος

και όταν φύγει το πόδι από τον ποδομοχλό η μηχανή σταματά.

ζ. Υπήρχε στάρτερ και μετά 2 διακόπτες και μετά ο χειριστής θα πρέπει

να πατήσει τον ποδομοχλό για να γυρίσει ο τροχός.

η. Σύμφωνα με τον τρόπο που έπρεπε να εργάζεται η μηχανή δεν μπορούσε

να γίνει οτιδήποτε άλλο για να λειτουργεί πιό ασφαλισμένα η μηχανή."

Έχει νομολογηθεί ότι η υποχρέωση των ιδιοκτητών ενός εργοστασίου για ασφαλή προφύλαξη κάθε επικίνδυνου μέρους ενός μηχανήματος είναι απόλυτη (Βλ. John Summers & Sons Ltd v. Frost (1955) A.C. 740 (H.L.).

Στην Dunn v. Birds Eye Foods (1959) 2 Q.B. 265, 274, το θέμα τέθηκε ως εξής:

"Every time a dangerous part of any machinery to which the section applies is in motion unfenced the section is contravened."

Σε ελληνική μετάφραση:

"Κάθε φορά που ένα επικίνδυνο μέρος οποιουδήποτε μηχανήματος, στο οποίο εφαρμόζεται το άρθρο, βρίσκεται σε κίνηση χωρίς προφύλαξη παραβιάζεται το άρθρο."

Αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσο το συγκεκριμένο μέρος ενός μηχανήματος είναι ή όχι επικίνδυνο.

Στην Walker v. Bletchley Flettons Ltd (1937) 1 All E.R. 170, 175, το θέμα τέθηκε ως πιο κάτω:

"A part of machinery is dangerous if it is a possible cause of injury to anybody acting in a way in which a human being may be reasonably expected to act in circumstances which may be reasonably expected to occur."

Σε ελληνική μετάφραση:

"Μέρος μηχανήματος είναι επικίνδυνο αν συνιστά πιθανή αιτία τραυματισμού οποιουδήποτε ο οποίος ενεργεί με τον τρόπο κατά τον οποίο αναμένεται να ενεργήσει ένα άτομο κάτω από περιστάσεις οι οποίες εύλογα αναμένεται να επισυμβούν."

(Βλ. και John Summers, πιό πάνω, στην οποία ο όρος "πιθανή" αντικαταστάθηκε από τη φράση "εύλογα προβλεπτή αιτία τραυματισμού" ("reasonably foreseeable cause of injury").

Στην Mitchell v. N. British Rubber Co. (1945) S.C. (J.) 69, 73, o Lord Cooper το έθεσε ως εξής:

"The necessary and sufficient condition for the emergence of the duty to fence imposed by section (14) of the Factories Act is that some part of some machinery should be 'dangerous'. The question is not whether the occupier of the factory knew that it was dangerous; nor whether a factory inspector had so reported; nor whether previous accidents had occurred; nor whether the victims of these accidents had, or had not, been contributorily negligent. The test is objective and impersonal."

Σε ελληνική μετάφραση:

"Απαραίτητος και επαρκής όρος για την έγερση της υποχρέωσης για ασφαλή προφύλαξη είναι ότι κάποιο μέρος του μηχανήματος είναι επικίνδυνο. Το ζήτημα δεν είναι αν οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου γνώριζαν ότι ήταν επικίνδυνο, ούτε αν ένας επιθεωρητής εργοστασίου είχε υποβάλει έκθεση ότι ήταν επικίνδυνο, ούτε αν είχαν επισυμβεί ατυχήματα προηγουμένως, ούτε αν τα θύματα των ατυχημάτων είχαν συντρέχουσα αμέλεια. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και απρόσωπο."

΄Ενα μηχάνημα είναι επικίνδυνο εάν ο κίνδυνος από τη χρήση του χωρίς προφύλαξη μπορεί εύλογα να προβλεφθεί (Βλ. Kinder v. Camberwell Corporation (1944) 2 All E.R. 315, 317).

Σκοπός της "προφύλαξης είναι η απομάκρυνση του κινδύνου ο οποίος θα υφίστατο στην απουσία της και ένα επικίνδυνο μέρος ενός μηχανήματος τότε μόνο είναι προφυλαγμένο με ασφάλεια αν η παρουσία της προφύλαξης δεν το καθιστά πλέον επικίνδυνο εντός της έννοιας του όρου εκείνου όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 14 (Βλ. John Summers, πιο πάνω, σελ. 765).

΄Εχουμε την άποψη πως η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το μηχάνημα ήταν επικίνδυνο είναι ορθή λαμβανομένου υπόψη του υλικού που είχε ενώπιον του. Δεδομένης της απόλυτης υποχρέωσης που εναποθέτει ο νόμος και των πιο πάνω θέσεων της νομολογίας τα στοιχεία που επικαλείται η εφεσείουσα (βλ. (β) μέχρι (ζ) πιο πάνω, σελ. 6-7) δεν είναι ικανά να την απαλλάξουν από την υποχρέωση της για ασφαλή προφύλαξη.

Ούτε η θέση της εφεσείουσας εταιρείας, αν είναι σωστή, ότι "δεν μπορούσε να υπάρχει προστατευτικό στη μηχανή γιατί θα εμπόδιζε τον καθαρισμό του κρέατος από το λίπος" (βλ. (α) και (η) πιο πάνω) βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. ΄Εχει νομολογηθεί πως "το γεγονός ότι η συμμόρφωση με την υποχρέωση θα καθιστούσε το μηχάνημα άχρηστο δεν απαλλάσσει τους ιδιοκτήτες του μηχανήματος από την υποχρέωση για ασφαλή προφύλαξη του" (Βλ. John Summers, πιο πάνω και Larner v. British Steel PLC (1993) 4 All E.R. 102).

Η εφεσείουσα εταιρεία υποστήριξε, επίσης, ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου να δεχθεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και να μη δεχθεί παντελώς τη μαρτυρία των Μ.Υ. 1, 2, 3 και 4 είναι λανθασμένη. Υποστήριξε ταυτόχρονα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει την μαρτυρία στην ολότητα της προκειμένου να καταλήξει εις τα ορθά συμπεράσματα.

Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας μας η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο, κατά κανόνα, σπάνια επεμβαίνει για να αποφασίσει για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Τέτοια επέμβαση λαμβάνει χώραν μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο απεδέχθη ως αξιόπιστη ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία στο σύνολό της ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Vassiliades v. Constantinou (1971) 1 C.L.R. 351, Χ" Μιχαήλ ν. Βρόντου, Πολιτική ΄Εφεση 8735/20.5.96, Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, Πολιτική ΄Εφεση 9041/29.5.97 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, Πολιτική ΄Εφεση 9117/18.4.97).

Το Εφετείο δικαιολογείται να ανατρέψει ευρήματα αξιοπιστίας μόνο όταν αυτά είναι αντιφατικά προς την κοινή λογική. Τα ευρήματα αξιοπιστίας, όπως και κάθε άλλο εύρημα, κρίνονται και συνεκτιμούνται στο πλαίσιο του συνόλου των γεγονότων της υπόθεσης (Βλ. Psaras and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, 196).

΄Εχουμε εξετάσει τα ευρήματα αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων σε συνάρτηση με τους λόγους που οδήγησαν σε εκείνα τα ευρήματα. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα σχετικά ευρήματα του μετά από εμπεριστατωμένη ανάλυση και συνεκτίμηση όλης της ενώπιον του μαρτυρίας. ΄Ηταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε και δεν υπάρχει πεδίο για επέμβαση από το Εφετείο.

Προσβάλλεται, επίσης, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν έτυχε προηγούμενης εκπαίδευσης. Τέτοια εκπαίδευση, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εταιρείας, δεν ήταν απαραίτητη γιατί, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές του μηχανήματος (Τεκ. 2), το μηχάνημα ήταν κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από ανειδίκευτο προσωπικό. ΄Εχουμε την άποψη πως η ειδίκευση αποτελεί παράγοντα άσχετο και η οποιαδήποτε κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με αυτό το θέμα δεν είναι ικανή να επηρεάσει την τελική κρίση του. Εφόσον η υποχρέωση της εφεσείουσας για ασφαλή προφύλαξη είναι απόλυτη, η απουσία ή η παρουσία ειδίκευσης δεν μπορούν να διαδραματίσουν οποιοδήποτε ρόλο.

Η έφεση στρέφεται και κατά του ύψους του ποσού των γενικών αποζημιώσεων. Yποστηρίχθηκε ότι: "Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη την ακαλαίσθητη εμφάνιση του εφεσίβλητου αγνοώντας ότι η εφεσείουσα ήγειρε ένστασιν στο στάδιον της ακροαματικής διαδικασίας διά το θέμα της δυσμορφίας διά τον λόγον ότι δεν υπήρχε τέτοιος ισχυρισμός στην ΄Εκθεση Απαιτήσεως του εφεσίβλητου και το Πρωτόδικον Δικαστήριον ενώ επεφυλάχθη να εξετάση το θέμα της δυσμορφίας κατά την έκδοση της απόφασης, όχι μόνον δεν εξέτασε το θέμα αλλά αντίθετα το έλαβε υπ΄ όψιν του για να καταλήξη στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται στο ποσό των Λ.Κ.1.700 ως γενικές αποζημιώσεις."

Πράγματι η ακαλαίσθητη εμφάνιση λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο και αυτό αποτελεί σφάλμα. Περαιτέρω: Το παραδεκτό μαρτυρίας δεν μπορεί να αφήνεται σε εκκρεμότητα προς επίλυση στην τελική απόφαση γιατί σημειώνεται παραβίαση της Δ.38 θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (Βλ. Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512).

Είναι νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου στο θέμα του ύψους του ποσού των αποζημιώσεων εκτός αν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του Νόμου, είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ένα ενάγων (Βλ. Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, Πολιτική ΄Εφεση 9117/18.4.97, Ευαγγέλου ν. Ναυτιλιακής Εταιρείας Αμαθούς Λτδ κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 9217/24.2.97 και Ανδρέου ν. Οικονομίδη, Πολιτική ΄Εφεση 9593/17.11.97). Πρέπει επίσης να τονιστεί η τάση της νομολογίας για αύξηση των αποζημιώσεων σε σύγκριση με το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάζονταν στο παρελθόν (Βλ. Χριστοδούλου, πιο πάνω, Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη, Πολιτικές Εφέσεις 8452 και 8463/24.4.96, Βρυωνίδη ν. Σωφρονίου, Πολιτική Έφεση 9479/23.9.97 και Μαϊττα ν. Γεωργίου κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 8499/9.1.98).

Παρά το πιο πάνω σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου έχουμε την άποψη πως το ύψος του επιδικασθέντος ποσού δεν είναι τόσο υπερβολικό ώστε να καθίσταται αναγκαία η επέμβαση του Εφετείου για τη μείωση του. Δικαιολογείται πλήρως από την έκταση των κακώσεων που είχε υποστεί ο εφεσίβλητος και τους άλλους παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη κατά τον καθορισμό του.

Αυτοί οι παράγοντες ήταν κυρίως:

(1) Η έκταση της κάκωσης.

(2) Η θεραπεία την οποία είχε υποβληθεί ο εφεσίβλητος - πλαστική εγχείρηση

μετά από γενική αναισθησία για τοποθέτηση μοσχεύματος.

(3) Ο πόνος και η ταλαιπωρία του εφεσίβλητου - βρισκόταν με αναρρωτική

άδεια για 2 μήνες.

(4) Η έλλειψη της αίσθησης της αφής του τραυματισθέντος δακτύλου.

Τέλος η εφεσείουσα αμφισβήτησε το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με το οποίο είχε επιδικασθεί ποσό £187 ως ειδικές αποζημιώσεις - £115 στο Ιατρικό Κέντρο Ευαγγελίστρια, £60 σε αναισθησιολόγο και £12 για εργαστηριακές εξετάσεις. Υποστηρίχθηκε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία από το Ιατρικό Κέντρο Ευαγγελίστρια, από αναισθησιολόγο και από εργαστήριο αναλύσεων. Εσφαλμένα λοιπόν το πρωτόδικο δικαστήριο επεδίκασε το πιο πάνω ποσό των £187 βασιζόμενο σε εξ ακοής μαρτυρία.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία από τον Γιατρό Φίλιο Φιλίππου (Μ.Ε.3), ο οποίος είχε διενεργήσει την πλαστική εγχείρηση στον εφεσίβλητο, ότι ο τελευταίος του πλήρωσε ποσό £487. Ποσό £300 αντιπροσώπευε την αμοιβή του και το υπόλοιπο ποσό των £187 την αμοιβή του Ιατρικού Κέντρου Ευαγγελίστρια (£115), του αναισθησιολόγου (£60) και του εργαστηρίου (£12). Είσπραξε ο ίδιος το πιο πάνω ποσό και το "έδωσε προσωπικά στους πιο πάνω αναφερόμενους". Υπήρχε, επίσης, μαρτυρία ότι η πλαστική εγχείρηση έγινε στο Ιατρικό Κέντρο Ευαγγελίστρια κάτω από γενική αναισθησία και ότι οι πιο πάνω αναφερόμενοι χρέωσαν τον γιατρό Φιλίππου με τα σχετικά ποσά. ΄Εχουμε την άποψη πως η πιο πάνω μαρτυρία δικαιολογεί την επιδίκαση του πιο πάνω ποσού. Ο ενάγων πλήρωσε το γιατρό Φιλίππου το πιο πάνω ποσό - των £187 - για υπηρεσίες οι οποίες είχαν παρασχεθεί στον εφεσίβλητο μέσω του γιατρού Φιλίππου. Το γεγονός ότι τα ποσά δεν καταβλήθηκαν κατευθείαν στους 3 πιο πάνω αναφερόμενους αλλά μέσω του γιατρού Φιλίππου δεν εγείρει θέμα εξ ακοής μαρτυρίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο