ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 1595

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική έφεση αρ.9746

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ/στων

1. Σωτήρη Ιωάννου

2. Ανδρέα Ιωάννου

3. Στέφου Ευριπίδου

4. Artourist Estates Ltd.

5. Stesotourist Estates Ltd.

εφεσείοντες-εναγόμενοι

- και -

1. Γεώργιου Μουσκαλλή

2. Αλέκκου Βακλιά

εφεσίβλητοι-ενάγοντες

........................

3 Δεκεμβρίου,1997

Για τους εφεσείοντες: κα.Αρ.Κορακίδου

Για τους εφεσίβλητους: κ.Χρ.Γεωργιάδης

.........................

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: H αιτία της αγωγής των εφεσιβλήτων-εναγόντων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου υπήρξε η ισχυριζόμενη παράβαση προφορικής συμφωνίας, που συνήφθη με τους εφεσείοντες-εναγόμενους και ήταν μέρος γενικής διευθέτησης που επιτεύχθηκε στην Αίτηση 6/83 για διάλυση της εφεσίβλητης εταιρείας 4. Το επίμαχο μέρος της συμφωνίας δεν δηλώθηκε και δεν καταγράφηκε στο συμβιβασμό, που έγινε «Κανόνας Δικαστηρίου». Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν όμως πως η εξωδικαστηριακή αυτή προφορική συμφωνία ήταν «Συμφωνία Κυρίων», ή στην Αγγλική γλώσσα από όπου η φράση επικράτησε «Gentlemen's Agreement», πρόβλεπε δε πως οι εφεσείοντες θα κατέβαλλαν σ΄αυτούς ποσό £9,000. Οι τελευταίοι αρνήθηκαν πως έγινε τέτοια συμφωνία. Επέμειναν πως ό,τι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων δηλώθηκε και καταγράφηκε ως «Κανόνας Δικαστηρίου». (Τεκμ.1).

Κατά την ακρόαση της αγωγής προσκομίστηκε μαρτυρία για να αποδεικτούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξιολόγησε αυτή τη μαρτυρία, διαπίστωσε πως έγινε πράγματι η υπό των εφεσιβλήτων ισχυριζόμενη συμφωνία και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους.

Οι εφεσείοντες με την παρούσα έφεση προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση. Οι βασικοί λόγοι της έφεσης, όπως διατυπώνονται στην ειδοποίηση έφεσης, είναι η ισχυριζόμενη απ΄αυτούς ανεπίτρεπτη αποδοχή από το Δικαστήριο εξωγενούς μαρτυρίας για να αποδεικτεί η «Συμφωνία Κυρίων», μολονότι στη διευθέτηση που είχε δηλωθεί και καταγραφεί ως Κανόνας Δικαστηρίου, Τεκμ.1, δεν περιλαμβάνεται τέτοια συμφωνία. Αμφισβητούνται επίσης οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων.

Για τη συζήτηση της ενώπιον μας έφεσης και το αποτέλεσμα της καταλυτική σημασία έχουν τα γεγονότα. που εκτίθενται παρακάτω, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και δεν αμφισβητούνται.

Οι εφεσίβλητοι μαζί με τους εφεσείοντες 1, 2 και 3, ήσαν μέτοχοι της εφεσίβλητης εταιρείας 4, κατά 50% ανά ομάδα αντιδίκων, στο κεφάλαιο της αντίστοιχα. Στις 11.5.82 κάποιος Παναγιώτης Καλλής πώλησε στην εφεσίβλητη 4 ένα κτήμα του έναντι του ποσού των £10,000 σε μετρητά, πλέον αντιπαροχή αριθμό διαμερισμάτων στην πολυκατοικία που θα κτιζόταν από την εφεσίβλητη 4 εταιρεία τους. Το κτήμα τούτο συνενώθηκε με ακίνητη ιδιοκτησία της εναγόμενης 4 και εκδόθηκε νέος ενιαίος τίτλος. Προέκυψαν διαφορές μεταξύ των διαδίκων, υπό την ιδιότητα τους ως μετόχων της εφεσίβλητης 4, εταιρείας τους, και υποβλήθηκε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στην οποία έγινε ήδη αναφορά, για διάλυση της. Η αίτηση συμβιβάστηκε και η σχετική διευθέτηση καταγράφηκε ως «Κανόνας Δικαστηρίου». Σε αυτή προβλεπόταν πως οι εφεσείοντες θα έπαιρναν όλες τις μετοχές της εφεσείουσας 4, πληρώνοντας την αξία τους, όπως αυτή θα εκτιμόταν με κάποια διαδικασία που δεν μας αφορά. Οι εφεσίβλητοι όμως ισχυρίστηκαν στα δικογραφήματα τους, και στο πρωτόδικο Δικαστήριο, πως, εκτός απ΄αυτά που καταγράφηκαν στον «Κανόνα Δικαστηρίου» συμφωνήθηκε ότι η εφεσείουσα 4 θα επαναμεταβίβαζε το κτήμα που αγόρασε από τον Παναγιώτη Καλλή, στον ίδιο, που είχε δεχθεί να επιστρέψει το ποσό των £10,000.

Ο Αλέκκος Βακλιάς, εφεσίβλητος ενάγοντας 2, υποστηρίζοντας την αξίωση τους, είπε στη μαρτυρία του πως ο ίδιος πλήρωσε στον Παναγιώτη Καλλή το ποσό των £10,000 «κάτω από το τραπέζι». Πρόσθεσε δε πως τούτο έγινε γιατί του το ζήτησε ο ίδιος ο Καλλής, ώστε να μη φαίνεται πουθενά πως είχε εισπράξει τέτοιο ποσό από την πώληση του κτήματος του. Το ίδιο το δικαστήριο, στο μέρος της απόφασης του όπου κάμνει τις διαπιστώσεις του, λέει τα εξής σχετικά:

«Η εναγόμενη εταιρεία 4 πριν την αίτηση για διάλυση είχε αγοράσει από τον Παναγιώτη Καλλή το κτήμα με αριθμό τίτλου 28031 και κατέθεσε κατόπιν συμφωνίας στον Καλλή το ποσό των £10,000 κάτω από το τραπέζι και χωρίς απόδειξη .......»

Βλέπουμε λοιπόν πως η επίδικη συμφωνία, που ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι ότι έγινε, φέρει μεν τον τίτλο «συμφωνία κυρίων», αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί συνωμοσία των διαδίκων με προφανή σκοπό την καταδολίευση του δημοσίου. ΄Ηταν παράνομη συμφωνία.

Το θέμα της παρανομίας της συμφωνίας δεν ηγέρθη στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε και αποτέλεσε αντικείμενο των λόγων στην ειδοποίηση έφεσης. Το προτείναμε προς συζήτηση εμείς στην αρχή της ακρόασης της έφεσης. Η δικηγόρος των εφεσειόντων μας πληροφόρησε, μόλις έγινε νύξη του θέματος, πως είχε πρόθεση να το εγείρει η ίδια και πως ήταν έτοιμη να το αναπτύξει με αναφορά στη νομολογία, κάτι που όντως έκαμε στην προφορική της αγόρευση.

Είναι η γνώμη μας πως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καθήκον, αφού διαπίστωσε το γεγονός της παρανομίας, αυτεπάγγελτα να αρνηθεί να δώσει θεραπεία σ΄αυτόν που τη ζητούσε, εφόσον ήταν μέτοχος στην παράνομη συναλλαγή. Και οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ήσαν συμμέτοχοι σ΄αυτή την παρανομία, στην οποία ουσιαστικά και μόνο στηριζόταν η αξίωση τους. Η αυτεπάγγελτη εξέταση από το Δικαστήριο παρανομίας που παρουσιάζεται ενώπιον του αποτελεί δικαστικό καθήκον, το οποίο απορρέει από την εγγενή φύση της λειτουργίας του ως φύλακας της εφαρμογής του νόμου, που είναι ο πυρήνας της δικαστικής λειτουργίας.

Με την πιο πάνω αρχή, που συνοπτικά έχουμε παραθέσει, καταπιάνεται αναλυτικά το Αγγλικό Εφετείο (Willmer, Danckwerts and Diplock, L.JJ.) στην πασίγνωστη υπόθεση Snell v. Unity Finance, Ltd, (1963) 3 All E.R. p.50. Στην υπόθεση αυτή γίνεται ευρύτατη αναφορά στη νομολογία και υιοθετείται ο γενικός κανόνας ότι το Δικαστήριο όταν, και σε οποιοδήποτε στάδιο, διαπιστώσει παράνομη σύμβαση αρνείται θεραπεία. Ολόκληρη η υπόθεση είναι άκρως ενδιαφέρουσα, ας αρκεστούμε όμως στις πιο κάτω περικοπές. Στη σελ.57 από την απόφαση του Willmer L.J. διαβάζουμε:

«Ιn the light of those authorities it seems to me that I was justified in introducing this topic as one of no little difficulty. I see much force in the contention put forward by counsel for the defendats that in a case where the illegality emerges from the evidence (as it does here), and where the court can be plainly satisfied that there has been such an illegality, it should be treated in the same way as want of jurisdiction (as, for instance, under the Rent Acts) was treated in the statement to which I have just referred by the Master of the Rolls.

Ιn my judgment counsel for the defendants was right when he submitted in the course of his reply that what we have to do in the present case is to resolve a conflict between two well-established and basic principles. The first principle on which he relies is the principle that the court will not lend its assistance for the purpose of enforcing an illegal contract, once the illegality has come to light and the court is satisfied of the illegality. The principle invoked on the other side is that with which I have been concerned in the last few moments, viz., that appeals from county courts are limited by the rule laid down by the House of Lords in Smith v. Baker & Sons (30), and limited in such a way as would, it is said, preclude the present appeal.

This is not the first time that the court has been asked to resolve a conflict between two well-established principles. Faced with that conflict, I have no doubt as to which is the principle that must prevail. I am satisfied that the principle to which we must give effect is the principle that the court will not lend any assistance to enforce an illegal contract where that illegality has plainly appeard in the evidence. It seems to me that this is just such an exceptional case as was referred to by LORD MOULTON in North-Western Salt Co., Ltd v. Electrolytic Alkali Co., Ltd. (31) in the passage to which I have already referred, in relation to which he said: «In such a case the court would act upon it», i.e., the illegality to which he had referred.»

Και στην πρώτη από τις δυο παραγράφους της απόφασης του δικαστή Dankwerts L.J.:

«I agree. I need not go through the cases which have been so thoroughly discussed by Willmer, L.J. It seems to me that the rule or practice of the Court of Appeal in not allowing points to be taken which have not been put forward before the county court judge must give way in a case like the present. The plaintiff's evidence clearly proved that a fraudulent device, which was a breach of the Hire-Purchase and Credit Sale Agreements (Control) Order, 1960, was carried out in this case at the instigation of Jackson. That was clearly proved. The requirements of the Order are of statutory effect, just as if they were included in an Act of Parliament.»

Πρέπει να επισημάνουμε πως αυτή είναι η γενική αρχή που υιοθετείται και εφαρμόζεται και στη δική μας νομολογία. Ενδεικτικά αναφέρουμε την Glamour Development v. Christodoulou (1984) 4 C.L.R. 444.

Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε πως, έστω και αν γίνει αποδεκτό πως η σύμβαση των εφεσειόντων και εφεσιβλήτων με τον Καλλή ήταν παράνομη, τούτο δεν έχει καμιά σχέση με την προφορική συμφωνία που έγινε στο Δικαστήριο, πάνω στην οποία και βασίστηκε η αγωγή. Με δυο λόγια ισχυρίζεται πως διαχωρίζεται η παράνομη συμφωνία απ΄αυτή στην οποία στηρίζεται η αγωγή.

Η αρχή του διαχωρισμού μιας παράνομης συμφωνίας απ΄αυτήν που προβάλλει ο διάδικος και επιδιώκει να εφαρμόσει, δεν λειτουργεί όταν ο προτεινόμενος διαχωρισμός είναι πλασματικός. Ισχύει μόνον όταν είναι πραγματικός. (Για τη γενική αρχή του διαχωρισμού παρανομίας από την υπόλοιπη συναλλαγή, δες: Geismar v. Sun Alliance and London Insurance Ltd and another (1977) 3 All E.R. 570, και Holy Monastery of Ayios Neophytos v. Yiannakis Neokli Antoniades (1968) 1 C.L.R. 10). Στην παρούσα υπόθεση η βάση της αγωγής στηρίζεται στην παράνομη συναλλαγή, την ισχυριζόμενη δηλαδή συμφωνία επιστροφής του ποσού των £10,000 που είχε πληρωθεί στον Καλλή για την αγορά του κτήματος του, χωρίς τούτο να περιληφθεί στη συμφωνία αγοράς, προδήλως με σκοπό να δολιευθεί το δημόσιο ταμείο. Αν η συμφωνία αυτή ήταν νόμιμη και άμεμπτη δεν θα βλέπαμε λόγο να μην περιληφθεί στη διευθέτηση που έγινε και καταγράφηκε στο πρακτικό ως Κανόνας Δικαστηρίου, στην αίτηση 6/83. Σημειώνουμε πως η αξίωση ήταν για £9,000 γιατί στο ποσό των £10,000 προστέθηκαν και άλλα κονδύλια, όπως αρχιτεκτονικά σχέδια κ.λπ., έτσι που το συνολικό ποσό ανήλθε σε £18,000, από το οποίο οι εφεσίβλητοι διεκδικούν το μισό.

Ενόψει των ανωτέρω κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε, εφόσον διαπίστωσε την παρανομία, στη βάση μάλιστα της μαρτυρίας που προσκόμισαν οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι, να αρνηθεί θεραπεία και να απορρίψει την αγωγή τους. ΄Οπως αναφέρεται στην υπόθεση Snell v. Unity Finance, Ltd, (ανωτέρω) όταν διαπιστώνεται από το Δικαστήριο παράνομη συναλλαγή, το Δικαστήριο οφείλει αυτεπάγγελτα να επιληφθεί του θέματος με τον ίδιο τρόπο που αυτεπάγγελτα επιλαμβάνεται έλλειψη δικαιοδoσίας: βλ. την απόφαση του Δικαστή Diplock στη σελ.60(D), όπου είπε τα εξής:

«It is clear rule of public policy that such points should be taken by the court irrespective of the wishes of the parties. and, if not taken by the judge at trial, should be taken of its own initiative by an appellate court.»

Η έφεση γίνεται αποδεκτή με έξοδα. Η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα.

Δ.

Δ.

Δ.

/ΜΑΑ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο