ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 1671

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9267

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΔΔ.

Κολακίδης & Συνεταίροι από τη Λεμεσό,

Εφεσειόντων,

- ν -

Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ, από τη Λεμεσό,

Εφεσιβλήτων.

- - - - - -

12 Δεκεμβρίου, 1997.

Για τους εφεσείοντες: κ. Αιμ. Θεοδούλου.

Για τους εφεσίβλητους: κ. Κ. Μέσσιος.

- - - - - -

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθει από τον Δικαστή

Γ. Παπαδόπουλο.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία απέρριψε την απαίτηση των εναγόντων-εφεσειόντων για καταβολή τόκων επί της αρχιτεκτονικής αμοιβής των. Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι σε συντομία τα πιο κάτω:

Οι εφεσείοντες είναι αρχιτέκτονες, πολιτικοί μηχανικοί οι οποίοι, ύστερα από οδηγίες των εφεσιβλήτων ετοίμασαν αρχιτεκτονικά σχέδια και στατικές μελέτες για την ανέγερση οικοδομικού συγκροτήματος σε χώρο ο οποίος αργότερα απαλλοτριώθηκε από το Δήμο Λεμεσού. Η αμοιβή τους για τις μέχρι τότε υπηρεσίες τους ανήλθε στο ποσό των £12880 το οποίο δεν αμφισβητήθηκε. Το ποσό τούτο αντί να πληρωθεί το 1972, όπως έπρεπε, πληρώθηκε στις 30.7.1991. Η καθυστέρηση στην πληρωμή οφειλόταν σε μακρές διαπραγματεύσεις που είχαν οι εφεσείοντες με την Απαλλοτριούσα Αρχή, που ήταν ο Δήμος Λεμεσού. Η καθυστέρηση επίσης οφειλόταν στις διάφορες διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την νομική εγκυρότητα της απαλλοτρίωσης. Οι εφεσείοντες με την αγωγή τους αξίωναν τους τόκους στο ποσό της οφειλής για την περίοδο καθυστέρησης από το 1972 μέχρι το 1991. Η απαίτηση αυτή περιορίστηκε στις £12880 ώστε να συνάδει με το άρθρο 6(1) του περί Τόκου Νόμου (Ν.2/77) που απαγορεύει την ανάκτηση με αγωγή καθυστερημένων τόκων που υπερβαίνουν το αρχικό χρέος. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έκαμε εκτενή αναφορά στην σχετική νομολογία απέρριψε την αγωγή με το αιτιολογικό ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν την επιδίκαση τόκων πάνω στο αρχικό ποσό.

Πρέπει να πούμε ευθύς εξ αρχής και προτού προχωρήσουμε στην εξέταση της νομικής πτυχής της έφεσης ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δικαιολογούνται πλήρως από τη μαρτυρία στο σύνολό της. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου εκτός αν οι εφεσείοντες ικανοποιήσουν το δικαστήριο ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή τα ευρήματα δεν ήταν εύλογα επιτρεπτά, με βάση τα πρωτογενή γεγονότα. Βλ. Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δημητράκη Ευγενίου, (1989) 1 ΑΑΔ 691.

Στην υπό κρίση απόφαση θεωρούμε ότι τα ευρήματα και η αιτιολογία του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν εύλογα επιτρεπτά και επαρκή. Το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απεδέχθη τη μαρτυρία του κ. Κολακκίδη ως προς τα διημειφθέντα σε σχέση με την χρέωση τόκου που είχε με τον κ. Θεοδοσίου το πάσχα του 1976 χωρίς να υπάρχει περί του αντιθέτου άλλη μαρτυρία, δεν καθιστά το συμπέρασμα του δικαστηρίου τρωτό. Το πρωτόδικο δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας έχει την ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει ως αναξιόπιστη μαρτυρία ανεξάρτητα εάν αυτή αντικρούεται ή όχι από άλλη μαρτυρία.

Η εξουσία επιδίκασης τόκου από αρμόδιο δικαστήριο πάνω σε οφειλόμενο χρέος προνοείται από το άρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (όπως τροποποιήθηκε) το οποίο αναφέρει τα εξής:

"33.-(1) Καθ΄ οιανδήποτε ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου διαδικασίαν, διά την είσπραξιν οιουδήποτε χρέους διά το οποίον τόκος είναι πληρωτέος είτε δυνάμει συμφωνίας ή άλλως ως δια νόμου προβλέπεται, το δικαστήριον θα επιδικάζη τόκον συμφώνως προς το συμφωνηθέν ή άλλως δια νόμου προβλεπόμενον επιτόκιον, δια την περίοδον την αρχομένην από της ημέρας καθ΄ ην τοιούτος τόκος κατέστη απαιτητός μέχρι τελικής αποπληρωμής:

Νοείται ότι το τοιούτον επιτόκιον δεν θα υπερβαίνη το ανώτατον όριον του εκάστοτε υπό του νόμου επιτρεπομένου επιτοκίου."

Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 29(1) του ιδίου Νόμου, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει τόκο σύμφωνα με τις αρχές του κοινοδικαίου και της επιεικείας όπως εφαρμόζονται στην Κύπρο. Σύμφωνα με το κοινοδίκαιο τόκος είναι πληρωτέος μόνο (1) όπου υπάρχει ρητή συμφωνία για πληρωμή τόκου, (2) όπου η συμφωνία για πληρωμή τόκου εξυπακούεται από προηγούμενες δοσοληψίες μεταξύ των μερών ή από τη φύση της συναλλαγής ή λόγω επαγγελματικού ή εμπορικού εθίμου ή συνήθειας, και (3) σε μερικές περιπτώσεις υπό τύπο αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας όπου η σύμβαση εάν εκτελείτο προς γνώσιν των μερών θα έδιδε το δικαίωμα στον αναίτιο αντισυμβαλλόμενο να πληρωθεί τόκους. Βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 32, σελ. 54, παράγρ. 108. Στην απόφαση Wadsworth v. Lydall (1981) 1 W.L.R. 598, η οποία επικροτήθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση President of India v. La Pintada Compania Navegacion SA (1985) A.C. 104, αναγνωρίστηκε σαν επιπρόσθετη εξαίρεση η επιδίκαση τόκου σαν ειδική ζημία όταν σαν αποτέλεσμα της παράλειψης του εναγομένου να πληρώσει όταν έπρεπε, ο ενάγοντας υποχρεώθηκε να πληρώσει τόκους στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει χρηματοδότηση από άλλη πηγή. Εν τούτοις η πιο πάνω εξαίρεση που είναι η μόνη σχετική με τα επίδικα γεγονότα ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι ικανοποιείται ο δεύτερος κανόνας στην υπόθεση Hadley v. Baxendale (1854) 9 Ex. 341 σε σχέση με τις αρχές που διέπουν την ανάκτηση ζημιών και απωλειών συνεπεία παράβασης σύμβασης. Βλ. Chitty on Contract, 27η έκδοση, τόμος 1, 26-079, σελ. 1272-1273 και MacGregor on Damages, 15η έκδοση, σελ. 372-374. Ο δεύτερος κανόνας της υπόθεσης Hadley v. Baxendale κωδικοποιείται στο άρθρο 73(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 το οποίο αναφέρει τα εξής:

"73.-(1) Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης.

Καμία αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης."

 

 

Οπως προέκυψε από τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, κατά τη συνομολόγηση της συμφωνίας του 1972 δεν ήταν σε γνώση των εφεσιβλήτων η από μέρους των εφεσειόντων τήρηση χρεωστικών τραπεζικών λογαριασμών οι οποίοι εχρεώνοντο με τόκους. Με δεδομένο ότι αυτό το ιδιαίτερο γεγονός δεν ήταν τότε σε γνώση των εφεσιβλήτων, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν ικανοποιείτο ο δεύτερος κανόνας της υπόθεσης Hadley v. Baxendale και κατά συνέπεια ο τόκος ως απώλεια δεν ήταν ανακτήσιμος καθότι ήταν απομακρυσμένη ζημία.

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι ο τόκος θα μπορούσε να επιδικασθεί σύμφωνα με τους κανόνες της επιεικείας σε περίπτωση που δεν ενέπιπτε μέσα στις περιπτώσεις που αναγνωρίζονται από το κοινοδίκαιο. Συμβατική υποχρέωση για την καταβολή τόκου δεν προέκυψε. Οι σχετικές με το θέμα αυτό αρχές του δικαίου εξηγούνται στην Catsounotou v. A.G. (1978) 1 CLR 564 και Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 CLR 499. Οι κανόνες της επιεικείας σε σχέση με την επιδίκαση τόκων προϋποθέτουν μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των μερών, η οποία βασίζεται κυρίως πάνω στη σχέση εμπιστευτικότητας (fiduciary) ή κάποιων ιδιαίτερων περιστάσεων. Βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 32, παρ. 109. Αναφέρεται σχετικώς:

"109. Equitable right to interest. In equity interest may be recovered in certain cases where a particular relationship exists between the creditor and the debtor, such as mortgagor and mortgagee, obligor and obligee on a bond, personal representative and beneficiary, principal and surety, vendor and purchaser, principal and agent, solicitor and client, trustee and beneficiary, or where the debtor is in a fiduciary position to the creditor. Interest is also allowed on pecuniary legacies not paid within a certain time, on the dissolution of a partnership, on the arrears of an annuity where there has been misconduct or improper delay in payment, or in the case of money obtained or retained by fraud. It may also be allowed where the defendant ought to have done something which would have entitled the plaintiff to interest at common law, or has wrongfully prevented the plaintiff from doing something which would have so entitled him."

Η σχέση αρχιτέκτονα πελάτου και πιο συγκεκριμένα η επίδικη σχέση εφεσειόντων - εφεσιβλήτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει μέσα στις γενικές αρχές που θέτει η σχετική νομολογία για την ιδιαίτερη σχέση, η οποία απαραιτήτως πρέπει να υφίσταται.

Υπό το φως των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Π.

Δ.

AΦ. ;Δ.

ΑΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο