ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 1464

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 123/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Επι τοις αφορώσι την αίτηση του Δρος Αχιλλέα Κορέλλη

δι' άδεια όπως αιτηθεί διάταγμα CERTIORARI

και

Επί τοις αφορώσι την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου

Λευκωσίας, ημερ. 4 Νοεμβρίου 1997, η οποία εξεδόθει στην

Ποινική Υπόθεση υπ΄ αρ. 36434/97 δια παραπομπή του αιτητού

στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας.

________________

14 Νοεμβρίου, 1997.

Για τον Αιτητή: Κ. Ταλαρίδης.

________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 10.10.97 η Κατηγορούσα Αρχή κατεχώρησε την Ποινική Υπόθεση 36434/97 στην οποία ο αιτητής κατηγορείται για διάπραξη δύο αδικημάτων - βιασμού και άσεμνης επίθεσης. Η διαδικασία παραπομπής του για εκδίκαση από το Κακουργιοδικείο ορίσθηκε για τις 31.10.97. Παρουσιάσθηκε στο δικαστήριο στις 31.10.97 και μετά την κατάθεση της συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τη μη διεξαγωγή προανάκρισης παρεδόθησαν στο δικηγόρο του αντίγραφα των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας. Στη συνέχεια η διαδικασία παραπομπής ορισθηκε για τις 3.11.97 μετά από αίτημα του δικηγόρου του για να του δοθεί χρόνος να μελετήσει τις καταθέσεις των μαρτύρων.

Την 3.11.97 ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε προς το δικαστήριο, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι είχε σημειωθεί παράλογη καθυστέρηση στην ποινική δίωξη του αιτητή. Ζήτησε όπως, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δια την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του 1950, μη παραπεμφθεί ο αιτητής στο Κακουργιοδικείο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και παρέπεμψε τον αιτητή σε δίκη ενώπιον του μόνιμου Κακουργιοδικείου. ΄Εκρινε ότι η διαδικασία παραπομπής σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου δε συνιστά τη δίκη του κατηγορουμένου η δε δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκ του Νόμου ταγμένη. ΄Εκρινε περαιτέρω ότι ο εκ του Νόμου προσδιορισμός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου "δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αποδοχή της εισήγησης του αιτητή περί μη έγκαιρης καταχώρισης του κατηγορητηρίου και καταπάτησης των συνταγματικών δικαιωμάτων του".

Για την πιο πάνω κατάληξη του το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την απόφαση στην υπόθεση Samir Tanios Yazbek, Αίτηση 146/96/4.10.96 - απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής επιδιώκει άδεια για καταχώριση αίτησης για ένταλμα της φύσης Certiorari προς ακύρωση της παραπομπής του στο Κακουργιοδικείο. Ισχυρίζεται ότι η απόφαση εκείνη είναι "νομικώς εσφαλμένη επί τη όψει αυτής (on the face of it) καθόσον το Δικαστήριον ηρνήθει ότι είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει επί του ισχυρισμού του ότι υπήρξε παράλογη καθυστέρηση στην ποινική δίωξη του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κατά παράβαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης δια την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως έχει ενσωματωθεί στον Νόμο 39/62 της Κυπριακής Δημοκρατίας".

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξουσία να εξετάσει το εγερθέν θέμα. Υπέβαλε ότι η διαδικασία δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1974 (Ν 42/74 όπως έχει τροποποιηθεί από το Ν 44/83) είναι παρόμοια με τη διαδικασία της προανάκρισης. Επομένως οποιοδήποτε νομικό θέμα "δύναται να εγερθεί στην προανάκριση δύναται να εγερθεί και στη διαδικασία δυνάμει του Νόμου 42/74". Υπέβαλε περαιτέρω ότι "οποιαδήποτε παράβαση νόμου περιλαμβανομένου του Συντάγματος δύναται να εγερθεί στο στάδιο αυτής της διαδικασίας". ΄Ηταν, επίσης, η θέση του ότι οι αποφάσεις στις Υποθέσεις Yazbek (πιο πάνω) και Δημοκρατία ν. Ford κ.α. (Αρ.2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, διακρίνονται από την παρούσα λόγω των γεγονότων που τις περιβάλλουν. Τελικά τόνισε ότι η απόφαση η οποία συνηγορεί υπέρ της άποψης του είναι η απόφαση στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (1994) 2 Α.Α.Δ. 225 στην οποία είχε τεθεί το θέμα του άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

Η διαδικασία παραπομπής σε δίκη από το Κακουργιοδικείο χωρίς τη διεξαγωγή προανάκρισης, διέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου 42/74 (όπως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 44/83). Το άρθρο 3 έχει τύχει ερμηνείας στην υπόθεση In re Yiannakis Ellinas (1988) 1 C.L.R. 57 (Απόφαση της Ολομέλειας). Κρίθηκε ότι το άρθρο 3 δεν παρέχει διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να διενεργήσει ή να μη διενεργήσει προανάκριση. Αυτό που μπορεί να εξετάσει το δικαστήριο είναι κατά πόσο η μαρτυρία, όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, είναι αρκετή για να δικαιολογήσει παραπομπή ή όχι. Κρίθηκε επίσης (βλ. απόφαση του Στυλιανίδη, Δ. - όπως ήταν τότε - σελ. 78) ότι ο παραπέμπων Δικαστής δεν είναι ο δικάζων Δικαστής (βλ. και την πρωτόδικη απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Yiannakis P. Ellinas (1988) 1 C. L.R. 17. Βλ. επίσης Re Argyrides (1987) 1 C. L.R. 30).

Στην Yazbek (πιο πάνω) τα γεγονότα - όπως παρατίθενται στην απόφαση του Δικαστηρίου - είχαν ως πιο κάτω:

"Η κατηγορούσα αρχή κατέθεσε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα περί της μη αναγκαιότητας διεξαγωγής προανάκρισης και ζήτησε την παραπομπή του κατηγορουμένου στο Κακουργιοδικείο δυνάμει των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1974 (Ν 42/74 όπως τροποποιήθηκε από το Ν 44/83).

Ο κατηγορούμενος ενέστη στην παραπομπή και εισηγήθηκε την απαλλαγή και αθώωση του. Με άξονα το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε αναστολή ποινικής δίωξης στην πορεία προηγούμενης διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τα ίδια αδικήματα, υποστήριξε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 30.2 του Συντάγματος που διασφαλίζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και ότι η εκ νέου δίωξή του συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και καταπιεστική μεταχείριση.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο δέκτηκε την εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής πως δεν είχε εξουσία εξέτασης τέτοιου θέματος. ΄Εκρινε πως ενόψει των διατάξεων του Νόμου και της απόφασης στην υπόθεση In Re Ellinas (1988) 1 C.L.R. 57, ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του μόνο το κατά πόσο η μαρτυρία που αποκαλύπτεται στις καταθέσεις είναι αρκετή ώστε να δικαιολογείται η παραπομπή. Προχώρησε ένα ακόμα βήμα και με αναφορά στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Alan Ford και άλλοι, Νομικά Ερωτήματα 305 και 306, ημερομηνίας 11 Ιουλίου 1995, διατύπωσε άποψη ως προς το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να εξεταστούν οι εισηγήσεις του κατηγορουμένου όταν θα διεξαχθεί η δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου."

 

Στην αίτηση για παροχή άδειας για καταχώριση αίτησης για ένταλμα της φύσης Certiorari προς ακύρωση της παραπομπής στο Κακουργιοδικείο υποστηρίχθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ασκήσει τη σύμφυτη εξουσία που έχει κάθε Δικαστήριο προς καταστολή της κατάχρησης της διαδικασίας που εκδηλώθηκε με την εκ νέου δίωξη του και που απέληγε σε καταπιεστική συμπεριφορά αλλά και σε παραβίαση του συνταγματικού του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

Η αίτηση απορρίφθηκε. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ.:

"Εφόσον διεξάγεται προανάκριση, έργο του Δικαστηρίου είναι να κρίνει αν από τη μαρτυρία που προσάγεται, τηρουμένου του άρθρου 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, υπάρχουν επαρκείς λόγοι για παραπομπή. Το ίδιο και κατά την διαδικασία της παραπομπής χωρίς προανάκριση, αλλά στην περίπτωση εκείνη, πάνω στη βάση του περιεχομένου των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας τους οποίους προτίθεται να καλέσει η κατηγορούσα αρχή. Υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης επίδοσης τους στον κατηγορούμενο ή το δικηγόρο του και, βέβαια, της παροχής από το Γενικό Εισαγγελέα της γραπτής συγκατάθεσης του άρθρου 3(α) του Ν 42/74.

Αυτός ο εκ του Νόμου προσδιορισμός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αποδοχή της εισήγησης του αιτητή. Δεν ανήκει στο Επαρχιακό Δικαστήριο η εξέταση των θεμάτων που εγέρθηκαν στο πλαίσιο των πιο πάνω διαδικασιών και δεν νοείται συμφυής εξουσία ασύνδετη προς το αντικείμενο της διαδικασίας και το σκοπό που αυτή είναι ταγμένη να εξυπηρετήσει (Βλ. συναφώς την υπόθεση Γεώργιος Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και άλλοι, Αίτηση αρ. 1/95 ημερομηνίας 26 Ιανουαρίου 1996). Δεν αναγνωρίζει ο Νόμος δυνατότητα ανακοπής της ποινικής δίωξης και πολύ λιγότερο αθώωσης του κατηγορουμένου σε εκείνο το στάδιο και αναπόφευκτα το Επαρχιακό Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει ισχυρισμούς που στόχευαν σ΄ αυτό το αποτέλεσμα. Θα υπενθύμιζα εδώ και την πρόνοια του άρθρου 93(η) σύμφωνα με το οποίο ακόμα και η απαλλαγή του κατηγορουμένου όποτε κρίνει το Επαρχιακό Δικαστήριο πως δεν υπάρχει επαρκής λόγος για παραπομπή, δεν αποκλείει μεταγενέστερη όμοια κατηγορία."

(Βλ. και Αίτηση 65/96/29.4.96 και Bodrof, Αίτηση 129/96/17.7.96).

 

Στην Ford (πιο πάνω) πριν απαντήσουν στις κατηγορίες που τους είχαν προσαφθεί οι κατηγορούμενοι 1 και 3 ισχυρίστηκαν ότι παραβιάστηκε η εμπιστευτικότητα της επικοινωνίας με τους δικηγόρους τους, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 30.3(δ) του Συντάγματος, και επομένως, η δίκη έπρεπε να καταργηθεί και οι ίδιοι να απαλλαγούν. Κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι ήταν δικονομικά εφικτή και ουσιαστικά παραδεκτή η εξέταση ισχυρισμών για παραβίαση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 30.3(δ) του Συντάγματος πριν την απάντηση των κατηγορουμένων στην κατηγορία. Μετά από αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, επιφυλάχθηκαν, βάσει του άρθρου 148.1 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο τα ακόλουθα, ανάμεσα σ΄ άλλα, ερωτήματα:

"1. Κατά πόσο κατά την εξέταση του παραπόνου του 1ου κατηγορουμένου ότι υπήρξε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του για δίκαιη ή ανεπηρέαστη δίκη το οποίο κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος, επειδή κατά τους ισχυρισμούς του παρεβιάσθη η αρχή της εμπιστευτικότητας της επικοινωνίας μεταξύ του και του δικηγόρου του από πρόσωπα στην υπηρεσία των φυλακών, η ορθή διαδικασία είναι η ακολουθούμενη στη δίκη εντός δίκης ως η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 18.5.95 .................................................. ..................................

2. Κατά πόσο τα πραγματικά γεγονότα όπως αυτά προβάλλονται από την υπεράσπιση του 1ου κατηγορουμένου αποτελούν παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματός του για δίκαιη ή ανεπηρέαστη δίκη.

3. Αν η απάντηση στο ερώτημα (2) είναι καταφατική, ποιά η νομική συνέπεια ή ο αντίκτυπος επί της δυνατότητας διεξαγωγής της δίκης του κατηγορουμένου για τα αδικήματα που αντιμετωπίζει.

4. Αν η απάντηση στο ερώτημα (2) είναι καταφατική κατά πόσο το Δικαστήριο έχει εξουσία ή δικαιοδοσία ή μπορεί νομικά να αποφασίσει ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν δύναται να προχωρήσει στην υπόθεση της και ως εκ τούτου να ανακόψει την πορεία της ποινικής διαδικασίας και να απαλλάξει τον κατηγορούμενο."

Το Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. απόφαση Πική, Π.) γνωμάτευσε ότι:

"Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη συναρτώνται με τη διεξαγωγή της δίκης. Παραβίασή τους δε συνεπάγεται, είτε τη διαγραφή της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου, ή την κατάργηση της δίκης. Η άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 30.3 (δ) συναρτάται με τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και όχι τον αποκλεισμό της δίκης ως του μέσου για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται."

΄Εχω εξετάσει τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και τα γεγονότα που περιβάλλουν τις αποφάσεις στις υποθέσεις Yazbek και Ford (πιο πάνω). Και στις τρεις υποθέσεις το αίτημα στόχευε στην διασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος για δίκαιη ή ανεπηρέαστη δίκη. Δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε στην παρούσα υπόθεση που να την διακρίνει από τις υποθέσεις Yazbek και Ford (πιο πάνω). Υιοθετώ το λόγο (ratio) των πιο πάνω αποφάσεων. Κρίνω ότι τα δικαιώματα του αιτητή για δίκαιη δίκη συναρτώνται με τη διεξαγωγή της δίκης. Παραβίαση τους δε συνεπάγεται, είτε τη διαγραφή της ποινικής ευθύνης του αιτητή, ή την κατάργηση της δίκης. Αρμόδιο δικαστήριο για τη διεξαγωγή της δίκης και για εξέταση του ζητήματος της καθυστέρησης είναι το Κακουργιοδικείο και όχι το Πρωτόδικο Δικαστήριο. ΄Οπως έχει νομολογηθεί (βλ. απόφαση Στυλιανίδη, Δ. στη σελ. 78 της Ellinas - πιο πάνω) το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είναι το δικάζον δικαστήριο. Ακολουθεί πως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει το ζήτημα της καθυστέρησης.

Η απόφαση του Πογιατζή, Δ. στην In re Ellinas (1988) 1 C. L.R. 508 δεν αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στη Ford (πιο πάνω). Πρόσθετα στην απόφαση εκείνη δεν είχε εγερθεί - και δεν είχε εξεταστεί - το ζήτημα της εξουσίας του δικαστηρίου να εξετάσει την παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Ούτε η απόφαση στην Ηρακλέους (πιο πάνω) συνηγορεί υπέρ των θέσεων που έχει προβάλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επειδή το Ανώτατο Δικαστήριο σε εκείνη την υπόθεση δεν κλήθηκε να επιληφθεί θεμάτων που "άπτονται των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και το στάδιο στο οποίο μπορεί να εξεταστούν" (Βλ. απόφαση στην Ηρακλέους (πιο πάνω) στη σελ. 229).

Σε αίτηση για παροχή άδειας για καταχώριση αίτησης για ένταλμα της φύσης Certiorari αρκεί η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμης υπόθεσης. Ωστόσο έχει νομολογηθεί (βλ. In re Kakos (1985) 1 C. L.R. 250, 256) ότι όταν τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα και το θέμα είναι νομικό και μπορεί - όπως είναι εδώ η περίπτωση - να εξεταστεί και επιλυθεί εις βάρος του αιτητή, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι έχει θεμελιωθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ.

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο