ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 1181
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 9479
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.Μεταξύ:
Χριστάκη Βρυωνίδη, από τη Λεμεσό
Εφεσεί οντα-Εναγόμενου
- ν -
Γεώργιου Σωφρονίου, ανηλίκου μέσω
του πατέρα του και φυσικού κηδεμόνα
του Μάριου Σωφρονίου, από τη Λεμεσό
Εφεσίβ λητου-Ενάγοντα
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 23 Σεπτεμβρίου, 1997.ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
:Για τον εφεσείοντα-εναγόμενο: Κ. Τσιρίδης.
Για τον εφεσίβλητο-ενάγοντα: Στ. Παύλου.
- - - - - -
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Μ. Κρονίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
: Η παρούσα έφεση αφορά απόφαση σε αγωγή για αποζημιώσεις για τροχαίο ατύχημα που επεσυνέβηκε στις 18.9.1990 στην οδό Αγίας Ζώνης στη Λεμεσό και στο οποίο ενέχονταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων-εναγόμενος και το μοτοποδήλατο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-ενάγων.Τα γεγονότα, όπως τα βρήκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι σε συντομία τα ακόλουθα:-
Αργά το βράδυ (11.45 μ.μ.) της 18.9.1990 ο εφεσίβλητος οδηγούσε το μοτοποδήλατο με αριθμούς εγγραφής YJ658 στην οδό Αγίας Ζώνης με βόρεια κατεύθυνση και ο εφεσείων την ίδια στιγμή οδηγούσε στην ίδια οδό και από την αντίθετη κατεύθυνση το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής SD192. Ο εφεσίβλητος είχε σκοπό να στρίψει στη δεξιά - σύμφωνα με την πορεία του - πάροδο της οδού Γλαύκου Αλιθέρση. Ο εφεσίβλητος αφού έδωσε προς τούτο σήμα με τον ηλεκτρικό σηματοδότη του και από απόσταση 15 μέτρων προτού πλησιάσει ακόμα την πάροδο, άρχισε με διαγώνιο πορεία να εισέρχεται στη δεξιά πλευρά της οδού Αγίας Ζώνης σε μία προσπάθεια να στρίψει με τρόπο προφανώς αντικανονικό. Στην προσπάθειά του αυτή και ενώ βρίσκετο μόνο
πέντε πόδια από τη δεξιά άκρη του δρόμου σε σχέση με την πορεία του, κτυπήθηκε βίαια από το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, που οδηγείτο όπως αναφέραμε από αντίθετο κατεύθυνση. Σημειώνουμε ότι το πλάτος της οδού Αγίας Ζώνης είναι 31 πόδια και ότι το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται απέναντι από τη νότια άκρη του ανοίγματος της παρόδου.Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα άφησε ίχνη τροχοπέδησης 189 πόδια, 49 από τα οποία καταμετρήθηκαν από την έναρξη τους μέχρι το σημείο σύγκρουσης. Το σύνολο των ιχνών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου βρίσκονται στην αριστερά πλευρά της ασφάλτου σε σχέση με την πορεία του. Είναι παραδεκτό γεγονός, το οποίο δηλώθηκε από τους δικηγόρους των δύο πλευρών πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ότι ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του με ταχύτητα 90 χ.α.ω. αντί 50 χ.α.ω. που είναι η επιτρεπόμενη ανώτατη ταχύτητα σε κατοικημένες περιοχές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε επίσης ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε το μοτοποδήλατό του με ταχύτητα 25-30 χ.α.ω.. Ο εφεσίβλητος παρ΄ όλο που είδε
το εξ αντιθέτου ερχόμενο αυτοκίνητο του εφεσείοντα επιχείρησε την αντικανονική στροφή προς τα δεξιά υπολογίζοντας, όπως ο ίδιος ανάφερε στην κατάθεσή του, ότι θα προλάμβανε να εισέλθει στην πάροδο προτού πλησιάσει το αυτοκίνητο στη σκηνή.Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσίβλητο κύρια υπαίτιο για το ατύχημα γιατί επιχείρησε αντικανονική και διαγώνια πορεία προς την πάροδο ανακόπτοντας την ορθή πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσείων. Ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να φυλάττει την αριστερά πλευρά του δρόμου μέχρι να φθάσει έναντι της παρόδου και μετά να επιχειρήσει τη στροφή δεξιά αφού εβεβαιώνετο ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για να το πράξει.
Τα συμπεράσματα αυτά μας βρίσκουν σύμφωνους, φαίνεται δε ότι και οι δικηγόροι των δύο πλευρών δεν τα αμφισβητούν.
Αυτό που αμφισβητείται με τους λόγους έφεσης αρ. 1, 2, 3, 5 και 6 είναι η κατανομή της ευθύνης εξίσου (50%) τόσο στον εφεσείοντα όσο και στον εφεσίβλητο. Ο εφεσείων με την προβολή των λόγων έφεσης προσβάλλει το τελικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου ως λανθασμένο και ισχυρίζεται ότι ο ίδιος δεν υπείχε καμιά ευθύνη για το ατύχημα. Στο δε περίγραμμα αγόρευσης του ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα εναλλακτικά εισηγείται κατανομή της ευθύνης σε ποσοστά 25% και 75% σε βάρος του εφεσείοντα και εφεσίβλητου αντίστοιχα με βάση την αρχή που εφαρμόστηκε στην απόφαση Παπασωφρονίου κ.ά ν. Παχίτη (1989) 1 ΑΑΔ 735.
Ως πρώτος λόγος έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε μεγάλη βαρύτητα στην παραδοχή του εφεσείοντα στο ποινικό Δικαστήριο ότι οδηγούσε με ταχύτητα 90 χ.α.ω. ενώ δεν έλαβε υπόψη την αντίστοιχη παραδοχή του εφεσίβλητου σε κατηγορία αμελούς οδήγησης του μοτοποδηλάτου του.
Κατ΄ αρχήν το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη όχι την παραδοχή του εφεσείοντα στο ποινικό Δικαστήριο αλλά την κοινή δήλωση παραδοχής γεγονότων που έγινε και κατεγράφη ενώπιον του από τους δικηγόρους των δύο πλευρών. Δεν ετίθετο έτσι θέμα αξιολόγησης της παραδοχής του εφεσείοντα στο ποινικό Δικαστήριο. Τη σημασία και τη βαρύτητα του γεγονότος αυτού θα την εξετάσουμε ευθύς πιο κάτω γιατί αποτελεί, σύμφωνα με την απόφαση, τη μόνη αιτιολογία της συντρέχουσας αμέλειας του όπως τη βρήκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την παραδοχή του εφεσίβλητου σε ποινική κατηγορία αμελούς οδήγησης. Στην υπόθεση
Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1 έχει νομολογηθεί ότι η παραδοχή σε ποινική κατηγορία έχει την έννοια παραδοχής των γεγονότων που την στοιχειοθετούν, είναι τυπική παραδοχή και αποδεκτή σε πολιτική διαδικασία. Στην παρούσα όμως υπόθεση η μόνη αναφορά που γίνεται βρίσκεται στη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή κατά την αντεξέτασή του και τίποτε δεν αναφέρεται για παραδοχή οποιασδήποτε κατηγορίας εκ μέρους του εφεσίβλητου ούτε παρουσιάστηκε ο ποινικός φάκελος ούτως ώστε να φαίνονται τα γεγονότα τα οποία παραδέχθηκε ο εφεσίβλητος. Η μόνη αναφορά του αστυνομικού μάρτυρα είναι ότι ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε σε ποινική υπόθεση ότι οδηγούσε το μοτοποδήλατο YJ658 αμελώς, χωρίς άδεια οδηγού, χωρίς ασφάλεια και χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη.Ορθά κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε καμιά σημασία στη μαρτυρία αυτή αφού δεν υπήρχε ενώπιον του καμιά παραδοχή εκ μέρους του εφεσίβλητου.
Οι λόγοι έφεσης αρ. 2 και 3 προσβάλλουν τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα για πρώτη φορά στα 80-100 μέτρα ενώ αυτός ήταν 25 μέτρα πριν το σημείο σύγκρουσης. Η διαπίστωση αυτή αντιβαίνει, κατά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, στην άλλη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η ορατότητα από το σημείο σύγκρουσης προς τα βόρεια, απ΄ όπου οδηγείτο το αυτοκίνητο, ήταν περιορισμένη, γύρω στα 40 μέτρα περίπου, λόγω ανοικτής δεξιάς καμπής της οδού Αγίας Ζώνης.
Όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο "ένας μάρτυρας που περιγράφει γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την ώρα της σύγκρουσης δεν είναι λογικό ν΄ αναμένεται να καταθέτει με μαθηματική ακρίβεια για τις αποστάσεις, ούτε είναι ορθό το Δικαστήριο να περιπλέκεται σε υπολογισμούς αποστάσεων με τέτοιες ακρίβειες σαν να πρόκειται περί μαθηματικής άσκησης, αλλά το θέμα θα πρέπει να εξετασθεί με βάση την κοινή λογική".
Θεωρούμε ορθή την πιο πάνω προσέγγιση του Δικαστηρίου, έχοντας υπόψη τη σχετική νομολογία. (Βλέπε Βακανάς ν. Θωμά κ.ά
(1982) 1 CLR 530, Γεωργιάδης ν. Χ"Σάββα (1984) 1 CLR 597, Ξενή ν. Αντωνόπουλου κ.ά. (1992) 1 ΑΑΔ 1248). Εξάλλου, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προβαίνει σε εύρημα στο θέμα αυτό αλλά κάνει καταγραφή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Δεν φαίνεται το θέμα αυτό να επηρέασε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστού ως προς τη συντρέχουσα αμέλεια που βρήκε ότι βαρύνει τον εφεσείοντα.Κατά συνέπεια, οι λόγοι αυτοί της έφεσης δεν τεκμηριώνονται ούτε έχουμε πεισθεί ότι ευσταθούν και απορρίπτονται.
Με το λόγο 5 της έφεσης, εκφράζεται παράπονο από τον εφεσείοντα ότι αγνόησε ή δεν έδωσε την απαραίτητη βαρύτητα στο ότι ο εφεσείων είχε δικαίωμα για ελεύθερη και ανεμπόδιστη χρήση του μέρους του δρόμου που βρισκόταν στην πορεία του και ότι ο εφεσίβλητος είχε καθήκο να σεβαστεί την προτεραιότητα που είχε ο πρώτος.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε βαρύτητα στο γεγονός αυτό, το επισήμανε στην απόφασή του και γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος, ένεκα τούτου, ήταν συνυπαίτιος του ατυχήματος.
Με το λόγο 6 της έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του Δικαστηρίου να κατανείμει εξίσου την ευθύνη στους διαδίκους ως λανθασμένη και/ή αντίθετη προς τη νομολογία. Ως αιτιολογία του λόγου προβάλλονται εν πολλοίς οι ίδιοι λόγοι όπως αναφέρθηκαν στους λόγους έφεσης 1, 2, 3 και 5.
Είναι καθιερωμένο από τη νομολογία ότι το ζήτημα του καταμερισμού της ευθύνης είναι πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εκτός εάν στην απόφαση ενεφιλοχώρησε πλάνη περί το νόμο ή τα πραγματικά γεγονότα, τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν πρέπει να ανατραπούν (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Covotsos Textiles Ltd. v. Serghiou (1981) 1 CLR 475, Christoforou v. Solomon (1981) 1 CLR 612, Antoniou v. Serghis (1979) 1 CLR 169).
Στην απόφαση
Christodoulou v. Angeli (1968) 1 CLR 338 ελέχθησαν τα ακόλουθα στη σελίδα 346 μετά από αναφορά στις αρχές επί του θέματος στην αγγλική αυθεντία Brown v. Thompson (1968) 1 WLR 1003:-"Where no error of principle has been shown and no misapprehension of the facts on the part of the trial court has been made to appear on appeal, this Court will be reluctant to interfere with the apportionment made by the trial court even if somewhat differently inclined.".
(Βλέπε επίσης: Χρυστάλλα Κ. Γεωργίου κ.ά. ν. Ανδρέα Στ. Τσάππα, Πολιτική Έφεση 8653, ημερ. 31.5.1996).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι, με βάση την παραδοχή του εφεσείοντα, η πολύ μεγάλη ταχύτητά του, 90 χ.α.ω. αντί 50 χ.α.ω., σε κατοικημένη περιοχή και με ελαφρά καμπή του δρόμου σε βραδυνή ώρα, αποτελούσε αμέλεια. Αυτό το εύρημα του Δικαστηρίου προσβάλλεται από τον εφεσείοντα ως λανθασμένο και εκτός των αρχών που καθιέρωσε η νομολογία.
Είναι καλά εμπεδωμένη η νομολογιακή αρχή ότι η υπερβολική ταχύτητα από μόνη της δεν είναι αρκετή για να εξαχθεί συμπέρασμα για αμέλεια ή συντρέχουσα αμέλεια (Βλέπε:
Demou v. Constantinou and Another (1979) 1 CLR 21, Ioakim v. Soteriades (1984) 1 CLR 175). Στην υπόθεση Marios Chr Alexandrou v. Geoffrey Ch. Gamble (1974) 1 CLR 5, στη σελίδα 7 αναφέρονται τα εξής:-"Even if we were to proceed on the basis of the assumption that the respondent was, just before the collision, driving a high speed, or exceeding the prescribed speed-limit in a built-up area, we cannot in any case, accept the proposition, put forward by counsel for the appellant, that doing so was, inevitably, sufficient per se, and irrespective of the circumstances of the present case, to establish negligence. That such a proposition is not correct is to be derived from, inter alia, Quinn v. Scott [1965] 1 W.L.R. 1004, and Barna v. Hudes Merchandising Corporation (the full report of which is not available, but which is sufficiently reported in Bingham's Motor Claims Cases, 7th ed., p. 104).
Και πιο κάτω στη σελίδα 8 αναφέρεται:-
"That speed, in itself, is not sufficient to support a finding of negligence, or of contributory negligence, is to be derived, too, from Ioannou v. Michaelides (1966) 1 C.L.R. 235, which was decided by the Supreme Court subsequently to the Radif case and, actually, by the same bench which decided that case (see, in particular, the judgment of Josephides, J. in the Ioannou case).".
Οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, νομίζουμε ότι διαφέρουν απ΄ αυτές των πιο πάνω αυθεντιών. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στην υπόθεση αυτή δεν ετίθετο μόνο θέμα απλής υπέρβασης του ορίου ταχύτητας. Ο εφεσείων οδηγούσε με πραγματικά υπερβολική ταχύτητα σε κατοικημένη περιοχή υπό περιστάσεις τέτοιες που αναδεικνύουν αιτιώδη συνάφεια πρόκλησης του ατυχήματος. Οι περιστάσεις αυτές, όπως αναφέρονται από τον πρωτόδικο Δικαστή, είναι ο χρόνος του δυστυχήματος, κατά τη διάρκεια της νύκτας, ότι ο δρόμος παρουσίαζε ελαφρά καμπή που περιόριζε την ορατότητα, ότι πολύ πλησίον της καμπής υπήρχε η πάροδος της οδού Αλιθέρση. Η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο εφεσείων, των 90 χ.α.ω., δεν του επέτρεψε να αντιδράσει έγκαιρα προ του κινδύνου που αιφνίδια παρουσιάστηκε μπροστά του, κίνδυνο που λογικά ένας συνετός μέσος οδηγός, θα μπορούσε να προΐδει (Βλέπε: Σπύρου ν. Χριστοδούλου, Πολιτική Έφεση 8807, ημερ. 26.11.1996 και
Georghios Mylordis v. The Police (1981) 2 CLR 219).Δεν έχουμε πεισθεί, κατά συνέπεια, από τα επιχειρήματα του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα ότι η αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα αυτό βαρύνει τον εφεσίβλητο.
Η κατανομή της ευθύνης γίνεται κάτω από ευρεία σκοπιά με γνώμονα τη λογική και την κοινή εμπειρία (Βλέπε:
Charalambous v. Kasapis (1988) 1 CLR 25). Ο καταμερισμός της ευθύνης αποτελεί, κατ΄ εξοχήν, έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι λειτουργεί κάτω από σωστή καθοδήγηση ως προς το νόμο (Βλέπε: Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη, Πολιτικές Εφέσεις 8452 και 8463, ημερ. 24.4.1996 και Ειρήνη Ιορδάνου κ.ά. ν. Γιάγκου Κυριάκου, Πολιτική Έφεση 9081, ημερ. 20.12.1996).Στην παρούσα υπόθεση δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον καταμερισμό της ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ενώ ορθά αναφέρεται στη νομολογία, εν τούτοις τελικά καθοδηγήθηκε εσφαλμένα, αποδίδοντας μεγαλύτερη βαρύτητα από την πρέπουσα, στην υπερβολική ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα.
Καταλήγουμε ότι, κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, έχουμε υποχρέωση να επέμβουμε και να ανατρέψουμε τον καταμερισμό της ευθύνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να τον αντικαταστήσουμε με ποσοστά 30% σε βάρος του εφεσείοντα και 70% σε βάρος του εφεσίβλητου.
Με το λόγο 4 της έφεσης προσβάλλεται το ύψος του, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιδικασθέντος ποσού των £34.000,= για τις γενικές αποζημιώσεις Ο εφεσείων θεωρεί το ποσό αυτό ως έκδηλα υπερβολικό, ενάντια στη νομολογία. Περαιτέρω, το παράπονο του εφεσείοντα συνίσταται στον ισχυρισμό του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, σε αντίθεση με τη μαρτυρία έλαβε ως δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος ασχολείτο με τον αθλητισμό και μας παρέπεμψε στις σελίδες 28 και 29 της απόφασης. Έχουμε μελετήσει το μέρος αυτό της απόφασης και έχουμε καταλήξει ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Αντίθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτει τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου ότι, λόγω του ατυχήματος απώλεσε αθλητική σταδιοδρομία ή σταδιοδρομία χορευτή και χοροδιδασκάλου. Αποδίδει δε τελικά τη δικαιολογημένη διάσταση στο πρόβλημα ως θέμα ψυχαγωγίας του εφεσίβλητου που, μετά το ατύχημα, με δυσκολία απολαμβάνει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκανε εκτενή αναφορά στα τραύματα που υπέστηκε ο εφεσίβλητος, τον πόνο και την ταλαιπωρία, κατέληξε ως εξής στη σελίδα 29:-
"Ενόψει όλων των πιο πάνω και δεχόμενος ότι ο Ενάγων είχε υποστεί αρκετά σοβαρά τραύματα με συνεπακόλουθο αρκετό πόνο και ταλαιπωρία και με συνέπειες πολύ δυσμενείς για ένα νέο άτομο καθώς επίσης και την πιθανότητα να υποστεί νέες εγχειρήσεις και ταλαιπωρία, κατάληξα να εγκρίνω για γενικές αποζημιώσεις το ποσό των £34,000 με βάση την πλήρη ευθύνη.".
Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία, όπως τη δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση δύο ιατρικά πιστοποιητικά, των ιατρών Κετώνη και Μαρουδιά, ο εφεσίβλητος υπέστη πολύ σοβαρά τραύματα και στα τέσσερα άκρα που έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή του. Ο εφεσίβλητος υπέστη τα ακόλουθα τραύματα ως περιγράφονται από τον ιατρό Κετώνη:-
"1. Επιπεπλεγμένο, συντριπτικό και μετατοπισμένο κάταγμα-εξάρθρημα του αρ. αγκώνα, με τραύμα μήκους 8 εκ.
2. Αποσπαστικό κάταγμα του έσω κονδύλου του δεξιού βραχιονίου (αγκώνας).
3. Μετατοπισμένο κάταγμα κάτω τριτημορίου δεξιάς κερκίδας, με πολλαπλά μικρά θλαστικά τραύματα.
4. Συντριπτικό, και πολύ μετατοπισμένο κάταγμα του άνω ήμισυ του αρ. μηριαίου οστού.
5. Βαθύ θλαστικό τραύμα μήκους 12 εκ. στο δεξιό μηρό.
6. Επιπεπλεγμένο, συντριπτικό και μετατοπισμένο κάταγμα του άνω ήμισυ της δεξιάς κνήμης, με τραύμα μήκους 2 εκ.
7. Μετατοπισμένο κάταγμα του κάτω τριτημορίου της αρ. περόνης.
8. Κάταγμα της βάσης της πρώτης φάλαγγας του μέσου δακτύλου του δεξιού χεριού.
9. Θλαστικό τραύμα μήκους 10 εκ. στην περιοχή της αριστερής ποδοκνημικής άρθρωσης.
10. Μικρά θλαστικά τραύματα στο πρόσωπο.".
Στον εφεσίβλητο χορηγήθηκαν αρκετές φιάλες αίματος και υπό γενική νάρκωση υπεβλήθη σε εγχειρήσεις. Συνολικά του έγιναν οκτώ μεγάλες εγχειρήσεις. Η ανάνηψη του τραυματία υπήρξε ομαλή αλλά αργή και επώδυνη. Μόνιμα κατάλοιπα στον εφεσίβλητο είναι μεγάλες ουλές από τις εγχειρήσεις καθώς και περιορισμός της λειτουργικότητας, δύναμης και κινητικότητας των άνω και κάτω άκρων λόγω των πολλαπλών καταγμάτων, τις πολλές εγχειρήσεις και τις ουλές. Σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό του ιατρού Μαρουδιά, τα κατάγματα στα άκρα πλησίον των αρθρώσεων, πιθανό να οδηγήσουν μελλοντικά σε εκφυλιστικές αλλοιώσεις υπό μορφή οστεοαρθρίτιδας και πιθανότατα στην ανάγκη μελλοντικών χειρουργικών επεμβάσεων.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι ο Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα του ύψους του ποσού των αποζημιώσεων, εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται (Βλέπε: Constantinou v. Selachouris (1969) 1 CLR 416, Christodoulides v. Kyprianou (1968) 1 CLR 130 και Antoniou v. Iordanous (1976) 1 CLR 341).
Οι αρχές που διέπουν την επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων έχουν νομολογηθεί και θα πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί πώς, από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διαπιστώνεται μια τάση για αύξηση των αποζημιώσεων σε σύγκριση με το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικαζόταν στο παρελθόν (Βλέπε:
Paraskevaides (Overseas) Ltd. v. Christofi (1982) 1 CLR 789 και Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευάς (1992) 1 ΑΑΔ 498).Το Εφετείο δεν επεμβαίνει ακόμα και στην περίπτωση διαφωνίας του ως προς το ύψος του ποσού που επιδικάσθηκε κρίνοντας τούτο ως πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην υπόθεση
Constantinou v. Evlambiou (1982) 1 CLR 824, στη σελίδα 829 αναφέρεται το εξής απόσπασμα:-"Disagreement with the amount awarded by the trial Court as such, is no ground for interference. The award must be so disproportionate to the norm, whatever it ought to be, as to make necessary our intervention in the interest of justice.".
Έχουμε καταλήξει ότι, με δεδομένα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το επιδικασθέν ποσό των £34.000,= ως γενικές αποζημιώσεις δεν είναι εκτός του περιθωρίου των αποζημιώσεων που έδει να επιδικασθούν για τον σοβαρότατο τραυματισμό του εφεσίβλητου.
Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός της έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Τελικά η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορά την ευθύνη παραμερίζεται και αντικαθίσταται με τα ποσοστά 30% και 70% αντίστοιχα σε βάρος του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου.
Η έφεση εναντίον του επιδικασθέντος ποσού για τις γενικές αποζημιώσεις απορρίπτεται.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναπροσαρμόζεται ανάλογα.
Ενόψει της μερικής μόνο επιτυχίας της έφεσης δεν εκδίδουμε, στην κατ΄ έφεση διαδικασία, καμιά διαταγή για τα έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠσ