ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή. Ζωή Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-09-29 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1425/2011, 29/9/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D456

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1425/2011)

 

29 Σεπτεμβρίου, 2016

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

Αιτητής,

-      ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                       Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ζωή Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

Άντης Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.

Χριστίνα Σιακαλλή (κα) για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

 

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  O αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με την οποία διορίστηκαν με δοκιμασία οι Χριστιάνα Στυλιανού (Ενδιαφερόμενο Μέρος 1) και Μαρία Δημοσθένους (Ενδιαφερόμενο Μέρος 2) στη μόνιμη θέση Λειτουργού Πληροφορικής στο Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής (ΤΥΠ).

 

Οι δυο κενές θέσεις που δημιουργήθηκαν, η μία λόγω προαγωγής του κατόχου της και η δεύτερη με τον Προϋπολογισμό του 2006, κατόπιν σχετικού αιτήματος πλήρωσης τους από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 16.6.2006 με τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων την 10.7.2006. Επειδή η θέση Λειτουργού Πληροφορικής, Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής, είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ο Γραμματέας της ΕΔΥ ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 34(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, απέστειλε τις 351 αιτήσεις που υποβλήθηκαν μαζί με το Σχέδιο Υπηρεσίας στον Διευθυντή Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, ο οποίος ενεργούσε ως Πρόεδρος της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Ο αιτητής έστειλε συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με την αίτηση του ή και προσόντα που απέκτησε όπως Μεταπτυχιακό Τίτλο στις Προηγμένες Τεχνολογίες Πληροφορικής (13.6.2007), εγγραφή στο Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ), στον κλάδο της Ηλεκτρονικής Μηχανικής, περιλαμβανόμενης της Μηχανικής της Πληροφορικής ημερομηνίας 10.5.2006, πιστοποιητικό αγγλικής γλώσσας IELTS, βεβαιώσεις σεμιναρίων, καθώς και βεβαίωση προηγούμενης έκτακτης υπηρεσίας και πείρας ως  Βοηθός Λειτουργός Διεκπεραίωσης και Λειτουργός Πληροφορικής  (από 4.1.2005 μέχρι 11.8.2007) και με συμβόλαιο αορίστου διάρκειας από 12.8.2007.

 

Με επιστολή του ημερομηνίας 2.12.2009, το ΕΤΕΚ εξέφρασε απόψεις σχετικά με την αναγκαιότητα εγγραφής στο Μητρώο Μελών του  ΕΤΕΚ, κλάδο Μηχανικής Επιστήμης, για την άσκηση των καθηκόντων που περιγράφονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας των επίδικων θέσεων, διότι αυτά συνιστούν άσκηση επαγγέλματος στην Μηχανική της Πληροφορικής.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε από τον                 κ. Κ. Αγρότη, Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, ως Πρόεδρο, και τρία μέλη που ακολουθούν σε σειρά ιεραρχίας τον προϊστάμενο, διεξήγαγε γραπτή εξέταση την οποία ανέθεσε στο Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης Αξιολόγησης και Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Κύπρου (ΚΕΠΕΑΑ). Η εξέταση που διεξήχθη την 1.9.2007 περιλάμβανε εξειδικευμένα θέματα πληροφορικής και η βάση επιτυχίας καθορίστηκε στο 50%. Προσήλθαν 126 υποψήφιοι και πέτυχαν 77.  Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 εξασφάλισε βαθμολογία 76.50 και κατετάγη 7η, ο αιτητής 9ος με 75,50 και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 12η με βαθμολογία 74,50.  Με επιστολή της ημερομηνίας 13.11.2009, η Συμβουλευτική Επιτροπή ζήτησε από 18 υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, να προσκομίσουν τα απαιτούμενα προσόντα για να μπορέσει να τους θεωρήσει προσοντούχους.  Ανταποκρινόμενα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη προσκόμισαν βεβαίωση παρακολούθησης μεταπτυχιακού τίτλου και βεβαίωση πείρας και κρίθηκαν μαζί με τον αιτητή ως προσοντούχοι υποψήφιοι. Σε ό,τι αφορά το πλεονέκτημα της τριετούς πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι το διαθέτουν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2.

 

Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην οποία προτείνονταν έξι υποψήφιοι, απεστάλη στην ΕΔΥ, η οποία στη συνεδρία της ημερομηνίας 2.6.2011 αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που σύστησε η Συμβουλευτική Επιτροπή, μεταξύ των οποίων τον  αιτητή και Ενδιαφερόμενο Μέρος 1, και επιπρόσθετα το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 και δυο άλλους υποψηφίους που δεν είχαν συστηθεί από την Συμβουλευτική Επιτροπή αλλά διέθεταν το πλεονέκτημα και είχαν τον ίδιο ή ελαφρώς χαμηλότερο βαθμό στη γραπτή εξέταση σε σχέση με τους υποψηφίους που συστήθηκαν. Η ΕΔΥ υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την απαιτούμενη γνώση της αγγλικής και Ελληνικής γλώσσας καθώς και την κατοχή του πλεονεκτήματος.

 

 Οι υποψήφιοι του τελικού καταλόγου υποβλήθηκαν σε προφορική εξέταση, στην παρουσία του Διευθυντή του ΤΥΠ ο οποίος μετά την ολοκλήρωση της, βαθμολόγησε την απόδοση του Ενδιαφερόμενου Μέρους 1 ως σχεδόν εξαίρετης ενώ του αιτητή και του Ενδιαφερόμενου Μέρους 2 ως εξαίρετη. Στη συνέχεια τα μέλη της ΕΔΥ, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή, έκρινε την απόδοση των Ενδιαφερομένων Μερών ως εξαίρετη, ενώ του αιτητή ως σχεδόν εξαίρετη.

 

Στο τελικό στάδιο η ΕΔΥ αποτιμώντας τα προσόντα των υποψηφίων, την αρχαιότητα τους καθώς και τα λοιπά στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τη σύσταση του Διευθυντή του ΤΥΠ, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση σε συνδυασμό με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατέληξε στην επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών με την ακόλουθη αιτιολογία:

 

«Επιλέγοντας την Δημοσθένους Μαρία, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Πάρα πολύ καλή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, διαθέτοντας βαθμολογία 74,50 στη γραπτή εξέταση που διεξήχθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, διαθέτει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από την ίδια την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Διευθυντή.

 

Επιλέγοντας την ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ-ΣΤΑΥΡΟΥ Χριστιάνα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Σχεδόν εξαίρετη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, διαθέτοντας βαθμολογία 76,50 στη γραπτή εξέταση, διαθέτει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και, επιπλέον, αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από την ίδια την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση.

[..]

 

Προβαίνοντας σε σύγκριση της επιλεγείσας Δημοσθένους Μαρίας με τον υποψήφιο Χρυσάνθου Χρύσανθο, ο οποίος, ενώ διαθέτει ελαφρά υψηλότερη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση (75,50) από την Δημοσθένους, δεν επιλέγηκε, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτός δεν διαθέτει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και, ως εκ τούτου, συνολικά υστερεί.»  

 

Ο αιτητής απέστειλε επιστολή μέσω του δικηγόρου ζητώντας την ανάκληση της απόφασης με τον ισχυρισμό ότι υπερείχε λόγω πείρας, υπεροχής του στη γραπτή εξέταση και της σύστασης του Διευθυντή ότι ήταν κατάλληλος για διορισμό. Το αίτημα απορρίφθηκε από την ΕΔΥ την 1.9.2011.

 

Mε τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ο αιτητής διατείνεται ότι δεν του πιστώθηκαν μονάδες αναφορικά με την βεβαίωση παρακολούθησης μεταπτυχιακών σπουδών που είχε προσκομίσει. Σε αντίθεση με ό,τι έγινε στην περίπτωση του Ενδιαφερόμενου Μέρους 1, από την οποία ζητήθηκε βεβαίωση για το ότι μελετούσε για να αποκτήσει τον τίτλο του master (Msc) και το οποίο στον προκαταρκτικό κατάλογο της η Συμβουλευτική Επιτροπή το πίστωσε ως πρόσθετο προσόν, κατ΄ άνιση μεταχείριση, το αντίστοιχο προσόν του αιτητή δεν του πιστώθηκε ως πρόσθετο προσόν.

 

Ο λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.  Οι δυο διάδικοι κατέχουν ακριβώς τα ίδια ακαδημαϊκά προσόντα όπως φαίνεται από τους προσωπικούς τους φακέλους. Κατέχουν πτυχίο πληροφορικής και μεταπτυχιακό τίτλο  στις προηγμένες τεχνολογίες πληροφορικής.  Ο αιτητής το απέκτησε στις 13.6.2007 (βλ. 70 στο Τεκμήριο 1), ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1, Χριστιάνα Στυλιανού, στις 20.1.2010 (ερυθρό 62 στο Τεκμήριο 2). Κατά τον ουσιώδη χρόνο όμως υποβολής της αίτησης τους είχαν επισυνάψει και οι δυο βεβαιώσεις φοίτησης για την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου, αφού δεν είχε ακόμη αποκτηθεί. Στην έκθεση της η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφέρθηκε στις βεβαιώσεις μεταπτυχιακών σπουδών τόσο για τον αιτητή όσο και για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 και δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη (βλ. «Κατάλογο επιτυχόντων στην γραπτή εξέταση» και «Έντυπο αναλυτικής καταγραφής στοιχείων επιτυχόντων υποψηφίων», Παράρτημα Ζ1 και Ζ2 αντίστοιχα στο Παράρτημα 7 της ένστασης).

Ωστόσο στο Παράρτημα Στ2 (Προκαταρκτικός κατάλογος προτεινομένων), βάσει του οποίου διαμορφώθηκε και ο κατάλογος συστηθέντων από την Συμβουλευτική Επιτροπή, φαίνεται ότι εκ παραδρομής δεν πιστώθηκε στον αιτητή ως πρόσθετο προσόν το ΜSc όπως έγινε με το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.  Η παράλειψη όμως αυτή δεν θεμελιώνει οποιαδήποτε ουσιώδη πλάνη, αφού αφενός ο αιτητής ήταν ανάμεσα στους συστηθέντες υποψηφίους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (Παράρτημα Στ3) και αφετέρου η ΕΔΥ, η οποία αποτελεί και το διορίζον όργανο, διαπίστωσε ως προς τα προσόντα των υποψηφίων τα εξής:

 

«Όσον αφορά στα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων, η Επιτροπή παρατήρησε ότι τόσο η υποψήφια Στυλιανού-Σταύρου Χριστιάνα, που επιλέγηκε, όσο και οι υποψήφιοι Χαραλάμπους Ευγένιος, Μάκκουλα Έλενα, Χρίστου Μαρία και Χρυσάνθου Χρύσανθος, που δεν επιλέγηκαν, διαθέτουν μεταπτυχιακά διπλώματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, τα οποία όμως δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και, ως εκ τούτου, αν και λήφθηκαν υπόψη, δεν αποδίδουν ουσιώδη υπεροχή στους κατόχους τους.»

 

Συνεπώς δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε άνιση κρίση ή μεταχείριση σε σχέση με το μεταπτυχιακό προσόν των διαδίκων, το οποίο δεν αποτελούσε μεν πλεονέκτημα αλλά λήφθηκε υπόψη ως πρόσθετο προσόν μέσα στα νόμιμα όρια εύλογης κρίσης όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία, (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά., Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341).

 

Στη συνέχεια, ο αιτητής παραπονείται ότι παράτυπα ακολουθήθηκε κοινή διαδικασία για τέσσερις θέσεις, ενώ δεν ήταν συναφείς Η προσφυγή αρχικά στρεφόταν εναντίον δυο διαφορετικών διοικητικών πράξεων και έγινε διαχωρισμός δικογράφων. Ενώ στο στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής ακολουθήθηκε κοινή γραπτή εξέταση, ο βαθμός μετρούσε και για τις δυο διαδικασίες και απεστάλησαν στην ΕΔΥ δύο διαφορετικοί κατάλογοι προτεινόμενων, αλλά στην ΕΔΥ έγινε μόνο μια συνέντευξη και για τις δυο διαδικασίες στερώντας από τον αιτητή το δικαίωμα να αναμετρηθεί σε ξεχωριστές προφορικές συνεντεύξεις για καθεμία διαδικασία ξεχωριστά με τους αντίστοιχους για την καθεμία υποψηφίους. Ο αιτητής θεωρεί ότι με αυτό τον τρόπο παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης.

 

Ωστόσο ο αιτητής είχε ενημερωθεί πριν συμμετέχει στην προφορική εξέταση ότι αυτή θα αφορούσε και τις δυο διαδικασίες, και δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε επιφύλαξε τα δικαιώματα του. Γνώριζε από την αρχή της διαδικασίας ότι για την πλήρωση των τεσσάρων θέσεων, παρά το ότι προκηρύχθηκαν ξεχωριστά και υπέβαλε διαφορετικές αιτήσεις, θα ακολουθείτο κοινή διαδικασία. Εν προκειμένω, τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται και/ή να μην νομιμοποιείται ο αιτητής να εγείρει εκ των υστέρων τέτοιο ισχυρισμό.  Εξάλλου, ο ισχυρισμός αυτός δεν συγκαταλέγεται στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, κατά παράβαση του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (1962), ο οποίος αναφέρεται στη στοιχειοθέτηση της προσφυγής.

 

Με τον επόμενο λόγο ακύρωσης, ο αιτητής διατείνεται ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει γιατί είναι αναιτιολόγητη και αντιφατική.  Ο Διευθυντής  σύστησε τελικά το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 και άλλη υποψήφια παρόλο που είχε βαθμολογήσει την απόδοση του αιτητή στις συνεντεύξεις ψηλότερα από αυτή του εν λόγω Ενδιαφερόμενου Μέρους («εξαίρετος» έναντι «σχεδόν εξαίρετης»).  Η ΕΔΥ όφειλε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, να διερευνήσει την «αντιφατική κρίση του», ζητώντας εξηγήσεις από το Διευθυντή και να αγνοήσει τελικά τη σύσταση.

 

Η εισήγηση είναι ανεδαφική, αφού από το ίδιο το πρακτικό διαφαίνεται ότι ο Διευθυντής είχε συστήσει το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 και άλλη υποψήφια και όχι το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.  Από το σύνολο του πρακτικού, παρά το τυπογραφικό λάθος στην σελίδα 3 («ο διευθυντής σύστησε για διορισμό τους Στυλιανού-Σταύρου Χριστιάνα και Μάκκουλα Έλενα»), προκύπτει ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους 2, Μαρία Δημοσθένους (βλ. σελ. 6-7 του πρακτικού, Παράρτημα 9 στην ένσταση). Η ΕΔΥ υιοθέτησε τη σύσταση μόνο ως προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 και επέλεξε το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 αντί της δεύτερης συστηνόμενης από το Διευθυντή.

 

Ο τελευταίος λόγος ακύρωσης που αναπτύχθηκε αφορά τα επιμέρους κριτήρια που πεπλανημένα, κατά τον αιτητή, λήφθηκαν υπόψη από την ΕΔΥ κατά την τελική της κρίση. Ο αιτητής θεωρεί ότι:

 

1.         Η πείρα του ως λειτουργός πληροφορικής παραγνωρίστηκε.

2.         Τα αντικειμενικά δεδομένα  της υπεροχής του αιτητή στις γραπτές εξετάσεις και των προσόντων των υποψηφίων παραγνωρίστηκαν ενώ αντίθετα προσδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές εξετάσεις ενώπιον της ΕΔΥ.

3.         Δεν τηρήθηκε ενιαίο μέτρο κρίσης κατά τις συνεντεύξεις και η αιτιολογία της ΕΔΥ είναι πρόδηλα ανεπαρκής, γενική  και δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Κατά τον αιτητή, η ΕΔΥ απέδωσε με ωραιολογία και αόριστη φρασεολογία ανύπαρκτη υπεροχή στα Ενδιαφερόμενα Μέρη και υποβάθμισε τον αιτητή, αντίθετα προς την αντικειμενική κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του Διευθυντή, ο οποίος έκρινε ως εξαίρετο τον αιτητή στη συνέντευξη.

 

Κρίνω σκόπιμο να εξετάσω την τρίτη πτυχή που αφορά στην αιτιολογία των συνεντεύξεων, η οποία είχε ως εξής:

 

«1. ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΜαρίαΕξαίρετη.  Οι γνώσεις της για το  αντικείμενο και τα καθήκοντα της θέσης του Λειτουργού Πληροφορικής ήταν εξαίρετες.  Απάντησε με ηρεμία, με άμεσες, ορθές, πλήρεις και σαφείς απαντήσεις, επί της ουσίας σε όλες τις ερωτήσεις που της τέθηκαν. Προς υποστήριξη των θέσεών της πρόβαλλε αξιοπρόσεκτα πάντοτε επιχειρήματα. Έχει απλό και πειστικό τρόπο προσέγγισης των θεμάτων.  Διαθέτει κριτική ικανότητα, αυτοπεποίθηση και γενικά είναι μια ευχάριστη προσωπικότητα.

      [..]

 

    5.    ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ-ΣΤΑΥΡΟΥ Χριστιάνα: Εξαίρετη. Έδωσε ορθές απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, πείθοντας για το εξαίρετο επίπεδο των γνώσεών της στο αντικείμενο της προφορικής εξέταση για τη θέση του Λειτουργού Πληροφορικής.  Χειρίζεται το λόγο με απόλυτη άνεση και είναι θετική και σαφής στις τοποθετήσεις της. Οι απαντήσεις της ήταν πλήρεις και πάντοτε πειστικά τεκμηριωμένες.  Παρουσίασε υψηλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης.  Άτομο συμπαθές, χαρούμενο, ευγενικό.

      [..]

 

9.    ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΧρύσανθοςΣχεδόν Εξαίρετος.  Έδωσε ορθές απαντήσεις σε όλες σχεδόν τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, πείθοντας για το σχεδόν εξαίρετο επίπεδό του στο αντικείμενο της προφορικής εξέτασης για τη θέση του Λειτουργού Πληροφορικής.  Με θετικότητα και σαφήνεια έδωσε σαφείς και ολοκληρωμένες απαντήσεις σε όλα σχεδόν τα θέματα που του υποβλήθηκαν.  Με τις απαντήσεις του απέδειξε αποφασιστικότητα και υψηλού βαθμού κριτική ικανότητα.  Ως προσωπικότητα κρίνεται σοβαρός, ώριμος, ψύχραιμος με αρκετή αυτοπεποίθηση.»

   

 

             

Το άρθρο 24(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99 δεν επιβάλλει την καταγραφή ερωτήσεων και απαντήσεων ούτε των νοητικών διεργασιών των μελών της ΕΔΥ κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, (βλ. Σωτηρίου Σ. και Άλλοι ν. Xαράλαμπου Kολοκοτρώνη και Άλλων, (1998) 3 Α.Α.Δ. 452, Χάρις Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 8). Ο έλεγχος νομιμότητας που ασκείται εν προκειμένω δεν επιτρέπει την υποκατάσταση της αξιολόγησης και των σχολίων που τέθηκαν, εφόσον αυτά ανταποκρίνονται και υποστηρίζουν τον γενικό χαρακτηρισμό που αποδόθηκε στους υποψηφίους.

 

Έχει νομολογηθεί ότι η καταγραφή των αρνητικών δεδομένων ή λιγότερο ευνοϊκών παρατηρήσεων κατά τη συνέντευξη παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, σύμφωνα με το άρθρο 34(10) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, (βλ. Ευρυβιάδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 375/2002, ημερομηνίας 1.3.2004 και Πούρου κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. ν. (2001) 3(Α) Α.Δ.Δ 374).  Ο σχολιασμός της απόδοσης του αιτητή (απάντησε σε όλες σχεδόν τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν) ανταποκρίνεται στο γενικό χαρακτηρισμό του σχεδόν εξαίρετος, ενώ ο σχολιασμός για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη είναι ελαφρώς ευνοϊκότερος στο σύνολο του και συνάδει απόλυτα με την αξιολόγηση του «εξαίρετη».

Το παράπονο του αιτητή ως προς την πείρα κρίνεται αβάσιμο.  Το παράρτημα Ζ1 στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της αίτησης του, αποδεικνύουν ότι η εργασιακή  συναφής του πείρα μετά την απόκτηση του πτυχίου του ήταν ενώπιον τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της ΕΔΥ και λήφθηκε υπόψη. Ωστόσο δεν αποτελούσε πλεονέκτημα, αφού δεν συμπλήρωνε τριετία, όπως προνοούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας.

 

Ούτε ο ισχυρισμός του αιτητή για υπέρμετρη βαρύτητα στα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης ευσταθεί. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 ισοδυναμούσε στα προσόντα, υπερείχε με ελαφρώς καλύτερη βαθμολογία στις· γραπτές εξετάσεις, ενώ είχε υπέρ της και το πλεονέκτημα της πείρας που προνοούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας (από 6/2002 έως σήμερα, συνολική πείρα 36,5 μήνες σύμφωνα με τις βεβαιώσεις πείρας που υπέβαλε (βλ. Παράρτημα Ζ1 στην ένσταση)).  Το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 κατείχε δίπλωμα του ΑΤΙ Computer Studies, Εngineering Council και ήταν μέλος του ΕΤΕΚ. Δεν κατείχε μεταπτυχιακό προσόν όπως ο αιτητής.  Είχε όμως το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας (45 μήνες πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης από 7/98 μέχρι σήμερα), ενώ ο αιτητής είχε 24 μήνες πείρα σχετική. Είχε, όπως διαπίστωσε και η ΕΔΥ, οριακά χαμηλότερη βαθμολογία από τον αιτητή (κατά μια μονάδα) στις γραπτές εξετάσεις. Υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους 2 προσμέτρησε και η σύσταση του Διευθυντή μαζί με την ελαφρώς καλύτερη αξιολόγηση της στη συνέντευξη.

 

Το καθήκον της επιλογής ανήκει στην ΕΔΥ.  Υπό το φως του συνόλου των στοιχείων που είχε ενώπιον της η ΕΔΥ, ήταν εύλογα παραδεκτή η επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών.  Ο δε αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή ή προβάδισμα.  Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν διαφανής, εφόσον η βαρύτητα που αποδόθηκε στη γραπτή εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ήταν κατώτερη του 80%.  Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 33(6) του Ν. 1/90, (όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο), η Συμβουλευτική  Επιτροπή, αφού λάμβανε υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής  και της προφορικής εξέτασης, εφόσον πραγματοποιείτο, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως, επίσης, και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, κατάρτιζε και απέστελλε στην ΕΔΥ αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψήφιους, καθώς και Προκαταρκτικό Κατάλογο, που περιείχε με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των, κατά την κρίση της, καταλληλότερων υποψηφίων. Η Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην παρούσα περίπτωση, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της πιο πάνω πρόνοιας.  Συμπεριλαμβάνει αιτιολογημένη αξιολόγηση για όλους τους υποψήφιους, με αναφορά στα προσόντα και τις βαθμολογίες τους στη γραπτή εξέταση, κατά σειρά κατάταξης, καθώς και στο πλεονέκτημα, τους Υπηρεσιακούς Φακέλους ή τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων.

 

Η κατοχή του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ήταν επίσης καταλυτική, (βλ. Λοίζος Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639).  Στο μόνο στοιχείο που υπερτερεί ο αιτητής έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους 2 ήταν η οριακή καλύτερη βαθμολογία του στις γραπτές εξετάσεις, που μπορεί από τη νομολογία να θεωρείται στοιχείο αυξημένης σημασίας από ότι η προφορική συνέντευξη, αλλά στην προκειμένη περίπτωση η διαφορά είναι οριακή. Επίσης το μεταπτυχιακό δίπλωμα του αιτητή που του προσέδιδε κάποια υπεροχή στα πρόσθετα προσόντα, σχολιάστηκε από την ΕΔΥ ότι λήφθηκε υπόψη αλλά δεν θα μπορούσε να του δώσει έκδηλη υπεροχή, ιδιαίτερα ενόψει της κατοχής του πλεονεκτήματος από το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                                                    Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο