ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ODYSSEAS GEORGHIOU ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1976) 3 CLR 74
HADJISAVVA ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 76
HJIIOANNOU ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1041
Xατζηβασιλείου Παναγιώτης ν. Aρχής Λιμένων Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 755
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Mάριου Παπαχριστοδούλουκαι Άλλης (2002) 3 ΑΑΔ 329
Κατσελλή Γιαννούλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 585
Παρτασίδου Δώρα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 413
Παναγή Λοΐζος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 639
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ ΜΑΥΡΗ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1086/2009, 5 Δεκεμβρίου 2011
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 144/1989 - Ο περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμος του 1989
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D387
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 1497/2012)
2 Αυγούστου, 2016
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ ΜΑΥΡΗ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------
Α. Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια.
Ε. Χαραλάμπους (κα) για ΑΡΓΕΝΤΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΕΠΕ, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Χρ. Μιχαηλίδου (κα) για Μ. ΗΛΙΑΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ, για το ενδιαφερόμενο μέρος.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 25.7.2012, η οποία της γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 18.9.2012, με την οποία επαναπροήγαγαν μετά από επανεξέταση την Ειρήνη Κυριακίδου (ΕΜ) στη θέση Ανώτερου Βοηθού Βιβλιοθήκης αναδρομικά από 1.6.2009.
Η επανεξέταση έλαβε χώρα εν όψει της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπό Κωνσταντινίδη, Δ., στην προσφυγή της αιτήτριας, Μαυρή ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1086/09, 5.12.2011, δυνάμει της οποίας ακυρώθηκε η προαγωγή της Ειρήνης Κυριακίδου, του ιδίου ΕΜ με την παρούσα προσφυγή,.
Όπως προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση:
«.Η ενδιαφερόμενη επελέγη ως υπερέχουσα στη βαθμολογία στις ετήσιες αξιολογήσεις και ως αποδώσασα καλύτερα στην προφορική εξέταση (εξαίρετη) σε σύγκριση με την ανθυποψήφια της αιτήτρια (πολύ καλή). Η αιτήτρια υπερείχε σε αρχαιότητα κατά ένα χρόνο και πέντε μήνες αλλά, όπως κρίθηκε, η γενική υπεροχή της ενδιαφερομένης στην αξία της έδιδε προβάδισμα. Ως προς τα προσόντα δεν έγινε ειδική σύγκριση.»
Η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών (Επιτροπή) κατά τη συνεδρίαση της ημερ. 24.4.2012, αφού ενημερώθηκε για την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έλαβε γνώση της επιστολής του δικηγόρου του Πανεπιστημίου Κύπρου, αναφορικά με τα ισχύοντα για την επανεξέταση, αποφάσισε όπως επανεξετάσει τις υποψηφιότητες για την επίδικη θέση.
Η αιτήτρια επικαλείται αριθμό νομικών ισχυρισμών για να επιτύχει ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Παραπέμποντας στο άρθρο 6(1)(γ)(ii) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου, Ν. 144/89 (όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος), και στο άρθρο 17(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο, Ν. 158(Ι)/99, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή αναρμοδίως έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση: αρμόδιο όργανο να ολοκληρώνει τους διορισμούς ή τις προαγωγής του διοικητικού προσωπικού του Πανεπιστημίου είναι το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου. Το διοικητικό όργανο δεν μπορεί να μεταβιβάσει την εξουσία που του ανατίθεται από το σχετικό Νόμο και τους περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Διοικητικό Προσωπικό) Κανονισμούς του 1990, ΚΔΠ 162/90 (οι Κανονισμοί), χωρίς να υπάρχει προς τούτο ειδική νομοθετική πρόνοια.
Κατά τα νομολογηθέντα, κατά την επανεξέταση η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων. Το δεδικασμένο περιλαμβάνει όλα τα ζητήματα που ηγέρθησαν και κρίθηκαν με την προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου ή ζητήματα που ηδύναντο να εγερθούν και δεν ηγέρθησαν κατά τον ουσιώδη χρόνο (Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413.
Με αναδρομή στην ανωτέρω απόφαση, εκ της οποίας προέκυψε το δεδικασμένο, διαπιστώνω ότι ο σχετικός λόγος ακυρότητας πως η Επιτροπή δεν είχε εξουσία λήψης τελικής απόφασης, αλλά αυτή ανήκε στο Συμβούλιου του Πανεπιστημίου, του οποίου απαιτείτο η επικύρωση, αποσύρθηκε όταν:
«Υποδείχθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση και την ενδιαφερομένη το άρθρο 6Α του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 1989 (Ν. 144/89 όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος), σύμφωνα με το οποίο το Συμβούλιο μπορεί να καταρτίζει Επιτροπές στις οποίες μπορεί να μεταβιβάζει οποιεσδήποτε αρμοδιότητές του. Επίσης υποδείχθηκε η απόφαση του Συμβουλίου, ημερομηνίας 8.7.08, με την οποία εγκρίθηκε η συγκρότηση της Επιτροπής στην οποία και μεταβιβάστηκε η αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, για προαγωγές διοικητικού προσωπικού.»
Οπότε με αυτά τα δεδομένα τροποποιήθηκε με την απαντητική αγόρευση της αιτήτριας το εγειρόμενο ζήτημα για να υποστηριχθεί πλέον πως:
«.αφού το άρθρο 6Α αναφερόταν σε Επιτροπές από μέλη του Συμβουλίου, που είναι ορθό, εδώ η Επιτροπή δεν απαρτιζόταν μόνο από μέλη του Συμβουλίου. Επομένως η συγκρότηση της ήταν παράνομη.»
Ως εκ τούτου ο συναφής λόγος ακυρότητας δεν δύναται να εξεταστεί εφόσον συνιστά δεδικασμένο και δεν είναι δυνατόν να προβληθεί εκ νέου: ουσιαστικά η αιτήτρια κατά την πρώτη διαδικασία αποδέχθηκε την αρμοδιότητα του αποφασιστικού οργάνου και συγκεκριμένα της Επιτροπής: άρθρο 6Α του Νόμου, ότι το Συμβούλιο έχει εξουσία να μεταβιβάζει οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητες του σε Επιτροπές τις οποίες καταρτίζει από μέλη του και περιόρισε το ζήτημα στην κακή σύνθεση της Επιτροπής, όπως αυτό εξετάστηκε στη συνέχεια και κρίθηκε τελεσίδικα από το Δικαστήριο.
Ο επόμενος ισχυρισμός της αιτήτριας, όπως η ίδια τον παραθέτει αφορά: «Καθήκοντα κατά την επανεξέταση - Δεδικασμένο - Δεν αξιολογήθηκαν τα πρόσθετα προσόντα - Μη συγκεκριμενοποίηση της βαρύτητας τους». Εισηγείται η αιτήτρια ότι ενώ η Επιτροπή είχε καθήκον κατά την επανεξέταση να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση, παρέλειψε να λάβει υπόψη της και το δίπλωμα BSc Econ in Information and Library Studies, αλλά και αριθμό σεμιναρίων που παρακολούθησε, ως όφειλε, περιοριζόμενη μόνο σε άλλα επιπρόσθετα προσόντα της, στα οποία έκανε μόνο απλή αναφορά και χωρίς να αιτιολογήσει κατά σύγκριση και αξιοκρατικά γιατί είναι σχετικά, όπως και να συγκεκριμενοποιήσει τη βαρύτητα που προσέδωσε σε αυτά. Υποβάλλει μάλιστα, ότι η απόφαση της Επιτροπής να δώσει σ΄ αυτά ανάλογη βαρύτητα με βάση «το βαθμό επιτυχίας σ΄ αυτά», παραβιάζει τον Κανονισμό 9(3) της ΚΔΠ 162/90, σύμφωνα με τον οποίο, η προαγωγή των υπαλλήλων αποφασίζεται, μεταξύ άλλων, με τα σχετικά προσόντα και όχι με το βαθμό επιτυχίας των υποψηφίων. Τέλος, ότι η Επιτροπή παρέλειψε να συγκρίνει τα προσόντα της με το ΕΜ και να κρίνει ποια εκ των δύο υποψηφίων υπερέχει, ως προς τα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης προσόντα.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας το σχετικό λόγο ακυρότητας ερμήνευσε τον Κανονισμό 9(3) ανωτέρω και κρίνοντας τον βάσιμο ακύρωσε την απόφαση με το ακόλουθο σκεπτικό:
«.Ο ειδικός ισχυρισμός που πρόβαλε η αιτήτρια σε σχέση με τα προσόντα, είναι βάσιμος.
Η Επιτροπή αναφέρθηκε εξ αρχής στον Κανονισμό 9(3) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Διοικητικό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990 (ΚΔΠ 162/90 και ΚΔΠ 256/92). Τα κριτήρια για προαγωγή, όπως καθορίζεται σ' αυτόν, είναι η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα. Εν τούτοις, αμέσως μετά, ως προς τα προσόντα, η Επιτροπή καθόρισε: «Λαμβάνονται υπόψη τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας». Για να ακολουθήσει στη συνέχεια η σημείωση πως οι δυο κατείχαν ακριβώς «τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα» χωρίς αναφορά σε οτιδήποτε άλλο και είναι το παράπονο της αιτήτριας πως δεν συνυπολογίστηκαν ακαδημαϊκά της προσόντα, τα οποία καταγράφει, που θα τις προσέδιδαν υπεροχή στον τομέα και συνακολούθως γενικότερα.
Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως η αρχική δήλωση της Επιτροπής οφειλόταν στο ότι έκρινε πως οποιαδήποτε προσόντα της αιτήτριας αλλά και της ενδιαφερομένης δεν ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Η ενδιαφερομένη λέγει πως η Επιτροπή «τα προσμέτρησε» αλλά είναι προφανές πως ούτε αυτό ούτε και το επιχείρημα των καθ' ων η αίτηση δικαιολογούνται από τα δεδομένα.
Το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτούσε ακαδημαϊκά προσόντα και δεν έχει γίνει συζήτηση αναφορικά προς πιθανά τέτοια για τη θέση του Βοηθού Βιβλιοθήκης Α7 που ήδη κατείχαν. Το σχέδιο υπηρεσίας, όπως εξειδικεύθηκε, απαιτούσε για την περίπτωση κατοχή της θέσης Βοηθού Βιβλιοθήκης Α΄ και επταετή πείρα συναφή με τα καθήκοντα της θέσης. Περαιτέρω, απαιτούσε ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, ευθυκρισία, υπευθυνότητα και ικανότητα αποτελεσματικής συνεργασίας. Η Επιτροπή καθόρισε πως θα λάμβανε υπόψη τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και δεν είναι δυνατό αυτό να αλλοιωθεί. Ασφαλώς δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι, αυτή η δήλωση, μάλιστα προοιμιακή όπως ήταν, σημαίνει πως εξετάστηκαν άλλα μη απαιτούμενα προσόντα και πως εμπεριέχει κρίση ότι αυτά δεν ήταν σχετικά. Πολύ λιγότερο δεν μπορεί να δικαιολογεί την άποψη ότι, στην πραγματικότητα, η Επιτροπή «προσμέτρησε» πρόσθετα, μη απαιτούμενα προσόντα.
Μου φαίνεται πως η απλή πραγματικότητα, όπως αυτή αναδύεται από τον καθόλου χειρισμό, είναι πως η Επιτροπή λειτούργησε κάτω από πλάνη ως προς τα προσόντα που θα έπρεπε να συνυπολογιστούν. Όταν ο Κανονισμός αναφέρεται σε «προσόντα» ως κριτήριο για προαγωγή, δεν εννοεί βεβαίως τα απαιτούμενα. Χωρίς τα οποία δεν τίθεται ζήτημα διεκδίκησης της θέσης. Εννοεί μη απαιτούμενα και θα πρέπει η Επιτροπή να στρέψει την προσοχή της προς εκείνη την κατεύθυνση. Να διαπιστώσει ποια προσόντα είχαν, να εκτιμήσει αν ήταν ή όχι σχετικά προς τα καθήκοντα της θέσης και να τα συνυπολογίσει, ανάλογα. Αυτό το έργο δεν μπορεί, όπως είναι παγίως νομολογημένο, να το αναλάβει το Ανώτατο Δικαστήριο και, συνεπώς, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.»
Ο συναφής ισχυρισμός της αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθεί.
Προκύπτει σαφώς εκ των ανωτέρω, ότι όπου ο σχετικός Κανονισμός αναφέρεται σε «προσόντα» ως κριτήριο προαγωγής, δεν εννοεί τα «απαιτούμενα» αλλά τα «μη απαιτούμενα», τα οποία θα πρέπει η Επιτροπή αφού τα διαπιστώσει, να εκτιμήσει αν ήταν ή όχι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και να τα συνυπολογίσει αναλόγως. Η Επιτροπή κατά την επανεξέταση συμμορφούμενη με το δεδικασμένο προέβη, θεωρώ, ως όφειλε, σε διαπίστωση των πρόσθετων προσόντων και των δύο υποψηφίων, με ενδελεχή παράθεση τους για την κάθε υποψήφιο ξεχωριστά. Παράλληλα κατέγραψε την εκτίμηση της ως προς το κατά πόσον ήσαν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης για να καταλήξει ότι και οι δύο υποψήφιες είναι κάτοχοι πρόσθετων, μη απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, προσόντων συναφών με τα καθήκοντα της θέσης. Εξ ου και η διαπίστωση της ότι κάποια από αυτά, σε σχέση με την αιτήτρια, δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης με αποτέλεσμα να τους δοθεί περιθωριακή σημασία. Ως προς δε τα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης τα κατέγραψε, τα έλαβε υπόψη και τους προσέδωσε την «.ανάλογη βαρύτητα με το βαθμό επιτυχίας (σ΄ αυτά) της υποψήφιας».
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι παρέλειψε η Επιτροπή να λάβει υπόψη της το BSc της αιτήτριας, διαπιστώνω ότι η αιτήτρια στην απαντητική της αγόρευση παραδεχόταν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν κατείχε το εν λόγω προσόν, το απέκτησε αργότερα. Ως προς τα διάφορα σχετικά πιστοποιητικά παρακολούθησης σεμιναρίων, τα οποία η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δεν κατέγραψε η Επιτροπή, θεωρώ ότι το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει τη συνολική εικόνα ως προς τα πρόσθετα προσόντα των δύο υποψηφίων. Αυτό που προσμετρά δεν είναι ο αριθμός των πιστοποιητικών που κατέχουν οι υποψήφιες, αλλά η συνολική εικόνα των υποψηφίων από την οποία αναδεικνύεται ισοδυναμία: και οι δύο κατείχαν ανάλογα πιστοποιητικά, που δείχνει το ενδιαφέρον τους για επιμόρφωση. Άλλωστε όπως εύστοχα και ευσύνοπτα λέχθηκε στην Πούρος (ανωτέρω) σ. 395:
«.Πέρα από αυτό, με δεδομένο ότι ενδείκνυτο η απόδοση κάποιας σημασίας, στα μεταπτυχιακά προσόντα, η δραστική διαφοροποίηση αυτής της σημασίας ανάλογα με το επίπεδο του ενός ή του άλλου μεταπτυχιακού, δύσκολα νομίζουμε θα δικαιολογείτο γιατί κινείται κανείς μέσα σε σχετικά στενά περιθώρια. Για να μπορεί το μεταπτυχιακό, στο ανώτατό του όριο, να έχει μεγάλη σημασία, θα πρέπει να προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα. Θεωρούμε επομένως πως η Ε.Δ.Υ., η οποία καθώς φαίνεται δεν προέβη αναφορικά με αυτό το ζήτημα σε ουσιαστικές διακρίσεις, κινήθηκε μέσα σε εύλογα όρια.»
Η Επιτροπή δίδοντας βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα αναλόγως του βαθμού επιτυχίας της κάθε υποψήφιας, ενήργησε μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητας της ώστε να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, ως η μόνη αρμόδια ν΄ αποφασίσει σχετικά. Τούτων δοθέντων, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων. Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, σ.395:
«.Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής( και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»
Ισχυρίζεται επίσης η αιτήτρια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς την ακυρωτική απόφαση αλλά και με τα στοιχεία των φακέλων: Η Επιτροπή υπό πλάνη προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην οριακή διαφορά ως προς την αξία του ΕΜ: Κατέγραψε ότι ήταν 0,04 ενώ στην ακυρωτική απόφαση καταγράφεται ως μέσος όρος βαθμολογίας κατά την τελευταία δεκαετία 4,96 (αιτήτρια) και 4,99 (ΕΜ), συνεπώς η διαφορά ήταν 0,03.
Αναφορικά με την ισχυριζόμενη πιο πάνω διαφορά στην αξία μεταξύ των δύο υποψηφίων, παρατηρώ ότι σε συμφωνία με το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων των υποψηφίων, όπως και τον «Πίνακα Κριτηρίων (Προσόντων, Αξίας και Αρχαιότητας) Εσωτερικών Υποψηφίων για την πλήρωση της επίδικης θέσης», τα οποία ήταν ενώπιον της Επιτροπής και στις δύο διαδικασίες, η διαφορά στο μέσο όρο ήταν πράγματι 0,04 εφόσον η μεν αιτήτρια συγκέντρωσε μέσο όρο 4,96 ενώ το ΕΜ 5,00. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα λάθους της Επιτροπής στην παρούσα διαδικασία αλλά προφανώς αριθμητικού λάθους στην ακυρωτική απόφαση, που δεν επηρεάζει την παρούσα διαδικασία, δεν πρόκειται περί λανθασμένης κρίσης της Επιτροπής ή του Δικαστηρίου αλλά περί απλής λανθασμένης μεταφοράς και καταγραφής στοιχείων. Εν πάση περιπτώσει τα γεγονότα στην ουσία δεν αλλάζουν, είτε η διαφορά είναι 0,03 είτε 0,04, εφόσον και στις δύο περιπτώσεις καταδεικνύεται «οριακή» υπεροχή υπέρ του ΕΜ, όπως άλλωστε και η αιτήτρια την αποδέχεται ως τέτοια. Όπως κατέγραψε η Επιτροπή, κατά την τελευταία δεκαετία οι υποψήφιες είχαν μέσο όρο βαθμολογίας η μεν αιτήτρια 4,96, η δε ενδιαφερομένη 4,99, δηλαδή κατ΄ ελάχιστον «μεγαλύτερη».
Επιπρόσθετα, απορριπτέα είναι και η θέση της αιτήτριας ότι η πιο πάνω οριακή διαφορά κατά 0,04 κατά μέσο όρο, υπέρ της αιτήτριας, επ΄ ουδενί μπορούσε να της προσδώσει ελαφρά υπεροχή στην αξία, όπως κρίθηκε από την Επιτροπή. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585, 588:
«.Οριακή είναι βέβαια και η διαφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις των συστηνομένων υποψηφίων και της εφεσείουσας. Ωστόσο, σημειώνοντας την τόσο συχνά παρουσιαζόμενη ισοπεδωτική βαθμολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων στις εκθέσεις αξιολόγησης στις οποίες συνήθως εμφανίζονται όλοι ως εξαίρετοι, η εν λόγω διαφορά σε αξία μπορεί να λαμβάνεται υπ' όψιν (βλέπε μεταξύ άλλων και Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 654/01, ημερ. 19.11.2002).»
Ως προς την αρχαιότητα η αιτήτρια υπερέχει κατά ένα χρόνο και πέντε μήνες του ΕΜ, διορίστηκε στην προγενέστερη της επίδικης θέσης Βοηθού Βιβλιοθήκης την 1.7.1991, ενώ το ΕΜ στις 7.12.1992. Αρχαιότητα που υπό τις περιστάσεις φέρει και την ανάλογη πείρα και που λαμβάνεται υπόψη σε περιπτώσεις όπου κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία, Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 649. Αντίθετα η υπεροχή της αιτήτριας, όπως η ίδια ισχυρίζεται, σε «επαγγελματική πείρα», που δεν αποκτήθηκε κατά την υπηρεσία της στο Πανεπιστήμιο, αλλά στον ιδιωτικό τομέα ως εξωγενές στοιχείο δεν προσμετρά υπέρ της.
Επρόκειτο για θέσεις προαγωγής με ευρεία διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου να επιλέξει τον καταλληλότερο για τη θέση υποψήφιο. Η Επιτροπή είχε ενώπιον της δύο ισοδύναμες υποψήφιες: η μεν αιτήτρια να υπερέχει σε αρχαιότητα ως ανωτέρω, ενώ το ΕΜ σε αξία τόσο όσον αφορά την απόδοση της κατά την προφορική εξέταση (εξαίρετη) σε σύγκριση με την αιτήτρια (πολύ καλή) όσο και ως προς τη βαθμολογία, έστω οριακή στις ετήσιες αξιολογήσεις.
H αιτήτρια δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι της προαχθείσης (Χατζησάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 C.L.R. 76, Χατζηϊωάννου ν. Dημοκρατίας (1983) 3 C.L.R. 1041, Δημοκρατία κ.α. ν. Παπαχριστοδούλου κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, 338) και κατά συνέπεια η παραγνώριση της δεν επιφέρει ακυρότητα (Χατζηβασιλείου ν. Αρχή Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755, 762, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 C.L.R. 74).
Η διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου, το οποίο ενήργησε συννόμως και χωρίς να εκφεύγει των ακραίων ορίων, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο: Παναγή (ανωτέρω).
Θεωρώ με βάση το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων, ότι η επίδικη απόφαση ήταν αιτιολογημένη με επάρκεια και εύλογα επιτρεπτή, συμπληρώνεται δε και από τους ενώπιον της Επιτροπής φακέλους και στοιχεία.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η αιτήτρια θα καταβάλει €1.300 έξοδα προς τους καθ΄ ων η αίτηση, πλέον ΦΠΑ αν επιβάλλεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ