ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σωτήρης Δράκος, για την Αιτήτρια. Κυριάκος Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-08-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο IRINA ORLOVA ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1264/2011, 5/8/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D400

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1264/2011)

 

5 Αυγούστου, 2016

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

IRINA ORLOVA,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

           ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

Σωτήρης Δράκος, για την Αιτήτρια.

Κυριάκος Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:     Η αιτήτρια, με την παρούσα προσφυγή, ζητά ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 8.7.2011, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά της, ημερομηνίας 18.10.2010, για παραχώρηση άδειας παραμονής και εργασίας στην Κύπρο, για το λόγο ότι η ίδια δε συζούσε με τον Ελληνοκύπριο σύζυγό της. 

 

Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:  Η αιτήτρια κατάγεται από τη Ρωσία και ήλθε πρώτη φορά στην Κύπρο στις 28.4.2002.  Μετά από μακρόχρονη νόμιμη, αλλά, κατά διαστήματα, και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία, στις 18.10.2010, υπέβαλε αίτημα προς την αρμόδια αρχή να της παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας ως σύζυγος Κύπριου πολίτη.  Στο μεταξύ, στις 8.11.2004, είχε τελέσει πολιτικό γάμο με άντρα κατέχοντα την ιδιότητα αυτή, ο οποίος εξακολουθεί να εμφανίζεται ως ο νόμιμος σύζυγός της.  Το πιο πάνω αίτημά της απορρίφθηκε, για το λόγο που έχει προαναφερθεί.  Το συμπέρασμα ότι αυτή και ο σύζυγός της δε ζούσαν μαζί κάτω από την ίδια στέγη φαίνεται να ήταν το αποτέλεσμα έρευνας, η οποία πραγματοποιήθηκε, αρμοδίως, σε διάφορες ημερομηνίες, κατά τον Ιούνιο του 2011.  Οι ενέργειες δε που έγιναν στο πλαίσιο αυτής και τα όσα προέκυψαν, σχετικά, καταγράφονται σε επιστολή του Υπεύθυνου του Κλιμακίου της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λευκωσίας προς το Διοικητή της εν λόγω Υπηρεσίας, ημερομηνίας 30.6.2011∙ πρόκειται για ενδοϋπηρεσιακή αλληλογραφία.

 

Πράγματι, κατά την εν λόγω έρευνα, διαπιστώθηκε ότι το ζεύγος δε συζούσε κάτω από την ίδια στέγη, γεγονός το οποίο παραδέχτηκαν και οι ίδιοι, δίδοντας, όμως, κάποιες εξηγήσεις, ως προς τούτο.  Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε από το σύζυγο, λόγω της άφιξης στην κατοικία του ζεύγους συγγενών της αιτήτριας από το εξωτερικό, είχε δημιουργηθεί στενότητα χώρου και ήταν εξαιτίας αυτού του λόγου που ο ίδιος διέμενε προσωρινά σε άλλη κατοικία.  Η πιο πάνω εκδοχή θεωρήθηκε ότι δε συνέπιπτε με εκείνην της αιτήτριας, η οποία δικαιολόγησε την απουσία του συζύγου της, ισχυριζόμενη ότι αυτός απουσίαζε από την κατοικία τους, επειδή είχε μεταβεί στην εργασία του.  Εξαιτίας των πιο πάνω διαφορών, αυτοί δεν έγιναν πιστευτοί.  Καταλήγοντας δε, ο συγγραφέας της πιο πάνω επιστολής, αναφέρει, σχετικά, τα εξής:-

 

«Ενόψει των πιο πάνω και των προηγούμενων μας σημειωμάτων που αφορούν προηγούμενους μας ελέγχους, πιστεύεται ότι δεν υπάρχει συμβίωση του ζεύγους και ότι ο γάμος σκοπό έχει να εξασφαλίζει η σύζυγος τη νόμιμη παραμονή της στη Δημοκρατία με απώτερο σκοπό την απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας.»

 

 

 

Με βάση τα ανωτέρω, η εν λόγω αίτηση της αιτήτριας είχε την κατάληξη που έχει προαναφερθεί.

 

Ο δικηγόρος της αιτήτριας, με επιστολή του ημερομηνίας 26.7.2011, ζήτησε όπως το προαναφερθέν αίτημά της επανεξεταστεί.  Επισύναψε δε, σχετικά, και ένορκες δηλώσεις του ζεύγους, στις οποίες αναφέρεται ότι, κατά τον προαναφερθέντα έλεγχο της γνησιότητας του γάμου της αιτήτριας, ο σύζυγος διέμενε προσωρινά σε άλλη κατοικία, λόγω επίσκεψης και διαμονής στην κατοικία τους συγγενικών προσώπων της.  Πρόβαλαν, δηλαδή, ξανά το λόγο που αναφέρθηκε κατά την έρευνα του Ιουνίου του 2011.  Οι καθ' ων η αίτηση, με επιστολή ημερομηνίας 19.3.2012, πληροφόρησαν το δικηγόρο ότι δε δικαιολογείτο η επανεξέταση, δεδομένου, όπως ανέφεραν, «... ότι η συμβίωση του ζεύγους δεν είχε διακοπεί το 2011 λόγω επίσκεψης συγγενών, αλλά το 2009, βάσει στοιχείων του Τμήματος ανάμεσα στα οποία υπάρχει παραδοχή της πελάτιδός σας ότι ο σύζυγος της διέμενε με το γιο του σε άλλη κατοικία».

 

΄Οπως προκύπτει από το σχετικό διοικητικό φάκελο, στις 19.1.2009, έγινε η μοναδική, κατά το έτος εκείνο, έρευνα γνησιότητας του γάμου της αιτήτριας.  Αυτή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης της αιτήτριας να εγγραφεί ως κύπρια πολίτις.  Από την εν λόγω έρευνα, προέκυψε ότι το ζεύγος ήταν σε διάσταση και ότι οι σύζυγοι έμεναν χωριστά.  Σχετικό είναι το σημείωμα 31 του εν λόγω φακέλου, στο τέλος του οποίου ο συγγραφέας του σημειώματος αναφέρει ότι δε σύστηνε την έγκριση της προαναφερθείσας αίτησης της αιτήτριας και εισηγείτο όπως αυτή «επανεξετασθεί σε μεταγενέστερο στάδιο εάν και εφόσο το ζεύγος επανενωθεί και διαμένει κάτω από την ίδια στέγη».

 

Με αφορμή την αναφορά στην προαναφερθείσα ενδοϋπηρεσιακή επιστολή ημερομηνίας 30.6.2011, σε «προηγούμενους ελέγχους», κρίνεται ορθό όπως αναφερθούν, επιπρόσθετα, και τα εξής, συμπληρωματικά της εικόνας σε σχέση με τη γνησιότητα του γάμου της αιτήτριας∙ προκύπτουν και αυτά από το σχετικό διοικητικό φάκελο.  Ο πρώτος, λοιπόν, τέτοιος έλεγχος πραγματοποιήθηκε στις 8.3.2005 και διαπιστώθηκε ότι ο γάμος της αιτήτριας ήταν γνήσιος.  Κατά τα έτη 2006 και 2007, έγιναν ξανά προσπάθειες ελέγχου της γνησιότητας του γάμου της αιτήτριας, αυτές, όμως, δεν απέδωσαν, για το λόγο ότι ο σύζυγος απουσίαζε στο εξωτερικό «για δουλειές».  Στη συνέχεια, από έλεγχο που πραγματοποιήθηκε το 2008, ηγέρθησαν υποψίες ότι ο γάμος μπορεί να μην ήταν γνήσιος, όμως, όπως αναφέρεται στο σημείωμα 23 του διοικητικού φακέλου, ημερομηνίας 20.5.2008, θα συνεχίζονταν οι έρευνες σε σχέση με το θέμα αυτό.  Κατά την περίοδο δε μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου του 2008, πραγματοποιήθηκαν δύο έλεγχοι, ως αποτέλεσμα των οποίων επιβεβαιώθηκε ότι ο γάμος της αιτήτριας ήταν γνήσιος και ότι οι σύζυγοι έμεναν μαζί στην ίδια κατοικία∙ σχετικές είναι οι αναφορές στο διοικητικό φάκελο, στα σημειώματα 25 και 27, με ημερομηνίες 28.5.2008 και 6.7.2008, αντίστοιχα.  Στις 5.11.2008, ζητήθηκε νέα έρευνα, προς έλεγχο της γνησιότητας του εν λόγω γάμου, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 19.1.2009∙ είναι η περίπτωση που αναφέρεται προηγουμένως και καταγράφεται ως σημείωμα 31 στο διοικητικό φάκελο.

 

Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των καθ' ων η αίτηση και προβάλλει ως λόγους ακύρωσής της, μεταξύ άλλων, ότι αυτή είναι αποτέλεσμα:  (α)  Μη δέουσας έρευνας και/ή μη επαρκούς αιτιολογίας και  (β)  Πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι φανερό ότι λήφθηκε δυνάμει των προνοιών του άρθρου 7Α(1)(β) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), στο πλαίσιο εξέτασης του προαναφερθέντος αιτήματος της αιτήτριας να της παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας στην Κύπρο.  Μοναδικό κριτήριο για την έγκριση ή μη τέτοιας αίτησης αποτελεί η γνησιότητα του γάμου της αιτήτριας ή του αιτητή, αναλόγως της περίπτωσης, δεδομένου ότι πρόκειται για αλλοδαπό πρόσωπο, το οποίο έχει συνάψει γάμο με υπήκοο της Κυπριακής Δημοκρατίας.  ΄Ενα δε από τα στοιχεία, που θεωρείται ότι τείνουν να καταδείξουν ότι ένας τέτοιος γάμος δεν είναι γνήσιος, ή, όπως αλλιώς τίθεται, ότι είναι εικονικός, είναι όταν: «Το ζεύγος δε συζεί κάτω από την ίδια στέγη», (άρθρο 7Α(3)(α) του Κεφ. 105).  Το εδάφιο (4) του ιδίου άρθρου παρέχει εξουσία στην αρμόδια αρχή να προβαίνει σε έρευνες και να συλλέγει πληροφορίες, στο πλαίσιο ελέγχου της γνησιότητας  τέτοιου γάμου.  Προφανώς, είναι αυτό που συνέβη στην προκειμένη περίπτωση και οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως αποτέλεσμα άσκησης από την αρμόδια αρχή διακριτικής εξουσίας. 

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 26(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, αποτελεί αρχή δικαίου ότι αποφάσεις, όπως η προαναφερθείσα, «... πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες - (α)  Είναι δυσμενείς για το διοικούμενο∙».  ΄Οσον αφορά δε τη μορφή και την έκταση που πρέπει να λαμβάνει η αιτιολογία, αναλόγως και με το θέμα που πραγματεύεται η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή, οπωσδήποτε, «... πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης», (άρθρο 28 του Ν. 158(Ι)/1999).  Η επάρκεια, βέβαια, της αιτιολογίας μιας διοικητικής απόφασης εξαρτάται άμεσα από την επάρκεια της έρευνας, η οποία πραγματοποιείται σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστατικών της, (άρθρο 45 του Ν. 158(Ι)/1999). 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και στους δύο πιο πάνω τομείς, κατά παράβαση των σχετικών αρχών των άρθρων 26, 28 και 45 του Ν. 158(Ι)/1999.  Αυτό δε συμβαίνει, κατά ένα ιδιαίτερο, μάλλον, τρόπο.  Η εν λόγω απόφαση, όπως είναι διατυπωμένη στην επιστολή ημερομηνίας 8.7.2011, με την οποία αυτή κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια, έχει ως εξής:-

 

«΄Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας, ημερομηνίας 18/10/2010, με την οποία ζητάτε όπως σας παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας, και να σας πληροφορήσω ότι η αίτηση απορρίπτεται καθότι δεν συζείτε με τον Ελληνοκύπριο σύζυγο σας.»

 

 

 

΄Οπως έχει προηγουμένως λεχθεί, με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 7Α(1) του Κεφ. 105, για να δικαιολογείτο η απόρριψη του πιο πάνω αιτήματος της αιτήτριας για άδεια παραμονής, έπρεπε να είχε διαπιστωθεί από την αρμόδια αρχή ότι ο γάμος της ήταν εικονικός.  Μόνο στη βάση αυτή μπορούσε το εν λόγω αίτημά της να απορριφθεί.  Η προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, δεν την πληροφορούσε για κάτι τέτοιο.  ΄Ο,τι αναφέρει ως αιτιολογία για απόρριψη του αιτήματός της είναι ότι αυτή δε συζούσε με το σύζυγό της, προφανώς, εννοώντας κατά τη χρονική περίοδο της εξέτασής του και της έρευνας που είχε διενεργηθεί, ειδικά, τον Ιούνιο του 2011.  Προς επιβεβαίωση του πιο πάνω συμπεράσματος, σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται στο απόσπασμα, ανωτέρω, από την ενδοϋπηρεσιακή επιστολή ημερομηνίας 30.6.2011. 

 

Στο προαναφερθέν  απόσπασμα, βέβαια, γίνεται αναφορά και σε «προηγούμενους ελέγχους» που διενεργήθηκαν και οι οποίοι κατέδειξαν ότι το ζεύγος δε συζούσε κάτω από την ίδια στέγη και, άρα, το συμπέρασμα, στο οποίο μπορούσε κάποιος να οδηγηθεί, είναι ότι ο γάμος ήταν εικονικός.  Δεν αναφέρεται, όμως, στην εν λόγω ενδοϋπηρεσιακή επιστολή ποιοι ήταν οι προηγούμενοι έλεγχοι και εάν αυτοί οδήγησαν σε τέτοιο συμπέρασμα.  Αντιθέτως, από τα γεγονότα που καταγράφονται πιο πάνω και προέρχονται από το σχετικό διοικητικό φάκελο, δε φαίνεται να υπάρχει οριστική κατάληξη οποιουδήποτε αρμόδιου λειτουργού στο συμπέρασμα ότι το ζεύγος δε ζούσε μαζί κάτω από την ίδια στέγη και, άρα, ο γάμος ήταν εικονικός.  Σε δύο περιπτώσεις, που είχαν γίνει σχετικές έρευνες το 2008, καταδείχθηκε ότι ο γάμος ήταν γνήσιος, (σημειώματα 25 και 27 στο διοικητικό φάκελο), ενώ, στην αναφορά στο σημείωμα 31, που αφορά την έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε στις 19.1.2009, δε διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, αλλά διαπιστώνεται ότι το ζεύγος βρισκόταν σε διάσταση, λόγω προβλημάτων που αυτό αντιμετώπιζε.  Είχε γίνει δε τότε εισήγηση για επανεξέταση της αίτησης της αιτήτριας να της παραχωρηθεί κυπριακή υπηκοότητα, εφόσον το ζευγάρι θα επανενωνόταν.

 

Το αίτημα της αιτήτριας για άδεια παραμονής εξετάστηκε τον Ιούνιο του 2011.  Στην απάντηση,  όμως, προς το δικηγόρο της, ημερομηνίας 19.3.2012, σε σχέση με το αίτημα για επανεξέταση, η θέση των καθ' ων η αίτηση ήταν πως ο λόγος απόρριψης του αιτήματός της ήταν επειδή η συμβίωση του ζεύγους είχε διακοπεί το 2009.  ΄Οπως έχει, όμως, ήδη καταδειχθεί, δεν υπήρχε, τότε ακόμα, οριστική άποψη ότι το ζεύγος δε ζούσε μαζί και, άρα, ο γάμος τους ήταν εικονικός.  Επομένως, η τελευταία θέση, ανωτέρω, της διοίκησης αναδεικνύει μια σοβαρή αντίφαση ως προς τους λόγους για τους οποίους επιβαλλόταν η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, προφανώς, λόγω ανεπαρκούς έρευνας και, κατά συνέπεια, πλάνης περί τα πράγματα. 

 

Ως αποτέλεσμα της κατάληξης, ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση κηρύσσεται άκυρη και εστερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.  Επιδικάζονται €1.000,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.

   

 

 

                                                             Γ.Ν. Γιασεμής,

                                                                      Δ.

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο