ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
LIVERI ν. REPUBLIC (1981) 3 CLR 398
PLOUSSIOU ν. CENTRAL BANK (1982) 3 CLR 230
JUSTICE PARTY ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 1621
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D392
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1038/2012)
3 Αυγούστου, 2016
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
1. ΡΕΒΕΚΚΑ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ ΛΟΥΛΛΟΥΠΗ,
2. ΧΡΙΣΤΟΣ Χ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΡΟΔΟΣΘΕΝΟΥΣ,
Αιτητές,
ΚΑΙ
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Ο. Λάμπρου για Μουαϊμης & Μουαϊμης ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τους Καθ' ων η
Αίτηση.
Π. Παναγιώτου για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 31.1.2011, με την οποία παραχωρήθηκε μέρος του δημοσίου δρόμου στην ενορία Τσιφλικούδια του Δήμου Λεμεσού, προς την εταιρεία Πανδώρα Επενδύσεις Δημόσια Λτδ).
Η αιτήτρια υπ' αριθμόν 1 Ρεβέκκα Στυλιανίδου - Λουλλουπή και η Χρυστάλλα Ροδοσθένους, η οποία εκπροσωπείται δυνάμει γενικού πληρεξουσίου εγγράφου από τον αιτητή υπ' αριθμό 2, είναι συνιδιοκτήτριες κατά το ½ του τεμαχίου αρ. 258 και, επίσης, ιδιοκτήτριες, η μεν Λουλλουπή του τεμαχίου 259 (όλο), η δε Ροδοσθένους του τεμαχίου αρ. 257 (όλο), τα οποία βρίσκονται στην ενορία Τσιφλικούδια του Δήμου Λεμεσού.
Στην ίδια περιοχή βρίσκονται και τα τεμάχια 174 και 243 - 256, ιδιοκτησίας της εταιρείας Πανδώρα Επενδύσεις Δημόσια Λτδ (στο εξής «το ΕΜ»), μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται δημόσιος δρόμος. Στις 27.2.2008, το ΕΜ ζήτησε με σχετική αίτηση (ΑΔΧ 64/2008) την κατάργηση και παραχώρηση μέρους του πιο πάνω δημόσιου δρόμου (Φ/Σχ. LIX/2.1.III, Τμήμα C), έκτασης 850 τ.μ., με σκοπό την ενοποίησή του με τα συνορεύοντα ακίνητά του και ενιαία ανάπτυξη (κατασκευή κοινόχρηστης πισίνας, αίθουσας γυμναστικής, club facilities κλπ).
Οι αιτητές, αφού αρχικά αρνήθηκαν να δώσουν τη συγκατάθεση τους στο ΕΜ, υπέβαλαν στη συνέχεια ξεχωριστές ενστάσεις με πανομοιότυπο περιεχόμενο στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού, στις 29.1.2010. Προέβαλαν δε τους ακόλουθους λόγους:
«1. Τα τεμάχια μου εφάπτονται επί και εξυπηρετούνται από τον εν λόγω δρόμο.
2.Σε περίπτωση αγοράς και διαγραφής του δημοσίου δρόμου, η πρόσβαση στα οικόπεδα μου θα είναι προβληματική και μειονεκτική επειδή ο μοναδικός άλλος δρόμος είναι στενός και διαθέτει μόνο μια λωρίδα κυκλοφορίας.
3. Τα ακίνητα βρίσκονται σε μια περιοχή στην οποίαν η πρόσβαση είναι ήδη προβληματική. Η παρουσία του χώρου πρασίνου νότια των οικοπέδων μου στερεί πρόσβαση από την Ακταία οδό.
4. Η παρουσία του εν λόγω δρόμου προσδίδει σημαντική αξία στα ακίνητα μου, επειδή ενισχύει σημαντικά την προσπελασιμότητα, τις ανέσεις και την ορατότητα των οικοπέδων μου.
5. Τυχόν διαγραφή του συγκεκριμένου δρόμου θα έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση της αξίας της περιουσίας μου».
Οι ενστάσεις εξετάστηκαν από την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή, κατόπιν εισήγησης της οποίας το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 2.8.2010 την απόρριψη της αίτησης, λόγω του ότι «από τη ζητούμενη παραχώρηση επηρεάζονται συμφέροντα παρακείμενων ιδιοκτητών, οι οποίοι έχουν ήδη υποβάλει γραπτές ενστάσεις».
Στη συνέχεια, με επιστολή ημερομηνίας 30.9.2010, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών διαβίβασε σχετικό σημείωμα του Επάρχου Κερύνειας προς τον Υπουργό, ζητώντας από το Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να θέσει εκ νέου την αίτηση του ΕΜ ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής.
Η Υπουργική Επιτροπή, η οποία συνεδρίασε για το ζήτημα, στις 16.12.2010 αποφάσισε να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, τα ακόλουθα:
«(α) Ανάκληση της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με ημερ. 2.8.2010 (Η.Δ. α/α 2/2010/Β/46), και
(β) την παραχώρηση προς την εταιρεία ΠΑΝΔΩΡΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ με έδρα την Πάφο, του μέρους του δημόσιου δρόμου, με αριθμό τεμαχίου 230, του Τμήματος 3, του Κ.Χ. Σχεδίου LIX/01.03.IV, της Ενορίας Τσιφλικούδια, του Δήμου Λεμεσού, έκτασης 850 τετρ. μέτρων, όπως φαίνεται με κίτρινο χρώμα στο σχετικό σχέδιο, με καταβολή του ποσού των €935.000,00 ως αγοραία αξία του ζητούμενου μέρους του δημόσιου δρόμου και με τους πιο κάτω όρους:
(i) το παραχωρούμενο μέρος του δημόσιου δρόμου, όπως φαίνεται με κίτρινο χρώμα στο σχετικό σχέδιο, να ενσωματωθεί στα οικόπεδα, με αριθμούς τεμαχίων 243 μέχρι 256 (14 οικόπεδα) και θα αποτελέσουν όλα μαζί ένα ενιαίο τεμάχιο,
(ii) το νέο πιο πάνω τεμάχιο που θα προκύψει, να συνενωθεί με το τεμάχιο 272, όταν αυτό αναπτυχθεί, σύμφωνα με την πολεοδομική άδεια που θα εξασφαλίσουν οι αιτητές,
(iii) οι αιτητές με την εξασφάλιση της Πολεοδομικής Άδειας για ενιαία ανάπτυξη, να προχωρήσουν στην υλοποίηση της, με την παραχώρηση μέρους της έκτασης του τεμαχίου 272, για δημιουργία δρόμου και βελτίωση του οδικού δικτύου της περιοχής, έτσι ώστε να συνάδει με το κριτήριο που θέτει ο Κανονισμός 13, των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας (Διάθεση) Κανονισμών του 1989 - 2005,
(iv) η κατάργηση και η εγγραφή του ζητούμενου δημόσιου δρόμου, επ' ονόματι των αιτητών, να γίνει ταυτόχρονα με την κατασκευή και εγγραφή του νέου οδικού δικτύου της περιοχής, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (iii) πιο πάνω, και
(v) οι αιτητές, να συμμορφωθούν με οποιουσδήποτε άλλους όρους τεθούν από τις αρμόδιες αρχές και η όλη κατασκευή του νέου οδικού δικτύου να γίνει με δικά τους έξοδα.
Αν οι αιτητές δεν συμμορφωθούν με την απόφαση αυτή, να ανακληθεί αυτόματα χωρίς επαναφορά στο Υπουργικό Συμβούλιο. Σε τέτοια περίπτωση το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να ενημερώσει το Υπουργείο Εσωτερικών με σχετική επιστολή».
H πιο πάνω εισήγηση της Υπουργικής Επιτροπής εγκρίθηκε στις 31.1.2011 από το Υπουργικό Συμβούλιο, η απόφαση του οποίου κοινοποιήθηκε ακολούθως στο ΕΜ, μέσω του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού, με επιστολή ημερομηνίας 17.2.2011.
Οι αιτητές αντέδρασαν στην πιο πάνω εξέλιξη, υποβάλλοντας νέα ένσταση - μέσω δικηγόρου αυτή τη φορά - στις 26.4.2012. Επικαλέστηκαν τους λόγους που είχαν θέσει στην προηγούμενη ένστασή τους και, παράλληλα, τις πρόνοιες του Κανονισμού 13 των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας (Διάθεση) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 173/89 ως έχει τροποποιηθεί).
Απαντώντας στο πιο πάνω διάβημα των δικηγόρων των αιτητών, ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Λεμεσού, με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 9.5.2012, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 26 Απριλίου 2012 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι η ένσταση των πελατών σας, για την παραχώρηση μέρους δημόσιου δρόμου στην ενορία Τσιφλικούδια Λεμεσού, προς την εταιρεία ΠΑΝΔΩΡΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ που εδρεύει στην Πάφο, με την αίτηση της με αριθμό ΑΔΧ 64/08, έχει τεθεί υπόψη της Αρμόδιας Υπουργικής Επιτροπής που εξέτασε την αίτηση, απόσπασμα της σχετικής αιτιολογημένης έκθεσης επισυνάπτεται. Για το λόγο αυτό το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του με α/α 2/2010/Β/46, απέρριψε την εν λόγω αίτηση. Σχετική επιστολή μου προς τους αιτητές ημερ. 17.10.2010, επισυνάπτεται για ενημέρωση σας.
2. Στις 26.10.2010 ο Γενικός Διευθυντής Υπουργείου Εσωτερικών, ζήτησε από το Διευθυντή του Τμήματος μου να προωθήσει εκ νέου την αίτηση ενώπιον της Αρμόδιας Υπουργικής Επιτροπής, στη συνεδρία που έγινε στις 16.12.2010, κατά την οποίαν εγκρίθηκε η παραχώρηση του ζητούμενου μέρους του δρόμου, υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται στην επιστολή μου προς τους αιτητές, ημερομηνίας 17.2.2011, αντίγραφο της οποίας επίσης επισυνάπτεται. Για τέτοιου είδους αποφάσεις πολιτική του Γραφείου μου είναι να ενημερώνει μόνο τους αιτητές.
3. Έκτοτε δεν έγινε οποιαδήποτε ενέργεια για υλοποίηση της πιο πάνω απόφασης. Προτίθεμαι να προωθήσω την επιστολή σας, μαζί με την εν λόγω αίτηση, προς το Διευθυντή του Τμήματος μου, για οδηγίες σχετικά με τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης».
Δύο μήνες αργότερα, στις 10.7.2012, οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή, αξιώνοντας την ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για την παραχώρηση μέρους του δημόσιου δρόμου στο ΕΜ.
Σημειώνεται ότι, με βάση έγγραφο του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, τα τεμάχια του ΕΜ, για τα οποία γίνεται αναφορά στην επίδικη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, μεταβιβάστηκαν στην εταιρεία ERGOMAKERS LTD (θυγατρική του ΕΜ), χωρίς όμως η εν λόγω μεταβίβαση να επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο τους όρους της απόφασης.
Αμφισβητώντας την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης, οι αιτητές υποστηρίζουν ότι δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής, ότι συντρέχει πραγματική και νομική πλάνη, καθώς και υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση και ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της αιτιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη.
Σύμφωνα με το άρθρο 18(1)(β) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224:
«18.- (1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, υπό τέτοιους όρους, περιορισμούς, προϋποθέσεις και κριτήρια, τα οποία ήθελαν καθοριστεί με Κανονισμούς -
(α)................................
(β) να ανταλλάξει ή αποξενώσει μέρος οποιουδήποτε δημόσιου δρόμου, αν ικανοποιηθεί ότι άλλος επαρκής δημόσιος δρόμος έχει παραχωρηθεί προς αντικατάσταση του ή ότι η ανταλλαγή ή η αποξένωση αυτή θα βελτιώσει το δημόσιο αυτό δρόμο».
Ειδικότερη ρύθμιση για τους δημόσιους δρόμους προβλέπεται στον Κανονισμό 13 της Κ.Δ.Π. 173/89:
«13. Η ανταλλαγή ή αποξένωση με οποιοδήποτε τρόπο μέρους δημόσιου δρόμου, επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση κατά την οποία -
(α) Έχει παραχωρηθεί άλλος επαρκής δημόσιος δρόμος σε αντικατάσταση τούτου· ή
(β) η εν λόγω ανταλλαγή ή αποξένωση θα βελτιώσει το δρόμο τούτο,
νοουμένου ότι δεν επηρεάζονται οποιαδήποτε δικαιώματα τρίτων».
Ο τρόπος υποβολής και το πλαίσιο εξέτασης μιας αίτησης για σκοπούς διάθεσης ιδιοκτησίας της δημοκρατίας καθορίζεται στον Κανονισμό 21, ως ακολούθως:
«21. -(1) Η αίτηση για διάθεση ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας υποβάλλεται πάνω σε ειδικό έντυπο που παραχωρείται στον αιτητή από το Διευθυντή και παρατίθεται στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο της Επαρχίας στην οποία βρίσκεται η ιδιοκτησία· η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται -
(α) Από πιστοποιημένο αντίγραφο του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου στο οποίο να φαίνεται η ιδιοκτησία που αναφέρεται στην αίτηση· και
(β) από τα τέλη που καθορίζονται στον περί Κτηματολογικού και
Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμο.
(2) Ο Διευθυντής αφού εξετάσει κατά πόσο η αίτηση υποβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, προβαίνει σε σχετική έρευνα και ετοιμάζει έκθεση προς το Υπουργικό Συμβούλιο μαζί με αιτιολογημένες εισηγήσεις του για διάθεση ή μη της αιτούμενης ιδιοκτησίας:
Νοείται ότι για σκοπούς ετοιμασίας της έκθεσής του, ο Διευθυντής λαμβάνει υπόψη τις εισηγήσεις του οικείου Επάρχου, οποιουδήποτε Υπουργείου, Κυβερνητικού Τμήματος, αρχής τοπικής διοικήσεως ή οργανισμού δημόσιου δικαίου».
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι με βάση τον Κανονισμό 13, θα έπρεπε, πριν από τον έκδοση της επίδικης απόφασης, να παραχωρηθεί από το ΕΜ άλλος επαρκής δημόσιος δρόμος για την αντικατάσταση εκείνου που επρόκειτο να παραχωρηθεί και όχι να τεθεί αυτό υπό μορφήν όρου, όπως και τελικά έγινε. Συνεπώς, η προηγούμενη παραχώρηση μέρους της ιδιοκτησίας του ΕΜ για δημιουργία δημόσιου δρόμου αποτελούσε προϋπόθεση για την έκδοση της επίδικης απόφασης, η οποία δεν φαίνεται να έχει τηρηθεί στην παρούσα περίπτωση.
Εισηγούνται, περαιτέρω, οι αιτητές ότι η ανάκληση της προηγούμενης απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα, δεν έχει αιτιολογηθεί και δεν έχει διαφανεί ότι διενεργήθηκε οποιαδήποτε έρευνα ή προέκυψαν νέα στοιχεία με βάση τα οποία θα μπορούσε η διοίκηση να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν επηρεάζονταν πλέον τα συμφέροντα των παρακείμενων ιδιοκτητών.
Αναφορικά με το ζήτημα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, η θέση των αιτητών είναι ότι η περίπτωση συνιστούσε απόκλιση από προηγούμενη αντίθετη πράξη του ιδίου οργάνου, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, και, ως τέτοια, θα έπρεπε να αιτιολογείται επαρκώς. Αντίθετα, επισημαίνουν, ούτε στα πρακτικά, ούτε στην ίδια την απόφαση δίδεται οποιαδήποτε αιτιολογία για την αλλαγή της αρχικής στάσης των καθ' ων η αίτηση και την παράκαμψη της άποψης του Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού, ο οποίος ήταν αντίθετος με την παραχώρηση του δημόσιου δρόμου στο ΕΜ.
Οι πιο πάνω εισηγήσεις έμειναν ουσιαστικά αναπάντητες από πλευράς καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι αρκέστηκαν στην παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης και κάποιων μεταγενέστερων γραπτών παρατηρήσεων του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού, για να καταλήξουν στο επιχείρημα ότι η επίδικη απόφαση δεν αφορά τους αιτητές και, ως εκ τούτου, δεν έχει θεμελιωθεί το απαραίτητο έννομο συμφέρον τους για την άσκηση και προώθηση της προσφυγής τους.
Η πιο πάνω προδικαστική ένσταση υιοθετείται και από το ΕΜ το οποίο ισχυρίζεται ότι η έλλειψη έννομου συμφέροντος καθιστά την προσφυγή πρόδηλα αβάσιμη και, συνεπώς, υποκείμενη σε απόρριψη, δυνάμει του Άρθρου 134.2 του Συντάγματος. Επιπρόσθετα, εγείρεται από το ΕΜ θέμα εκπροθέσμου της προσφυγής και εκτελεστότητας της επίδικης απόφασης.
Το Άρθρο 134.2 του Συντάγματος παρέχει στο Δικαστήριο το δικαίωμα, ύστερα από ακρόαση των διαδίκων, να απορρίψει μια προσφυγή, χωρίς δημόσια συζήτηση, αν αυτή εμφανίζεται ως πρόδηλα αβάσιμη (βλ. Demetrios Papademetriou v. The Board for Registration of Architects and Civil Engineers (1977) 3 CLR 411).
Όπως έχει νομολογηθεί, η δικαιοδοσία συνοπτικής απόρριψης προσφυγής ή μέρους της θα πρέπει να ασκείται με πολύ μεγάλη περίσκεψη και μόνον όπου το θέμα που εγείρεται είναι πλήρως εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ή είναι προφανώς αβάσιμο (βλ. Justice Party v. Republic (1985) 3 CLR 1621, Πίτσιλλος v. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 3 ΑΑΔ 754).
Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτητικό και τη δικογραφία, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 31.1.2011, για παραχώρηση μέρους δημόσιου δρόμου στο ΕΜ. Επομένως, η αιτούμενη θεραπεία δεν είναι ούτε γενική, ούτε ασαφής, και, το κυριότερο, δεν εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αναφορικά με το έννομο συμφέρον των αιτητών, είναι προφανές ότι αυτό εδράζεται στην ιδιότητα του περίοικου - ιδιοκτήτη γειτνιαζόντων ακινήτων ή ακόμη και στη συναφή ιδιότητα των τρίτων επηρεαζομένων από την προσβαλλόμενη απόφαση. Το σημαντικό στοιχείο για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος στην περίπτωση αυτή, είναι ο χωρικός δεσμός της ιδιοκτησίας των αιτητών με την υπό παραχώρηση κυβερνητική ιδιοκτησία (δημόσιο δρόμο), ο οποίος τους συνδέει με τις βλαπτικές γι' αυτούς έννομες συνέπειες της επίδικης πράξης.
Στο σύγγραμμα της Γλυκερίας Π. Σιούτη «Το «Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως», Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1990, σελ. 79-81, η συγγραφέας πραγματεύεται το ζήτημα με τα ακόλουθα εύστοχα παραδείγματα:
«Στις περιπτώσεις αυτές ο ιδιαίτερος δεσμός είναι χωρικός. Η ιδιότητα του γείτονα ή ειδικότερα του περίοικου, θεμελιώνει τα έννομο συμφέρον του για την προσβολή πράξης ή παράλειψης, τις βλαπτικές συνέπειες της οποίας αυτός υφίσταται λόγω της χωρικής σχέσης του και μόνον.
Στο πλαίσιο του χωρικού δεσμού της γειτνίασης γίνεται δεκτό το έννομο συμφέρον: όμορου γείτονα για τον μη αποχαρακτηρισμό διατηρητέων κτιρίων και τη διατήρηση τους ως έργων τέχνης, περίοικου κοινόχρηστου χώρου για την ανάκληση λειτουργίας δημόσιων θεαμάτων στον χώρο αυτό, όμορου ιδιοκτήτη για την προσβολή οικοδομικής άδειας ή άδειας λειτουργίας κέντρου διασκέδασης ή ανέγερσης αυθαιρέτων, κυρίου παρακειμένου ακινήτου για τον καθορισμό οικοδομικού τετραγώνου ως χώρου για την ανέγερση σταθμού αυτοκινήτων, κυρίου του απέναντι ξενοδοχείου για την ακύρωση οικοδομικής άδειας για την ανέγερση πενταόροφου ξενοδοχείου που θα βλάπτει τη θέα και τον περιβάλλοντα χώρο, του "φερόμενου να κατοικεί πολύ κοντά" για την ακύρωση άδειας λειτουργίας πρατηρίου υγρών καυσίμων, του ιδιοκτήτη γειτονικής γεωργικής εκμετάλλευσης για την ακύρωση απόφασης που καθορίζει τα όρια περιοχής για την εγκατάσταση διαλυτηρίων πλοίων, γειτόνων δασικής περιοχής για την ακύρωση ΠΔ, με το οποίο αυτή εντάσσεται στο σχέδιο πόλης και επομένως χάνει τη δασική μορφή της, από την οποίαν αυτοί ωφελούνται, ιδιοκτητών γειτονικών πολυκατοικιών για την ακύρωση της άδειας ανέγερσης μουσείου καθώς και κυρίου γειτονικού διαμερίσματος για την ακύρωση της ανέγερσης έναντι αυτού κτίσματος, ιδιοκτητών διαμερισμάτων πολυκατοικιών, μπροστά από τα οποία βρίσκεται ο δρόμος για την ακύρωση της απόφασης για την ασφαλτόστρωση του, περιοίκων για την ακύρωση της άδειας λειτουργίας καταστήματος από το οποίο ενοχλούνται».
Ο χωρικός δεσμός των αιτητών στην υπό εξέταση περίπτωση προκύπτει άμεσα από το χωροταξικό προσδιορισμό των ακινήτων τους στο επίσημο κτηματικό σχέδιο. Οι δε λόγοι που υποστηρίζουν τις ενστάσεις τους (δυσχέρεια στην πρόσβαση στις ιδιοκτησίες τους, μείωση της αξίας τους) είναι εύλογοι και παρέχουν την αναγκαία εξειδίκευση του έννομου συμφέροντός τους.
Έχοντας δε υπόψη ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 13(β) των Κανονισμών, η ανταλλαγή ή αποξένωση μέρους δημόσιου δρόμου επιτρέπεται «νοουμένου ότι δεν επηρεάζονται δικαιώματα τρίτων» και ότι οι ενστάσεις που είχαν υποβάλει οι αιτητές ως «παρακείμενοι ιδιοκτήτες», κατά το λεκτικό της ίδιας της Υπουργικής Επιτροπής, είχαν οδηγήσει στην αρχική απόρριψη του αιτήματος του ΕΜ από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση δεν αφορά τους αιτητές και ότι αυτοί στερούνται του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος, δεν ευσταθεί.
Παραμένει το ζήτημα του εκπροθέσμου της προσφυγής. Είναι παραδεκτό ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε στις 31.1.2011 και ότι με αυτήν ανακαλείτο η προηγηθείσα εκ διαμέτρου αντίθετη απόφαση της 2.8.2010. Οι αιτητές, με διάβημα του δικηγόρου τους, ημερομηνίας 26.4.2012 και τίτλο «Ένσταση για διαγραφή δημόσιου δρόμου, στην Ενορία Τσιφλικούδια του Δήμου Λεμεσού» προς τον Διευθυντή του Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού, αναφέρθηκαν στις ενστάσεις που είχαν υποβάλει τον Ιανουάριο του 2009, σημειώνοντας ότι «είχαν ενημερωθεί από τρίτους ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε τελικώς αποφασίσει να παραχωρήσει το δημόσιο δρόμο στην αιτήτρια εταιρεία». Διαμαρτύρονταν παράλληλα γιατί, παρά την εκ μέρους τους υποβολή ενστάσεων, «δεν έχουν ενημερωθεί επίσημα από την υπηρεσία σας για την τελική έκβαση της υπόθεσης».
Στην απαντητική επιστολή του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού ημερομηνίας 9.5.2012, ενώ γίνεται αναφορά στην απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής «κατά την οποίαν εγκρίθηκε η παραχώρηση του ζητούμενου μέρους του δρόμου, υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις» δεν υπάρχει οποιαδήποτε μνεία στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Παραδεχόμενος ουσιαστικά τη μη ενημέρωση των ενιστάμενων «παρακείμενων ιδιοκτητών» για την επίδικη απόφαση, ο εν λόγω Λειτουργός σημειώνει ότι «για τέτοιου είδους αποφάσεις πολιτική του Γραφείου μου είναι να ενημερώνει σχετικά μόνο τους αιτητές».
Yπό τις περιστάσεις και νοουμένου ότι το βάρος απόδειξης του εκπρόθεσμου της προσφυγής βαρύνει τη διοίκηση (βλ. Ploussiou v. Central Bank of Cyprus (1982) 3 CLR 230), οποιαδήποτε δε αμφιβολία ή αβεβαιότητα σε σχέση με την έναρξη της προθεσμίας επιλύεται πάντοτε υπέρ του αιτητή (βλ. Menelaos Georghiades and Another and The Republic of Cyprus, through the Public Service Commission (1966) 3 CLR 827, Liveri v. Republic (1981) 3 CLR 398), στην απουσία επίσημης κοινοποίησης της επίδικης πράξης στους επηρεαζόμενους αιτητές, δεν έχει αποδειχθεί ότι αυτοί είχαν λάβει πλήρη γνώση της επίδικης απόφασης πριν από τη λήψη της επιστολής του Κτηματολογικού Λειτουργού ημερομηνίας 9.5.2012 ή ακόμα και πριν από την επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 26.4.2012, με την οποία ζητούσαν επίσημη ενημέρωση. Επομένως, η προσφυγή τους, η οποία καταχωρήθηκε στις 10.7.2012, είναι εμπρόθεσμη.
Το θέμα της μη εκπλήρωσης των όρων που τέθηκαν στο ΕΜ από το Υπουργικό Συμβούλιο δεν επηρεάζει την εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης, ούτε και συνιστά κώλυμα για την προσβολή της από κάθε επηρεαζόμενο, υπό την προϋπόθεση βέβαια της ύπαρξης έννομου συμφέροντος.
Επί της ουσίας, οι ισχυρισμοί των αιτητών για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας είναι βάσιμοι. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, η αίτηση του ΕΜ είχε τεθεί ενώπιον διάφορων εμπλεκόμενων τμημάτων και αρχών για σκοπούς υποβολής απόψεων. Ο Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων δεν έφερε ένσταση. Αντίθετα, ο Έπαρχος Λεμεσού ήταν αρνητικός με την επισήμανση ότι «δεν συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος αλλά και γιατί θα δημιουργηθούν ευρύτερα κυκλοφοριακά προβλήματα στην περιοχή». Ο Δήμος Λεμεσού και το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Λεμεσού, ενώ αρχικά εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην παραχώρηση μέρους του δρόμου, επικαλούμενοι την απουσία λόγων δημόσιου συμφέροντος, τη μη βελτίωση του οδικού δικτύου και τη δημιουργία κυκλοφοριακών προβλημάτων στην περιοχή, κατά παράβαση του κανονισμού 13(β) της Κ.Δ.Π. 173/89, αργότερα μετέβαλαν την άποψή τους, αποδεχόμενοι την παραχώρηση του ζητούμενου τμήματος του δημόσιου δρόμου, υπό τον όρο παραχώρησης μέρους του τεμαχίου αρ. 174 του ΕΜ για να εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος.
Ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, συνοψίζοντας όλες τις πιο πάνω θέσεις και εισηγήσεις, πρότεινε την έγκριση της παραχώρησης κάτω από συγκεκριμένους όρους.
Εν τούτοις, η Υπουργική Επιτροπή, ενώπιον της οποίας κατέληξαν οι θέσεις όλων των εμπλεκομένων, εισηγήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο την απόρριψη της αίτησης, για το λόγο ότι επηρεάζονταν τα συμφέροντα παρακείμενων ιδιοκτητών εκ μέρους των οποίων είχαν ήδη υποβληθεί ενστάσεις. Η εισήγηση, όπως ήδη λέχθηκε, εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 2.8.2010 και η απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στο ΕΜ.
Ένα σημείωμα του Επάρχου Κερύνειας προς τον Υπουργό, απετέλεσε, όπως προκύπτει από το φάκελο, το έρεισμα της εκ νέου παραπομπής του θέματος ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής. Ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ετοίμασε σχετικό σημείωμα με τις απόψεις των εμπλεκομένων, όπου αναφέρεται και στην ένσταση των εδώ αιτητών. Μεταξύ των απόψεων των Τμημάτων που δόθηκαν, η θέση του Επάρχου Λεμεσού παρέμεινε σταθερή, ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, ότι θα δημιουργούνταν ευρύτερα κυκλοφοριακά προβλήματα και ότι η περίπτωση δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες των σχετικών Κανονισμών που εκδόθηκαν, δυνάμει του άρθρου 18, του Κεφ. 224.
Η Υπουργική Επιτροπή, ακολουθώντας την εισήγηση του Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, εισηγήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο την ανάκληση της προηγούμενης απόφασής του και την υπό όρους έγκριση του αιτήματος. Η εισήγηση εγκρίθηκε με τη λήψη της επίδικης απόφασης από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 31.1.2011.
Ούτε στα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου, ούτε στην πρόταση της Υπουργικής Επιτροπής, έχει δοθεί κάποια αιτιολογία για τη μεταβολή της στάσης τους, από αρνητική σε θετική, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και με δεδομένες τις ενστάσεις των «παρακείμενων ιδιοκτητών» και του οικείου Επάρχου, η άποψη του οποίου φαίνεται ότι παρακάμφθηκε ανεξήγητα.
Η επίκληση από τον Έπαρχο Λεμεσού του άρθρου 18 του Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών της Κ.Δ.Π. 173/89 δεν ήταν αβάσιμη. Με βάση αυτό το νομικό πλαίσιο, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης για ανταλλαγή ή αποξένωση δημόσιου δρόμου τελεί υπό την επιφύλαξη ότι δεν επηρεάζονται οποιαδήποτε δικαιώματα τρίτων. Σημειώνεται μάλιστα εδώ ότι, με βάση την επιφύλαξη του Κανονισμού 21(2), ο Διευθυντής για σκοπούς ετοιμασίας της έκθεσής του προς το Υπουργικό Συμβούλιο, λαμβάνει υπόψη τις εισηγήσεις «του οικείου Επάρχου, οποιουδήποτε Υπουργείου, Κυβερνητικού Τμήματος, αρχής τοπικής διοικήσεως ή οργανισμού δημοσίου δικαίου».
Στην παρούσα περίπτωση, ο επηρεασμός των δικαιωμάτων των αιτητών αναγνωρίστηκε από την Υπουργική Επιτροπή και αποτέλεσε το λόγο της αρχικής απόρριψης του αιτήματος. Οπόταν θα έπρεπε η αντίθετη μεταγενέστερη απόφαση του ίδιου οργάνου να αιτιολογείτο επαρκώς. Η ανάγκη αιτιολόγησης της απόκλισης εξετάστηκε στην υπόθεση Κουρσάρος v. Aρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 345, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα (σελ. 354):
«Στην παρούσα υπόθεση η προηγούμενη απόφαση ήταν πρόσφατη. Η αλλαγή πορείας δεν έχει αιτιολογηθεί. Ακολουθεί πως η πρωτόδικη κρίση είναι εσφαλμένη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης κρίνεται έγκυρος. Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και λόγω έλλειψης αιτιολογίας (Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 187: ‟Ειδικώτερον: Απόφασις διοικητικού οργάνου, αντίθετος προς παλαιοτέραν του αυτού οργάνου, τυγχάνει αναιτιολόγητος, εφ' όσον δεν ελήφθησαν υπ' όψιν νέα στοιχεία, αλλ' εκείνα εφ' ων εστηρίχθη η αρχική απόφασις: 461(41)"».
Πέραν τούτου, η Υπουργική Επιτροπή και κατ' επέκταση το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ είχαν ενώπιόν τους την αρνητική γνωμοδότηση του Επάρχου Λεμεσού, ο οποίος ήταν ο οικείος Έπαρχος, υιοθέτησαν την αντίθετη άποψη, χωρίς αναφορά στους λόγους απόρριψης της γνώμης του οικείου Επάρχου. Σε τέτοια περίπτωση, και χωρίς να εξετάζω το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης εξωγενούς στοιχείου, το οποίο έδωσε το έναυσμα για την εκ νέου εξέταση της αίτησης, η ληφθείσα απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη. Όπως σημειώνεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929 - 1959, σελίδα 188:
«Ελλείπουσα αιτιολογία δεν δύναται να συμπληρωθεί εκ συγκρουόμενων προς άλληλα στοιχείων του φακέλλου: 377, 464(45), 295(54), διότι εν τη περιπτώσει ταύτη, η αναπλήρωσις της αιτιολογίας υπό του ακυρωτικού ενέχει ουσιαστικήν στάθμισην μη επιτρεπτήν: 267(45). Ούτω π.χ. αναιτιολόγητος τυγχάνει απόφασις εκδοθείσα εν όψει δύο αντιθέτων γνωμοδοτήσεων αρμοδίως συνταχθεισών, μη μνημονεύουσα τον λόγον της απορρίψεως της μιας εκ τούτων: 1931(48)».
Yπάρχει και τρίτος λόγος για τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση.
Στο καθοριστικό, όπως αποδεικνύεται, σημείωμα του Α. Ασσιώτη προς τον Υπουργό, με το οποίο τροχιοδρομήθηκε η εκ νέου παραπομπή του αιτήματος στην Υπουργική Επιτροπή, γίνεται λόγος για τα μελλοντικά σχέδια του Δήμου, για αλλαγές στο οδικό δίκτυο της περιοχής και αναβάθμιση της Ακταίας Οδού και «μελλοντική σύνδεση» της με ένα «υπηρεσιακό δρόμο», η οποία θα εξυπηρετεί όλες τις ιδιοκτησίες που θα βρίσκονται κατά μήκος της Ακταίας Οδού, αλλά δεν θα έχουν ξεχωριστές προσβάσεις προς το συγκεκριμένο δρόμο. Ο δε Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ενώπιον του οποίου τέθηκε το πιο πάνω σημείωμα, εισηγήθηκε στην Υπουργική Επιτροπή την έγκριση του αιτήματος «νοουμένου όμως, ότι θα διαφοροποιηθεί η οδική ρύθμιση με τέτοια διαρρύθμιση, ούτως ώστε να μην επηρεάζονται ξένα συμφέροντα».
Παρατηρείται, συνεπώς, ότι το ζήτημα τέθηκε ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου πάνω στη βάση αόριστων και μελλοντικών σχεδιασμών αναφορικά με τη σημαντική παράμετρο του οδικού δικτύου.
Στο άρθρο 18(1)(β) του Κεφ. 224, ορίζεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να ανταλλάξει ή αποξενώσει μέρος οποιουδήποτε δημόσιου δρόμου, «αν ικανοποιηθεί ότι άλλος επαρκής δημόσιος δρόμος έχει παραχωρηθεί προς αντικατάσταση του». Ομοίως στον Κανονισμό 13(α), της Κ.Δ.Π. 173/89, προβλέπεται ότι η ανταλλαγή ή αποξένωση με οποιοδήποτε τρόπο μέρους δημόσιου δρόμου επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση κατά την οποία, «έχει παραχωρηθεί άλλος επαρκής δημόσιος δρόμος» (Ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου).
Με βάση τα στοιχεία του φακέλου δεν καταδεικνύεται ότι κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης είχε ήδη παραχωρηθεί άλλος επαρκής δημόσιος δρόμος, ούτως ώστε να ετίθετο αυτό το γεγονός σε γνώση και των ενιστάμενων ιδιοκτητών. Οι αόριστες αναφορές στα σημειώματα του Α. Ασσιώτη και του Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν μπορούσαν από μόνες τους να στοιχειοθετήσουν την προϋπόθεση που θέτει ο Νόμος για την άσκηση της σχετικής εξουσίας του Υπουργικού Συμβουλίου.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με €1,200 έξοδα πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει εναντίον των καθ΄ων η αίτηση. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ