ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
MACHLOUZARIDES ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 2342
FREESHOPS LTD. ν. REPUBLIC (1987) 3 CLR 2081
Tamasos Tobaco Supplies ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 407
Γεωργίου Δημήτρης Δρ. ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου. (1995) 3 ΑΑΔ 424
Παπασάββας Σωτήριος (Άκης) ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 134
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 115/1990 - Ο περί Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμος του 1990
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D358
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 6563/2013)
14 Ιουλίου, 2016
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΑΡΧΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ,
Καθ' ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Αντωνίου για Π. Πολυβίου, για την Καθ'ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή αμφισβητείται το κύρος της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων (στο εξής «η Αρχή»), ημερομηνίας 16.12.2013, με την οποία τερματίστηκε η συμφωνία ιδιωτικής σύμβασης πενταετούς διάρκειας (26.4.2010 - 25.4.2015) για την εργοδότηση του αιτητή ως Γενικού Διευθυντή στην Αρχή.
Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμου του 1990 (Ν. 115/1990, ως έχει τροποποιηθεί), ο Γενικός Διευθυντής νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου διορίζεται από το οικείο Συμβούλιο, μετά από προκήρυξη της θέσης, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Παρόμοια πρόβλεψη περιέχεται στο άρθρο 5Α(1) του περί Αρχής Κρατικών Εκθέσεων Νόμου του 1968 (Ν. 93/1968, ως έχει τροποποιηθεί), το οποίο προνοεί ότι ο Γενικός Διευθυντής προΐσταται των υπηρεσιών της, ως το ανώτατο εκτελεστικό όργανο της Αρχής και διορίζεται με «ιδιωτική σύμβαση πενταετούς διάρκειας, μετά από απόφαση της Αρχής και έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου».
Δυνάμει της πιο πάνω πρόνοιας και, αφού προηγήθηκε απόφαση της Αρχής για διορισμό του αιτητή στη θέση του Γενικού Διευθυντή και έγκρισή της από το Υπουργικό Συμβούλιο, συνομολογήθηκε στις 9.4.2010, μεταξύ του αιτητή και της Αρχής, γραπτή «Συμφωνία» πενταετούς διάρκειας, η οποία προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι η Αρχή είχε δικαίωμα να τερματίσει άμεσα την εν λόγω συμφωνία σε περίπτωση που ο Γενικός Διευθυντής παρουσίαζε ανάρμοστη συμπεριφορά ή συστηματική απουσία ή αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Στις 16.12.2013 το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αποφάσισε τον τερματισμό της πιο πάνω «Συμφωνίας» με τον αιτητή, για τους λόγους οι οποίοι κατεγράφησαν στο ακόλουθο απόσπασμα των πρακτικών:
«Το Συμβούλιο έχοντας ενώπιον του την Συμφωνία της 9 Απριλίου 2010 και το Σχέδιο Υπηρεσίας του Γενικού Διευθυντή (επισυνάπτονται) αποφάσισε με γνώμονα το καλώς νοούμενο συμφέρον του Οργανισμού, όπως τερματίσει με άμεση ισχύ την συμφωνία με το Γενικό Διευθυντή κ. Μιχαήλ Μιχαήλ στη βάση των άρθρων 6(iv) και 6(v) της συμφωνίας.
Το Συμβούλιο κρίνει ότι ο κ. Μιχαήλ Μιχαήλ παρουσιάζει τον τελευταίο καιρό ιδιαίτερα ανάρμοστη συμπεριφορά, αμέλεια και ανεπάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και είχε παραβιάσει τους όρους της συμφωνίας με την ΑΚΕΚ κατά τρόπο που δεν επιτρέπει την συνέχιση ενάσκησης των καθηκόντων του. Σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημία στον Οργανισμό. Η συμπεριφορά και ενέργειες του κ. Μ. Μιχαήλ είναι καταγραμμένες λεπτομερώς σε προηγούμενα πρακτικά του Συμβουλίου».
To πιο πάνω απόσπασμα από τα πρακτικά επισυνάφθηκε σε σχετική επιστολή ημερομηνίας 27.12.2013, με την οποία ο Πρόεδρος της Αρχής πληροφόρησε τον αιτητή ότι το Διοικητικό Συμβούλιο «αποφάσισε να τερματίσει τον διορισμό και εργοδότηση σας (βάσει της ιδιωτικής σύμβασης πενταετούς διάρκειας ημερομηνίας 9 Απριλίου 2010) με άμεση ισχύ».
Ακολούθησε στις 31.12.2013 η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής με την οποία ο αιτητής αξιώνει την ακύρωση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 16.12.2013, προβάλλοντας ότι αυτή παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της αμεροληψίας, ότι είναι αναιτιολόγητη, ότι δεν υπήρξε νόμιμη σύγκλιση του Συμβουλίου και ότι δεν τηρήθηκε άρτιο πρακτικό.
Οι καθ'ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ανήκει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται σε προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Ο αιτητής αντιπαραβάλλει διάφορες πρόνοιες του περί Αρχής Κρατικών Εκθέσεων Νόμου του 1968 (Ν.93/1968), ο οποίος αποτελεί τον ιδρυτικό νόμο της Αρχής, του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμου του 1990 (Ν.115/1990), και των περί Αρχής Κρατικών Εκθέσεων (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1976 (Κ.Δ.Π. 15/1977) για να υποστηρίξει ότι οποιοδήποτε ζήτημα αφορά τους όρους εργασίας και τον πειθαρχικό έλεγχο του εκάστοτε Γενικού Διευθυντή της Αρχής, αναφορικά με την άσκηση των καθηκόντων του διέπεται από το δημόσιο δίκαιο, εφόσον η άσκηση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των αναγκών της Αρχής. Επομένως, κατά τον αιτητή, θα έπρεπε να λάβει χώρα κανονική πειθαρχική διαδικασία στα πλαίσια της οποίας θα είχε και το απαραίτητο δικαίωμα ακρόασης και εξέτασης - αντεξέτασης μαρτύρων. To γεγονός ότι η θητεία του είχε, με βάση τη «Συμφωνία», συγκεκριμένη διάρκεια δεν καθιστούσε τους όρους εργασίας του θέμα ιδιωτικού δικαίου, ούτε διαφοροποιούσε τα δικαιώματά του ως υπαλλήλου της Αρχής.
Παραπέμπει δε στις παραγράφους 2 και 5 της «Συμφωνίας», οι οποίες προέβλεπαν ότι για την περίπτωση του θα εφαρμόζονταν οι πρόνοιες των σχετικών κανονισμών της Αρχής και θα θεωρείτο για το σκοπό αυτό ότι κατείχε τη θέση πάνω σε μόνιμη βάση. Προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας του ο αιτητής επικαλείται την απόφαση στην υπόθεση Παπασάββας v. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 134.
Το πρώτο ζήτημα που χρίζει εξέτασης είναι κατά πόσον η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί πράξη ή απόφαση εντός της έννοιας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Για την οριοθέτηση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των πράξεων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, η νομολογία έχει καθορίσει συγκεκριμένα κριτήρια που περιλαμβάνουν την εξέταση της εγγενούς φύσης της πράξης, σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου. Αν η πράξη στοχεύει, κατά κύριο λόγο, στην προαγωγή δημόσιου σκοπού, αυτή ανάγεται στο πεδίο του δημόσιου δικαίου, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου (βλ. Tamasos Τobacco Supplies and Co v. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 407, Δημοκρατία v. Tόκα (1995) 3 ΑΑΔ 218). Το γεγονός ότι εγείρονται ζητήματα που προσελκύουν το ενδιαφέρον του κοινού, δεν θεωρήθηκε αρκετό για την κατάταξη μιας πράξης στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου (βλ. Mahlouzarides v. The Republic (1985) 3 CLR 2342). Επιπρόσθετα, έχει νομολογηθεί ότι θέματα που προκύπτουν από ενέργειες της διοίκησης, οι οποίες βασίζονται σε συμβάσεις με πολίτες, εμπίπτουν στο ιδιωτικό δίκαιο και σαν τέτοια δεν υπόκεινται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Pitsillos (No.1) v. The Republic (1966) 3 CLR 589).
Στην υπόθεση Δρ. Γεωργίου v. A.H.K. (1995) 3 AAΔ 424, λέχθηκαν τα εξής (σελ. 439):
«Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης της Αρχής δεν ήταν η προώθηση δημόσιου σκοπού αλλά ο διακανονισμός και η προστασία των δικαιωμάτων της σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Αν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσιζε ότι η απόφαση της Αρχής υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο, αναπόφευκτα θα καταλήγαμε στην εξέταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών όπως αναφύονται από τη συμβατική τους σχέση, εξέταση που εξ' ίσου αναπόφευκτα θα κατέληγε σε απόφαση του Δικαστηρίου επί των εκ του ιδιωτικού δικαίου εκπηγαζόντων δικαιωμάτων τους. Έργο σαφώς εκτός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. The Freeshops Ltd v. the Republic (1987) 3. C.L.R. 2081, 2085) ».
Με βάση το άρθρο 3(1) του Ν.115/1990, ως έχει τροποποιηθεί, «. ο Γενικός Διευθυντής νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου διορίζεται από το οικείο συμβούλιο, μετά από προκήρυξη της θέσης, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου πενταετούς διάρκειας, ή μικρότερη, .».
Στο άρθρο 3(7) του ιδίου Νόμου προβλέπεται ότι στους όρους εργασίας του προσώπου, του οποίου εγκρίνεται ο διορισμός σε θέση Γενικού Διευθυντή, πρέπει να περιέχονται, μεταξύ άλλων, όροι αναφορικά με:
«(α) Τη διάρκεια της σύμβασης και την αμοιβή του διοριζόμενου στη θέση·
(β) Τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του·
(γ)............................
(ζ) πειθαρχική ευθύνη· και
(η) τις προϋποθέσεις τερματισμού της σύμβασης».
Στην παράγραφο 6 της «Συμφωνίας», το περιεχόμενο της οποίας ενυπογράφως αποδέχθηκε ο αιτητής, προνοούνταν τα ακόλουθα:
«Η Αρχή δικαιούται να τερματίσει άμεσα την παρούσα συμφωνία αν ο Γενικός Διευθυντής:
(i).........................
(iv) παρουσιάσει ανάρμοστη συμπεριφορά ή συστηματική απουσία ή αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(v) παραβιάσει τους όρους της παρούσας συμφωνίας».
Το δικαίωμα της Αρχής να τερματίσει τη «Συμφωνία», όπως και οι αντίστοιχες πιθανές αξιώσεις του αιτητή για αποζημίωση, πηγάζουν από την ιδιωτική σύμβαση ημερομηνίας 9.4.2010. Ως αποτέλεσμα, δεν ανάγονται στο τομέα του δημοσίου δικαίου, αλλά στο ιδιωτικό δίκαιο. H Αρχή, στην παρούσα περίπτωση, δεν έχει ασκήσει δημόσια εξουσία, αλλά συμβατικό δικαίωμα που πηγάζει από τη «Συμφωνία» της με τον αιτητή. Αντίστοιχα, και η αναζήτηση οποιασδήποτε προστασίας από τον αιτητή θα πρέπει να επιδιωχθεί στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα και με το ίδιο το λεκτικό της, έχει ληφθεί κατ' εφαρμογήν όρων της συμβάσεως («στη βάση των άρθρων 6.(iv) και 6.(v) της συμφωνίας») και όχι κατ' εφαρμογήν οποιασδήποτε νομοθετικής διατάξεως, η ανάληψη δικαιοδοσίας για τον έλεγχο της νομιμότητάς της θα κατέληγε σε εξέταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, τα οποία πηγάζουν από τη συμβατική τους σχέση.
Επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο, μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του, δεν έχει δικαιοδοσία επίλυσης διαφορών που προκύπτουν από την πιο πάνω «Συμφωνία». Η υπόθεση Παπασάββας v. Δημοκρατίας (πιο πάνω) δεν βοηθά τις θέσεις του αιτητή, καθότι η περίπτωση εκείνη αφορούσε αναγκαστική αφυπηρέτηση δημόσιου λειτουργού (Εισαγγελέα της Δημοκρατίας), με βάση το άρθρο 53(10)(β) του Ν.1/1990, η οποία, όπως εν τέλει κρίθηκε, δεν ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί ως υποκατάστατο της προβλεπόμενης στον ίδιο Νόμο, πειθαρχικής διαδικασίας.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προδικαστική ένσταση αναφορικά με τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου επιτυγχάνει. Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
Κ. Σταματίου,
/ΧΤΘ Δ.