ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D292
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 362/2009)
17 Iουνίου, 2016
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ,
Aιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
----------------------
Χρίστος Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Λαμπρινή Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Άντης Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
----------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), ημερομηνίας 11.2.2009, με την οποία ανακάλεσε το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Διευθύντριας Μέσης Εκπαίδευσης Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού από 15.2.2007.
Ο αιτητής ήταν ένας από τους τρείς υποψηφίους για την επίδικη θέση, που είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, και είχε συστηθεί ομόφωνα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογούμενος ως «εξαίρετος», στην ενώπιον της προφορική συνέντευξη, καθώς και στη γενική αξιολόγηση, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αξιολογηθεί ως «σχεδόν εξαίρετη». Η Συμβουλευτική Επιτροπή στην τελική αξιολόγηση των υποψηφίων συνυπολόγισε τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, τα προσόντα, την πείρα, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων των τριών υποψηφίων, οι οποίοι κατείχαν τη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης.
Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της στις 27.12.2006, αφού υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με τα ακαδημαϊκά προσόντα και την πείρα των υποψηφίων και συμπεραίνοντας ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούσαν και τα υπόλοιπα απαιτούμενα προσόντα, υιοθέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και κάλεσε τους τρεις συστηθέντες σε προφορική εξέταση, η οποία έγινε στις 29.1.2007 στην παρουσία της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Η τελευταία, αφού αξιολόγησε την απόδοση του αιτητή ως «Πάρα Πολύ Καλή» και του ενδιαφερόμενου μέρους ως «Πολύ Καλή», κατέθεσε γραπτή αιτιολογημένη σύσταση υπέρ του αιτητή και αποχώρησε από τη συνεδρία.
Η Ε.Δ.Υ., υπό το φως και των σχετικών κρίσεων της Γενικής Διευθύντριας, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, κρίνοντας, κατά πλειοψηφία, τον αιτητή ως «Πολύ Καλό» ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως «Εξαίρετη». Ακολούθως η Ε.Δ.Υ ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Αφού έλαβε υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων, την αρχαιότητα και την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση, κατά πλειοψηφία, επέλεξε για διορισμό το ενδιαφερόμενο μέρος. Σημείωσε ότι δεν υιοθέτησε τη σύσταση της Διευθύντριας, θεωρώντας ότι αυτή έπασχε νομικά επειδή είχε ετοιμαστεί πριν από τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων και κατατέθηκε ενώπιον της ΕΔΥ γραπτώς. Αιτιολογώντας την επιλογή της, η πλειοψηφία επισήμανε την καλύτερη απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική εξέταση, και τα υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα της, λόγω του διδακτορικού διπλώματος που αυτή κατείχε, συνδυασμός που υπερακόντιζε την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα κατά τρία χρόνια. Η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. αναφέρθηκε επίσης στην, κατά τη νομολογία, πολύ περιορισμένη σημασία του στοιχείου της αρχαιότητας και την βαρύνουσα σημασία της εντύπωσης από την προφορική εξέταση, όταν πρόκειται για διευθυντική θέση.
Ο αιτητής καταχώρησε εναντίον της εν λόγω απόφασης την προσφυγή αρ. 538/07. Εκκρεμούσης της προσφυγής, οι καθ΄ ων η αίτηση στις 11.2.2009 ανακάλεσαν την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους. Στο πρακτικό της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 11.2.2009, καταγράφηκαν τα εξής που διαφωτίζουν ως προς τους λόγους ανάκλησης:
«Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με επιστολή του με αρ. φακ. Γ.Ε. Υποθ/Αριθ. 538/07 και ημερ. 9.2.09, ενημερώνει την Επιτροπή ότι, στις 30.1.09, δηλώθηκε στο Δικαστήριο ότι η Επιτροπή μελετά το ενδεχόμενο της ανάκλησης της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως αναφέρεται στην ίδια επιστολή, η ενέργεια αυτή καθίσταται αναγκαία και/ή επιβεβλημένη για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ακύρωσης της απόφασης από το Δικαστήριο, λόγω ύπαρξης αντικειμενικής αδυναμίας προς υποστήριξη της εν λόγω απόφασης, αδυναμία που άπτεται στην αιτιολογία που δόθηκε όσον αφορά τη γραπτή σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, η οποία ετοιμάστηκε στην ουσία πριν τη διεξαγωγή της ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, προφορικής εξέτασης.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω, αποφάσισε όπως ανακαλέσει την απόφαση της Επιτροπής με ημερομηνία 29.1.07 για διορισμό της ΠΟΥΛΛΗ Ζήνας στη θέση Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, από 15.2.07, και προβεί σε επανεξέταση του θέματος, λαμβάνοντας υπόψη τη γραπτή σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, την κρίση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση των υποψηφίων, καθώς επίσης όλα τα στοιχεία των αιτήσεων των υποψηφίων.»
Ακολούθως η ΕΔΥ, σε συνεδρία της στις 12.2.2009, προέβη στην επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης και διόρισε αναδρομικά το ενδιαφερόμενο μέρος από 15.2.2007.
Την απόφαση αυτή ο αιτητής προσέβαλε με την Προσφυγή αρ. 361/09, στην οποία εξεδόθη απορριπτική απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 8.4.2011. (Υπόθεση αρ. 361/09, Χρίστος Παντελίδης ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας).
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι παρά την ανάκληση, ο αιτητής επέμεινε ότι η αρχική του Προσφυγή με αρ. 538/07 δεν είχε χάσει το αντικείμενο της και δικαιολογείτο η συνέχιση της λόγω ζημιογόνων καταλοίπων. Το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 20.5.2010, απέρριψε την προσφυγή επιδικάζοντας υπέρ του αιτητή τα έξοδα λόγω του παρωχημένου σταδίου της ανάκλησης, (Υπόθεση αρ. 538/07, Χρίστος Παντελίδης ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας).
Ο αιτητής έχει καταχωρήσει εφέσεις εναντίον και των δυο πιο πάνω αποφάσεων οι οποίες εκκρεμούν. Παράλληλα, προωθεί και την παρούσα προσφυγή, η οποία αφορά αποκλειστικά στην ανάκληση.
Με τη γραπτή αγόρευση του αιτητή προωθούνται αφενός ουσιαστικοί λόγοι ακύρωσης κατά της απόφασης της ΕΔΥ, ημερομηνίας 6.3.2009 - ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης επαναορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας - όπως, παραγνώριση της σύστασης της Διευθύντριας χωρίς νόμιμη και ειδική αιτιολογία, εσφαλμένη στάθμιση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, υπέρμετρη βαρύτητα στη συνέντευξη και γενικά η συγκριτική υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους («πρώτη ομάδα λόγων ακύρωσης»). Αφετέρου προβάλλεται η κατάχρηση εξουσίας και παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης και η έλλειψη αιτιολογίας, προκειμένου να πληγεί η επίδικη απόφαση της ανάκλησης, ενώ καταλογίζονται στη Διοίκηση αλλότρια κίνητρα και κακή πίστη. Κατά τον αιτητή, η ανάκληση έγινε με σκοπό να ικανοποιηθεί το συμφέρον του ενδιαφερόμενου μέρους και για να αποφευχθεί η έκδοση δικαστικής απόφασης στην προσφυγή αρ. 538/07, η οποία κατά το χρόνο της ανάκλησης βρισκόταν στο προχωρημένο στάδιο εκδίκασης των διευκρινίσεων, ενώ καταστρατηγούνται τα νόμιμα και συνταγματικά του δικαιώματα και η αρχή της ισότητας.
Ο συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους, με τη γραπτή του αγόρευση, εγείρει δυο προδικαστικές ενστάσεις. Με την πρώτη υποστηρίζει ότι τα όσα οι συνήγοροι του αιτητή αναπτύσσουν στη γραπτή τους αγόρευση σε σχέση με την πρώτη ομάδα λόγων ακύρωσης - κριτήρια αξιολόγησης κ.τ.λ. - αποτελούν θέματα και επιχειρήματα που θα μπορούσαν να εγερθούν στην Προσφυγή αρ. 361/09 και άπτονται, ουσιαστικά, μεταγενέστερων της ανάκλησης γεγονότων, εκτός ουσιώδους χρόνου. Η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, με τη δική της γραπτή αγόρευση επίσης διατείνεται ότι οι ισχυρισμοί αυτοί του αιτητή, δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι η ανακλητική απόφαση ημερομηνίας 11.2.2009, ενώ η απόφαση μετά την επανεξέταση ήταν αντικείμενο της προσφυγής αρ. 361/2009. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση του ενδιαφερόμενου μέρους είναι πιο γενική. Διατείνεται ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να συνεχίσει την παρούσα προσφυγή γιατί δεν θα ωφεληθεί, και τυχόν απόφαση στην παρούσα που θα ακυρώνει την ανάκληση, δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε συμφέρον του. Σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής, θα εξαφανισθεί η ανακλητική πράξη και τα πράγματα θα επανέλθουν στη προτέρα κατάσταση, δηλαδή θα αναβιώσει η αρχική απόφαση της ΕΔΥ ημερομηνίας 29.1.2007 και ο αρχικός διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους, και η ΕΔΥ δε θα έχει να συμμορφωθεί σε τίποτα προς όφελος του αιτητή. Ταυτόχρονα, τυχόν επιτυχία της παρούσας θα είχε ως αποτέλεσμα τον επηρεασμό της προσφυγής αρ. 361/2009 που είχε καταχωρηθεί σε σχέση με την μετέπειτα διαδικασία επανεξέτασης και τον εκ νέου διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, η οποία θα εξαφανιστεί επίσης, αφού είχε ως έρεισμα την ανάκληση. Θα πρέπει εδώ να υπενθυμιστεί ότι στις 8.4.2011, δηλαδή μετά την καταχώριση της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του ενδιαφερόμενου μέρους, στην οποία προβάλλονται οι πιο πάνω θέσεις του, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αρ. 361/2009.
Οι παραπάνω ισχυρισμοί του αιτητή, υποδεικνύουν την δικονομική αντινομία που συνίσταται στην καταχώριση πολλαπλών προσφυγών επιδιώκνοντας ουσιαστικά την ανατροπή της απόφασης διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους.
Σημειώνω, αναφορικά με την πρώτη ομάδα λόγων ακύρωσης που αναπτύσσονται στις σελίδες 4-17 της γραπτής αγόρευσης του αιτητή, ότι αυτοί αφορούν την απόφαση της ΕΔΥ η οποία ανακλήθηκε. Εφόσον ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την ανάκληση, εμποδίζεται από του να εγείρει ταυτόχρονα λόγους ακύρωσης για την ανακληθείσα απόφαση η οποία εξαφανίστηκε ex tunc. Ουσιαστικά, o αιτητής επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει. Δεδομένου του αντικειμένου της παρούσας προσφυγής αλλά και της μετέπειτα συμμετοχής του αιτητή στην επανεξέταση, αυτός δεν μπορεί μετ' εννόμου συμφέροντος να εγείρει θέματα ουσίας αναφορικά με τον ανακληθέντα διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, προς αποκόμιση μεγαλύτερου οφέλους. (βλ. Κάππα ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36, Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίων Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406).
Ο αιτητής εξάλλου στερείται εννόμου συμφέροντος να στρέφεται εναντίον της ανάκλησης αυτοτελώς, η οποία μόνο ευμενή επίδραση στην σφαίρα του προσωπικού του συμφέροντος μπορεί να έχει. Το μόνο πρόσωπο που επηρεάζεται δυσμενώς από την ανάκληση είναι το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο όμως συγκατάνευσε στην ανάκληση και κατά συνέπεια δεν έχει ούτε αυτή εννομο συμφέρον στην προσβολή της.
Πρόκειται για ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης για την οποία ο καθηγητής Π. Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 3η έκδοση, σελ. 375, παρ. 690-691, αναφέρει τα ακόλουθα:
«Η αρχή της νομιμότητας, συνεπώς εφαρμοζόμενη, απαιτεί από την διοίκηση όχι μόνο να τηρεί το δίκαιο κατά την έκδοση των πράξεών της, αλλά και να ανακαλεί τυχόν εκδοθείσα παράνομη πράξη, αποκαθιστώντας έτσι την έννομη τάξη. Η βασική αυτή υποχρέωση της διοικήσεως προς αποκατάσταση της νομιμότητας υπάρχει ανεξαρτήτως προσφυγής του θιγόμενου ιδιώτη και παραμένει υφιστάμενη και μετά την πάροδο της προθεσμίας της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ο συλλογισμός αυτός φαίνεται να στηρίζεται σε λογική αναγκαιότητα: το κράτος δικαίου που εν γνώσει του επιμένει στην ίδια του παρανομία αρνείται εαυτό.»
Στην προκειμένη περίπτωση είναι αποδεκτό ότι οι καθ' ων η αίτηση ανακάλεσαν την πράξη, εκκρεμούσης της προσφυγής αρ. 538/07 του αιτητή, επειδή είχε ληφθεί με την πεπλανημένη αντίληψη ότι η σύσταση που δόθηκε από τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως παράνομη. Το ότι προηγήθηκε γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας και χρησιμοποιήθηκε, κατ΄ ισχυρισμό του αιτητή, λεκτικό προς αποφυγή ενδεχόμενης ακύρωσης από το δικαστήριο, ουδόλως συναρτάται με τον σε κάθε περίπτωση παράνομο χαρακτήρα της απόφασης, που δικαιολογούσε την ανάκληση της, ελευθέρως, εντός ευλόγου χρόνου.
Η ανάκληση παράνομων ή πλημμελών διοικητικών πράξεων, ακόμα κι' αν χαρακτηρίζονται ως τελεσίδικες, οριστικές ή ανέκκλητες, είναι γενικά επιτρεπτή (ΣτΕ 312/1983, 1405/1984 3261/1998, 2692/1999), ανεξάρτητα αν από τις πράξεις αυτές έχουν απορρεύσει δικαιώματα των διοικουμένων, εφόσον η ανάκληση γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοσή τους (ΣτΕ 598/1987, 380/1988, 41/1996, 2904/2008). Παράνομες ή πλημμελείς στην προκείμενη περίπτωση θεωρούνται οι διοικητικές πράξεις που πάσχουν από ακυρότητα και οι οποίες αν προσβάλλονταν με αίτηση ακυρώσεως θα ακυρώνονταν (βλ. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 14η Έκδοση, παρ. 177). Παράνομες χαρακτηρίζονται όχι μόνο οι κατά παράβαση διατάξεων νόμου εκδοθείσες πράξεις, αλλά και οι εκδοθείσες κατά πλάνη περί τα πράγματα (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 201). Αναφέρεται σχετικά και στο Σπηλιωτόπουλο (ανωτέρω) ότι στις παράνομες διοικητικές πράξεις περιλαμβάνονται και εκείνες:
«. που έχουν εκδοθεί κατά πλάνη περί τα πράγματα ..δηλαδή, βάσει προφανώς εσφαλμένης αντίληψης (που προκύπτει από αναμφισβήτητα στοιχεία του φακέλου) για τη συνδρομή των πραγματικών δεδομένων τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση της έκδοσης τους» (βλ. σελ. 186, παρ. 177).
Το εύλογο του χρόνου κρίνεται κατ' εκτίμηση των συνθηκών της κάθε περίπτωσης. Δεν αποκλείεται επίσης ο προσδιορισμός του εύλογου χρόνου και σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας (ΣτΕ 832/83). Στην προκειμένη περίπτωση η ανάκληση έγινε σε σύντομο χρόνο μετά τη λήψη της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα και σε εύλογο χρονικό διάστημα δύο περίπου ετών.
Η αποκατάσταση της νομιμότητας επί ανακλήσεως παράνομης πράξης επιβάλλει την αποκατάσταση των πραγμάτων ως εάν η παράνομη πράξη να μην είχε εκδοθεί. Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα του Ε. Π. Σπηλιωτόπουλου - ανωτέρω - σελ. 181, η ανάκληση των παρανόμων πράξεων:
«... τις εξαφανίζει εξ υπαρχής και ανατρέχει στο χρόνο της έκδοσης τους, αποκαθιστά δε τη νομική κατάσταση που υπήρχε πριν από την έκδοση των ανακαλούμενων πράξεων (Σ.Ε. 15/1978, 3667/1993)».
Παρομοίως, στο σύγγραμμα του Δημήτριου Κόρσου: «Διοικητικό Δίκαιο Γενικό Μέρος», 3η έκδ. σελ. 442, αναφέρεται ότι η ανάκληση των παρανόμων ατομικών διοικητικών πράξεων ενεργεί αναδρομικώς, ανατρέχει, δηλαδή, στο χρόνο εκδόσεως της ανακαλούμενης πράξης. Προστίθεται δε ότι:
«η αναδρομική ισχύς της ανακλήσεως παρανόμου (ατομικής) διοικητικής πράξεως φέρει την ανάκληση αυτή εις εγγύτητα προς την ακύρωση παρανόμου ατομικής διοικητικής πράξεως διά της δικαστικής οδού (Συμβούλιο της Επικρατείας ή Τριμελών Διοικητικών Εφετείων). Εξ ου συχνά η θεωρία και η νομολογία (στην περίπτωση αυτή) ομιλούν περί ακυρώσεως της διοικητικής πράξεως διά της διοικητικής οδού.»
Εν προκειμένω, η ανάκληση της απόφασης της ΕΔΥ άνοιξε το δρόμο της επανεξέτασης, η οποία είχε μόνον ευμενείς συνέπειες για τον αιτητή που θα ήταν εν δυνάμει υποψήφιος. Οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινίσεων προς υποστήριξη των θέσεων του, οι οποίες δεν είναι δεσμευτικές για το παρόν Δικαστήριο, πραγματεύονται διαφορετικούς λόγους και πραγματικά περιστατικά ανάκλησης και δεν βρίσκουν εδώ εφαρμογή[1]. Το επιχείρημα του αιτητή ότι αποστερήθηκε του δικαιώματος του σε δίκη, επίσης δεν με βρίσκει σύμφωνη, αφού ο αιτητής έχει καταχωρήσει προσφυγές οι οποίες απορρίφθηκαν ενώ εκκρεμούν και σχετικές εφέσεις, το αποτέλεσμα των οποίων είναι το μόνο που επιδρά στην έννομη σφαίρα του αιτητή.
Υπό το φως των πιο πάνω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και υποβληθούν στο Δικαστήριο για έγκριση.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Καλοζώης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1911, Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1515, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ 1576 και Παπαευριπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ 3989.