ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Βρ. Χατζηχάννας, για τον Αιτητή στην 279/2012. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-06-13 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΡΓΥΡΗ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 279/2012, 324/12 και 325/2012, 13/6/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D277

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                               (Συνεκδικαζόμενες  Υποθέσεις Αρ. 279/2012,

      324/12 και 325/2012)

                                                           

13 Ιουνίου, 2016

 

[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

(Υπόθεση Αρ. 279/2012)

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΡΓΥΡΗ,

                                                                                    Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

         

                                                                        Καθ' ης η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

(Υπόθεση Αρ. 324/2012)

 

ΛΟΥΚΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ,

                                                                                      Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

         

                                                                        Καθ' ης η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

(Υπόθεση Αρ. 325/2012)

 

ΑΝΘΕΜΙΣ ΠΑΠΑΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ,

                                                                                    Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

         

                                                                        Καθ' ης η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Βρ. Χατζηχάννας, για τον Αιτητή στην 279/2012.

Χρ. Μιχαηλίδου, για Μάριο Ηλιάδη και Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για τους

 Αιτητές στις 324/2012 και 325/2012.

Ε. Παπαγεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για την Καθ΄ης η

 Αίτηση.

Ν. Παρτασίδου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Mε τις πιο πάνω προσφυγές που συνεκδικάστηκαν λόγω κοινού πραγματικού και νομικού υποβάθρου, οι αιτητές Γεώργιος Αργύρη (Υπόθεση Αρ. 279/2012), Λούκας Συμεωνίδης (Υπόθεση Αρ. 324/2012) και Ανθέμιδα Παπασολομώντος (Υπόθεση Αρ. 325/2012) αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με την οποία ο Ιωάννης Σιεκκερής (Ε/Μ) προήχθη στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, από 15.12.2011.

 

Το θέμα της πλήρωσης μιας μόνιμης θέσης Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας η οποία, σύμφωνα με το σχετικό διάβημα της αρμόδιας Αρχής προς την ΕΔΥ, επρόκειτο να κενωθεί από 19.12.2011, λόγω πρόωρης αφυπηρέτησης του κατόχου της, εξετάστηκε από την ΕΔΥ στις 21.10.2011 και, ακολούθως, στις 23.11.2011.

 

Πρόκειται για Θέση Προαγωγής στην Κλίμακα Α13 (επεκτεινόμενη κατά δύο προσαυξήσεις), της οποίας τα απαιτούμενα προσόντα καθορίζονται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας ως ακολούθως:

 

«(1) Τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄ ή/και στις προηγούμενες θέσεις Λειτουργού Εμπορίου Α΄/Λειτουργού Βιομηχανίας Α΄/Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄/Λειτουργού Υπηρεσιών Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄.

 

(2) Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία.

 

(3) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, σε θέμα σχετικό με τα αρμοδιότητες του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού θα αποτελεί πλεονέκτημα».

 

Κατά τη συνεδρία της 23.11.2011, η οποία ήταν και η αποφασιστική, η ΕΔΥ, αφού μελέτησε τον κατάλογο αρχαιότητας, καθόρισε τους προάξιμους υποψηφίους οι οποίοι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας.

 

Στη συνέχεια, εξέτασε το ζήτημα του προβλεπόμενου στην παράγραφο (3) των απαιτούμενων προσόντων, πλεονεκτήματος, σημειώνοντας τα ακόλουθα:

 

«Το Υπουργείο Εμπορίου έχει την ευθύνη για τη χάραξη και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής πάνω σε θέματα που σχετίζονται με το εμπόριο, τη βιομηχανία, τον τουρισμό και την προστασία του καταναλωτή. Έχοντας μελετήσει ένα προς ένα τα προσόντα των υποψηφίων, η Επιτροπή έκρινε ότι ουδείς υποψήφιος διαθέτει το πλεονέκτημα, καθότι ουδείς διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σχετικό με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου».

 

 

Ακολούθως, προσήλθε ενώπιον της ΕΔΥ, για σκοπούς συστάσεων, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (στο εξής «η Διευθύντρια»), η οποία πρότεινε ως καταλληλότερο το Ε/Μ, αναφέροντας - στην έκταση που ενδιαφέρει τους εδώ διαδίκους - τα εξής:

 

«Οι υποψήφιοι που κατέχουν τα προσόντα για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση είναι οι Λειτουργοί Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄ με αύξοντες αριθμούς 1 μέχρι 16 του καταλόγου αρχαιότητας, όπως φαίνονται στο σχετικό κατάλογο.

 

    Γνωρίζω όλους τους υποψηφίους, προκειμένου, όμως, να προβώ σε σύσταση, έχω πάρει πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων, σ' ότι αφορά την προσφορά τους και τις ικανότητες και δυνατότητες τους σε σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης. Έχω μελετήσει, επίσης, τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων.

 

...............................

 

    Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα -  τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης, καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι' αυτή, συστήνω για προαγωγή τον υποψήφιο Σιεκκερή Κωνσταντίνο, τον οποίον θεωρώ ως τον πιο κατάλληλο.

 

    Ο Σιεκκερής ουδενός υστερεί ή/και υπερέχει σε αξία, λαμβάνοντας υπόψη τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων δέκα χρόνων στις οποίες απέδωσα ιδιαίτερη βαρύτητα.

  

Όσον αφορά την αρχαιότητα, ο Σιεκκερής υπερέχει έναντι όλων των υποψηφίων, είτε στην παρούσα θέση, είτε στην θέση πρώτου διορισμού, εκτός από τους υποψηφίους με α/α 1-3, από τους οποίους υστερεί σε αρχαιότητα, ο υποψήφιος με α/α 1, όμως, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω δεν λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς προαγωγής, ενώ σε σύγκριση με τον υποψήφιο με α/α 3 Αργύρη Γεώργιο, ο οποίος υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι του Σιεκκερή στην προηγούμενη θέση, ο Σιεκκερής υπερέχει οριακά σε αξία. Έλαβα, επίσης, υπόψη μου ότι ο Αργύρης Γεώργιος διαθέτει το προσόν ΜSc in Economics, που είναι πρόσθετο των απαιτουμένων, δεδομένου, όμως, ότι το προσόν αυτό δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα, θεωρώ ότι δεν ανατρέπει την υπεροχή του Σιεκκερή.

  

Όσον αφορά γενικά το πλεονέκτημα που προνοείται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, κρίνω ότι ουδείς υποψήφιος το διαθέτει, εφόσον ουδείς διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σχετικό με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου.

 

Καταλήγοντας στην απόφαση μου έλαβα, επίσης, υπόψη μου ότι οι περισσότεροι από τους υποψηφίους που δεν συστήνονται διαθέτουν μεταπτυχιακά ή/και άλλα διπλώματα, δεδομένου, όμως, ότι αυτά, όπως επεξηγήθηκε πιο πάνω, δεν αποτελούν πλεονέκτημα βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας, κρίνω ότι δεν προσδίδουν υπεροχή έναντι του συστηθέντα, που δεν υστερεί σε αξία και υπερέχει σε αρχαιότητα».

 

Στο τελικό στάδιο, η ΕΔΥ αφού, όπως σημείωσε, προέβη σε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση το περιεχόμενο των φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων, σε συνάρτηση με τα στοιχεία που συνθέτουν το καθιερωμένο τρίπτυχο (αξία - προσόντα - αρχαιότητα), και, αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση της Διευθύντριας, την οποία υιοθέτησε, κατέληξε ότι το Ε/Μ υπερείχε των υπολοίπων υποψηφίων και τον επέλεξε ως καταλληλότερο για προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Αιτιολογώντας την επιλογή της η ΕΔΥ σημείωσε τα πιο κάτω σχόλια:

 

«H Eπιτροπή επιλέγοντας τον Σιεκκερή Κωνσταντίνο, έλαβε υπόψη ότι αυτός ουδενός υστερεί ή/και υπερέχει οριακά σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων δέκα χρόνων, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα λόγω της, σχεδόν, καθολικής ισοπέδωσης που παρατηρείται κατά τα τελευταία πέντε έτη, αξιολογηθείς ως καθόλα εξαίρετος.

 

Η Επιτροπή καταλήγοντας στην απόφαση της, έλαβε, επίσης, υπόψη ότι ο Σιεκκερής υπερέχει έναντι των υποψηφίων σε αρχαιότητα που ανάγεται είτε στην παρούσα θέση είτε στη θέση πρώτου διορισμού, εκτός από τους υποψηφίους με α/α 2 και 3 (ο υποψήφιος με α/α 1 δεν λαμβάνεται υπόψη, όπως επεξηγήθηκε πιο πάνω), από τους οποίους υστερεί σε αρχαιότητα που ανάγεται στην προηγούμενη θέση. Συγκρίνοντας τον Σιεκκερή  με τον υποψήφιο με α/α 3 Αργύρη Γεώργιο, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο Αργύρης διαθέτει το πρόσθετο προσόν ΜSc in Economics, το οποίο αν και είναι σχετικό με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, εντούτοις δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της, ούτε βάσει αυτού, αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εφόσον, όπως επεξηγήθηκε, πιο πάνω, δεν θεωρείται σχετικό με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, σημείωσε, ωστόσο ότι ο Σιεκκερής είναι ίσος ή/και υπερέχει οριακά έναντι του Αργύρη σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων δέκα χρόνων, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και διαθέτει την υπέρ του σύσταση της Γενικής Διευθύντριας. Η Επιτροπή σημείωσε ότι προσέγγισε το θέμα της αξίας όπως αυτό διαμορφώθηκε διαχρονικά μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψη, ιδιαίτερα την απόφαση στις Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 3851, 3857 και 3860, Αντώνης Βασιλειάδης και άλλοι v. EΔΥ, και στην Αναθεωρητική Έφεση αρ.55/2008, Νίκος Αττά και άλλοι v. EΔΥ, καθώς και άλλες σχετικές αποφάσεις με επιμέρους προσεγγίσεις.

  

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας καταλήγοντας στην απόφασή της δεν παρέλειψε, επίσης, να λάβει υπόψη ότι οι περισσότεροι από τους λοιπούς μη επιλεγέντες υποψηφίους διαθέτουν μεταπτυχιακά ή/και άλλα διπλώματα, ορισμένα από τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, δεδομένου, όμως, ότι αυτά, με βάση την απόφαση της Γενικής Διευθύντριας, δεν είναι σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και συνεπώς, δεν αποτελούν πλεονέκτημα βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν προσδίδουν υπεροχή έναντι του επιλεγέντα ο οποίος δεν υστερεί σε αξία, υπερέχει σε αρχαιότητα και διαθέτει την υπέρ του σύσταση της Γενικής Διευθύντριας».

 

O αιτητής Γ. Αργύρης εισηγείται ότι, τόσο η σύσταση, όσο και η επίδικη απόφαση, είναι αναιτιολόγητες και αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα. Προβάλλει, συγκεκριμένα, ότι η επιλογή του Ε/Μ αντί αυτού, δεν έχει υπό τις περιστάσεις αρκούντως αιτιολογηθεί, καθότι ήταν ισοδύναμος του Ε/Μ στη βαθμολογημένη αξία,  υπερείχε αυτού σε προσόντα λόγω του μεταπτυχιακού του τίτλου ΜSc Economics, το οποίο κακώς και αναιτιολόγητα δεν προσμέτρησε ως πλεονέκτημα, ούτε αξιολογήθηκε στο ορθό πλαίσιο, εφόσον δεν του δόθηκε η αναμενόμενη βαρύτητα, ως σχετικό πρόσθετο προσόν και, επιπρόσθετα, υπερτερούσε απέναντί του σε αρχαιότητα, λόγω του διορισμού του στη θέση του Λειτουργού Εμπορίου.

 

Οι αιτητές Λ. Συμεωνίδης και Α. Παπασολομώντος επικαλούνται τα πρόσθετα προσόντα τους, Μaster of Arts in Economic Development (University of Leicester 1986) και Master of Science in Agricultural Economics (Reading University 1988), αντίστοιχα, και εισηγούνται ότι ήταν απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, αλλά και τις αρμοδιότητες του Υπουργείου. Συνεπώς, η θεώρηση, τόσο της Διευθύντριας, όσο και της ΕΔΥ, ότι τα συγκεκριμένα προσόντα δεν ικανοποιούσαν την προϋπόθεση του πλεονεκτήματος του σχεδίου υπηρεσίας, δεν ήταν εύλογη και λήφθηκε χωρίς οποιαδήποτε έρευνα και ειδική αιτιολογία, κάτω από συνθήκες πλάνης και καθ' υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειάς τους.

 

Προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας τους οι πιο πάνω αιτητές επικαλούνται τα «απαιτούμενα προσόντα» του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, (Θέση Πρώτου Διορισμού), με βάση το οποίο οι διάδικοι είχαν  διοριστεί στη συγκεκριμένη θέση και του οποίου οι πρόνοιες συμπεριλαμβάνουν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στα Οικονομικά.   

 

Θέτουν, συναφώς, το ερώτημα κατά πόσο θα ήταν εύλογα επιτρεπτή ερμηνεία με βάση την οποία να θεωρείται ότι ένα ακαδημαϊκό προσόν στα Οικονομικά, αποτελεί μεν απαιτούμενο βασικό προσόν για πρώτο διορισμό στις υπηρεσίες του Υπουργείου, παράλληλα όμως δεν σχετίζεται με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου, στα πλαίσια διαδικασίας για τη πλήρωση μιας ανώτερης θέσης στην ίδια ιεραρχική πυραμίδα.

 

Υποστηρίζοντας, περαιτέρω, την άποψη ότι τα μεταπτυχιακά τους ήταν σχετικά με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου και ότι θα έπρεπε, ως εκ τούτου, να κριθούν ως κατέχοντες το πλεονέκτημα, αντιπαραβάλλουν τις πρόνοιες των καθηκόντων και ευθυνών των σχεδίων υπηρεσίας της επίδικης θέσης με τις αντίστοιχες των  θέσεων του Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄ και Λειτουργού Εμπορίου οι οποίες, κατά την άποψή τους, περιλαμβάνουν ενασχόληση με οικονομικά θέματα. Επισημαίνουν, παράλληλα, ότι, εφόσον τα καθήκοντα της επίδικης θέσης είναι έννοια στενότερη των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου, η καταγεγραμμένη κρίση της ΕΔΥ ότι ο εν λόγω τίτλος ήταν μεν σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης, όχι όμως και με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου, είναι αντιφατική και στερείται λογικού ερείσματος.

 

Οι αιτητές δεν παραλείπουν να στρέψουν την προσοχή του Δικαστηρίου και προς τη καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι η πιθανολόγηση και μόνο του ισχυρισμού περί εμφιλοχώρησης πλάνης στη διεργασία λήψης της επίδικης απόφασης, είναι αρκετή για να ακυρωθεί αυτή και να επανεξεταστεί το ζήτημα από το αρμόδιο όργανο (Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228).

 

Από την άλλη, η πλευρά των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, υποστηρίζει ότι ο τρόπος αξιολόγησης των υποψηφίων και των προσόντων τους, όπως και η έκταση της αναγκαίας έρευνας, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και, εν προκειμένω, της ΕΔΥ. Επισημαίνουν ότι η κρίση της ΕΔΥ ότι τα διπλώματα των αιτητών δεν συνιστούσαν πλεονέκτημα, έχει αιτιολογηθεί επαρκώς, ότι δεν απαιτείτο, υπό τις περιστάσεις, ειδική αιτιολογία και ότι αυτά λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν ως πρόσθετα προσόντα. Προσθέτουν ότι η σύγκριση των σχεδίων υπηρεσίας που επιχειρήθηκε από τους αιτητές δεν είναι βοηθητική γιατί αφορά κατώτερες θέσεις, με διαφορετικά καθήκοντα και ευθύνες, και ότι η παρούσα υπόθεση θα πρέπει να κριθεί με βάση τα δικά της δεδομένα. Καταλήγουν δε ότι η σύσταση περιέχει εμπεριστατωμένη αιτιολογία με την οποία εξηγούνται οι λόγοι της προτίμησης της Διευθύντριας.

 

Αναφορικά με το θέμα της οριακής διαφοράς του Ε/Μ έναντι του αιτητή Αργύρη στις υπηρεσιακές εκθέσεις, η θέση των καθ' ων η αίτηση, κατ' επίκληση των αποφάσεων Παναγή κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2011) 3 ΑΑΔ 159 και Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 654/2001, ημερομηνίας 19.11.2002, είναι ότι έστω και αυτή η διαφορά, δεδομένης και της υπέρ του σύστασης, μπορούσε να προσμετρήσει λόγω της ισοπεδωτικής αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων.

 

Τέλος, οι καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκαν ότι η επίδικη απόφαση καλύπτεται από το τεκμήριο της κανονικότητας, το οποίο δεν έχει ανατραπεί και ότι οι αιτητές δεν απέδειξαν το απαραίτητο στοιχείο της έκδηλης υπεροχής τους, ως απαραίτητη προϋπόθεση δικαστικής επέμβασης.

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας, ανάγεται κατά πρώτο λόγο στο διορίζον όργανο και διορθωτικά στο Δικαστήριο, εφόσον η ερμηνεία η οποία παρέχεται εκφεύγει των λογικών ορίων ερμηνείας των σχετικών διατάξεων του σχεδίου υπηρεσίας (βλ. Δημοκρατία v. Μαυρονύχη (1998) 3 ΑΑΔ 903). Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια το αρμόδιο όργανο έχει καθήκον να προβαίνει στην αναγκαία έρευνα για την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων. Οι προεκτάσεις της έρευνας είναι στενά συνδεδεμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο κατά πόσο έχει διεξαχθεί μια πλήρης έρευνα προϋποθέτει τη συλλογή και διερεύνηση όλων εκείνων των στοιχείων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν το υπόβαθρο για ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Νικολαίδης κ.ά. v. Μηνά και Άλλων (1994) 3 ΑΑΔ 321). Όταν η ερμηνεία που δίδεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι λογικά εφικτή, ή το διορίζον όργανο υπερβαίνει τα ακραία όρια που καθορίζει το σχέδιο υπηρεσίας, ερμηνεύοντας τις πρόνοιές του με τρόπο αντινομικό προς την ορολογία του, τότε παρέχεται δικαστική ευχέρεια για παρέμβαση (βλ. ΚΟΤ v. Προδρόμου (1995) 3 ΑΑΔ 128).

 

Στην παρούσα περίπτωση, το σχέδιο υπηρεσίας καθόριζε ως προσόν - πλεονέκτημα, μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, «σε θέμα σχετικό με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού». Η ερμηνεία που αποδόθηκε από την ΕΔΥ στην πιο πάνω πρόνοια εξαντλείται στο συνοπτικό σχόλιο που σημειώθηκε στα πρακτικά της, όπως αυτό αναφέρθηκε πιο πάνω. Σύμφωνα με την κρίση της, την οποία ουσιαστικά ενσωμάτωσε και η  Διευθύντρια στη σύστασή της, ουδείς υποψήφιος διέθετε το πλεονέκτημα, καθότι ουδείς διέθετε μεταπτυχιακό προσόν σχετικά με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου, οι οποίες, όπως σκιαγραφήθηκαν από την ίδια, αφορούν «θέματα που σχετίζονται με το εμπόριο, τη βιομηχανία, τον τουρισμό και την προστασία του καταναλωτή».

 

Στη συνέχεια της διαδικασίας, η ΕΔΥ, αναφερόμενη ρητά στον αιτητή Αργύρη σημείωσε ότι το μεταπτυχιακό του «αν και είναι σχετικό με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης . δεν θεωρείται σχετικό με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εμπορίου». Αναφερόμενη στη συνέχεια στους υπόλοιπους μη επιλεγέντες υποψηφίους, σημείωσε ότι οι περισσότεροι από αυτούς «διαθέτουν μεταπτυχιακά ή/και άλλα διπλώματα, ορισμένα από τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης», τα οποία όμως δεν συνιστούσαν πλεονέκτημα, βάσει του σχεδίου υπηρεσίας, δεδομένου ότι «δεν είναι σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου».

 

Τα μεταπτυχιακά διπλώματα των αιτητών, όπως αναφέρεται πιο πάνω, αφορούσαν το αντικείμενο των Οικονομικών. Η ΕΔΥ αρκέστηκε στη γενικόλογη απόφαση ότι αυτά δεν σχετίζονταν με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου, αφήνοντας να νοηθεί ότι δεν είχαν σχέση με τους τέσσερις τομείς στους οποίους, κατά την ίδια, εξαντλείται το πεδίο «χάραξης και εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής» του συγκεκριμένου Υπουργείου. Χωρίς, όμως, καμία διευκρίνιση, έστω και πάνω στη βάση της πιο πάνω αόριστης διατύπωσης.

 

Είναι προφανές ότι το ζήτημα του περιεχομένου των μεταπτυχιακών τίτλων των αιτητών δεν φαίνεται να έχει διερευνηθεί στην αναγκαία έκταση. Τι περιλάμβανε η διδακτέα ύλη, ποια επί μέρους θέματα είχαν καλυφθεί μέσα στα πλαίσια του προγράμματος σπουδών που οδήγησε στην απόκτησή τους και κατά πόσον αυτά παρείχαν κάποια εξειδίκευση σε συγκεκριμένο κλάδο, η οποία θα μπορούσε να συσχετισθεί με το ζητούμενο.  Αυτά ήταν θέματα που θα έπρεπε να εξεταστούν από το αρμόδιο όργανο και όχι να τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου για εξαγωγή πρωτογενών συμπερασμάτων.   

 

Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η έρευνα και αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου είναι, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία, λογικά εφικτή (βλ. Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ. v. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 56). Η διαπίστωση της ουσιώδους πραγματικής κατάστασης για τους σκοπούς της ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας και εφαρμογής του στα συγκεκριμένα δεδομένα εναπόκειται στη διοίκηση, της οποίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον (βλ. Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 145).

 

Με βάση το υλικό που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να ελεγχθεί η επάρκεια της έρευνας της Διευθύντριας και της ΕΔΥ, ούτε και η ορθότητα των συναφών συμπερασμάτων τους. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γιαγκουλής v. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 481:

 

«Η Ε.Δ.Υ. εδώ είχε καθήκον να διερευνήσει το θέμα και να μην το παρακάμψει λέγοντας ότι λήφθηκαν υπόψη επίσης τα προσόντα των υποψηφίων. Αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο εφεσείων κατείχε δύο μεταπτυχιακά. Δεν εξέτασε η Ε.Δ.Υ. - σ' αυτήν ανήκει η αρμοδιότητα και όχι στο Δικαστήριο - αν τα στοιχεία αυτά μπορούσαν να συσχετισθούν με τα καθήκοντα ή τις ευθύνες της θέσης. Οπόταν υπήρχε πιθανότητα μεταβολής της γενικής εικόνας. Αν στο ερώτημα η απάντηση ήταν καταφατική θα διαμορφωνόταν ίσως ευνοϊκότερη κατάσταση για τον εφεσείοντα που κρίθηκε ότι ήταν, στον τομέα αυτό σε ίση περίπου μοίρα με το ενδιαφερόμενο μέρος. Η αρχή της διαφάνειας επέβαλλε έρευνα η οποία δεν έγινε. Η επίδικη πράξη είναι για το λόγο αυτό, τρωτή.» 

   

Το κενό που εντοπίζεται φαίνεται να οδήγησε και στο αντιφατικό συμπέρασμα που διατυπώθηκε στα πρακτικά, ότι τα διπλώματα των αιτητών ήταν μεν σχετικά με τα καθήκοντα και της ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, όμως δεν σχετίζονταν με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου.

 

Δεδομένου, όμως, ότι, σύμφωνα με την παράγραφο (α) των καθηκόντων και ευθυνών του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, ο κάτοχος της είναι «υπεύθυνος για τον προγραμματισμό, την οργάνωση, τη διοίκηση, το συντονισμό, την εποπτεία και ανάπτυξη ενός ή περισσότερων κλάδων εργασίας των Υπηρεσιών Εμπορίου και Βιομηχανίας, του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού», το εύρημα ότι ένα προσόν που σχετίζεται με τα πιο πάνω, δεν είναι σχετικό με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου παρέμεινε ατεκμηρίωτο και, ως τέτοιο, δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογα επιτρεπτό.

 

Χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση και καταγεγραμμένες διαπιστώσεις επί του περιεχομένου των πρόσθετων προσόντων των αιτητών, το ενδεχόμενο να ενήργησε υπό το καθεστώς πλάνης η ΕΔΥ, αναφορικά με την κατοχή του πλεονεκτήματος, καθίσταται, εν προκειμένω, ορατό.

 

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία v. Όλγας Μαυρομμάτη και Άλλου (1991) 3 ΑΑΔ 543, ακόμη και η υπόνοια πως η πλάνη λειτούργησε σε βάρος των αιτητών είναι αρκετή για να ακυρωθεί η πράξη. Η ύπαρξη πλάνης ανατρέπει και το βάθρο της αιτιολογίας, ως στηριζόμενης πάνω σε ανυπόστατα πραγματικά περιστατικά (βλ. Κυρμίτσης v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 ΑΑΔ 1900).

 

Υπό τις περιστάσεις, το τεκμήριο κανονικότητας της επίδικης απόφασης έχει καμφθεί. Στο σύγγραμμα του Στασινόπουλου, «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» (1951), σελ. 304 και 305 το θέμα τίθεται ως εξής:

 

«Ούτως η νομολογία δημιουργεί τεκμήριον κατά της πλάνης, ήτοι τεκμήριον υπέρ της ορθής εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών. Το τεκμήριον όμως τούτο είναι ιδιόρρυθμον, διότι κάμπτεται αφ' ης στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικόν σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώσει να καταστήσει πιθανήν την πλάνην, ήτοι να δημιουργήσει παρά τω δικαστή απλώς αμφιβολίας περί της ορθότητος της διαπιστώσεως του πραγματικού εκ μέρους της Διοικήσεως».

 

Τέλος, το επιχείρημα των καθ' ων η αίτηση ότι οι αιτητές δεν απέδειξαν έκδηλη υπεροχή δεν ευσταθεί. Το θέμα δεν έχει τεθεί πάνω σε αυτή τη βάση, αλλά ως θέμα πλάνης της ΕΔΥ αναφορικά με τη σύγκριση των υποψηφίων ως προς τα προσόντα τους και ως θέμα αιτιολόγησης της σύστασης και της αντίστοιχης κρίσης της ΕΔΥ. Όταν διαπιστώνεται ζήτημα πάσχουσας αιτιολογίας και πλάνης στην απόφαση του διοικητικού οργάνου δεν εφαρμόζεται η αρχή της απόδειξης έκδηλης υπεροχής από τον αιτητή (βλ. Παπαϊωάννου & άλλοι (Αρ.2) v. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 713, Δημοκρατία v. Mαυράκη (1999) 3 ΑΑΔ 817).

 

Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, οι προσφυγές θα πρέπει να επιτύχουν, χωρίς να είναι απαραίτητη η εξέταση οποιοδήποτε άλλου νομικού επιχειρήματος.

 

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται.

   

 

                                                                        Κ. Σταματίου,

                                                                                    Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο