ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D237
12 Μαΐου, 2016
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
Ε. Ευσταθίου, για την αιτήτρια.
Λ. Ουστά (κα), ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση όπως κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 3.4.2012, με την οποία απερρίφθη η αίτηση της για εγγραφή στον ειδικό κατάλογο διοριστέων εκπαιδευτικών για άτομα με αναπηρίες του 2012 (ειδικότητα φιλολογικά), αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης και επιδιώκεται η κήρυξη της ως παράνομης.
Η αιτήτρια στις 21.4.2011 υπέβαλε αίτηση στον ειδικό κατάλογο διοριστέων εκπαιδευτικών με αναπηρίες στην ειδικότητα φιλολογικών. Κατ΄ ακολουθίαν της σχετικής διαδικασίας η αιτήτρια υποβλήθηκε σε αξιολόγηση από ειδική πολυθεματική επιτροπή στο πλαίσιο του περί Πρόσληψης Ατόμων με Αναπηρίες στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 2009 (Ν. 146(Ι)/2009). Η ειδική πολυθεματική επιτροπή στην έκθεση της ημερ. 28.9.2011 γνωμοδότησε ότι η αιτήτρια εμπίπτει στον ορισμό «άτομα με αναπηρίες», άρθρο 2 του Νόμου (ανωτέρω). Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) στη συνεδρία της ημερ. 3.4.2011 εξέτασε την ανωτέρω αίτηση και αποφάσισε, να καλέσει την αιτήτρια ενώπιον της σε προσωπική συνέντευξη, όπερ και εγένετο στις 29.9.2011. Η ΕΕΥ έχοντας υπόψη της όλα τα στοιχεία του φακέλου της αιτήτριας, περιλαμβανομένης της προσωπικής συνέντευξης, αποφάσισε να ζητήσει περαιτέρω διευκρινίσεις από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους το είδος της αναπηρίας της υποψηφίας μειώνει ουσιωδώς τη δυνατότητα εξεύρεσης και διατήρησης κατάλληλης εργασίας (επιστολή ημερ. 29.9.2011). Η διευθύντρια του Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες με επιστολή της ημερ. 13.2.2012 διαβίβασε στην ΕΕΥ νέα έκθεση αξιολόγησης της αιτήτριας από την ειδική πολυθεματική επιτροπή. Η ειδική πολυθεματική επιτροπή στην έκθεση της ημερ. 10.2.2012 γνωμοδότησε και πάλι, ότι η αιτήτρια εμπίπτει στον ορισμό «άτομο με αναπηρίες» εν τη εννοία του Νόμου ως ανωτέρω. Εξετάστηκε ως εκ τούτου περαιτέρω η αίτηση από την ΕΕΥ στη συνεδρία ημερ. 22.2.2012 και αποφασίστηκε η απόρριψη του αιτήματος: κρίθηκε ότι το είδος της αναπηρίας της αιτήτριας δεν μειώνει ουσιωδώς τις πιθανότητες της για εξεύρεση κατάλληλης εργασίας. Η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 2.3.2012 υπέβαλε ένσταση για μη συμπερίληψη της στον ειδικό κατάλογο διοριστέων εκπαιδευτικών με αναπηρίες (ειδικότητα φιλολογικών), Φεβρουαρίου 2012, η οποία απερρίφθη από την ΕΕΥ στη συνεδρία της ημερ. 21.3.2012. Είναι η απόφαση αυτή η οποία και προσβάλλεται.
Προς ακύρωση της επίδικης απόφασης προβάλλονται: μη ειδική αιτιολόγηση της ΕΕΥ για την παραγνώριση της απόφασης του γνωμοδοτικού οργάνου, ειδικής πολυθεματικής επιτροπής, η οποία ελήφθη κατά παράβαση του Νόμου: ανεπαρκής έρευνα του διορίζοντος οργάνου - πεπλανημένη απόφαση - ελλιπής αιτιολογία.
Για την παραγνώριση της απόφασης του γνωμοδοτικού οργάνου ειδικής πολυθεματικής επιτροπής, προωθείται εκ μέρους της αιτήτριας η θέση ότι δυνάμει του άρθρου 2 του Νόμου όπου δίδεται ο ορισμός «άτομα με αναπηρίες» σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 3, όπου καθορίζεται η διαδικασία πρόσληψης ατόμων με αναπηρίες σε θέσεις απασχόλησης, το αρμόδιο διορίζον όργανο, στην προκειμένη περίπτωση οι καθ΄ ων, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη και την έκθεση της ειδικής πολυθεματικής επιτροπής, κατά τη λήψη της απόφασης σχετικά με την καταλληλότητα του ατόμου με αναπηρία να εκτελέσει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης απασχόλησης.
Οι καθ΄ ων υποστηρίζουν ότι έργο της ειδικής πολυθεματικής επιτροπής άρθρα 3, 5 και 6, είναι η αξιολόγηση και διαπίστωση κατά πόσο ένα άτομο εμπίπτει στον όρο «άτομο με αναπηρίες» για τους σκοπούς του Νόμου και κατά πόσο ο υποψήφιος είναι κατάλληλος για την άσκηση των καθηκόντων της θέσης, εξ ου και συντάσσει έκθεση αναφορικά με την αναπηρία και την καταλληλότητα των υποψηφίων. Το γεγονός όμως ότι η αιτήτρια, όπως δέχονται οι καθ΄ ων, εμπίπτει στον ορισμό του ατόμου με αναπηρίες δεν σημαίνει ότι δημιουργείται αυτομάτως και δέσμια υποχρέωση εκ μέρους του διορίζοντος οργάνου να εντάξει τον υποψήφιο στο σχετικό κατάλογο διοριστέων, εν τη εννοία ότι η γνωμοδότηση που δόθηκε από την ειδική πολυθεματική επιτροπή δεν δημιουργεί δέσμια υποχρέωση εφαρμογής της: η επιτροπή δεν εμποδίζεται να διεξάγει δέουσα έρευνα, όπως και διεξήγαγε με την κλήση της αιτήτριας σε προσωπική συνέντευξη αλλά και με την αναζήτηση περαιτέρω διευκρινίσεων από το Τμήμα της Κοινωνικής Ενσωμάτωσης.
Το άρθρο 2 του Νόμου ορίζει την ομάδα προσώπων τα οποία εντάσσονται ως «άτομα με αναπηρίες» για πρόσληψη εφόσον ικανοποιούνται τα κατωτέρω:
«3. Τηρουμένων των διατάξεων του περί Προσλήψεως Εκπαιδευμένων Τυφλών Τηλεφωνητών στις Θέσεις Τηλεφωνητή στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία και στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου Νόμου, και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών ή άλλων διοικητικών ρυθμίσεων ή πρακτικών που καθορίζουν τους κανόνες και τις διαδικασίες πρόσληψης προσωπικού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προσλαμβάνονται σε θέσεις απασχόλησης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, άτομα με αναπηρίες σε ποσοστό 10% του αριθμού των υπό πλήρωση κάθε φορά θέσεων απασχόλησης, νοουμένου ότι ο αριθμός των ατόμων με αναπηρίες που θα έχουν προσληφθεί με βάση τον παρόντα Νόμο δεν υπερβαίνει το 7% του συνόλου των υπηρετούντων υπαλλήλων κατά Υπηρεσία κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της εκάστοτε διαδικασίας πλήρωσης θέσεων έτους ή, στην περίπτωση της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, κατά την 1η Σεπτεμβρίου του προηγούμενου της εκάστοτε διαδικασίας πλήρωσης θέσεων έτους, και, νοουμένου ότι τα άτομα με αναπηρίες ικανοποιούν σωρευτικά τα πιο κάτω αντικειμενικά κριτήρια:
(α) Κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα της υπό πλήρωση θέσης απασχόλησης∙
(β) Επιτυγχάνουν σε τυχόν απαιτούμενες για τη θέση απασχόλησης γραπτές ή/και προφορικές εξετάσεις∙
(γ) Κρίνονται κατάλληλα για την εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης απασχόλησης από το αρμόδιο διορίζον όργανο, το οποίο υποχρεούται για το σκοπό αυτό, να λαμβάνει υπόψη και την έκθεση της ειδικής πολυθεματικής επιτροπής που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 6:
Νοείται ότι κατά τον υπολογισμό του ποσοστού του 10% του αριθμού των υπό πλήρωση κάθε φορά θέσεων απασχόλησης, τυχόν δεκαδικοί αριθμοί από 0,5 μέχρι 0,9 στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη μονάδα προς τα άνω:
Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που ο αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων απασχόλησης είναι μικρότερος του 5, τότε, για σκοπούς υπολογισμού του ποσοστού του 10% θα λαμβάνεται υπόψη και θα προστίθεται στον αριθμό των υπό πλήρωση θέσεων ο αριθμός των αντίστοιχων θέσεων που πληρώθηκαν κατά το προηγούμενο έτος, και για τις οποίες δεν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι άτομα με αναπηρίες που λόγω της φύσης της αναπηρίας τους έχουν λάβει από εκπαιδευτικά ιδρύματα της μέσης, ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης διευκολύνσεις ή απαλλαγές στην εκμάθηση ή εξέταση σε ξένη γλώσσα θα τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης κατά τις απαιτούμενες γραπτές ή/και προφορικές εξετάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 (β) και ο βαθμός επιτυχίας τους θα προσαρμόζεται ή σταθμίζεται ανάλογα λαμβανομένης υπόψη της βαθμολογίας τους στα υπόλοιπα θέματα των εξετάσεων, ωσάν στα εξεταζόμενα μαθήματα να μην περιλαμβανόταν εξυπαρχής το εξεταζόμενο μάθημα της ξένης γλώσσας. Άτομα που για τον ίδιο λόγο δεν κατέχουν το απαιτούμενο προσόν της ξένης γλώσσας για την υπό πλήρωση θέση απασχόλησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 3(α) θα εξαιρούνται από το απαιτούμενο προσόν της ξένης γλώσσας, νοουμένου ότι κατέχουν όλα τα υπόλοιπα απαιτούμενα προσόντα της υπό πλήρωση θέσης απασχόλησης.»
Όπως έχω ήδη αναφέρει η σύσταση της επιτροπής και η διαδικασία αξιολόγηση αναπηρίας και καταλληλότητας του υποψηφίου ρυθμίζονται με τα άρθρα 5 και 6 του Νόμου:
«5.-(1) Για σκοπούς αξιολόγησης και διαπίστωσης ότι ένα άτομο είναι άτομο με αναπηρίες για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, το Τμήμα συστήνει, με βάση ετήσιους καταλόγους ειδικών επαγγελματιών στον τομέα της υγείας που εγκρίνει ο Υπουργός, ειδική πολυθεματική επιτροπή, είτε πάνω σε ετήσια βάση είτε/και κατά περίπτωση, ανάλογα με τις ανάγκες των διοριζόντων οργάνων, οι διαδικασίες και οι κανόνες λειτουργίας της οποίας καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς που θεσπίζονται από το Τμήμα και εγκρίνονται από τον Υπουργό.
(2) [.]
Νοείται ότι, ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε αξιολόγησης, το Τμήμα δύναται να καλεί επιπρόσθετα για συμμετοχή στην ειδική πολυθεματική επιτροπή οποιοδήποτε πρόσωπο με σχετική ειδικότητα στον τομέα της υγείας ή/και της εργασίας κρίνει απαραίτητο.
6.-(1) Με την αίτησή του για πρόσληψη σε θέση απασχόλησης ή όταν του ζητηθεί από το διορίζον όργανο ή από την ειδική πολυθεματική επιτροπή, ο υποψήφιος υποβάλλει, πέραν από τα κατά τα άλλα απαιτούμενα σύμφωνα με τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης απασχόλησης πιστοποιητικά, πρωτότυπα πιστοποιητικά των θεραπόντων ιατρών του στα οποία περιγράφεται το είδος και η κατάσταση της αναπηρίας του.
(2) Το διορίζον όργανο, αφού εξετάσει την αίτηση ή τα ενώπιον του στοιχεία για πρόσληψη και διαπιστώσει ότι ο υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα, παραπέμπει την αίτηση ή/και όλα τα σχετικά στοιχεία του υποψήφιου στο Τμήμα, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τυχόν προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να του διαβιβασθεί η έκθεση της ειδικής πολυθεματικής επιτροπής.
(3) Το Τμήμα διαβιβάζει την αίτηση ή/και όλα τα σχετικά στοιχεία και παραπέμπει τον υποψήφιο στην ειδική πολυθεματική επιτροπή, η οποία αξιολογεί κατά πόσο ο υποψήφιος είναι άτομο με αναπηρίες κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, καθώς και την καταλληλότητα του υποψηφίου για την άσκηση των προβλεπόμενων καθηκόντων της θέσης απασχόλησης.
(4) Η ειδική πολυθεματική επιτροπή μετά την αξιολόγηση του υποψηφίου, συντάσσει έκθεση αναφορικά με την αναπηρία και την καταλληλότητα του υποψηφίου για την άσκηση των καθηκόντων της θέσης απασχόλησης, η οποία διαβιβάζεται μέσω του Τμήματος εντός της τυχόν υποδεικνυόμενης προθεσμίας, στο διορίζον όργανο:
Νοείται ότι η ειδική πολυθεματική επιτροπή δύναται να αξιολογεί τον υποψήφιο αναφορικά με την καταλληλότητά του να ασκήσει καθήκοντα ομοειδή με αυτά της θέσης απασχόλησης για την οποία αρχικά αξιολογείται, και σε τέτοια περίπτωση η έκθεση της ειδικής πολυθεματικής επιτροπής, η οποία δυνατό να προβλέπει διάρκεια ισχύος της, διατηρείται στο Τμήμα το οποίο τη διαβιβάζει στο εκάστοτε διορίζον όργανο όποτε αυτό ζητείται, για σκοπούς πρόσληψης του υποψηφίου σε θέση απασχόλησης ομοειδών καθηκόντων, χωρίς να απαιτείται σε τέτοια περίπτωση η εκ νέου αξιολόγηση του υποψηφίου προσώπου από την ειδική πολυθεματική επιτροπή.»
Τέσσερις πρωτόδικες αποφάσεις από όσες έχω τουλάχιστον εντοπίσει, έχουν αποδοκιμάσει την τακτικής της Επιτροπής να αγνοεί αναιτιολογήτως τη γνώμη της ειδικής πολυθεματικής επιτροπής (Αθανάσιος Νάκας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1091/11 και άλλων, 11.1.2013, Ελένη Παρούτη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1449/12, 14.3.2014, ECLI:CY:AD:2014:D192, Στυλιανή Έλληνα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 897/12, 21.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D46, Ελένη Παρούτη ν. ΕΕΥ, Υποθ. Αρ. 5800/13, 30.10.2015). Δεν υπάρχει διαφωνία ως προς τη νομική πρόταση ότι οι καθ΄ ων είναι το αποφασίζον όργανο, το οποίο διατηρεί τη διακριτική του ευχέρεια ως προς τη λήψη της επίδικης απόφασης, όπως συμφωνία υπάρχει και ως προς το δεύτερο σκέλος, η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη και την έκθεση της ειδικής πολυθεματικής επιτροπής που συντάσσεται δυνάμει του άρθρου 6. Όμως εκείνο που φαίνεται ότι θέλουν να αγνοούν οι καθ΄ ων είναι το γεγονός ότι δύο φορές απέστησαν από τις δύο γνωματεύσεις της ειδικής πολυθεματικής επιτροπής, η οποία απαρτίζεται από δύο επαγγελματίες του τομέα υγείας, άρθρο 5(2) του Νόμου με ειδικότητα σχετική με τη συγκεκριμένη αναπηρία του ατόμου που θα αξιολογηθεί, χωρίς να δώσουν προς τούτο επαρκή υπό τας περιστάσεις αιτιολογία. Η απολυτότητα της πρότασης ότι η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση, αφού έκρινε ότι το είδος της αναπηρίας της αιτήτριας δεν μειώνει ουσιωδώς τις πιθανότητες της για εξεύρεση κατάλληλης εργασίας, δεν πληροί τις προϋποθέσεις που τάσσει η νομολογία, με συνέπεια η απόφαση των καθ΄ ων να υπόκειται σε απόρριψη λόγω παράβασης του άρθρου 26 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου: οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως όταν πρόκειται για δυσμενείς για το διοικούμενο και είναι αντίθετες ως προς το περιεχόμενο τους με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμοδίου οργάνου ή με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλουν αναλόγως με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που το περιβάλλουν.
Ως εκ τούτου υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης οι καθ΄ ων αφίστανται της γνωμοδότησης ειδικού οργάνου ενεργώντας αντ΄ αυτού, ως ειδικοί επί του θέματος και χωρίς να υποστηρίξουν ή να αιτιολογούν τους λόγους, παρά μόνο στο γενικό ως ανωτέρω αφορισμό: ότι δεν μειώνει ουσιωδώς τις πιθανότητες της για εξεύρεση κατάλληλης εργασίας, λειτουργώντας τοιουτοτρόπως ως ειδικοί. Εκείνο που επιβάλλεται είναι η αιτιολόγηση της απόληξης «μη μείωσης ουσιωδώς των πιθανοτήτων της αιτήτριας για εξεύρεση κατάλληλης εργασίας», η οποία ουδόλως και αιτιολογείται.
Σχετικά με την ανάγκη αιτιολόγησης αποφάσεων ή πράξεων διακριτικής εξουσίας βλέπε σχετικά Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μ. Στασινόπουλου, 1929-1959, σ.184, υπό τον τίτλο «Πράξεις αιτιολογητέαι εκ της φύσεως αυτών»:
«Αι πράξεις αι μη συμφωνούσαι προς τα στοιχεία του κεφαλαίου, ως πράξις αντίθετος προς ητιολογημένην γνωμοδότησιν συλλογικού οργάνου και εν γένει πράξις αντιτιθεμένη εις ητιολογημένας προπαρασκευαστικάς της 890(47), ως η άρνησις υπό του ιεραρχικώς προϊσταμένου ή της εποπτευούσης Αρχής να κρίνη πράξιν υποδεεστέρου οργάνου: 59(3), 119, 492, 678(32). Ούτως π.χ. ο Υπουργός υποχρεούται να αιτιολογήση την γνώμην του, όταν αύτη είναι διάφορος προς την υποβαλλομένην υπό την έγκρισιν αυτού πράξιν: 894(51).»
Καθώς και το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Επ. Σπηλιωτόπουλου, 5η έκδοση, σ. 135-136, §135:
«Η «γνωμοδότηση» ή γνώμη διατυπώνεται ύστερα από ερώτημα του οργάνου που έχει αποφασιστική αρμοδιότητα και διακρίνεται σε i) «Απλή» όταν το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα δεν δεσμεύεται από αυτήν, αλλά μπορεί να αποφασίσει και διαφορετικά (ΣΕ 1704/1981). Η πράξη του οργάνου που έχει αποφασιστική αρμοδιότητα, εφόσον έχει περιεχόμενο διαφορετικό από την απλή γνωμοδότηση, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη.»
Λόγος που ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στη ΝΕΜΙΤSAS LIMITED v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1517/99, 13.6.2001, όπου λέχθηκε ότι «.επί απλής γνωμοδοτήσεως το αποφασίζον όργανον δεν οφείλει μεν να συμμορφωθεί προς την γνωμοδότησιν ή επί πλειόνων γνωμοδοτήσεων προς ωρισμένην εκ τούτων, πλην υποχρεούται να αιτιολογήση την απόκλισιν του από της ληφθείσης γνώμης και δη εφ΄ όσον η γνώμη αυτή προέρχεται εξ οργάνου συντεθειμένου εκ προσώπων, κεκτημένων ειδικάς γνώσεις και εμπειρίαν. (ΣτΕ 482/1996, 369/1978, 1704/1981).»
Ως εκ τούτου για τους λόγους που έχω παραθέσει ανωτέρω, η πράξη ακυρώνεται ως αναιτιολόγητη.
Έξοδα €1.200 υπέρ της αιτήτριας, πλέον ΦΠΑ αν επιβάλλεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ