ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D245
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 5712/2013)
19 Μαΐου, 2016
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΡ. ΠΟΛΑ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Βρ. Χατζηχάννας, για την Αιτήτρια.
Α. Κάρνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, είναι η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας («η ΕΔΥ»), η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή, ημερομηνίας 24.5.2013, και με την οποία η αιτήτρια πληροφορήθηκε ότι η Εξαμηνιαία Υπηρεσιακή Έκθεσή της, που είχε υποβληθεί για την περίοδο παράτασης της δοκιμασίας της, ήταν άκυρη και ότι η περίοδος δοκιμασίας της επρόκειτο να παραταθεί για άλλους έξι μήνες.
Με απόφασή της ημερομηνίας 30.9.2010, η ΕΔΥ επέλεξε την αιτήτρια για διορισμό στη μόνιμη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Μικροβιολογίας από 1.11.2010.
Μετά την αποδοχή του διορισμού της, η αιτήτρια πληροφορήθηκε ότι ο διορισμός της θα τελούσε υπό δοκιμασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 38(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν.1/1990, ως έχει τροποποιηθεί) - (στο εξής «ο Νόμος») και τοποθετήθηκε στο Μικροβιολογικό Τμήμα του Νοσοκομείου Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ΙΙΙ, Λευκωσία.
Από 18.4.2011 μέχρι 31.5.2012 η αιτήτρια, συναινώντας σε πρόταση της αρμόδιας Αρχής, μετακινήθηκε προσωρινά για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στη Διοίκηση (Διεύθυνση Αγορών και Προμηθειών) του Υπουργείου Υγείας, στο οποίο, εν συνεχεία, αποσπάστηκε κατόπιν απόφασης της ΕΔΥ, ημερομηνίας 2.2.2012.
Στα πλαίσια της συνεδρίας της ΕΔΥ, ημερομηνίας 12.9.2012, διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν υποβληθεί Εξαμηνιαίες Υπηρεσιακές Εκθέσεις για την αιτήτρια, της οποίας η διετής χρονική περίοδος δοκιμασίας έληγε στις 31.10.2012.
Ως αποτέλεσμα, ειδοποιήθηκε ο καθ' ύλην αρμόδιος προϊστάμενος για να δώσει εξηγήσεις και, ακολούθως, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας υπέβαλε στις 22.10.2012 στην ΕΔΥ τέσσερεις Εξαμηνιαίες Υπηρεσιακές Εκθέσεις της αιτήτριας για την περίοδο από 1.11.2011 μέχρι 31.10.2012. Σύμφωνα με τις εκθέσεις η αξιολόγηση της αιτήτριας στα 4 από τα 6 στοιχεία ήταν «μη ικανοποιητική», δεν ήταν κατάλληλη για μονιμοποίηση στην υπηρεσία και, επιπρόσθετα, σύμφωνα με την κρίση του αξιολογούντα λειτουργού, η αιτήτρια, έχρηζε «ψυχιατρικής αξιολόγησης και θεραπείας».
Το ζήτημα εξετάστηκε την 1.11.2012 από την ΕΔΥ, η οποία αποφάνθηκε ότι οι πιο πάνω εκθέσεις ήταν άκυρες γιατί δεν είχε συμπληρωθεί το «ΜΕΡΟΣ ΙV» σχετικά με την ομάδα αξιολόγησης και, επιπρόσθετα, επειδή, κατά την ετοιμασία τους, δεν είχαν τηρηθεί οι πρόνοιες (2) και (3), του άρθρου 50, του Νόμου, και οι Κανονισμοί 5 και 9 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμοί του 1990 (Κ.Δ.Π. 386/1990, ως έχει τροποποποιηθεί) -(στο εξής «οι Κανονισμοί»).
Κατά την ίδια συνεδρία, η ΕΔΥ αποφάσισε να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας της αιτήτριας για έξι μήνες, δηλαδή μέχρι 30.4.2013, ενημερώνοντας προς τούτο την αρμόδια Αρχή και την αιτήτρια.
Στις 14.1.2013 η ΕΔΥ, κατόπιν σχετικού διαβήματος του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, αποφάσισε τον τερματισμό της απόσπασης της αιτήτριας στη Διεύθυνση Αγορών και Προμηθειών του Υπουργείου Υγείας.
Λόγω μη έγκαιρης υποβολής της τελευταίας Εξαμηνιαίας Υπηρεσιακής Έκθεσης της αιτήτριας, η ΕΔΥ αποφάσισε στις 15.5.2013 να ζητήσει και πάλι εξηγήσεις από την αρμόδια Αρχή.
Ανταποκρινόμενος ο Αν. Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας κοινοποίησε στην ΕΔΥ στις 16.5.2013 την Εξαμηνιαία Υπηρεσιακή Έκθεση της αιτήτριας για την περίοδο από 15.1.2013 μέχρι 30.4.2013, αναφέροντας ότι αυτή δεν κατέστη δυνατό να υποβληθεί μέσα στα χρονικά όρια που καθορίζονται στο Νόμο, λόγω καθυστέρησης της παραλαβής της από το αρχείο των Ιατρικών Υπηρεσιών.
Στην εν λόγω υπηρεσιακή έκθεση η αιτήτρια αξιολογείτο από τον Εκτελεστικό Διευθυντή του Νοσοκομείου Αρχ. Μακάριος ΙΙΙ ως «μη ικανοποιητική» σε 2 κριτήρια και ως ακατάλληλη για μονιμοποίηση, λόγω αδυναμίας διεκπεραίωσης των καθηκόντων της μικροβιολόγου.
Όπως περαιτέρω σημειωνόταν στη σχετική επιστολή του Αν. Διευθυντή προς την ΕΔΥ, «ενόψει των πιο πάνω, καθώς και του γεγονότος ότι στην εξαμηνιαία υπηρεσιακή της έκθεση αναγράφεται η περίοδος από 15/1/2013 μέχρι 30/4/2013 και όχι από 31/10/2012 μέχρι 30/4/2013 για να καλύπτεται ένα ολόκληρο εξάμηνο, παρακαλούμε όπως παραταθεί για μία ακόμη φορά η περίοδος δοκιμασίας της πιο πάνω υπαλλήλου κατά έξι μήνες για να καταστεί δυνατή η πιστή τήρηση της σχετικής νομοθεσίας στην επόμενη εξαμηνιαία υπηρεσιακή έκθεση».
Εναντίον της πιο πάνω υπηρεσιακής έκθεσης, ο δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε προς την Ομάδα Αξιολόγησης ένσταση, την οποία, εν συνεχεία, κοινοποίησε στην ΕΔΥ.
Το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής του Αν. Διευθυντή και η υπηρεσιακή έκθεση της αιτήτριας τέθηκαν ενώπιον της ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 21.5.2013.
Κατά την εξέταση της έκθεσης διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν και πάλι τηρηθεί οι πρόνοιες των εδαφίων (2) και (5) του άρθρου 50 του Νόμου, καθώς και των Κανονισμών 5 και 9 της Κ.Δ.Π. 386/1990 και, επίσης, ότι δεν είχαν συμπληρωθεί τα «ΜΕΡΗ ΙΙΙ και ΙV» της έκθεσης.
Ως εκ τούτου, η ΕΔΥ έκρινε ότι η υποβληθείσα έκθεση της αιτήτριας ήταν άκυρη και αποφάσισε «υπό τις περιστάσεις, να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας της πιο πάνω υπαλλήλου για άλλους έξι μήνες και να επισύρει την προσοχή της αρμόδιας αρχής ώστε κατά την ετοιμασία της επόμενης Εξαμηνιαίας Έκθεσης της υπαλλήλου να τηρηθούν πιστά οι πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και των κανονισμών που διέπουν την ετοιμασία και υποβολή των Εξαμηνιαίων Υπηρεσιακών Εκθέσεων. Σε περίπτωση που δεν τηρηθούν τα πιο πάνω η αρμόδια αρχή να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα κατά παντός υπευθύνου».
Η πιο πάνω απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή του προέδρου της ΕΔΥ, ημερομηνίας 24.5.2013, προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρίστηκε στις 5.7.2013 και με την οποία προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως που αφορούν σε κατ' ισχυρισμό παράβαση των σχετικών προνοιών του Νόμου και των Κανονισμών της Κ.Δ.Π. 386/1990, αναφορικά με τη σύνταξη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων και, επιπρόσθετα, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και μη τήρηση άρτιων πρακτικών.
Σημειώνεται ότι, μετά την καταχώρηση της προσφυγής και πριν από τη λήξη της 2ης εξαμηνιαίας παράτασης της δοκιμασίας της αιτήτριας, υποβλήθηκε από τον Αν. Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας στις 24.9.2013, η Εξαμηνιαία Υπηρεσιακή της Έκθεση για την περίοδο από 1.5.2013 μέχρι 31.10.2013.
Η έκθεση, επί της οποίας η αιτήτρια κλήθηκε αυτή τη φορά να δώσει τις απόψεις της επί των αρνητικών σημείων του αξιολογούντα λειτουργού, κάτι που έπραξε μέσω δικηγόρου, ήταν και πάλι δυσμενής με «μη ικανοποιητική» αξιολόγηση σε δύο στοιχεία και κρίση περί ακαταλληλότητας της αιτήτριας για μονιμοποίηση.
Η ΕΔΥ, εξετάζοντας το ζήτημα στις 30.10.2013, διαπίστωσε ότι η έκθεση είχε συνταχθεί και υποβληθεί σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές και κανονιστικές πρόνοιες και αποφάσισε να καλέσει ενώπιόν της την αιτήτρια για σκοπούς παραστάσεων. Η αιτήτρια, προσήλθε ενώπιον της ΕΔΥ στις 11.11.2013 συνοδευόμενη από το δικηγόρο της και υπέβαλε τις παραστάσεις της, ισχυριζόμενη ότι ήταν ικανή να ασκήσει τα καθήκοντά της και ότι το όλο ζήτημα οφείλετο σε εναντίον της προκατάληψη εκ μέρους των προϊσταμένων της.
Έχοντας υπόψη το σύνολο των ενώπιον της δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων και των θέσεων της αιτήτριας, η ΕΔΥ αποφάσισε στις 13.11.2013 να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας της αιτήτριας για άλλους έξι μήνες, μέχρι 30.4.2014.
Τελικά, στις 31.3.2014, ο Αν. Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, υπέβαλε στην ΕΔΥ την Εξαμηνιαία Έκθεση της αιτήτριας για την περίοδο από 1.11.2013 μέχρι 30.4.2014, με την οποία η αιτήτρια αξιολογήθηκε ως κατάλληλη για προαγωγή.
Υπό το φως της τελευταίας ικανοποιητικής αξιολόγησης της εργασίας και διαγωγής της αιτήτριας κατά την τρίτη παράταση της δοκιμασίας της η ΕΔΥ αποφάσισε στις 3.4.2014 να επικυρώσει το διορισμό της. Η επικύρωση του διορισμού δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2.5.2014.
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Νόμου:
«(1) Μόνιμος διορισμός προσώπου που δεν είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος γίνεται επί δοκιμασία για διετή χρονική περίοδο:
Νοείται ότι η Επιτροπή μπορεί σε ειδικές περιπτώσεις και σύμφωνα με καθορισμένα κριτήρια να μην απαιτήσει χρονική περίοδο δοκιμασίας ή να τη μειώσει.
(2) Ο διορισμός υπαλλήλου που υπηρετεί επί δοκιμασία μπορεί να τερματιστεί οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου δοκιμασίας, αλλά, πριν γίνει τέτοιος τερματισμός, πρέπει να δοθεί στον υπάλληλο ειδοποίηση της πρόθεσης για τερματισμό που να περιέχει τους λόγους και να τον καλεί να προβεί σε οποιεσδήποτε παραστάσεις, τις οποίες θα επιθυμούσε, εναντίον του τερματισμού του διορισμού. Με βάση τις παραστάσεις που θα εξετάσει η Επιτροπή μπορεί είτε να τερματίσει το διορισμό είτε να παρατείνει τη χρονική περίοδο δοκιμασίας για χρονική περίοδο μέχρι ένα ακόμα χρόνο, όπως η Επιτροπή θα κρίνει σε κάθε περίπτωση. Οι διατάξεις του εδαφίου αυτού εφαρμόζονται σε κάθε περίοδο δοκιμασίας που παρατάθηκε:
Νοείται ότι ο συνολικός χρόνος παράτασης της περιόδου δοκιμασίας δε μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβαίνει τα τρία χρόνια.
(3) Μέσα σ' ένα μήνα από τη λήξη της χρονικής περιόδου δοκιμασίας η Επιτροπή αποφασίζει κατά πόσο ο διορισμός υπαλλήλου που υπηρετεί επί δοκιμασία θα επικυρωθεί, παραταθεί ή τερματιστεί. Αν ο διορισμός επικυρωθεί ή τερματιστεί, σχετική ειδοποίηση δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας».
Η σύνταξη των υπηρεσιακών εκθέσεων των επί δοκιμασία υπαλλήλων ρυθμίζεται από το άρθρο 50 του Νόμου, ως ακολούθως:
«(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), για όλους τους υπαλλήλους ετοιμάζονται και υποβάλλονται στην Επιτροπή Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις κατά τον καθορισμένο τρόπο και χρόνο.
(2) Υπηρεσιακές εκθέσεις υποβάλλονται στην Επιτροπή κάθε εξάμηνο για κάθε υπάλληλο που υπηρετεί επί δοκιμασία ή σε προσωρινή θέση κατά τα πρώτα δύο χρόνια της υπηρεσίας του. Η τελική έκθεση υποβάλλεται ένα μήνα πριν τη λήξη της χρονικής περιόδου δοκιμασίας και περιλαμβάνει οριστική σύσταση για το αν ο διορισμός του υπαλλήλου πρέπει να επικυρωθεί ή η χρονική περίοδος δοκιμασίας αυτού πρέπει να παραταθεί ή ο διορισμός αυτού πρέπει να τερματιστεί.
(3) Οι υπηρεσιακές εκθέσεις συντάσσονται, όπου τούτο είναι δυνατόν, από τριμελή ομάδα αξιολόγησης και κοινοποιούνται μετά τη σύνταξη τους στους υπαλλήλους που αφορούν.
(4) Δε μετέχει στην αξιολόγηση ενός υπαλλήλου πρόσωπο που του είναι σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού:
Νοείται ότι αν λόγω του κωλύματος της συγγένειας δεν καθίσταται δυνατή η σύνταξη Υπηρεσιακής Έκθεσης για ένα υπάλληλο οι διατάξεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζονται. Σε μια τέτοια περίπτωση σημειώνεται η ύπαρξη της συγγένειας στην υπηρεσιακή έκθεση.
(5) Δε συντάσσεται δυσμενής Υπηρεσιακή Έκθεση για έναν υπάλληλο, πριν δοθεί σ' αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του.
(6) Μετά από κάθε προαγωγή, ο δικηγόρος κάθε προσώπου που έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την προαγωγή δικαιούται να επιθεωρήσει τους φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων του ιδίου και του προσώπου ή των προσώπων που έχουν προαχθεί».
Όπως ορίζεται στον Κανονισμό 5(2) και (3) των Κανονισμών της Κ.Δ.Π. 386/90:
«(2) Οι Εξαμηνιαίες Εκθέσεις υποβάλλονται στην Επιτροπή για κάθε εξάμηνη περίοδο υπηρεσίας.
(3) H τελευταία Εξαμηνιαία Έκθεση που υποβάλλεται πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας ή σε περίπτωση παράτασής της, πριν από τη λήξη της περιόδου παράτασης της δοκιμασίας, περιλαμβάνει σύσταση κατά πόσο ο διορισμός του υπαλλήλου πρέπει να επικυρωθεί ή η χρονική περίοδος της δοκιμασίας του να παραταθεί, ή ο διορισμός του να τερματιστεί. Για υπάλληλο που διορίστηκε από την Επιτροπή από μήνα σε μήνα ή με σύμβαση, η τελευταία Εξαμηνιαία Έκθεση περιλαμβάνει σύσταση κατά πόσο οι υπηρεσίες του υπαλλήλου θα διατηρηθούν ή όχι».
Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση εγείρει προδικαστικά ότι η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, εφόσον ο διορισμός της αιτήτριας έχει ήδη επικυρωθεί από τις 3.4.2014, με αποτέλεσμα η αιτήτρια να στερείται έννομου συμφέροντος προώθησης της υπόθεσής της. Επισημαίνουν κατ' επίκληση νομολογίας (Στράκκα Λτδ v. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 643, Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (1998) 4(Α) ΑΑΔ 68), ότι ουδεμία ζημιογόνος συνέπεια εξακολουθεί να υφίσταται για την αιτήτρια ούτως ώστε να υπάρχει έδαφος για τη συνέχιση της προσφυγής και ότι, υπό τις περιστάσεις, η εκδίκασή της δεν μπορεί να ωφελήσει την αιτήτρια, με αποτέλεσμα η προσφυγή να καταλήγει αλυσιτελής, υποκείμενη σε απόρριψη.
Αναπτύσσοντας περαιτέρω τη θέση της περί ανυπαρξίας οποιουδήποτε ζημιογόνου καταλοίπου, η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο την μελλοντική επαγγελματική ανέλιξη της αιτήτριας και ότι η ΕΔΥ ενήργησε τελικά προς όφελός της, αποφασίζοντας την παράταση της δοκιμασίας της και μη αποδεχόμενη την δυσμενή αξιολογική έκθεση και τη σύσταση των αξιολογούντων λειτουργών για τερματισμό του διορισμού της.
Επιπρόσθετα, η μεταγενέστερη επικύρωση του διορισμού δεν επηρεάζει το στοιχείο της αρχαιότητας της αιτήτριας για σκοπούς προαγωγής, εφόσον σε κάθε περίπτωση η ημερομηνία ισχύος του διορισμού της είναι η 1.11.2010.
Τέλος, αναφορικά με το θέμα των εξόδων, η θέση των καθ' ων η αίτηση κατ' επίκληση της απόφασης στην Θεόδωρος Τσαγγάρης v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 111/2012, ημερομηνίας 20.6.2013, είναι ότι εφόσον η αιτήτρια επιμένει στην προώθηση της προσφυγής, της οποίας το αντικείμενο έχει ουσιαστικά εκλείψει, θα πρέπει να επωμιστεί και τα έξοδα της διαδικασίας.
Η αιτήτρια, ενώ παραδέχεται ότι το αίτημά της έχει ικανοποιηθεί, υποβάλλει ότι αυτό έγινε εκ των υστέρων και όχι αναδρομικά. Σημειώνει ότι «εκ πρώτης όψεως η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου», αλλά ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι έχει υποστεί ζημιά από την καθυστέρηση της μονιμοποίησής της, καθότι θα υστερεί σε αρχαιότητα των συναδέλφων της που διορίστηκαν την ίδια ημερομηνία, κατά 1½ χρόνο. Εισηγείται, περαιτέρω, ότι οι διαδοχικές παρατάσεις της δοκιμασίας της προκάλεσαν σ' αυτήν άγχος, ταλαιπωρία, υλική, αλλά και ηθική ζημιά, ενώ υπέστη δυσμενείς μεταθέσεις λόγω των αρνητικών εκθέσεών της.
Το θέμα που εγείρεται με την προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση έχει επιλυθεί από την Ελληνική Νομολογία. Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 242-243:
«δδ΄. Πράξεις περιορισμένης χρονικής ισχύος. Διοικητική πράξις, ισχύουσα εφ' ωρισμένον χρονικόν διάστημα, παραδεκτώς προσβάλλεται δι' αιτήσεως ακυρώσεως και μετά την παρέλευσιν του χρονικού διαστήματος καθ' ο ίσχυσεν, εφ' όσον κατέλιπε διοικητικής φύσεως συνεπείας, ων την άρσιν διώκει η αίτησις. Εφ' όσον όμως η προσβαλλόμενη πράξις δεν ίσχυε πλέον κατά τον χρόνον της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, ουδέ διετήρησε διοικητικής φύσεως αποτελέσματα έναντι του αιτούντος, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς και η αίτησις στερείται αντικειμένου. Η πλέον πρόσφατος όμως νομολογία προσανατολίζεται προς την άποψιν, ότι εφ' όσον η προσβαλλομένη πράξις εφηρμόσθη και παρήγαγεν αποτέλεσμα καθ' όν χρόνον ίσχυσεν, παραδεκτώς προσβάλλεται δι' αιτήσεως ακυρώσεως, έστω και αν κατά την συζήτησιν έχει λήξει η ισχύς ταύτης, εφ' όσον δεν ήρθησαν τα κατά τον χρόνον της ισχύος της παραχθέντα έννομα αποτελέσματα»
(Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου).
Η πιο πάνω θέση της Ελληνικής νομολογίας έχει υιοθετηθεί και από την Κυπριακή νομολογία. Στην υπόθεση Στράκκα Λτδ v. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 643, αναφορικά με την κατάργηση της δίκης, λόγω ελλείψεως αντικειμένου, επισημάνθηκαν τα ακόλουθα (σελ. 651):
«Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η δίκη καταργείται για διάφορους λόγους στους οποίους περιλαμβάνεται η έλλειψη αντικειμένου. Κατά κανόνα η προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί και πρέπει να διαγραφεί αν μετά την καταχώρηση και πριν την εκδίκασή της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση του αντικειμένου της, όπως π.χ. η ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της, η σιωπηρά ανάκλησή της η οποία εξυπακούεται από νέα πράξη του ίδιου οργάνου που ρυθμίζει το ίδιο θέμα και η πλήρης ικανοποίηση της αξίωσης του αιτητή. Στις περιπτώσεις αυτές η δίκη καταργείται γιατί η συνέχιση της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Στην περίπτωση όμως που έχουν προκύψει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται. Εναπόκειται βέβαια στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι έχουν ήδη προκύψει σ' αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για τη συνέχιση της δίκης»
(Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου).
Δεδομένου ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση η αξίωση της αιτήτριας έχει πλήρως ικανοποιηθεί με την επικύρωση του διορισμού της από την ΕΔΥ στις 3.4.2014, ήρθησαν παράλληλα και τα κατά τον χρόνο της ισχύος της απόφασης για παράταση της δοκιμασίας της παραχθέντα αποτελέσματα. Υπό τις περιστάσεις, δεν έχει υποδειχθεί από την αιτήτρια η ύπαρξη συγκεκριμένου διοικητικού καταλοίπου ή ζημιογόνου αποτελέσματος άμεσα προερχόμενου από την επίδικη απόφαση.
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι οι παρατάσεις της δοκιμαστικής περιόδου διαφοροποίησαν σε βάρος της, τα δεδομένα αρχαιότητας έναντι άλλων συναδέλφων της δεν ευσταθεί. Όπως προκύπτει από το σχετικό δημοσίευμα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ο διορισμός της αιτήτριας επικυρώθηκε από την 1.11.2010, δηλαδή από την ημερομηνία που είχε εξ' αρχής καθοριστεί ως η εναρκτήρια ημερομηνία της ισχύος του διορισμού.
Η απόφαση Τσαγγάρης v. Δημοκρατίας (πιο πάνω), παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με την παρούσα υπόθεση και είναι εν προκειμένω άμεσα σχετική. Όπως αποφάνθηκε ο Παμπαλλής, Δ.:
«Καθίσταται συναφώς κρίσιμο το ζήτημα διαπίστωσης ύπαρξης ζημιάς η οποία επιβιώνει της επικύρωσης του διορισμού του αιτητή, που έγινε, όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, στις 24 Μαΐου 2012. Το ζημιογόνο κατάλοιπο θα πρέπει να προκύπτει ευθέως και αποκλειστικώς από την προσβληθείσα απόφαση. Δεν είναι αρκετό να καταδείξει ο αιτητής μια πιθανότητα ή ένα δυνητικό ενδεχόμενο ύπαρξης ζημιογόνου γεγονότος και εναπομείνασας συνέπειας. Σχετική επί του προκειμένου είναι η υπόθεση Στράκκα Λτδ, που αναφέρθηκε πιο πάνω. Στην υπό εξέταση υπόθεση έχουμε ως δεδομένο ότι στις 24.5.2012 επικυρώθηκε ο μόνιμος διορισμός του αιτητή ως καθηγητή Μαθηματικών με ισχύ από την 1η Σεπτεμβρίου 2009, ημερομηνία κατά την οποία άρχισε ο επί δοκιμασία διορισμός του. Συνεπώς η όποια παράταση δόθηκε δεν επηρέασε την ημερομηνία έναρξης της υπηρεσίας του αιτητή στην εκπαίδευση. Το γεγονός ότι παρέμεινε στον προσωπικό φάκελο του αιτητή η αρνητική έκθεση δοκιμασίας ημερ. 1ης Ιουλίου 2011, που περιλαμβάνεται στην επιστολή του Υπουργείου Παιδείας ημερ. 20 Σεπτεμβρίου 2011, δεν στοιχειοθετεί κατάλοιπο ζημιάς. Το μόνο που μπορεί να λεχθεί είναι ότι υπάρχει μια πιθανότητα, συναφώς δυνητική ζημιά σε περίπτωση κατά την οποία σε μια μελλοντική αίτηση του αιτητή είτε για προαγωγή είτε για διορισμό σε οποιαδήποτε θέση, να χρησιμοποιηθεί αυτό το υλικό σε βάρος του. Αυτό όμως όπως καταδεικνύεται, αποτελεί μια πιθανότητα η οποία δεν υφίσταται σ' αυτό το στάδιο και ούτε μπορεί να αποτελέσει στοιχείο προσδιορισμού ζημιάς για να μπορεί να ελεγχθεί η προγενέστερη πράξη της Επιτροπής για παράταση του επί δοκιμασία διορισμού του. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει χάσει την εκτελεστότητα της και κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή».
Οι πιο πάνω επισημάνσεις ισχύουν και στην υπόθεση της αιτήτριας. Η αρχαιότητά της δεν έχει καθ' οιονδήποτε τρόπο επηρεαστεί. Δεν έχει επίσης εντοπιστεί στο φάκελο κάποια «δυσμενής» μετάθεσή της ή άλλη υπηρεσιακή μεταβολή, η οποία να είναι δυσμενής και ζημιογόνα και να προκύπτει ευθέως από την παράταση της δοκιμασίας της. Η απόσπασή της στο Τμήμα Αγορών και Προμηθειών, όπως και η ανανέωση της εκεί παραμονής της είχε γίνει με τη δική της έγγραφη συγκατάθεση.
Ο δε ισχυρισμός της αιτήτριας ότι ζημιώθηκε ηθικά και ψυχολογικά υπήρξε γενικός και αόριστος και δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην υπόθεση.
Όσον αφορά τα έξοδα, η πλευρά της αιτήτριας ζητά όπως αυτά επιδικαστούν υπέρ της, ενώ η συνήγορος που εμφανίζεται για τη Δημοκρατία εισηγείται ότι τα έξοδα θα πρέπει να επιδικαστούν εναντίον της αιτήτριας, καθότι η επίδικη πράξη είναι καθόλα ορθή και ο διορισμός της αιτήτριας δεν έγινε συνεπεία της προσφυγής, αλλά μεταγενέστερης υπηρεσιακής έκθεσης.
Ο κανόνας είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Στην παρούσα περίπτωση η υπόθεση κρίθηκε στη βάση του πρώτου νομικού ισχυρισμού του καθ΄ου η αίτηση που προβλήθηκε με την γραπτή αγόρευση. Η προσφυγή παρέμεινε άνευ αντικειμένου, λόγω επικύρωσης του διορισμού της αιτήτριας, χωρίς να εξεταστεί οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης.
Ενόψει του γεγονότος ότι μετά από την επικύρωση του διορισμού η αιτήτρια συνέχισε την υπόθεση, χωρίς να έχει αποδείξει κατάλοιπο ζημιάς, υποχρεούται στην καταβολή εξόδων από εκείνο το στάδιο και μετά.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται και επιδικάζεται εναντίον της αιτήτριας ποσό €500 έξοδα.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ