ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ηλία Άννα και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 884
Κάππας Γεώργιος ν. Oργανισμού Κυπριακής ΓαλακτοκομικήςΒιομηχανίας (2000) 3 ΑΑΔ 36
Kυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345
Αρχή Βιομηχανικής Κατάρτισης και Άλλη ν. ΧριστάκηΧριστοφή και Άλλης (2002) 3 ΑΑΔ 269
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D261
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Aρ.: 494/2010)
31 Μαΐου, 2016
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΙΡΗΝΗ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΑΓΩΓΩΝ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ
ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
Π. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Χρ. Μιχαηλίδου (κα) για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 23.2.2010, με την οποία προήγαγαν την Κική Βαρσανίδου (ΕΜ) στη μόνιμη θέση του ανώτερου λειτουργού Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (νομική κατεύθυνση), από τις 15.3.2010.
Το Συμβούλιο Επιλογής και Προαγωγών του Γραφείου Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Συμβούλιο) συστήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 16 του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004, Ν. 112(1)/2004 (Νόμος). Είναι η διορίζουσα αρχή για πλήρωση των μόνιμων κενών θέσεων πρώτου διορισμού ή πρώτου διορισμού και προαγωγής στο Γραφείο του Επιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Γ.Ε.Ρ.Η.Ε.Τ.), σύμφωνα με τον Κανονισμό 5(1) των περί του Επιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιακών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών (Όροι Πρόσληψης και Υπηρεσίας) Κανονισμών του 2002, ΚΔΠ 333/02.
Το Συμβούλιο αποφάσισε στις 16.9.2009 να προβεί στην προκήρυξη της επίδικης θέσης, εν όψει της παραίτησης του προκατόχου της, η οποία και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 16.10.2009. Συνολικά υπέβαλαν αιτήσεις είκοσι υποψήφιοι, εκ των οποίων μόνο δέκα πληρούσαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, συμπεριλαμβανομένων της αιτήτριας και του ΕΜ.
Αποφασίστηκε επίσης, κατά την ίδια συνεδρία, να ακολουθηθεί η διαδικασία του γραπτού διαγωνισμού και της προφορικής εξέτασης, ο δε γραπτός διαγωνισμός να ανατεθεί στο αρμόδιο Τμήμα του Πανεπιστημίου Κύπρου, αφού κληθεί στο Συμβούλιο ο αρμόδιος λειτουργός του Πανεπιστημίου για συζήτηση του θέματος και ληφθούν οι αναγκαίες αποφάσεις.
Για το σκοπό αυτό παρευρέθηκε στη συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 13.10.2009 η λειτουργός του Πανεπιστημίου Κύπρου κα Χρ. Αβρααμίδου, κατά την οποία συζητήθηκαν όλα τα σχετικά με το θέμα του γραπτού διαγωνισμού. Ακολούθησε στις 16.10.2009 σχετική επιστολή της λειτουργού με περαιτέρω εισηγήσεις ως προς τη μορφή της αξιολόγησης. Στη συνέχεια το Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 21.10.2009 συμφώνησε όπως η γραπτή εξέταση για την επίδικη θέση ανατεθεί στο Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης, Αξιολόγησης και Ανάπτυξης (Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α.) του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Ακολούθησε η συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 11.12.2009, όπου παρουσία του Διευθυντή του Γ.Ε.Ρ.Η.Ε.Τ. και του αρμόδιου λειτουργού του Πανεπιστημίου Κύπρου, συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν, μεταξύ άλλων, ο χρόνος διεξαγωγής της γραπτής εξέτασης, το περιεχόμενο της, ότι αυτή θα καλύπτει (i) τεστ διοικητικής κρίσης και (ii) ερωτήσεις που θα αφορούν στο αντικείμενο και τα καθήκοντα της θέσης, η βαρύτητα εκάστου μέρους των εξετάσεων, καθώς επίσης ότι «επιτυχής» στη γραπτή εξέταση θεωρείται ο αιτητής που θα συγκεντρώσει συνολικά γενική βαθμολογία τουλάχιστον 50%, καθώς 50%, τουλάχιστον σε κάθε εξεταζόμενο θέμα (βλ. παράρτημα 6).
Παρακάθησαν συνολικά στη γραπτή εξέταση τέσσερις αιτητές, με τελικώς επιτυχούσα το ΕΜ. Εφαρμογή στην παρούσα διαδικασία είχε κατ΄ αναλογίαν και το άρθρο 33(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου Ν. 1/90, όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το οποίο σε περίπτωση γραπτής εξέτασης, οι αποτυχόντες αποκλείονται από τα επόμενα στάδια της διαδικασίας. Η αιτήτρια δεν είχε συγκεντρώσει πέραν του 50% στο «τεστ διοικητικής κρίσης»: βαθμολογήθηκε με «37.00», γι΄ αυτό και αποκλείστηκε από την περαιτέρω διαδικασία. Στις 8.2.2010 δόθηκαν στην αιτήτρια σε κλειστό φάκελο τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης η οποία και υπέγραψε σχετική βεβαίωση παραλαβής τους.
Τέλος, το Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του ημερ. 23.2.2010, υπέβαλε την ενδιαφερόμενη ως τη μοναδική υποψήφια σε προφορική εξέταση και αφού την αξιολόγησε και κατέγραψε ότι η βαθμολογία της συνολικά, συμπεριλαμβανομένης και της γραπτής εξέτασης, ανήλθε στις 58.13 μονάδες, αποφάσισε ομόφωνα και της πρόσφερε προαγωγή στην επίδικη θέση από 15.3.2010.
Ο βασικός ισχυρισμός τον οποίο επικαλείται η αιτήτρια για να επιτύχει ακύρωση της επίδικης απόφασης είναι ότι πάσχει η διαδικασία της γραπτής εξέτασης, όπως αυτή περιγράφηκε ανωτέρω.
Συγκεκριμένα, παραπέμποντας στον Καν. 5(9) της ΚΔΠ 333/02, υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με τον Κανονισμό, το Συμβούλιο δεν έδωσε γραπτές οδηγίες στο φορέα ή το άτομο που θα προέβαινε ή θα ετοίμαζε το γραπτό διαγωνισμό. Το Συμβούλιο, εισηγείται, παρανόμως και χωρίς εξουσιοδότηση αποφάσισε την ανάθεση της ετοιμασίας των ερωτήσεων του γραπτού διαγωνισμού, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, με αποτέλεσμα, το Συμβούλιο να μην είχε πλήρη αντίληψη ή γνώση της δυσκολίας των γραπτών εξετάσεων. Παραπέμπει δε σχετικά και ειδικά στο πρακτικό του Συμβουλίου ημερ. 13.10.2009 (παράρτημα 4) όπου φαίνεται η ιδιαίτερη εμπλοκή της κας Αβρααμίδου, εκπροσώπου του Πανεπιστημίου Κύπρου, στη διαδικασία της γραπτής εξέτασης.
Ως επιμέρους αιτιάσεις για το μεμπτό της διαδικασίας αναφέρονται το βεβιασμένο και μεροληπτικό της ανωτέρω γενικής βαθμολογίας και του ποσοστού αποτυχίας των υποψηφίων και εν κατακλείδι, ότι θα έπρεπε να είχε γίνει αναβάθμιση της βαθμολογίας ώστε οι τέσσερις υποψήφιοι που παρακάθησαν στις γραπτές εξετάσεις να θεωρηθούν υποψήφιοι για τις προφορικές εξετάσεις, έτσι ώστε να μην υπάρχει αδικία και μεροληπτική αντιμετώπιση της ίδιας και των άλλων υποψηφίων.
Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν βρίσκουν έρεισμα και υπόκεινται σε απόρριψη. Προκύπτει εκ των ανωτέρω, ότι η ακολουθητέα διαδικασία της γραπτής εξέτασης, καθώς και η τελική βαθμολογία, διεξήχθησαν νομίμως. Νομίμως επίσης αποφασίστηκε η διεξαγωγή του γραπτού διαγωνισμού στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, σύμφωνα με το άρθρο 5(8)(δ)(ii) της ΚΔΠ 333/02.
Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι το Συμβούλιο παράνομα και χωρίς εξουσιοδότηση αποφάσισε να αναθέσει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου τη διεξαγωγή του γραπτού διαγωνισμού και συγκεκριμένα σε ειδική υπηρεσία του Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α. του Πανεπιστημίου Κύπρου. Καθόλα νόμιμη είναι η απόφαση του Συμβουλίου να αναθέσει στο Πανεπιστήμιο τη διεξαγωγή του γραπτού διαγωνισμού, σύμφωνα με τον Καν. 5(8)(δ)(ii):
«5(8)(δ) Το Συμβούλιο Επιλογής και Προαγωγών μπορεί-
(i) [.]
(ii) να αναθέσει σε Υπηρεσία ή σε εξειδικευμένο γραφείο ή Αναγνωρισμένο Επαγγελματικό σώμα ή σε μέλος ή μέλη του προσωπικού του Γραφείου την ετοιμασία θεμάτων και τη βαθμολόγηση των γραπτών της τυχόν γραπτής εξέτασης.»
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου 9 του Καν. 5 της ΚΔΠ 333/02:
«(9) Ο τρόπος διεξαγωγής των εξετάσεων καθώς και η βαρύτητα της βαθμολογίας αποφασίζεται από το Συμβούλιο Επιλογής και Προαγωγών και δίδονται οι αναγκαίες οδηγίες γραπτώς στον φορέα ή το άτομο που ορίζεται από αυτό για να προβεί στο γραπτό διαγωνισμό.»
Προκύπτει εκ των ανωτέρω και από το διοικητικό φάκελο ότι η αιτήτρια ήταν πλήρως ενήμερη τόσο του περιεχομένου της γραπτής εξέτασης και του τρόπου αξιολόγησης της, που νόμιμα καθορίστηκαν από το Συμβούλιο όπως πιο πάνω αναλύθηκε, (βλ. σχετική επιστολή στις 16.12.2009). Η συμπεριφορά της αιτήτριας προσκρούει στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας όπου υπάρχει το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους. Βλ. σχετικά απόφαση Ολομέλειας Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπρ. Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακος (2000) 3 Α.Α.Δ. 345, 353:
«Στην παρούσα υπόθεση, παρά τη διαφωνία τους με τους επίδικους όρους της πολεοδομικής άδειας οι εφεσείοντες έχουν χρησιμοποιήσει την πολεοδομική άδεια για εξασφάλιση άδειας οικοδομής και αφού την εξασφάλισαν άρχισαν την ανάπτυξη που προβλέπεται από τις δύο άδειες. Με τον τρόπο αυτό έχουν προσπορισθεί όφελος από την πολεοδομική άδεια ενώ ταυτόχρονα με την προσφυγή τους αμφισβητούν τη νομιμότητα των επίδικων όρων. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι αυτή η στάση των εφεσειόντων φέρνει στο προσκήνιο το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Το δόγμα αυτό έχει επεξηγηθεί πρόσφατα στην απόφαση της Ολομέλειας στην Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 884, στην οποία υποδείχθηκε ότι το δόγμα λειτουργεί όταν υπάρχει το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας προς προσπορισμό μεγαλύτερου όφελους (Βλ. και Κάππα ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 A.A.Δ. 36).»
Εφόσον καταλήγω με βάση τα ανωτέρω, ότι η γραπτή εξέταση διεξήχθη καθόλα νόμιμα και σύμφωνα με τις διατάξεις της ΚΔΠ 333/02, θεωρώ ότι η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να αμφισβητεί τη διαδικασία επιλογής, ήτοι, την προφορική εξέταση και την επίδικη απόφαση: νομίμως αποκλείστηκε από την περαιτέρω διαδικασία λόγω αποτυχίας της στη γραπτή εξέταση, λόγω του ότι δεν συγκέντρωσε το καθορισθέν όριο βαθμολογίας, τουλάχιστον 50% σε κάθε εξεταζόμενο μάθημα, που τέθηκε από το αρμόδιο όργανο, απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να θεωρηθεί ένας προσοντούχος υποψήφιος για τη θέση, Αρχή Βιομηχανικής Κατάρτισης κ.α. ν. Χριστοφή κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 269, 274:
«Η απαίτηση για γραπτό ή προφορικό διαγωνισμό προβλέπεται στους Κανονισμούς της Αρχής, και τα σχέδια υπηρεσίας έγιναν σύμφωνα με αυτούς. Η τελευταία φράση της πρότασης: «όπως ήθελε αποφασιστεί από το Συμβούλιο», αναφέρεται ασφαλώς, στη διεξαγωγή γραπτού ή προφορικού διαγωνισμού, και βεβαίως στις διαδικαστικές λεπτομέρειες τους. Δεν μεταβάλλεται όμως ο σκοπός για τον οποίο γίνεται ο διαγωνισμός. Και επ' αυτού έχουμε τη γνώμη, συμφωνώντας με το δικηγόρο του εφεσίβλητου, πως η επιτυχία στο διαγωνισμό είναι μεν απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθεί ένας προσοντούχος υποψήφιος για τη θέση, η απόδοση όμως στο διαγωνισμό δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική μεταξύ των υποψηφίων. Δεν μπορεί δηλαδή υποψήφιος να αποκλείεται επειδή η απόδοση του στο διαγωνισμό είναι χαμηλότερη, συγκριτικά με άλλους, και όχι γιατί δεν πέτυχε το κατώτατο όριο βαθμολογίας που τέθηκε από το αρμόδιο όργανο. Επιτυχία του οποίου θα επέτρεπε την περαιτέρω εξέταση της υποψηφιότητάς του.»
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Έξοδα €1.100 σε βάρος της αιτήτριας, πλέον ΦΠΑ, αν επιβάλλεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ