ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
METALOCK (NEAR EAST) LIMITED ν. REPUBLIC (MINISTER OF FINANCE & ANOTHER) (1969) 3 CLR 351
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D235
12 Μαΐου, 2016
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 25, 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------
Α. Αγγελίδης, για τον αιτητή.
Κ. Λοΐζου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Χρ. Ιερείδης, για το ΕΜ1.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της, ημερ. 14.9.2012, με την οποία διόρισε στη θέση καθηγητή μουσικής τους Γαβριήλ Καραπατάκη, Σύλβια Ερμογενίδου, Γεωργία Καλλή, Ελένη Παστελλή και Ελεονώρα Ρούσου (ΕΜ) αντί του αιτητή σε μια εκ των πέντε θέσεων, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 3 του Νόμου που θεσπίζει Ειδικές Διατάξεις για την Πρόσληψη Ατόμων με Αναπηρίες στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, Ν. 146(Ι)/09.
Ο αιτητής είναι εγγεγραμμένος στον πίνακα διοριστέων καθηγητών μουσικής καθώς και στον πίνακα διοριστέων εκπαιδευτικών με αναπηρίες (με ειδικότητα μουσικής). Διορίστηκε δε και εργάστηκε σε έκτακτη βάση ως καθηγητής μουσικής κατά τα σχολικά έτη 2010-2011, 2011-2012. Στους αναθεωρημένους πίνακες διοριστέων Φεβρουαρίου 2012 είχε τους αριθμούς 192 και 2 αντιστοίχως. Στον αναθεωρημένο πίνακα διοριστέων καθηγητών μουσικών Φεβρουαρίου 2012, οι Καραπατάκης, Ερμογενίδου, Καλλή, Παστελλή και Ρούσου είχαν τους αριθμούς 10, 12, 13, 14 και 15 αντίστοιχα.
Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, με επιστολές του με ημερομηνίες 7.5.2012, 8.6.2012, 4.7.2012 και 25.7.2012 κοινοποίησε στο γραφείο της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) τις εκπαιδευτικές ανάγκες, ανά ειδικότητα, για τη σχολή χρονιά 2012-2013.
Υπήρχαν στη βάση των υπολογισμών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού δέκα συνολικά κενές έκτακτες θέσεις στην ειδικότητα της μουσικής. Ως εκ τούτου, με ανακοίνωση της η ΕΕΥ προσέφερε στις 22.8.2012 διορισμό στους υποψηφίους που είχαν σειρά προτεραιότητας στους εν λόγω πίνακες διοριστέων. Ακολούθως με επιστολή ημερ. 12.9.2012 κοινοποίησε στο γραφείο ΕΕΥ επιπρόσθετες εκπαιδευτικές ανάγκες για τη σχολική χρονιά 2012-2013. Υπήρχαν καθ΄ υπολογισμό πέντε επιπλέον κενές έκτακτες θέσεις στην ειδικότητα της μουσικής και ως εκ τούτου η Επιτροπή, στις 14.9.2012, με ανακοίνωση της προσέφερε διορισμό στα ΕΜ, κατά σειρά προτεραιότητας στον κανονικό πίνακα διοριστέων καθηγητών μουσικής. Είναι η απόφαση αυτή, που την ανακοίνωση της ημερ. 14.9.2012 προσβάλλει ο αιτητής. Επειδή η Ρούσου υπέβαλε παραίτηση από την έκτακτη θέση καθηγήτριας μουσικής η Επιτροπή με ανακοίνωση της ημερ. 2.11.2012 προσέφερε έκτακτο διορισμό στην επόμενη υποψήφια του πίνακα διοριστέων καθηγητών μουσικής.
Ο αιτητής προβάλλει ως λόγους ακυρότητας, ανάμεσα στα άλλα, ότι η απόφαση είναι αντίθετη προς το Νόμο 146(Ι)/09 ανωτέρω, τη Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες και το Σύνταγμα, ανύπαρκτη έρευνα, πλάνη και έλλειψη αιτιολογίας. Ειδικότερα προβάλλεται ότι η ΕΕΥ αγνόησε ότι ο αιτητής ήταν ανάπηρος. Ως εκ τούτου δεν του προσέφερε διορισμό στη θέση καθηγητή μουσικής κατ΄ αντίθεση με το Νόμο και τη Σύμβαση ως ανωτέρω.
Οι καθ΄ ων υποστηρίζουν το σύννομο της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που παρέχεται από το Νόμο στους καθ΄ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Προωθούν οι καθ΄ ων ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός, ότι η απόφαση έρχεται σε αντίθεση με άλλους σχετικούς Νόμους τους οποίους επικαλείται με την αγόρευση του ο αιτητής, Νόμος 42/87, Νόμος 127(Ι)/00 και Νόμος 8(ΙΙΙ)/11 καθώς και την Οδηγία 2000/78/ΕΚ, δεν υποστηρίζονται από το δικόγραφο της προσφυγής του, όπως απαιτεί ο σχετικός Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται να προβάλει τέτοιο ισχυρισμό. Η εν λόγω θέση κρίνεται απορριπτέα. Στο δικόγραφο της προσφυγής όπως ορθά παρατηρεί ο συνήγορος του αιτητή, και συγκεκριμένα στο πρώτο νομικό σημείο καταγράφεται ρητά ότι η απόφαση πάσχει λόγω αντίθεσης με το Νόμο 146(Ι)/09. Στο προοίμιο του εν λόγω Νόμου υπάρχουν ως βάση για θεμελίωση όλων αυτών των αναφορών που είναι δεσμευτικές για την Κυπριακή Δημοκρατία και δικαίως αναπτύσσονται με την αγόρευση για τον αιτητή. Συνεπώς αρκεί η αναφορά στους νομικούς λόγους της αντίθεσης της απόφασης με το Νόμο 146(Ι)/09. Υιοθετώ δε ως προς την εν λόγω θέση το σκεπτικό στη Στυλιανή Έλληνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υποθ. Αρ. 897/12, 21.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D46, υπό Ναθαναήλ, Δ., υπό την έννοια ότι ο Νόμος κάνει αναφορά σε διεθνή νομοθετήματα, με αποτέλεσμα το νομοθετικό πλαίσιο στις ως άνω διεθνείς Συμβάσεις να καθιστούσε αχρείαστη την επιμέρους αναφορά και στους νομικούς λόγους ακύρωσης επί των συγκεκριμένων νομοθετημάτων ώστε να μην θεωρείται εκτροπή από την πρόνοια του Κανονισμού 7, του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμού του 1962.
Προκύπτει εκ των γεγονότων που αφορούν την παρούσα προσφυγή ότι το παράπονο του αιτητή ερείδεται κυρίως στο άρθρο 3 του Νόμου 146(Ι)/09, το οποίο έχει ως κατωτέρω:
«3. Τηρουμένων των διατάξεων του περί Προσλήψεως Εκπαιδευμένων Τυφλών Τηλεφωνητών στις Θέσεις Τηλεφωνητή στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία και στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου Νόμου, και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών ή άλλων διοικητικών ρυθμίσεων ή πρακτικών που καθορίζουν τους κανόνες και τις διαδικασίες πρόσληψης προσωπικού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προσλαμβάνονται σε θέσεις απασχόλησης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, άτομα με αναπηρίες σε ποσοστό 10% του αριθμού των υπό πλήρωση κάθε φορά θέσεων απασχόλησης, νοουμένου ότι ο αριθμός των ατόμων με αναπηρίες που θα έχουν προσληφθεί με βάση τον παρόντα Νόμο δεν υπερβαίνει το 7% του συνόλου των υπηρετούντων υπαλλήλων κατά Υπηρεσία κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της εκάστοτε διαδικασίας πλήρωσης θέσεων έτους ή, στην περίπτωση της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, κατά την 1η Σεπτεμβρίου του προηγούμενου της εκάστοτε διαδικασίας πλήρωσης θέσεων έτους, και, νοουμένου ότι τα άτομα με αναπηρίες ικανοποιούν σωρευτικά τα πιο κάτω αντικειμενικά κριτήρια:
(α) [.]
(β) [.]
(γ) [.]
Νοείται ότι κατά τον υπολογισμό του ποσοστού του 10% του αριθμού των υπό πλήρωση κάθε φορά θέσεων απασχόλησης, τυχόν δεκαδικοί αριθμοί από 0,5 μέχρι 0,9 στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη μονάδα προς τα άνω:
Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που ο αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων απασχόλησης είναι μικρότερος του 5, τότε, για σκοπούς υπολογισμού του ποσοστού του 10% θα λαμβάνεται υπόψη και θα προστίθεται στον αριθμό των υπό πλήρωση θέσεων ο αριθμός των αντίστοιχων θέσεων που πληρώθηκαν κατά το προηγούμενο έτος, και για τις οποίες δεν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι άτομα με αναπηρίες που λόγω της φύσης της αναπηρίας τους έχουν λάβει από εκπαιδευτικά ιδρύματα της μέσης, ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης διευκολύνσεις ή απαλλαγές στην εκμάθηση ή εξέταση σε ξένη γλώσσα θα τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης κατά τις απαιτούμενες γραπτές ή/και προφορικές εξετάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 (β) και ο βαθμός επιτυχίας τους θα προσαρμόζεται ή σταθμίζεται ανάλογα λαμβανομένης υπόψη της βαθμολογίας τους στα υπόλοιπα θέματα των εξετάσεων, ωσάν στα εξεταζόμενα μαθήματα να μην περιλαμβανόταν εξυπαρχής το εξεταζόμενο μάθημα της ξένης γλώσσας. Άτομα που για τον ίδιο λόγο δεν κατέχουν το απαιτούμενο προσόν της ξένης γλώσσας για την υπό πλήρωση θέση απασχόλησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 3(α) θα εξαιρούνται από το απαιτούμενο προσόν της ξένης γλώσσας, νοουμένου ότι κατέχουν όλα τα υπόλοιπα απαιτούμενα προσόντα της υπό πλήρωση θέσης απασχόλησης.»
Σύμφωνα με το άρθρο 4(1) του ιδίου Νόμου το διορίζον όργανο καταρτίζει ειδικούς καταλόγους των υποψηφίων με αναπηρίες που ικανοποιούν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 αντικειμενικά κριτήρια, από τους οποίους επιλέγονται τα άτομα με αναπηρίες για πρόσληψη σε θέσεις απασχόλησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3.
Ο αιτητής ισχυρίζεται, ανάμεσα στα άλλα, ότι παραδόξως και προφανώς υπό πλάνη το όνομα του περιλήφθηκε και στον κανονικό πίνακα λαμβάνοντας τον αύξοντα αριθμό 192. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται. Ο ίδιος φαίνεται ότι υπέβαλε τη σχετική αίτηση ώστε να εγγραφεί στον κανονικό πίνακα διοριστέων καθηγητών μουσικής, με αποτέλεσμα του το όνομα του να συμπεριληφθεί τόσο στον κανονικό κατάλογο, όσο και ως εκ της αναπηρίας του, στον ειδικό κατάλογο, άρθρο 4(1) του Νόμου ανωτέρω.
Τούτων δοθέντων, το ζήτημα της πλάνης περί το Νόμο και/ή περί τα πράγματα θα με απασχολήσει σε άλλη διάσταση όπως την αναλύει ο αιτητής με τη γραπτή του αγόρευση και συγκεκριμένα, ότι από τα σχετικά έγγραφα που επισυνάπτονται στην ένσταση δεν υπάρχει οτιδήποτε που να καταδεικνύει αν η ΕΕΥ είχε υπόψη της ή «θυμήθηκε», όπως καταγράφεται από τον αιτητή στη γραπτή του αγόρευση, τη νομοθεσία και τις Συμβάσεις για τους ανάπηρους ή το γεγονός ότι στον ειδικό πίνακα διοριστέων συμπεριλαμβανόταν και ο αιτητής, με αποτέλεσμα να μην διοριστεί ο αιτητής ο οποίος είχε σειρά (δεύτερος στη σειρά) στον ειδικό πίνακα και αντ΄ αυτού να διοριστούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Μάλιστα φαίνεται ότι η ΕΕΥ αγνόησε πλήρως τον αιτητή, αφού δεν γίνεται καμιά αναφορά στο όνομα του στα επισυναφθέντα στην ένσταση παραρτήματα με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το άρθρο 3 του Νόμου ανωτέρω. Στη βάση λοιπόν της πρώτης επιφύλαξης του άρθρου η ΕΕΥ θα έπρεπε να διορίσει αναλογικά στη μια από τις πέντε θέσεις ένα άτομο που ήταν εγγεγραμμένος στον ειδικό κατάλογο διοριστέων με αναπηρίες και αυτός θα ήταν ο αιτητής. Σε περίπτωση δε που έκρινε ότι δεν συνέτρεχε τέτοιο καθήκον όφειλε να το αιτιολογήσει στα πρακτικά, κατ΄ ακολουθίαν του άρθρου 4 του Νόμου. Ως εκ των ως άνω ενεργειών των καθ΄ ων παραβιάστηκαν τόσο τα άρθρα του σχετικού Νόμου όσο και τα σχετικά άρθρα του κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης για την επαγγελματική αποκατάσταση και απασχόληση αναπήρων προσώπων, Νόμος 42/88, του περί Ατόμων με Αναπηρία Νόμου του 2000, Ν. 127(Ι)/00 και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 200/78/ΕΚ.
Οι καθ΄ ων υποστηρίζουν ότι άτομα με αναπηρίες προσλαμβάνονται σε θέσεις απασχόλησης στον ευρύτερο τομέα σε ποσοστό 10% του αριθμού των υπό πλήρωση κάθε φορά θέσεων απασχόλησης, νοουμένου ότι ο αριθμός των ατόμων με αναπηρίες που θα έχουν προσληφθεί με βάση τον παρόντα Νόμο δεν υπερβαίνει το 7% του συνόλου των υπηρετούντων υπαλλήλων κατά Υπηρεσία, στην προκειμένη περίπτωση της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κατά την 1η Σεπτεμβρίου του προηγούμενου της εκάστοτε διαδικασίας πλήρωσης θέσεων, έτους. Η ΕΕΥ, όπως φαίνεται και στα Παραρτήματα 3 και 5 της ένστασης, αφού έλαβε υπόψη το Νόμο 146(Ι)/09 καθώς και το γεγονός ότι μέχρι και την 1η Σεπτεμβρίου του προηγούμενου έτους της παρούσας διαδικασίας πλήρωσης θέσεων, υπηρετούσαν στο σύνολο των υπηρετούντων υπαλλήλων άτομα με αναπηρίες σε ποσοστό 7%, αποφάσισε να διορίσει καθηγητές από τους κανονικούς πίνακες. Ας σημειωθεί ότι με βάση τα προσόντα τους τα ΕΜ στον πίνακα διοριστέων καθηγητών μουσικής Φεβρουαρίου 2012 είχαν τους αριθμούς 10, 12, 13, 14 και 15 αντιστοίχως, ενώ ο αιτητής τον αριθμό 192. Υποστηρίζεται δε περαιτέρω ότι ακολουθήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες και η ποσόστωση όπως προνοείται στο Νόμο ανωτέρω.
Ο αιτητής υποστηρίζει με την απάντηση του ότι η αιτιολόγηση των θέσεων των καθ΄ ων ότι υπηρετούσαν στο σύνολο των υπηρετούντων υπαλλήλων επτά άτομα με αναπηρίες, γι΄ αυτό αποφάσισαν να διοριστούν μόνο καθηγητές από τους κανονικούς καταλόγους, εισάγεται ανεπίτρεπτα ως αιτιολογία δια της γραπτής αγόρευσης και μάλιστα εντελώς αόριστα και χωρίς υποστηρικτικά στοιχεία ή έγγραφα της ίδιας της ΕΕΥ, με αποτέλεσμα η απόφαση να κρίνεται αναιτιολόγητη: ουδείς γνωρίζει τον αριθμό των υπηρετούντων καθηγητών και διορισθέντων μουσικών κατά την 1.9.2011, ώστε να δικαιολογηθεί ή επαληθευτεί ο ισχυρισμός των καθ΄ ων. Τα όσα εκ των υστέρων προβάλλει η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση δεν μπορούσαν ως τέτοια να αναπληρώσουν την αιτιολογία εφόσον ακόμα και αν προϋπήρχαν της πράξης, δεν εντοπίζονται στο διοικητικό φάκελο ή τους διοικητικούς φακέλους των ΕΜ αλλά παραμένουν ως εκ των υστέρων επιχειρηματολογία (Μ. Στασινόπουλου «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών», 3η έκδοση, σ. 227-228). Τα όσα εκ των υστέρων προβάλλει ο συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση δεν μπορούν βέβαια ως στοιχεία να αναπληρώσουν την αιτιολογία, αφού είτε δεν προϋπήρχαν της πράξης, είτε δεν εντοπίζονται στο διοικητικό φάκελο, αλλά δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα (Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145). Πουθενά δεν φαίνεται το σκεπτικό και η αιτιολογία η οποία οδήγησε στη λήψη της επίδικης απόφασης με αποτέλεσμα, το εν λόγω κενό να μην μπορεί να θεραπευτεί από την επιχειρηματολογία των συνηγόρων (Metaloc v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351).
Το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να κρίνει πρωτογενώς ζητήματα που κατά πιθανολόγηση έλαβε υπόψη της η ΕΕΥ αλλά δεν καταγράφονται στην επίδικη πράξη (Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565, 569). Με δεδομένη την υποχρέωση της ΕΕΥ να διορίζει κατ΄ έτος ποσοστό από τη συγκεκριμένη κατηγορία αναπήρων προσώπων, ως προνοείται στο Νόμο, θεμελιώνεται το δικαίωμα του αιτητή, ο οποίος είχε προτεραιότητα στον πίνακα αναπήρων, για νόμιμη ποσόστωση είτε στο 7%, είτε στο 10%, εξ ου και η απουσία οποιασδήποτε αιτιολογίας ως προς την απόκλιση από την ως άνω υποχρέωση να οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα υπέρ του αιτητή, πλέον ΦΠΑ αν επιβάλλεται. Η απόφαση ακυρώνεται εναντίον όλων των ΕΜ πλην του ΕΜ3, για την οποία η προσφυγή εναντίον της έχει ήδη αποσυρθεί.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/φκ