ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D241
17 Μαΐου, 2016
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Aιτητής,
-ΚΑΙ-
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΠΑΦΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
----------------------
Ξένια Ευγενίου (κα) για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
’ντρη Κακογιάννη (κα) για Α. Κακογιάννης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Χριστιάνα Μιχαηλίδου (κα) για Μάριος Ηλιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ (για να ακούσει απόφαση), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
A Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου (το «Συμβούλιο») για αναδρομικό επαναδιορισμό, κατόπιν επανεξέτασης, του Γεώργιου Χ"Γεωργίου (ενδιαφερόμενο μέρος) στη θέση Μηχανικού Αποχετεύσεων, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 14.11.2011.
Η απόφαση λήφθηκε σε συνεδρία του Συμβουλίου στις 20.10.2011 αφού ζητήθηκε η αιτιολογημένη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία σύστησε τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος, όσο και τον αιτητή ως εξίσου κατάλληλους και εξαίρετους υποψηφίους για την θέση. Ο Γενικός Διευθυντής του Συμβουλίου σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος και αποχώρησε.
Το Συμβούλιο αποφάσισε να επιλέξει και πάλι το ενδιαφερόμενο μέρος με την ακόλουθη αιτιολογία:
«Το Συμβούλιο καταλήγοντας στην απόφασή του, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη πως και οι δύο υποψήφιοι είναι καθόλα εξαίρετοι υποψήφιοι, με περισσότερα μάλιστα ακαδημαϊκά προσόντα από τα προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας και οι δύο, αλλά κατέληξε στην απόφαση για επιλογή του κου Γεώργιου Χ"Γεωργίου, λόγω της σύστασης του Γενικού Διευθυντή υπέρ του, που του δίδει προβάδισμα έναντι του ανθυποψηφίου του.»
Μια σύντομη αναδρομή στο ιστορικό κρίνεται απαραίτητη. Ο αιτητής προσέβαλε με προσφυγή τον αρχικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση, κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου ημερομηνίας 26.9.2002 και στις 18.11.2003 ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λόγω κακής σύνθεσης του συλλογικού οργάνου (βλ. Σάββας Χατζηνεοκλέους ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου, Υπόθεση αρ. 1145/2002 ημερομηνίας 18.11.2003). Μετά την επανεξέταση το Συμβούλιο, στις 10.11.2005, αποφάσισε τον επαναδιορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους αναδρομικά από 1.11.2002. Ο αιτητής καταχώρισε νέα προσφυγή με αρ. 434/2006, η οποία είχε επιτυχή κατάληξη αφού κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο πως το Συμβούλιο δεν προέβη στη δέουσα έρευνα ως προς τα προσόντα του αιτητή και τη μεγαλύτερη του πείρα, ενώ ερμήνευσε το Σχέδιο Υπηρεσίας αυθαίρετα προσδίδοντας ανεπίτρεπτη βαρύτητα στο πρόσθετο προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους. Κρίθηκε επίσης πως η εκτίμηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι το μεταπτυχιακό του αιτητή στην Πολιτική Μηχανική δεν είναι «σε κατάλληλο θέμα», ήταν εσφαλμένη. Ακολούθησε νέα επανεξέταση και ο εκ νέου διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους. Καταχωρήθηκε και πάλι προσφυγή από τον αιτητή, στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση (βλ. Υπόθεση αρ. 515/2008, Σάββας Χατζηνεοκλέους ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου, 20.9.2010). Ως λόγος ακύρωσης διαπιστώθηκε η παράβαση του δεδικασμένου ως προς τη μεγαλύτερη πείρα του αιτητή και τα δυο σχετικά μεταπτυχιακά του έναντι ενός του ενδιαφερόμενου μέρους. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από την ακυρωτική απόφαση:
«Με βάση την ακυρωτική απόφαση, ο αιτητής είχε μεγαλύτερη πείρα και κατείχε δύο σχετικά μεταπτυχιακά έναντι ενός του ενδιαφερομένου μέρους. Η αναφορά του Συμβουλίου ότι το βασικό προσόν του ενδιαφερομένου μέρους - (Δίπλωμα Χημικού Μηχανικού) - «ισοφαρίζει» το βασικό πτυχίο και το μεταπτυχιακό στην Πολιτική Μηχανική του αιτητή, με αποτέλεσμα να απομένει προς αξιολόγηση η κατοχή ενός μεταπτυχιακού από κάθε υποψήφιο, στην ουσία, ανατρέπει τα αποφασισθέντα.
Παράβαση, επίσης, του δεδικασμένου συνιστά και η εξομοίωση της διάρκειας της πείρας των διαδίκων. Οι σχετικές αναφορές σε παρόμοια πείρα από άποψης διάρκειας - δέκα χρόνια και έντεκα μήνες - και ότι αυτή δεν προσδίδει υπεροχή του ενός έναντι του άλλου έρχονται σε αντίθεση με την κρίση του ακυρωτικού Δικαστή, ο οποίος ανέφερε ότι ο καθ' ου η αίτηση παρέλειψε να σχολιάσει την πείρα του αιτητή, που ήταν μεγαλύτερη.
Οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ως προς τα προσόντα και την πείρα συνιστούσαν λειτουργικά ευρήματα (operative findings) δεσμευτικά για το Συμβούλιο κατά την επανεξέταση, από τα οποία δεν μπορούσε να αποστεί.»
Στην τελευταία αυτή ακυρωτική απόφαση διαπιστώθηκε και δεύτερος λόγος ακύρωσης. Συγκεκριμένα, επειδή στην ακυρωτική απόφαση είχε κριθεί ότι η άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την καταλληλότητα ενός εκ των δύο μεταπτυχιακών του αιτητή ήταν εσφαλμένη, η παράλειψη του Συμβουλίου να παραπέμψει το ζήτημα στη Συμβουλευτική Επιτροπή για επανεξέταση συνιστούσε παράβαση του άρθρου 34(6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, το οποίο είχε δεσμευτεί να εφαρμόσει ανάλογα.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι καθ΄ ων η αίτηση καταχώρισαν έφεση εναντίον της τελευταίας αυτής ακυρωτικής απόφασης, η οποία όμως αποσύρθηκε ενόψει της επανεξέτασης και της έκδοσης νέας απόφασης. Το δε ενδιαφερόμενο μέρος, παρά τις ακυρωτικές αποφάσεις, εξακολουθούσε να υπηρετεί στην επίδικη θέση μετά από κάθε ακυρωτική απόφαση, κατόπιν διορισμού του ως εκτάκτου μηχανικού από 20.9.2010, λόγω της ανάγκης εκτέλεσης των καθηκόντων της θέσης.
Προηγείται η εξέταση του λόγου ακύρωσης που αφορά στην κακή σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Υποστηρίζεται από πλευράς αιτητή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη ως ληφθείσα υπό οργάνου με κακή σύνθεση, αφού από τη συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής στις 18.10.2011 απουσίαζαν τα μέλη ’ριστος Αριστοτέλους και Κατερίνα Χαραλαμπίδου, χωρίς να δικαιολογείται η απουσία τους και δεν υπάρχει οποιαδήποτε επιβεβαίωση ύπαρξης πρόσκλησης τους στην εν λόγω συνεδρία.
Παρατηρώ ότι στους διοικητικούς φακέλους (ερυθρά 15-19) υπάρχει φωτοτηλεμήνυμα που εστάλη με τηλεομοιότυπο προς τα εννέα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με το οποίο προσκαλούντο στη συνεδρία ημερομηνίας 18.10.2011. Κρίνω, επομένως, ότι αποδεικνύεται η νομότυπη πρόσκληση όλων των μελών. Ωστόσο, δεν καταγράφεται ο λόγος απουσίας των δυο μελών, ’ριστου Αριστοτέλους και Κατερίνας Χαραλαμπίδου.
Η νομολογία έχει επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη καταγραφής των λόγων απουσίας των μελών συλλογικού οργάνου (βλ. Σαβέριος Βραχίμης (2007)3 Α.Α.Δ 493, Υπόθεση αρ. 1529/09, Αντωνίου ν. Εφορείας Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Πάφου, ημερομηνίας 22.10.2010). Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, στις συνεδρίες του συλλογικού οργάνου πρέπει κατ' αρχή να μετέχουν όλα τα μέλη που το συγκροτούν (Βλ. Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο Α.Ι. Τεύχος, 4η Έκδοση, σελ. 284). Η υποχρέωση αυτή εκπηγάζει από το οφειλόμενο καθήκον άσκησης της εκ του Νόμου καθορισμένης αρμοδιότητας του οργάνου. Το δικαίωμα του διοικούμενου ικανοποιείται μόνο, όταν η απόφαση για το θέμα που τον αφορά λήφθηκε κατόπιν συζήτησης από αρμόδιο όργανο που συνεδρίασε με νόμιμη σύνθεση. Η απουσία μέλους από δεόντως συγκληθείσα συνεδρίαση του οργάνου επιτρέπεται μόνο όταν η απουσία κρίνεται εξ αντικειμένου δικαιολογημένη (βλ. Κόρτας ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 67, Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 74). Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρείται η αδικαιολόγητη απουσία των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ’ριστου Αριστοτέλους και Κατερίνας Χαραλαμπίδου. Με το δεδομένο αυτό, στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης.
Παρά τη διαπίστωση του πιο πάνω ακυρωτικού λόγου που εκθεμελιώνει την προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνεται σκόπιμο όπως εξετασθεί και ο λόγος ακύρωσης που αφορά στην εφαρμογή του άρθρου 34 του Ν.1/90, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 96(Ι)/06 για σκοπούς πληρέστερης δικαστικής προστασίας και της, κατά το δυνατό, ορθότερης επανεξέτασης, ιδιαίτερα εφόσον το ιστορικό της συγκεκριμένης υπόθεσης επιβαρύνθηκε με διαδοχικές ακυρωτικές αποφάσεις.
Σύμφωνα με τα επιχειρήματα του αιτητή, οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να λάβουν υπόψη κατά την επανεξέταση ότι το άρθρο 34 του Ν.1/90, το οποίο εφαρμοζόταν αναλογικά στην διαδικασία ενώπιον των καθ' ων η αίτηση, είχε εν τω μεταξύ τροποποιηθεί με το Ν.96(Ι)/06, ενώ προστέθηκε αμέσως μετά το άρθρο 34, το νέο άρθρο 34Α.
Η επίδικη απόφαση λήφθηκε με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, ήτοι του χρόνου λήψης της τελευταίας ακυρωθείσας απόφασης, 5.11.2007. Ίσχυε λοιπόν το άρθρο 34Α, που δεν ίσχυε κατά τις προηγούμενες επανεξετάσεις, το οποίο προνοεί, μεταξύ άλλων, για την διαδικασία επανεξέτασης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και για το κατά πόσο θα λαμβάνεται υπόψη ή όχι προηγούμενη κρίση κατά την προφορική εξέταση, σε περίπτωση αλλαγής της σύνθεσης της. Το ζήτημα της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου προέκυψε για πρώτη φορά στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής και ο αιτητής νομιμοποιείται να το εγείρει, αφού όλες οι προηγούμενες αποφάσεις (26.9.2002, 10.11.2005) λήφθηκαν με το προηγούμενο νομικό καθεστώς, ενώ η τελευταία απόφαση που ακυρώθηκε (ημερομηνίας 5.11.2007) για την οποία ίσχυε το τροποποιημένο άρθρο 34 και το νέο άρθρο 34Α, έπασχε ακριβώς λόγω του ότι το Συμβούλιο, παραλείποντας να παραπέμψει θέμα προς επανεξέταση στη Συμβουλευτική Επιτροπή, ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 34(6) του Νόμου 1/90.
Συνεπώς ορθά κατά την επανεξέταση, που οδήγησε στον επίδικο διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, ζητήθηκε η γνωμάτευση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που ανασυστάθηκε με διαφορετική σύνθεση. Το ζητούμενο είναι αν η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή λειτούργησε σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 34Α του Ν.1/90.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε τους υποψηφίους στη βάση των θεσμοθετημένων κριτηρίων, χωρίς αναφορά στην απόδοση τους κατά τις συνεντεύξεις, εφόσον, αφενός η σύνθεση της είχε αλλάξει και επιπλέον, ο λόγος ακύρωσης στην Υπόθεση αρ. 1145/02 αφορούσε στάδιο της διαδικασίας που επηρέαζε ακυρωτικά την κρίση ως προς την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις κατά τρόπο, που τέτοια κρίση δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την επανεξέταση (άρθρα 33 και 34 Α(3)). Ωστόσο, η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορούσε να καλέσει τους υποψηφίους, με αιτιολογημένη απόφαση της σε νέα προφορική εξέταση (άρθρο 34Α(4)) αλλά δεν το έκανε. Ελλείπει δε οποιοσδήποτε προβληματισμός για την εφαρμογή των εν λόγω κρίσιμων νομοθετικών προνοιών από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Επιπρόσθετα, ενώ η Συμβουλευτική Επιτροπή ορίστηκε στις 25.11.2010 (ερυθρό 12 στο διοικητικό φάκελο) για επανεξέταση του θέματος, συνεδρίασε για το θέμα στις 18.10.2011, ήτοι ένα χρόνο αργότερα παραβιάζοντας την υποχρέωση της δυνάμει της επιφύλαξης του άρθρου 33(6)[1]. Στην προκειμένη δε περίπτωση που επρόκειτο για επανεξέταση, μετά από διαδοχικές ακυρωτικές αποφάσεις, οι αρχές χρηστής διοίκησης επιτείνουν το καθήκον της Διοίκησης για ουσιαστική και εντός εύλογου χρόνου λειτουργία και συμμόρφωση (βλ. και σχετική επιστολή του Νομικού Συμβούλου των καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 7.9.2011, προς τον Διευθυντή των καθ' ων η αίτηση, ερυθρό 14).
Με βάση τα πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των υπολοίπων λόγων ακύρωσης που αφορούν στην παραβίαση του δεδικασμένου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ
/ΣΓεωργίου
[1] «Νοείται ότι, η Συ΅βουλευτική Επιτροπή ολοκληρώνει το έργο της εντός έξι ΅ηνών από την η΅έρα λήψης των αιτήσεων και αν αυτό δεν καταστεί δυνατόν ενη΅ερώνει σχετικά το Γρα΅΅ατέα της Επιτροπής και εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν στη ΅η τήρηση του χρονικού πλαισίου των έξι ΅ηνών.»