ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
GEORGHIOS NICOLAOU ν. THE MINISTER OF INTERIOR AND ANOTHER (1974) 3 CLR 189
Iερά Aρχιεπισκοπή Kύπρου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1175
Επιτρ. Δημ. Υπηρεσίας ν. Αναστασιάδη (1991) 3 ΑΑΔ 1
Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 731
Seco Ltd ν. Συμβουλίου Aποχετεύσεων Λευκωσίας (1998) 3 ΑΑΔ 553
Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 447
Zίττης Aρχιμήδης και Άλλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 198
Ράφτης Αντώνης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 345
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D219
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση 5687/2013)
26 Απριλίου, 2016
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
KYΡΙΑΚΟΣ ΑΡΣΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
KAI
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ης η Aίτηση.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Τιμοθέου για Ε. Πουργουρίδη, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ'ης
η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: O αιτητής, εναντίον του οποίου εκκρεμούσε ποινική υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αναφορικά με πιθανή διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με απόπειρα εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών και δημόσιας βλάβης, αμφισβητεί το κύρος της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ημερομηνίας 5.6.2013, με την οποία παρατάθηκε η διαθεσιμότητά του μέχρι τις 5.9.2013.
Με επιστολή του Διοικητή της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ), ημερομηνίας 26.2.2013, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων πληροφορήθηκε ότι ο αιτητής, ο οποίος κατείχε τη θέση του Βοηθού Τελώνη στο Τελωνείο Λεμεσού, είχε συλληφθεί την προηγούμενη μέρα ως ύποπτος για (α) συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος και (β) απόπειρα παράνομης εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, δηλαδή ποσότητας κάνναβης, βάρους 12 κιλών και 800 γραμμαρίων περίπου, αδικήματα που είχαν διαπραχθεί περί τα τέλη Ιανουαρίου 2013 μέχρι και τις 8.2.2013, σε Κύπρο, Ολλανδία και Γερμανία.
Μετά τη λήψη της πιο πάνω επιστολής, ο Διευθυντής Τελωνείων, ενεργώντας δυνάμει του άρθρου 81(2)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/1990, ως έχει τροποποιηθεί) - (στο εξής «ο Νόμος»), έθεσε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών (αρμόδια Αρχή), ο οποίος παρέπεμψε το ζήτημα και τη σχετική αλληλογραφία στον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), σημειώνοντας τα ακόλουθα:
«Λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης αλλά και για τη διαφύλαξη του καλού ονόματος της δημόσιας υπηρεσίας, η αρμόδια αρχή έχει την άποψη ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτεί όπως, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 85(1) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2011, ο υπάλληλος τεθεί σε διαθεσιμότητα μέχρι την ολοκλήρωση της αστυνομικής έρευνας».
Η ΕΔΥ, αφού κοινοποίησε στον αιτητή την πρόθεσή της να εξετάσει ζήτημα διαθεσιμότητάς του, δίδοντάς του την ευκαιρία να υποβάλει τις παραστάσεις του, όπως και έπραξε υποβάλλοντας γραπτώς τις θέσεις του μέσω δικηγόρου, αποφάσισε στις 25.4.2013, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, να θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα μέχρι τις 5.6.2013.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρίστηκε από τον αιτητή στις 11.10.2013 η Προσφυγή αρ. 2122/13, η οποία όμως αποσύρθηκε στις 3.2.2014.
Πριν από την εκπνοή της πιο πάνω χρονικής περιόδου, ο Αρχηγός της Αστυνομίας ενημέρωσε το Διευθυντή των Τελωνείων ότι η διερεύνηση της υπόθεσης συνεχιζόταν και ότι, παράλληλα, το ΤΑΕ Λεμεσού διερευνούσε εναντίον του αιτητή και την ενδεχόμενη διάπραξη του αδικήματος της Δημόσιας Βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 115 του Ποινικού Κώδικα.
Λόγω της εκκρεμότητας των ερευνών, η αρμόδια Αρχή εισηγήθηκε στην ΕΔΥ την τρίμηνη παράταση της διαθεσιμότητας του αιτητή.
Η ΕΔΥ, αφού ενημέρωσε και πάλι για τις προθέσεις της τον αιτητή, ο οποίος υπέβαλε σχετική γραπτή ένσταση, αποφάσισε στις 5.6.2013, κατ' επίκληση των άρθρων 85(1) (1Α) και (2Α) του Νόμου, να παρατείνει τη διαθεσιμότητά του μέχρι 5.9.2013 και ότι κατά την περίοδο αυτή ο αιτητής θα συνέχιζε να λαμβάνει το ήμισυ των απολαβών του.
Η πιο πάνω απόφαση παραδόθηκε στις 13.6.2013, ιδιοχείρως στον αιτητή, ο οποίος, με την παρούσα προσφυγή που καταχωρίστηκε στις 27.6.2013, αμφισβητεί τη νομιμότητά της.
Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση εγείρει προδικαστικό ζήτημα νομιμοποίησης του αιτητή. Εισηγείται, εν προκειμένω, ότι ο αιτητής στερείται του απαραίτητου έννομου συμφέροντος άσκησης και προώθησης της παρούσας προσφυγής, διότι έχει αποσύρει ανεπιφύλακτα την προσφυγή του με αρ. 2122/2013 εναντίον της αρχικής απόφασης για τη διαθεσιμότητά του, γεγονός που αποδεικνύει, κατά τη θέση του, ότι ο αιτητής αποδέχθηκε οριστικά και αμετάκλητα την απόφαση της διαθεσιμότητάς του, με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον έννομο συμφέρον για την ανατροπή της.
Επικαλούμενος, περαιτέρω, την απόφαση Λοΐζος Παναγή v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 823/2005 κ.ά., ημερομηνίας 22.1.2009, στην οποία κρίθηκε ότι η ακύρωση της απόφασης για θέση σε διαθεσιμότητα συμπαρασύρει αναπόφευκτα και τις τυχόν μεταγενέστερες παρατάσεις της, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, υποστηρίζει ότι κατ' ανάλογο τρόπο και η αποδοχή της αρχικής απόφασης για διαθεσιμότητα καλύπτει και τις παρατάσεις της, στερώντας από τον αιτητή το έννομο συμφέρον για την προσβολή τους.
Η προδικαστική ένσταση δεν είναι αποδεκτή. Τόσο η αρχική απόφαση, όσο και οι οποιεσδήποτε παρατάσεις της διαθεσιμότητας, αποτελούν αυτοτελείς εκτελεστές διοικητικές πράξεις, οι οποίες ελέγχονται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά που τις περιβάλλουν και την αιτιολογία που συνοδεύει το σκεπτικό του εκάστοτε αρμόδιου οργάνου.
Όπως τονίστηκε στην απόφαση Γεώργιος Γαριβαλδινός v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1109/2009, ημερομηνίας 17.2.2011, στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος του αιτητή:
«Το απαύγασμα των αποφάσεων στις πιο πάνω προσφυγές, στο βαθμό που σχετίζεται με την υπό εξέταση περίπτωση, είναι ότι, παρόλον το γεγονός ότι κάθε μια παράταση της διαθεσιμότητας ενός υπαλλήλου έχει την αυτοτέλειά της και μπορεί να προσβάλλεται με ξεχωριστή προσφυγή, εν τούτοις, η τυχόν ακύρωση της απόφασης με την οποίαν ο υπάλληλος είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα, δεν μπορεί παρά να συμπαρασύρει και οποιεσδήποτε παρατάσεις της.
Βασιζόμενη σ' αυτή την αρχή, η συνήγορος της καθ' ης η αίτηση υπέβαλε ότι κατ' αναλογία, εκεί όπου η αρχική απόφαση για θέση υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα θεωρείται νόμιμη επειδή έγινε δεκτή και δεν προσβλήθηκε με προσφυγή (όπως είναι η περίπτωση του εδώ αιτητή), αυτή η νομιμότητα επεκτείνεται και καλύπτει και τις ακολουθήσασες παρατάσεις, όπως είναι η εδώ προσβαλλόμενη, στη βάση του σκεπτικού της Λοΐζος Παναγή (ανωτέρω).
Αυτή η θέση είναι εμφανώς ανεδαφική. Ο λόγος για τον οποίον η ακυρότητα της αρχικής απόφασης όπως τεθεί υπάλληλος σε διαθεσιμότητα συμπαρασύρει και τις μετέπειτα παρατάσεις δεν είναι άλλος παρά το γεγονός ότι εκπίπτει η βάση στην οποίαν στηρίζονταν οι παρατάσεις και δεν είναι πλέον δυνατό να παραμείνουν αυτεξούσιες. Παρόλο ότι κάθε παράταση εξετάζεται ξεχωριστά και με τις δικές της παραμέτρους, αυτή η διαδικασία γίνεται πάντα με δεδομένο το υπόβαθρο ότι ορθά και νόμιμα είχε αποφασιστεί η θέση σε διαθεσιμότητα της οποίας ζητείται η παράταση. Είναι δηλαδή εκ των ων ουκ άνευ η ύπαρξη του αντικειμένου του οποίου ζητείται η παράταση.
Το ίδιο σίγουρα δεν συμβαίνει σε σχέση με την περίπτωση κατά την οποίαν η αρχική θέση σε διαθεσιμότητα θεωρείται νόμιμη. Παρά τη νομιμότητα της απόφασης εκείνης, την οποία έχει ως υπόβαθρο η απόφαση για παράταση, εν τούτοις η δεύτερη κρίνεται στη βάση των δικών της παραμέτρων και μπορεί αυτοτελώς να κριθεί ότι πάσχει.
Επομένως η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί».
Τα πιο πάνω τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής και στην παρούσα. Δοθέντος ότι η αρχική απόφαση για τη θέση του αιτητή σε διαθεσιμότητα παραμένει έγκυρη, η επίδικη παράταση προσβάλλεται μετ' εννόμου συμφέροντος και θα εξεταστεί αυτοτελώς, με βάση τα δικά της δεδομένα.
Επί της ουσίας, ο αιτητής προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υποστηρίζεται από επαρκή αιτιολογία και ότι είναι το αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα.
Αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία του, o αιτητής υποστηρίζει ότι η ΕΔΥ, προκειμένου να καταλήξει στην έκδοση της επίδικης απόφασης, αρκέστηκε απλά και υιοθέτησε αποκλειστικά και μόνο το περιεχόμενο της επιστολής της αρμόδιας Αρχής, ημερομηνίας 30.5.2013, ότι δεν είχαν ολοκληρωθεί οι έρευνες της υπόθεσής του, χωρίς να προβεί σε δική της έρευνα των ενεργειών που είχαν γίνει κατά το τρίμηνο της αρχικής διαθεσιμότητάς του.
Επίσης, ο αιτητής καταλογίζει στην ΕΔΥ ότι δεν εξέτασε το λόγο για τον οποίο ήταν αναγκαία η παράταση, στρεφόμενη προς την Αστυνομία για να πληροφορηθεί σχετικά με την πορεία του ανακριτικού έργου, να διερευνήσει πόσες καταθέσεις επρόκειτο ακόμη να ληφθούν και από ποια πρόσωπα, ούτως ώστε να μπορέσει να εκτιμήσει τον κίνδυνο επηρεασμού τους από τον αιτητή.
Η ανεπαρκής έρευνα οδήγησε, κατά τον αιτητή, σε άγνοια ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων και, συνακόλουθα, σε πλάνη περί τα πράγματα.
Επιπρόσθετα, ο αιτητής επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από την επιστολή της αρμόδιας Αρχής, ημερομηνίας 30.5.2013, αλλά και από το ίδιο το πρακτικό της ΕΔΥ, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, λήφθηκε υπόψη και η διερεύνηση από την Αστυνομία του πρόσθετου αδικήματος της δημόσιας βλάβης, το οποίο ήταν ένα στοιχείο που δεν υπήρχε κατά την αρχική απόφαση για τη διαθεσιμότητα και, συνεπώς, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση της παράτασής της.
Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η ΕΔΥ παρέθεσε στο πρακτικό της όλους τους σοβαρούς λόγους που οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης, κατ' εφαρμογή της επιφύλαξης του άρθρου 85(1) του Νόμου.
Σημειώνουν, περαιτέρω, ότι η ουσιαστική εκτίμηση και κρίση της ΕΔΥ επί των γεγονότων και στοιχείων που καθιστούσαν επιβεβλημένη την παράταση της διαθεσιμότητας του αιτητή, δεν υπόκειται στο Δικαστικό έλεγχο, εκτός αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, ή παραβίαση του Συντάγματος ή του Νόμου (Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) ΑΑΔ 1175, Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας v. Aναστασιάδη (1991) 3 ΑΑΔ 1, Δημοκρατία v. Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 731 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 227).
Επισημαίνεται από τους καθ' ων η αίτηση ότι οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις δεν επιβάλλουν αιτιολόγηση της απόφασης για παράταση της διαθεσιμότητας στο ίδιο το σώμα της απόφασης και, ως εκ τούτου, η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.
Αντικρούοντας τον ισχυρισμό για έλλειψη δέουσας έρευνας, οι καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η ΕΔΥ ενήργησε έχοντας στη διάθεσή της την επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας και την εισήγηση της αρμόδιας Αρχής, στις οποίες υπήρχε όλο το απαραίτητο υλικό για τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Αναφορικά δε με το επιχείρημα που προβλήθηκε από τον αιτητή για εμφιλοχώρηση πλάνης, λόγω του ότι λήφθηκε υπόψη και το αδίκημα της δημοσίας βλάβης το οποίο δεν είχε απασχολήσει κατά την αρχική διαθεσιμότητα, η θέση των καθ' ων η αίτηση είναι ότι η παράταση διαθεσιμότητάς συνιστά αυτοτελή διοικητική πράξη, εξεταζόμενη μέσα στις δικές της παραμέτρους, όπου είναι επιτρεπτή η εκτίμηση κάθε νέου στοιχείου.
Το θέμα της διαθεσιμότητας δημοσίων υπαλλήλων ρυθμίζεται από τις ακόλουθες διατάξεις του άρθρου 85 του Νόμου (ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο):
«85.-(1) Αν διαταχθεί έρευνα πειθαρχικού παραπτώματος, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 81, εναντίον κάποιου υπαλλήλου ή με την έναρξη αστυνομικής έρευνας με σκοπό την ποινική δίωξη εναντίον του, η Επιτροπή μπορεί, αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να θέσει σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο κατά τη διάρκεια της έρευνας και σε τέτοια περίπτωση ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1Α), εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις που ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1Β):
Νοείται ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητας στην οποίαν τίθεται ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί, αν συντρέχει σοβαρός λόγος, για άλλους τρεις μήνες.
(1Α) Αν η Επιτροπή προτίθεται να θέσει τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα τον ενημερώνει για την πρόθεσή της αυτή και ταυτόχρονα τον καλεί, αν επιθυμεί, να υποβάλει, εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών, γραπτές παραστάσεις και αφού τις μελετήσει, αν υποβληθούν, αποφασίζει ευθύς αμέσως κατά πόσο θα θέσει ή μη τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα.
(1Β)(α) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, η Επιτροπή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δε θα επηρεαστεί με οποιονδήποτε τρόπο η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας, να θέσει αμέσως τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα δυνάμει του εδαφίου (1), χωρίς να προβεί στις ενέργειες που αναφέρονται στο εδάφιο (1Α), παρέχοντας ταυτόχρονα στον υπάλληλο αυτό το δικαίωμα να υποβάλει, αν το επιθυμεί, το αργότερον εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από την ημέρα της επίδοσης της απόφασής της, γραπτή ένσταση για την απόφασή της να τον θέσει σε διαθεσιμότητα.
(β) Σε περίπτωση που υποβληθεί ένσταση δυνάμει της παραγράφου (α), η Επιτροπή, αφού μελετήσει τους λόγους που περιέχονται σ' αυτήν αποφασίζει ευθύς αμέσως κατά πόσο θα διατάξει τη συνέχιση ή τον τερματισμό της διαθεσιμότητας και αν η Επιτροπή τερματίσει τη διαθεσιμότητα του υπαλλήλου, αυτός επανακτά, από την ημέρα έναρξης της διαθεσιμότητας, όλες τις εξουσίες και τα ωφελήματα που αναστάληκαν δυνάμει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.
(2) Αν μετά το τέλος της έρευνας αποφασιστεί η ποινική ή πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου, η επιτροπή μπορεί, αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να θέσει σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης εφαρμόζοντας τις διατάξεις του εδαφίου (1Α).
(2Α) Σε περίπτωση που η Επιτροπή προτίθεται να παρατείνει τη διαθεσιμότητα υπαλλήλου, τέσσερεις ημέρες πριν τη λήξη της, ενεργεί εφαρμόζοντας κατ' αναλογία τις διατάξεις του εδαφίου (1Α).
(3) Ειδοποίηση ότι τέθηκε σε διαθεσιμότητα δίδεται γραπτώς στον υπάλληλο το γρηγορότερο. Οι εξουσίες, τα προνόμια και τα ωφελήματα του υπαλλήλου αναστέλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου της διαθεσιμότητας:
Νοείται ότι η Επιτροπή επιτρέπει στον υπάλληλο να λαμβάνει μέρος των απολαβών της θέσης του, όχι λιγότερο από το μισό, όπως θα κρίνει η Επιτροπή.
(4) Αν ο υπάλληλος απαλλαγεί ή αν από την έρευνα δεν αποδειχτεί πειθαρχική υπόθεση εναντίον του, η διαθεσιμότητα τερματίζεται και ο υπάλληλος δικαιούται ολόκληρο το ποσό των απολαβών τις οποίες θα έπαιρνε αν δεν ετίθετο σε διαθεσιμότητα. Αν βρεθεί ένοχος, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα επιστραφεί στον υπάλληλο οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του».
Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω πρόνοιες, σε περίπτωση που διατάσσεται πειθαρχική έρευνα εναντίον κάποιου υπαλλήλου, ή με την έναρξη αστυνομικής έρευνας - όπως στην παρούσα περίπτωση - η ΕΔΥ μπορεί, αν αυτό επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον, να θέσει σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 85(1), η διάρκεια της διαθεσιμότητας στην οποία τίθεται ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί αν συντρέχει σοβαρός λόγος για άλλους τρεις μήνες.
Όπως ήδη λέχθηκε στην παρούσα περίπτωση, η ΕΔΥ είχε ενώπιόν της την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών και την επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας, σύμφωνα με τις οποίες ήταν αναγκαία η παράταση της διαθεσιμότητας του αιτητή, καθότι η διερεύνηση των υποθέσεων από το ΤΑΕ Λεμεσού δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί και, επιπλέον, είχε ξεκινήσει εναντίον του έρευνα για ενδεχόμενη διάπραξη ενός ακόμη αδικήματος, αυτού της δημόσιας βλάβης.
Καταλήγοντας στην επίδικη απόφαση, η ΕΔΥ σημείωσε τα ακόλουθα τα οποία αποτελούν και το αιτιολογικό της έρεισμα:
«Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη τη φύση και σοβαρότητα των αδικημάτων που φέρεται να διέπραξε ο υπάλληλος, τη θέση που κατέχει στο Τμήμα Τελωνείων, μια θέση υπεύθυνη και με αυξημένες απαιτήσεις, την πιθανότητα να επηρεαστεί η ομαλή διεξαγωγή έρευνας, είτε με την αλλοίωση ή εξαφάνιση στοιχείων της υπόθεσης, είτε με τον επηρεασμό προσώπων που πιθανόν να κληθούν να δώσουν μαρτυρία, πιθανότητα που επιτείνεται και ενισχύεται από το γεγονός ότι εναντίον του υπαλλήλου εξετάζεται και το ενδεχόμενο διάπραξης του αδικήματος της Δημόσιας Βλάβης, έκρινε ότι συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για να παραταθεί η διαθεσιμότητα και αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 85(1) και (1Α) και (2Α) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2011, να παρατείνει τη διαθεσιμότητα του ΑΡΣΙΩΤΗ Κυριάκου, Βοηθού Τελώνη, Τελωνεία, για τρεις μήνες, ήτοι μέχρι 5.9.2013 συμπεριλαμβανομένης, εκτός εάν η έρευνα ολοκληρωθεί ενωρίτερα και/ή προκύψουν εξελίξεις που να δικαιολογούν τερματισμό της διαθεσιμότητας του ενωρίτερα.
Η Επιτροπή επιπρόσθετα και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, αφού έλαβε υπόψη τη φύση και σοβαρότητα των αδικημάτων που φέρεται να διέπραξε ο υπάλληλος, τη θέση που κατέχει στο Τμήμα Τελωνείων, τη διάσταση που έχει πάρει η υπόθεση και τη δημοσιότητα που έχει δοθεί σε αυτή, θεωρεί ότι δικαιολογείται η απόφασή της να παρατείνει τη διαθεσιμότητα, εκ μόνου του γεγονότος της πιθανότητας να τρωθεί το κύρος και η εικόνα των Τελωνείων, αλλά και της Δημόσιας Υπηρεσίας γενικότερα, από την παραμονή και/ή επιστροφή στα καθήκοντά του πριν από την ολοκλήρωση της εναντίον του αστυνομικής έρευνας και/ή πριν από την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης».
Η νομολογία επιβάλλει όπως η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά κατά τρόπο που να αποκτά τα απαραίτητο περιεχόμενο που να αποκαλύπτει ο συλλογισμός και να επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. (βλ. Panayiotis Georghiou (Catering Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 221, Seco Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (1998) 3 ΑΑΔ 553 και Ζίττης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 198).
Δεδομένης της σοβαρής φύσης των αδικημάτων, σε συνάρτηση με τη νευραλγική θέση που κατείχε ο αιτητής, την ανάγκη εξασφάλισης της αποτελεσματικότητας των ερευνών και διαφύλαξης του κύρους των Τελωνείων και της Δημόσιας Υπηρεσίας στο σύνολό της και λαμβανομένου υπόψη του ορατού κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων και αλλοίωσης μαρτυρικού υλικού, παράγοντες οι οποίοι τονίζονται ιδιαίτερα στο σκεπτικό της επίδικης απόφασης, τα πιο πάνω στοιχεία μπορούσαν εύλογα να θεωρηθούν ως «σοβαροί λόγοι» που δικαιολογούσαν την παράταση. Το αιτιολογικό, το οποίο παρατίθεται από την ΕΔΥ στο πρακτικό της (πιο πάνω), συνιστά συγκεκριμενοποίηση του δημοσίου συμφέροντος.
Επομένως, η κρίση της ΕΔΥ ότι συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για παράταση της διαθεσιμότητας δικαιολογείται, τόσο κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, όσο και από τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιόν της.
Η επάρκεια της έρευνας και της αιτιολογίας μιας διοικητικής πράξης εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και δεν υπάρχει στερεότυπος τρόπος που να καλύπτει κάθε περίπτωση. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που ευλόγως επέλεξε η διοίκηση να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 CLR 189, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 447 και Δημοκρατία v. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3 (Ε) AAΔ 3835).
Σημασία έχει η συλλογή και η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών στοιχείων να έχουν δημιουργήσει τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 AAΔ 345).
Λαμβανομένου υπόψη ότι η αστυνομική έρευνα δεν είχε ολοκληρωθεί ενόψει της επέκτασης του ανακριτικού έργου και ως προς την ενδεχόμενη διάπραξη του αδικήματος της δημόσιας βλάβης και, με δεδομένη την ιδιομορφία της υπόθεσης λόγω των περιστάσεων που την περιβάλλουν και οι οποίες υπογραμμίστηκαν στην επίδικη απόφαση, η ΕΔΥ δεν υπείχε υποχρέωση να διερευνήσει οποιοδήποτε άλλο θέμα.
Έπεται ότι οι σχετικές εισηγήσεις για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας δεν ευσταθούν.
Η εισήγηση του αιτητή ότι παρεισέφρησε πλάνη, λόγω της διαφοροποίησης, κατά την άποψή του, των πραγματικών δεδομένων που είχαν εξεταστεί κατά την αρχική διαθεσιμότητα, με την αναφορά σε νέο διερευνώμενο αδίκημα, δεν είναι αποδεκτή.
Όπως ήδη επισημάνθηκε, η απόφαση για παράταση διαθεσιμότητας αποτελεί αυτοτελή πράξη, η νομιμότητα της οποίας κρίνεται με βάση τις δικές τις παραμέτρους. Είναι δε αυτονόητο ότι, εφόσον προέκυψε, με βάση το υλικό των ανακριτικών αρχών, ανάγκη διερεύνησης ενδεχόμενης διάπραξης νέου (πρόσθετου) αδικήματος από τον αιτητή, το στοιχείο αυτό εύλογα μπορούσε να τεθεί και να εκτιμηθεί ως «σοβαρός λόγος» που υπαγόρευε την παράταση της διαθεσιμότητάς του, κατά τα προβλεπόμενα στην επιφύλαξη του άρθρου 85(1) του Nόμου. Δεν υπάρχει, επί τούτου, ο,τιδήποτε μεμπτό.
Εν κατακλείδι, διαπιστώνεται ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος και είναι κατάλληλα αιτιολογημένη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Κ. Σταματίου,
/ΧΤΘ Δ.