ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D210
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 223/2013)
20 Απριλίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΣΙΑΜΠΑΡΤΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Ι. Προκοπίου (κα) για κ. Ορ. Σιαμπαρτά, για την Αιτήτρια.
Λ. Ζαννέτου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Αντ. Σωτηρίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η προαγωγή της Καλλιόπης Σωτηρίου (ενδιαφερομένης) στη θέση της Ανώτερης Πρώτης Στενογράφου, Δικαστική Υπηρεσία, αναδρομικώς από τις 15 Ιανουαρίου 2010, έδωσε το έναυσμα για την καταχώριση της παρούσας προσφυγής.
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα επανεξέτασης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Με βάση τα γεγονότα που προηγήθηκαν, οι καθ'ων η αίτηση είχαν, στις 4 Ιανουαρίου 2010 προάξει την ενδιαφερομένη στη θέση Ανώτερης Πρώτης Στενογράφου Δικαστηρίου, Δικαστική Υπηρεσία. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε προσφυγή και το Ανώτατο Δικαστήριο στις 4 Οκτωβρίου 2012 ακύρωσε την προαγωγή της ενδιαφερομένης λόγω έλλειψης αιτιολογίας ως προς τη μη σχετικότητα των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας και της μη απόδοσης οποιασδήποτε βαρύτητας σ' αυτά. Περαιτέρω, ότι δεν υπήρχε ειδική αιτιολογία για απόκλιση από τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού (Υπ. Αρ. 417/2010, Σιαμπαρτά ν. Δημοκρατίας, ημερ. 4 Οκτωβρίου 2012).
Η ενδιαφερομένη με επιστολή της ημερ. 16 Οκτωβρίου 2012, προς τους καθ'ων η αίτηση, ζήτησε όπως, κατά την επανεξέταση ληφθεί υπόψη ότι για την περίοδο 28 Ιουνίου 1977 μέχρι την ημερομηνία διορισμού της, την 1η Μαρτίου 1978, είχε υπηρετήσει ως Στενογράφος πάνω σε ημερήσια βάση. Επίσης, ότι η αιτήτρια είχε λάβει 115 ημέρες άδεια απουσίας χωρίς απολαβές.
Οι καθ'ων η αίτηση αποφάσισαν στις 23 Οκτωβρίου 2012, όπως ζητήσουν από την αρμόδια αρχή να επιβεβαιώσει ή να σχολιάσει τα στοιχεία που είχε παραθέσει η ενδιαφερομένη, καθώς και όπως τους αποσταλούν οποιαδήποτε άλλα σχετικά στοιχεία, όπως υπηρεσία, πείρα σε απασχόληση στα δικαστήρια πριν το μόνιμο διορισμό, που αφορούσαν τις προάξιμες υποψήφιες.
Η Αρχιπρωτοκολλητής του Ανωτάτου Δικαστηρίου με επιστολή της ημερ. 12 Νοεμβρίου 2012, απέστειλε τα στοιχεία αναφορικά με την έκτακτη υπηρεσία των υποψηφίων και τις ημερομηνίες διορισμού και προαγωγής τους. Επιβεβαίωσε επίσης ότι η αιτήτρια είχε πάρει άδεια χωρίς απολαβές 115 εργάσιμες ημέρες.
Η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 7 Νοεμβρίου 2012, προς τους καθ'ων η αίτηση, υπόμνησε τη σχετικότητα και την αξία των πρόσθετων προσόντων της και στη συνέχεια, με επιστολή της ημερ. 8 Νοεμβρίου 2012, έθεσε τη θέση της ως προς τα όσα ανέφερε η ενδιαφερομένη με τη δική της επιστολή.
Στις 20 Νοεμβρίου 2012, οι καθ'ων η αίτηση αποφάσισαν όπως λάβουν υπόψη στα πλαίσια λήψης της τελικής απόφασης, τις πιο πάνω επιστολές των δύο υποψηφίων.
Ακολούθως, προβαίνοντας σε επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης, αποφάσισαν ότι, για τους σκοπούς της επανεξέτασης, θα παρέμενε ως έγκυρο στοιχείο κρίσης, η σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού, που, σημειώνω, σύστηνε για προαγωγή την αιτήτρια.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξετάστηκε κατά πόσο το πτυχίο Νομικής, που κατέχει η αιτήτρια, ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Μετά από μελέτη του Σχεδίου Υπηρεσίας και των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης, κρίθηκε ότι η κατοχή πτυχίου Νομικής δεν επαυξάνει τις ικανότητες του κατόχου του και ούτε προσφέρει σ' αυτήν περισσότερες δεξιότητες για καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της. Συνακόλουθα, αποφασίστηκε ότι το πτυχίο Νομικής δεν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Στη συνέχεια προέβηκαν στην αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εξέτασαν τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων και αποφάσισαν όπως προσφέρουν προαγωγή στην ενδιαφερομένη.
Παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
"Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια - αξία, προσόντα αρχαιότητα -, όπως αυτά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολο τους και αποδίδοντας σ' αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολητού υπέρ της Σιαμπαρτά Μαρίας και έκρινε ότι η ΣΩΤΗΡΙΟΥ Καλλιόπη υπερέχει των άλλων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτήν προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερης Πρώτης Στενογράφου Δικαστηρίου, Δικαστική Υπηρεσία, αναδρομικά από 15.1.10.
Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, έλαβε υπόψη ότι η Σωτηρίου Καλλιόπη προηγείται σε αρχαιότητα της Σιαμπαρτά λόγω ημερομηνίας γέννησης. Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η Σωτηρίου υπηρέτησε από 28.6.77 μέχρι 28.2.78 (οκτώ μήνες) ως Στενοδακτυλογράφος Δικαστηρίου πάνω σε έκτακτη βάση, ενώ η Σιαμπαρτά υπηρέτησε ως έκτακτη Στενοδακτυλογράφος στο Υπουργείο Οικονομικών από 1.2.78 μέχρι 28.2.78 (ένα μήνα). Συνεπώς η Σωτηρίου υπερέχει σε πείρα κατά επτά περίπου μήνες στοιχείο το οποίο επαυξάνει την αξία της. Σ' ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, η Σωτηρίου δεν υστερεί και/ή είναι ίση με τις υπόλοιπες υποψήφιες, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη.
Η Επιτροπή, επιλέγοντας την Σωτηρίου, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι η συστηθείσα Σιαμπαρτά Μαρία κατέχει Bachelor of Laws (External Program), University of London, και είναι εγγεγραμμένη δικηγόρος, προσόντα, τα οποία, όμως, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης."
Η αιτήτρια προβάλλει ως πρώτο λόγο ακυρώσεως πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο αναφορικά με την αρχαιότητα. Εισηγήθηκε ότι, οι καθ'ων η αίτηση εσφαλμένα θεώρησαν ότι η ενδιαφερομένη και η ιδία είχαν προαχθεί την ίδια ημερομηνία έτσι ώστε η ενδιαφερομένη να τεκμαίρεται ότι υπερείχε σε ηλικιακή αρχαιότητα έναντι της.
Σύμφωνα με την Επίσημη Εφημερίδα, η ενδιαφερομένη και η αιτήτρια είχαν προαχθεί στην μόνιμη θέση Πρώτης Στενογράφου στις 15 Φεβρουαρίου 2003. Η ημερομηνία προαγωγής τους στη μόνιμη θέση Ανώτερου Στενογράφου ήταν η 15η Ιουλίου 1990. Η προηγουμένη προαγωγή στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης ήταν για την αιτήτρια η 15 Φεβρουαρίου 1983 και για την ενδιαφερομένη η 1η Μαΐου 1983. Προηγουμένως είχαν προαχθεί και οι δύο στην προσωρινή θέση Στενογράφου Δικαστηρίου στις 15 Μαρτίου 1982.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι οι καθ'ων η αίτηση εσφαλμένα θεώρησαν ότι η ενδιαφερομένη είχε ηλικιακή αρχαιότητα, αφού, όπως προβάλλει η αιτήτρια, δεν είχαν προαχθεί την ίδια ημερομηνία στη μόνιμη θέση Στενογράφου 1ης Τάξης. Όπως αναφέρει, είχε προαχθεί στη μόνιμη θέση Στενογράφου 1ης Τάξης στις 15 Φεβρουαρίου 1983, ενώ η ενδιαφερομένη την 1η Μαΐου 1983. Περαιτέρω, προβάλλει ότι υπήρχαν δύο ημερομηνίες προαγωγής της αιτήτριας και οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν τη μια εκ των δύο.
Στην Επίσημη Εφημερίδα αναφέρεται ότι η προαγωγή της αιτήτριας στη μόνιμη θέση 1ης Τάξης ήταν η 15η Φεβρουαρίου 1983, ενώ σύμφωνα με τα πρακτικά της ΕΔΥ, ημερ. 18 Απριλίου 1983 (ερυθρό 58, Τεκμήριο 2), η αιτήτρια προάχθηκε αναδρομικά στη θέση από 15 Μαρτίου 1982.
Οι καθ'ων η αίτηση αντιπροτείνουν ότι το θέμα εξετάστηκε και αποφασίστηκε από το Δικαστήριο στην ακυρωτική απόφαση στην Υπ. Αρ. 417/2010 (πιο πάνω) και συνεπώς έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο επί του θέματος. Η αιτήτρια, αντιθέτως εισηγείται, ότι, εναντίον της πιο πάνω απόφασης έχει καταχωρηθεί έφεση και επομένως δεν έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο, ενόψει απουσίας της τελεσίδικης απόφασης. Επίσης ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα της ύπαρξης δύο ημερομηνιών προαγωγής της αιτήτριας και συνεπώς παρέμενε το θέμα της πλάνης.
Το θέμα του δεδικασμένου έχει αποτελέσει πολλές φορές θέμα εξέτασης από τη νομολογία.
Στην υπόθεση Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 629:
″Υπενθυμίζουμε συναφώς ότι οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο είναι οι ίδιες τόσο στο διοικητικό όσο και στο αστικό δίκαιο (Pieris v. Republic (1983) 3(B) C.L.R. 1054, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349) και η ύπαρξη δεδικασμένου προϋποθέτει τελεσίδικη κρίση, ταύτιση διαδίκων ως και ταύτιση επιδίκων θεμάτων (Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2000) 3 Α.Α.Δ. 625), ή, όπως τίθεται στο Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 15, σελ. 336, δεδικασμένο εγείρεται όταν ένα γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ιδίων διαδίκων.″
Θεωρώ σκόπιμο όπως παραθέσω αυτούσιο το απόσπασμα από την ακυρωτική απόφαση (Υπ. Αρ. 417/2010 (πιο πάνω)), αναφορικά με το θέμα της αρχαιότητας της αιτήτριας, όπου αναφέρονται τα εξής:
″Αντικρούοντας αυτή τη θέση της αιτήτριας, η καθ'ης η αίτηση διαφωνεί ότι υπάρχει διαφορά αρχαιότητας στην υπηρεσία μεταξύ αιτήτριας και ενδιαφερόμενου μέρους και ότι υπερτερεί ως προς τούτο η αιτήτρια. Παραπέμπει η καθ'ης η αίτηση στις πρόνοιες του άρθρου 49(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων 1990-1991, όπου αναφέρεται ότι η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια μόνιμη θέση, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, κρίνεται με βάση την ημερομηνία ισχύος του διορισμού ή της προαγωγής του στη συγκεκριμένη θέση, ανεξάρτητα από τον τρόπο κατοχής. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η αιτήτρια προήχθη στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης αναδρομικά από 15.3.1982. Το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη στη συνδυασμένη προσωρινή θέση Στενογράφου 1ης Τάξης αναδρομικά από 15.3.1982, ενώ προήχθη μαζί με άλλες υπαλλήλους στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης από 1.5.1983, γεγονός που δεν επηρεάζει την αρχαιότητά της.
Το ενδιαφερόμενο μέρος στη δική του αγόρευση αναφέρει κατ' αρχάς ότι ο κατάλογος υπηρεσιακής ανέλιξης τον οποίο είχε ενώπιόν της η καθ'ης η αίτηση δεν περιείχε κανένα σφάλμα ή κενό, αφού, κατά τον ουσιώδη χρόνο προαγωγής της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης, ο Νόμος που ίσχυε ήταν ο Νόμος αρ. 33/1967 και προφανώς είναι στις πρόνοιες αυτού του Νόμου που οι Λειτουργοί της ΕΔΥ ορθά στηρίχθηκαν και ετοίμασαν τον υπό αναφορά κατάλογο, χωρίς να λάβουν υπόψη την επικύρωση του διορισμού στη θέση της Στενογράφου 1ης Τάξης, όπως δεν έλαβαν υπόψη και την επικύρωση του διορισμού των υποψηφίων στη μόνιμη θέση Στενογράφου 2ης Τάξης. Εκείνο που είχε γίνει, συνεχίζει το ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν να είχαν διοριστεί επί δοκιμασία στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης στις 15.3.1982 τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, και σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, από τότε ήταν που κρίνεται η αρχαιότητά τους, ενώ οι ημερομηνίες 15.2.1983 και 1.5.1983 αντίστοιχα, συνιστούν απλά τις ημερομηνίες επικύρωσης της προαγωγής των δύο υπαλλήλων στη μόνιμη θέση στην οποία είχαν μαζί προαχθεί προηγουμένως επί δοκιμασία. Σχετικά είναι τα άρθρα 37 και 38 του Νόμου 33/1967.
Αυτή η θέση του ενδιαφερόμενου μέρους και της καθ'ης η αίτηση με βρίσκει σύμφωνο και τεκμηριώνεται τόσο από τα γεγονότα (κατάλογος, δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα) όσο και από τις πρόνοιες της τότε ισχύουσας νομοθεσίας. Επομένως, οι ημερομηνίες στις οποίες έδωσε βαρύτητα η πλευρά της αιτήτριας δεν ήσαν υπηρεσιακά ουσιώδεις και ορθά δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο που τέθηκε ενώπιον της καθ'ης η αίτηση και δε λήφθηκαν υπόψη από αυτήν όταν ασκούσε την κρίση της. Εξάλλου και η ίδια η Αρχιπρωτοκολλητής η οποία είχε προβεί στη σύσταση υπέρ της αιτήτριας την οποία αυτή επικαλείται, πουθενά στη σύστασή της δεν εντόπισε οποιαδήποτε υπηρεσιακή αρχαιότητα της αιτήτριας έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Αντίθετα, όπως ρητά ανέφερε στη σύστασή της και καταγράφηκε στο τηρηθέν πρακτικό, τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσαν της τρίτης υποψηφίας σε αρχαιότητα, αφού είχαν προαχθεί στη θέση που κατείχαν μαζί από την 15.2.2003 και δε γίνεται νύξη σε οποιαδήποτε αρχαιότητα της αιτήτριας σε προηγούμενη θέση. Αναγνώρισε δε μόνο την ελαφρά υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι της αιτήτριας σε αρχαιότητα, λόγω ημερομηνίας γέννησης.″
Το γεγονός ότι έχει ασκηθεί έφεση δεν καθιστά την πρωτόδικη απόφαση ως μη τελεσίδικη. (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 98). Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Μαυρομμάτη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3251:
″Η τελευταία αυτή θέση είναι παντελώς αβάσιμη και απαράδεκτη. Η απόφαση στην αγωγή Tabalo v. Nautley Shipping (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1488 δείχνει ότι το δεδικασμένο δεν επηρεάζεται από την εκκρεμότητα έφεσης. Παρατηρώ ότι επρόκειτο για υπόθεση ναυτοδικείου, αλλά η αρχή είναι καθολικής εφαρμογής. Θα μπορούσα να επαναλάβω εδώ το κρίσιμο μέρος της απόφασης (σελ. 1498, 1499):
"Η εκκρεμότητα έφεσης δεν αποκλείει καταρχήν προβολή ισχυρισμού δεδικασμένου που προκύπτει από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Όπως αναφέρουν οι Spencer- Bower & Turner στην παράγραφο 180, σελ. 143 και 144, το ότι μια απόφαση είναι εφέσιμη δεν επηρεάζει την τελεσιδικία της: Wakefield Corporation v. Cooke [1904] A.C. 31, H.L. (per Lord Halsbury L.C., at p. 36), Colt Industries Inc. v. Sarlie (No. 2) [1966] 3 All E.R. 85, C.A. per Lord Denning M.R. at p. 86. Στην παράγραφο 182, σελ. 144 πραγματεύονται ειδικά την εκκρεμότητα έφεσης:
"It has sometimes been contended that, though a decision is none the less final because it is appealable, and though if the right of appeal is not exercised, or intended to be exercised, the decision is on the same footing as if it had been confirmed on appeal, nevertheless it makes a difference if the decision, besides being appealable, is actually under appeal at the time when it is set up as a res judicata. This contention is wholly unfounded."
Η υπόθεση Marchioness of Huntly v. Gaskell [1905] 2 Ch. 656, σελ. 667, (C.A.) αντιπαραβάλλει τους όρους "final" (τελεσίδικη) και "interlocutory" (ενδιάμεση) σε συνάρτηση με τις δικαστικές αποφάσεις και αποφαίνεται:
"Final" as applied to the judgment on the trial of an action does not mean a judgment not open to appeal, but merely "final" as opposed to an "interlocutory" judgment. A judgment on the trial of an action operates as an estoppel between the parties when bringing a subsequent action raising a contention which is in substance res judicata, and not the less so because the judgment is liable to be reversed on appeal."
Είναι φανερό από την παραπάνω ανάπτυξη πως η εκκρεμότητα της έφεσης δεν αναιρεί το δεδικασμένο."
Ανάλογο θέμα, αμφισβήτησης του δεδικασμένου, ενόψει της ύπαρξης έφεσης, συζητήθηκε στην Υπ. Αρ. 1195/2011, Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, ημερ. 30 Ιανουαρίου 2013, όπου το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα με τα οποία συμφωνώ:
″Η αιτήτρια θα πρέπει να αναμένει το αποτέλεσμα της έφεσης επί των θεμάτων που εφεσίβαλε παρόλο που τους ήγειρε και εδώ, ώστε να υπάρξει τελεσιδικία επ΄ αυτών. Διαφορετικά το Δικαστήριο, ως μονομέλεια, θα καλείτο να αποφασίσει επί των ιδίων θεμάτων που είναι sub judice ενώπιον της Ολομέλειας κατ΄ έφεση, με κίνδυνο να αποφασίσει ενδεχομένως διαφορετικά από το Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 695/07, η δε Ολομέλεια να επικυρώσει την προηγούμενη αυτή κρίση.
Δεν είναι νοητό τα ίδια ζητήματα, εφόσον βρίσκονται υπό έφεση, να είναι ταυτόχρονα υπό εξέταση από άλλο Δικαστήριο, ενεργώντας έτσι εν δυνάμει ακυρωτικά και αντιφατικά προς το προηγούμενο Δικαστήριο ή ενεργώντας ως Εφετείο.″
Προκρίνεται συναφώς ότι το θέμα της ημερομηνίας προαγωγής της αιτήτριας και της ενδιαφερομένης εξετάστηκε και κρίθηκε, επί τούτου, δικαστικώς. Δημιουργήθηκε επομένως δεδικασμένο και σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία δεν επιτρέπεται η αναθεώρηση των ήδη κριθέντων.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι υπάρχουν δύο ημερομηνίες προαγωγής, κάτι που, όπως προβλήθηκε, δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Από το πιο πάνω απόσπασμα της ακυρωτικής απόφασης, το οποίο έχω παραθέσει, προκύπτει ότι η ύπαρξη διαφορετικών ημερομηνιών προαγωγής της αιτήτριας ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Ανεξαρτήτως, όμως τούτου, παρατηρώ ότι δεν υπάρχει ουσιαστικά διαφορά στην ημερομηνία προαγωγής της αιτήτριας. Η ημερομηνία προαγωγής, όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, ήταν η 15η Φεβρουαρίου 1983. Στο ερυθρό 58 (τεκμήριο 2), στο οποίο αναφέρεται η αιτήτρια, αναγράφεται ότι η αιτήτρια προάχθηκε αναδρομικά στη μόνιμη θέση Στενογράφου 1ης Τάξης από 15 Μαρτίου 1982. Στην επιστολή όμως που αποστάληκε στην αιτήτρια (ερυθρό 57), αναγράφεται ότι η προαγωγή της αιτήτριας από 15 Μαρτίου 1982 ήταν στην προσωρινή θέση (temporary). Στο ερυθρό 60 οι καθ'ων η αίτηση προσέφεραν προαγωγή στην αιτήτρια στη μόνιμη θέση από 15 Φεβρουαρίου 1983. Η αιτήτρια αποδέχθηκε την εν λόγω προσφορά (τεκμήριο 62) και οι καθ'ων η αίτηση με επιστολή ημερ. 25 Ιουνίου 1983 πληροφόρησαν την αιτήτρια ότι είχε προαχθεί στη μόνιμη θέση από τις 15 Φεβρουαρίου 1983.
Συνεπώς, στη βάση του ερυθρού 60 η προαγωγή της αιτήτριας στη μόνιμη θέση ήταν από τις 15 Φεβρουαρίου 1983 (σχετικό είναι και το ερυθρό 63), και δεν συμφωνώ ότι υπήρχαν δύο ημερομηνίες, όπως ισχυρίζεται.
Η αιτήτρια προβάλλει περαιτέρω ότι, προσδόθηκε υπερβολική βαρύτητα στην ηλικιακή αρχαιότητα της ενδιαφερομένης, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με το Άρθρο 28 του Συντάγματος και του περί της Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 (Ν. 58(Ι)/2004). Όπως ισχυρίζεται, οι καθ'ων η αίτηση προέβηκαν σε διάκριση ένεκα της γεννήσεως.
Το κατά πόσο ορθά λήφθηκε υπόψη η αρχαιότητα από τους καθ'ων η αίτηση, αυτό είχε εξεταστεί από το Δικαστήριο στην Υπ. Αρ. 417/2010 (πιο πάνω) ακυρωτική απόφαση και αναφέρθηκαν τα εξής:
″Διαφωνώ ότι η νομοθετική αυτή προσέγγιση δημιουργεί θέμα άνισης μεταχείρισης ή ακόμα και ενδεχόμενο αναξιοκρατίας, όπως εισηγείται η πλευρά της αιτήτριας. Με δεδομένο ότι η αρχαιότητα είναι ένα γενικά αποδεκτό και καθιερωμένο κριτήριο, στην απουσία άλλης διαφοροποίησης, το γεγονός ότι ένας υπάλληλος εισήλθε στη Δημόσια Υπηρεσία όταν ήταν μεγαλύτερης ηλικίας από άλλο με τον οποίο διορίστηκαν κατά την ίδια ημερομηνία, είναι ένα στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη, όπως εξάλλου λαμβάνεται υπόψη γενικότερα η αρχαιότητα, χωρίς να εγείρεται θέμα διάκρισης ή αναξιοκρατίας από το γεγονός ότι ένας υπάλληλος είχε διοριστεί ή προαχθεί νωρίτερα από κάποιον άλλο.″
Η αρχαιότητα είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιλογή των υποψηφίων. Με βάση το άρθρο 49(7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90 καθορίζεται ότι:
″«προηγούμενη αρχαιότητα» σημαίνει αρχαιότητα των υπαλλήλων στη θέση ή τάξη που κατεχόταν από αυτούς αμέσως πριν από την κατοχή της παρούσας θέσης τους ή τάξης και αν η αρχαιότητα αυτή είναι η ίδια, η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με την ίδια μέθοδο, αφού εφαρμοστεί αναδρομικά μέχρι τους πρώτους διορισμούς των υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία. Σε περίπτωση που η αρχαιότητα στους πρώτους διορισμούς είναι η ίδια, η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με βάση την ηλικία των υπαλλήλων.″
Συναφώς κρίνεται ότι η αρχαιότητα είναι ένα, από τα θεσμοθετημένα κριτήρια, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και δεν εγείρεται θέμα διάκρισης. Στην Α.Ε. 12/2010, Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 3 Απριλίου 2015, προσδιορίστηκε με σαφήνεια τούτο:
«H ρύθμιση όμως της αρχαιότητας των δημοσίων υπαλλήλων από το άρθρο 49 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου δεν μπορεί να κριθεί ότι αντιστρατεύεται την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας, αφού πρόκειται για γενική ρύθμιση η οποία δεν θέτει σε μειονεκτική θέση συγκεκριμένο δημόσιο υπάλληλο ή συγκεκριμένη ομάδα δημοσίων υπαλλήλων. Αντίθετα, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόκειται «.για μια δίκαιη και αντικειμενική ρύθμιση του θέματος της αρχαιότητας, η οποία εφαρμόζεται ασφαλώς στις περιπτώσεις όλων των υπαλλήλων που βρίσκονται στην ίδια θέση και κατ' ουδένα λόγο δεν δημιουργεί διάκριση εις βάρος της αιτήτριας.″
Η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι η βαρύτητα που δόθηκε στην αρχαιότητα ήταν αποφασιστικής σημασίας, παραγνωρίζοντας τα άλλα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας και των προσόντων. Ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με το λόγο ακυρώσεως που αφορά τα προσόντα.
Επί τούτου προβλήθηκε ότι εσφαλμένα και πεπλανημένα οι καθ'ων η αίτηση έκριναν ότι το πτυχίο της Νομικής, που κατείχε η αιτήτρια, δεν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Προβλήθηκε επίσης ότι οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν και προτίμησαν κάποια από τα καθήκοντα της θέσης, επιλέγοντας τα ως τα κύρια καθήκοντα, ενώ δεν υπάρχει τέτοια διάκριση στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης. Περαιτέρω, προτάθηκε ότι το πτυχίο Νομικής συμβάλλει στην ανάπτυξη και βελτίωση των προσόντων που απαιτούνται στην παράγραφο 2 του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Οι καθ'ων η αίτηση είχαν όντως στις 20 Νοεμβρίου 2012, εξετάσει κατά πόσο το πτυχίο Νομικής που κατείχε η αιτήτρια ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και μετά από εξέταση των καθηκόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, κατέληξαν ότι το εν λόγω πτυχίο δεν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση τους παρατίθεται πιο κάτω:
″Από την μελέτη των πιο πάνω, η επιτροπή διαπίστωσε ότι για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης απαιτούνται κυρίως γνώσεις στενογραφίας και αποστενογράφησης, με έμφαση στην ορθότητα, ακρίβεια και ταχύτητα.
Η Επιτροπή έκρινε ότι η κατοχή πτυχίου Νομικής από μόνη της δεν επαυξάνει τις ικανότητες της κατόχου του και ούτε προσφέρει σ' αυτήν περισσότερες δεξιότητες για καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της. Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το πτυχίο Νομικής, το οποίο κατείχε η αιτήτρια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σχετικό με τα καθήκοντα της υπό πλήρωσης θέσης.″
Η κρίση επί του προκειμένου ανήκει στο διορίζον όργανο το οποίο έχει διακριτική ευχέρεια να προβαίνει σε ερμηνεία των Σχεδίων Υπηρεσίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις όπου η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. H στάθμιση και αξιολόγηση υφιστάμενων πρόσθετων προσόντων, μη απαιτουμένων από το Σχέδιο Υπηρεσίας, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στη σχετική διεργασία (Υπ. Αρ. 326/2011, Στεφάνου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 28 Φεβρουαρίου 2013). Οι καθ'ων η αίτηση εξέτασαν τα καθήκοντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και έκριναν ότι το πτυχίο Νομικής δεν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα, η απόφαση τους ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν χωρεί προς τούτο επέμβαση του Δικαστηρίου.
Η αιτήτρια περαιτέρω εισηγείται ότι, οι καθ'ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τα υπέρτερα γραμματειακά της προσόντα και δεν προέβηκαν σε οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ τους. Ούτε και αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Τα εν λόγω προσόντα ήταν ενώπιον των καθ'ων η αίτηση κατά τη λήψη της απόφασης τους και δεν χρειαζόταν συγκεκριμένη αναφορά σ' αυτά. Περαιτέρω, πρόσθετα προσόντα θεωρούνται τα ακαδημαϊκά. Διπλώματα πανεπιστημιακού επιπέδου, είτε πτυχία, είτε μεταπτυχιακά, χρονικής διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους, λαμβάνονται υπόψη, σε συνάρτηση πάντοτε με το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας. (Υπ. Αρ. 1509/2008, Κανάρα ν. Δημοκρατίας, ημερ. 26 Οκτωβρίου 2010). Οποιαδήποτε άλλα προσόντα έχει ο υποψήφιος, είτε αυτά είναι ακαδημαϊκά ή άλλα, ενδεικτικά του μορφωτικού επιπέδου και των εν γένει ικανοτήτων του, προσμετρούν στη συνολική του αξιολόγηση ως στοιχείο σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων. (Δημοκρατία ν. Ανδρέου (1993) 3 Α.Α.Δ. 153). Οι καθ'ων η αίτηση στάθμισαν κατά την αξιολόγηση τους και τα εν λόγω προσόντα.
Προβλήθηκε επίσης ότι, οι καθ'ων η αίτηση παράνομα απέδωσαν βαρύτητα στην πείρα της ενδιαφερομένης και δεν περιορίστηκαν, κατά την επανεξέταση, στο λόγο ακύρωσης της απόφασης, ο οποίος ήταν η έλλειψη αιτιολογίας ως προς τη σχετικότητα του πτυχίου Νομικής της αιτήτριας με τα καθήκοντα της θέσης. Όπως αναφέρει η αιτήτρια, η εν λόγω πείρα ήταν ενώπιον των καθ'ων η αίτηση και κατά την αρχική διαδικασία, όμως, δεν την είχαν λάβει υπόψη και ότι κατά την επανεξέταση, για να δικαιολογήσουν την προαγωγή, ανεπίτρεπτα απέδωσαν βαρύτητα στην εν λόγω πείρα.
Με βάση το άρθρο 59 του Ν. 158(Ι)/99,
″Κατά την επανεξέταση η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης στην οποία στηρίχθηκε το διατακτικό της απόφασης.″
Στο πλαίσιο της απόφασης στην Υπ. Αρ. 417/2010, το Δικαστήριο ακύρωσε την αρχική απόφαση των καθ'ων η αίτηση, όπως ανέφερα, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας ως προς τη σχετικότητα του προσόντος της αιτήτριας, αλλά και λόγω έλλειψης νόμιμης αιτιολογίας για την απόκλιση από τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού. Οι καθ'ων η αίτηση σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση προχώρησαν σε έρευνα αναφορικά με το πτυχίο της Νομικής και κατέληξαν, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, ότι τούτο δεν ήταν σχετικό.
Παράλληλα, είχαν υποχρέωση όπως παρέχουν αιτιολογία για απόκλιση από τη σύσταση τους και αυτό έπραξαν. Στην αιτιολογία αυτή έγινε αναφορά και στην πείρα της ενδιαφερομένης ως Στενοδακτυλογράφου Δικαστηρίου, πάνω σε έκτακτη βάση, η οποία, όμως, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, προσέθετε στην αξία της. Συνεπώς, κρίνω ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου, αλλά συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση.
Κατά την επανεξέταση το διορίζον όργανο οφείλει να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση και να διορθώσει όσα κρίθηκαν ως εσφαλμένα. Περαιτέρω, είναι ορθό ότι η διοίκηση δεσμεύεται κατά την επανεξέταση να θεραπεύει μόνο το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο. (Βλ. Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639, Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) ν. Ιακώβου (Αρ. 1) (2010) 3 Α.Α.Δ. 201).
Η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι οι καθ'ων η αίτηση παρανόμως και πεπλανημένα προσέδωσαν υπερβολική και αποφασιστική βαρύτητα στην απομακρυσμένη πείρα της ενδιαφερομένης, καθώς και ότι η εν λόγω πείρα αποκτήθηκε από υπηρεσία σε έκτακτη βάση και δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Τα όσα πρόβαλε η αιτήτρια δεν ευσταθούν.
Όπως είχα αναφέρει στην Υπ. Αρ. 326/2011, Στεφάνου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 28 Φεβρουαρίου 2013:
″΄Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η πείρα, ως παράγων καθορισμού σε περιπτώσεις προαγωγών, για να είναι αποφασιστικής σημασίας θα πρέπει να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης. Πείρα αποκτηθείσα σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική βαρύτητα.″
Οι καθ'ων η αίτηση έλαβαν υπόψη την πείρα της ενδιαφερομένης συνεκτιμώντας την, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, και δεν θεωρώ ότι απέδωσαν σ' αυτήν αποφασιστική σημασία. Περαιτέρω, δεν πρόκειται περί ενίσχυσης του στοιχείου της αρχαιότητας, αλλά περί της πείρας, συνεπώς το γεγονός ότι αυτή αποκτήθηκε από υπηρεσία σε έκτακτη βάση δεν εμπόδιζε τους καθ'ων η αίτηση από του να την λάβουν υπόψη.
Προβάλλεται επίσης ότι οι καθ'ων η αίτηση παραγνώρισαν τις πρόνοιες του Κανονισμού 15(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 98/91).
Οι πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της αιτήτριας. Ο Κανονισμός αφορά προσόντα τα οποία σχετίζονται με τα καθήκοντα της θέσης. Όπως έχω αναφέρει πιο πάνω, οι καθ'ων η αίτηση είχαν καταλήξει ότι το πτυχίο της αιτήτριας δεν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, επομένως ορθά ο χρόνος σπουδών της δεν λήφθηκε υπόψη. Περαιτέρω, ο εν λόγω Κανονισμός αφορά για χρόνο που απαιτείται με βάση τα Σχέδια Υπηρεσίας για προαγωγή. Η αιτήτρια είχε συμπληρώσει τα χρόνια υπηρεσίας που απαιτούνταν για προαγωγή.
Η αιτήτρια τέλος πρότεινε ότι δεν δόθηκε ειδική αιτιολογία για παραγνώριση της υφιστάμενης υπέρ της σύστασης της Αρχιπρωτοκολλητού.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι η σύσταση του προϊσταμένου ή του Γενικού Διευθυντή, κατά περίπτωση, αποτελεί αυτοτελές και σημαντικό, ταυτόχρονα, στοιχείο κρίσης εφόσον στοχεύει στην καθοδήγηση, κατά ορθό βεβαίως τρόπο, του διοικητικού οργάνου προς επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου. (Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164).
Ούτε και αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Η ειδική αιτιολογία για απόκλιση από τις συστάσεις του Διευθυντή πρέπει, όπως νομολογιακά απαιτείται, να είναι καθαρή, ειδική, πειστική και επαρκής (Μανούχου ν. ΑΤΗΚ (2013) 3 Α.Α.Δ. 613). Η Αρχιπρωτοκολλητής, προβαίνοντας στη σύσταση της, είχε λάβει υπόψη τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας στα οποία απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Οι καθ'ων η αίτηση είχαν καταλήξει ότι το πτυχίο της αιτήτριας δεν ήταν σχετικό. Περαιτέρω, αποφάσισαν ότι η ενδιαφερομένη υπερείχε σε ηλικιακή αρχαιότητα και σε πείρα. Τα πιο πάνω συνιστούν ειδική αιτιολογία για απόκλιση από τη σύσταση.
Συζητώντας εκ νέου το θέμα της βαρύτητας που, κατ' ισχυρισμό, προσδόθηκε στην αρχαιότητα της ενδιαφερομένης, δεν θεωρώ ότι αυτή ήταν υπερβολική. Η αρχαιότητα από μόνη της δεν αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα (Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377). Η αρχαιότητα προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι (Δημοκρατία ν. Φ. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756).
Η απόφαση των καθ'ων η αίτηση στηρίχθηκε στην αρχαιότητα, την πείρα και την αξία της ενδιαφερομένης. Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω κατέληξαν στην προαγωγή της.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Ποσό €1.400 ως έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ