ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Tamassos Suppliers ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 60
Zαχαρίας Σταύρου Zαχαριάδης Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 445
Κ. Κ. New Extra Ltd ν. Εφόρου Προστιθέμενης Αξίας και Άλλου (2003) 4 ΑΑΔ 602
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D180
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 5736/2013)
29 Μαρτίου, 2016
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BAVANIAMMA VIJAYAKUMARY,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Νικ. Χαραλαμπίδου, για την Αιτήτρια.
Β. Καρλεττίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ'ων η
Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («η Διευθύντρια»), ημερομηνίας 30.4.2013, με την οποία ακυρώθηκε η άδεια προσωρινής παραμονής της στην Δημοκρατία και κλήθηκε να αναχωρήσει από την Κύπρο εντός 14 ημερών από την παραλαβή της σχετικής επιστολής.
Η αιτήτρια, η οποία είναι Ινδή υπήκοος, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 4.10.2012 για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός στην κατοικία του Μιχάλη Ορφανίδη, στο Παραλίμνι. Για το σκοπό αυτό της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής, η οποία στη συνέχεια ανανεώθηκε μέχρι 12.12.2015.
Στις 31.1.2013 η αιτήτρια εγκατέλειψε το χώρο διαμονής και εργασίας της και υπέβαλε γραπτό παράπονο στο Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Αμμοχώστου, εναντίον του εργοδότη της, για θέματα που αφορούσαν το ωράριο εργασίας και τα καθήκοντά της.
To παράπονο εξετάστηκε αρχικά από το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων Λάρνακας - Αμμοχώστου, στα πλαίσια συνάντησης που διευθετήθηκε για το σκοπό αυτό στις 5.2.2013 και στην οποία παρευρέθηκε η αιτήτρια, ο εργοδότης της και μεταφράστρια, ομοεθνής της αιτήτριας. Οι θέσεις των δύο πλευρών κατεγράφησαν στην έκθεση του Τμήματος, σύμφωνα με την οποία δεν είχε στοιχειοθετεί εργατική διαφορά, αλλά μόνο μια οικονομικής φύσεως εκκρεμότητα αναφορικά με τον μισθό της, ύψους €289. Η έκθεση κοινοποιήθηκε στη Διευθύντρια με την εισήγηση όπως, ο μεν εργοδότης καταβάλει το πιο πάνω ποσό, η δε αιτήτρια να κληθεί να αναχωρήσει από την Κύπρο.
To ζήτημα απασχόλησε ακολούθως την Επιτροπή Εξέτασης Εργατικών Διαφορών Αλλοδαπών Εργαζομένων, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 10.4.2013. Σύμφωνα με το πόρισμα της Επιτροπής, από την εξέταση του παραπόνου, «διαφάνηκε ότι οι λόγοι για τους οποίους υπέβαλε παράπονο για εργατική διαφορά η αλλοδαπή δεν τεκμηριώνονται αφού η εργοδοτική πλευρά αντέκρουσε όλους τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης. Αντίθετα η αλλοδαπή εγκατέλειψε χωρίς προειδοποίηση το χώρο διαμονής και εργασίας παραβιάζοντας το άρθρο 5(γ) και (δ) του συμβολαίου της. Η εισήγηση της Επιτροπής είναι όπως κληθεί η αλλοδαπή να αναχωρήσει για τη χώρα της».
Υιοθετώντας ουσιαστικά τα πιο πάνω ευρήματα και εισηγήσεις, η Διευθύντρια προχώρησε στην ακύρωση της προσωρινής άδειας παραμονής της αιτήτριας, ενημερώνοντάς την ότι δεν ήταν επιτρεπτή η αλλαγή εργοδότη και καλώντας την ταυτόχρονα να αναχωρήσει από την Κύπρο, εντός 14 ημερών από τη λήψη της επίδικης επιστολής της, ημερομηνίας 30.4.2013.
Σημειώνεται ότι η αιτήτρια δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση, με αποτέλεσμα την καταχώριση του ονόματός της στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η είσοδος στη Δημοκρατία (stop list).
Υποβάλλεται εκ μέρους της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση:
(α) Παραβιάζει το Νόμο και την πολιτική μετανάστευσης και στρατηγικής απασχόλησης υπηκόων τρίτων χωρών,
(β) πάσχει λόγω παράβασης διαδικασίας και έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας,
(γ) παραβιάζει τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου,
(δ) παραβιάζει τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, (Κεφ. 105, ως έχει τροποποιηθεί) και την Οδηγία 2008/115/ΕΚ.
H αιτήτρια επικαλείται ένα έγγραφο με τίτλο «Στρατηγική για την Απασχόληση Ξένου Εργατικού Δυναμικού στην Κύπρο», την «Εγκύκλιο για την Υλοποίηση της Στρατηγικής Απασχόλησης Ξένου Εργατικού Δυναμικού στην Κύπρο» και μια απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 16.2.2000, αναφορικά με το δικαίωμα αλλοδαπών να απασχοληθούν σε νέο εργοδότη, καθώς και την «Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με τη διαδικασία εξέτασης των εργατικών διαφορών ανάμεσα σε αλλοδαπούς εργαζομένους και τους εργοδότες τους», ημερομηνίας 12.3.2010, εκτενές απόσπασμα της οποίας παρατίθεται στη γραπτή αγόρευσή της. Η έκθεση αναφέρεται στον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας από το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων και στη συγκρότηση και λειτουργία της Επιτροπής Εξέτασης Εργατικών Διαφορών. Παραπέμπει, επίσης, η αιτήτρια στην «Τοποθέτηση της Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με το καθεστώς των οικιακών εργαζομένων στην Κύπρο», ημερομηνίας 2.7.2013, στην οποία αναλύεται το περιεχόμενο της σύμβασης απασχόλησης της συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων και ασκείται κριτική σε σχέση με την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας εξέτασης εργατικών διαφορών.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι τα πιο πάνω έγγραφα προδιαγράφουν το νομικό πλαίσιο της υπόθεσής της, το οποίο παραβιάστηκε από τους καθ'ων η αίτηση, εφόσον η ίδια: (α) βρισκόταν νόμιμα στην Δημοκρατία ως εργαζόμενη και η απομάκρυνση της ήταν δυνατή μόνο για λόγους δημοσίας τάξης και ασφάλειας, (β) είχε δικαίωμα αλλαγής εργοδότη λόγω σοβαρής παραβίασης των δικαιωμάτων της από τον εργοδότη της, (γ) το παράπονο που υπέβαλε έγινε κατά ένα μέρος του αποδεκτό, με αποτέλεσμα να δικαιούται αλλαγής εργοδότη με βάση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου του 2000.
Σημειώνεται ότι τα πιο πάνω έγγραφα (πολιτικές, εγκύκλιοι, κατευθυντήριες γραμμές και εγχειρίδια) τα οποία, κατά την αιτήτρια, έχουν παραβιαστεί, δεν έχουν επισυναφθεί στις αγορεύσεις, ούτε και προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο.
Εν πάση περιπτώσει, οι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν. Τα πιο πάνω έγγραφα που επικαλέστηκε η αιτήτρια (διοικητική πολιτική και πρακτική, ανακοινώσεις, εγκύκλιοι και εγχειρίδια), δε δημιουργούν νομικές δεσμεύσεις, ούτε έννομες καταστάσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε αποδοχή μιας προσφυγής (βλ. Vorkas and Others v. The Republic (1984) 3A CLR 757, Ζ.Σ. Ζαχαριάδης Λτδ v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 445, Stella Cosmetics Co Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 33/2000, ημερομηνίας 24.3.2003). Έγγραφα τέτοιας φύσεως συνήθως έχουν σκοπό, είτε την παροχή ερμηνείας συγκεκριμένου νόμου προς καθοδήγηση των υφισταμένων ή χαράζουν καθοδηγητικές γραμμές για την εφαρμογή του νόμου, κατά τον καλύτερο ως προς το σκοπό του νομοθέτη τρόπο. Το περιεχόμενό τους, όμως, δεν μπορεί να επιφέρει εξωτερική νομική δεσμευτικότητα για τρίτα πρόσωπα, ούτε να δημιουργήσει νομικά δικαιώματα, τα οποία δεν πηγάζουν από την ισχύουσα νομοθεσία (βλ. Μακρίδου v. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 581, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, Γ. Παπαχατζή, Το Σύστημα του εν Ελλάδι ισχύοντος Διοικητικού Δικαίου, 3η έκδοση, σελ. 135).
Στην παρούσα περίπτωση, η είσοδος και παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία υπόκειται στις σχετικές περί αλλοδαπών διατάξεις του Κεφ. 105, οι οποίες τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής.
Στην άδεια προσωρινής παραμονής, η οποία εκδόθηκε προς όφελός της στις 30.1.2013, σημειώνεται ότι σκοπός της άδειας ήταν η εργασία της αιτήτριας ως «domestic worker» στην οικία του Μιχάλη Ορφανίδη, στην οδό Αγίου Νεκταρίου 56, στο Παραλίμνι. Στους όρους της άδειας αναφέρεται ρητώς ότι «η ισχύς της τερματίζεται και αυτή θα θεωρείται άκυρη, αν ο κάτοχος παύσει να απασχολείται όπως περιγράφεται πιο πάνω.».
Η αιτήτρια στις 31.1.2013, δηλαδή μια μέρα μετά την επέκταση της άδειας παραμονής της - γεγονός που δημιουργεί πρόσθετα ερωτηματικά αναφορικά με τις αληθινές προθέσεις της - εγκατέλειψε την εργασία της και τον τόπο διαμονής της και προέβη σε γραπτή καταγγελία εναντίον του εργοδότη της για θέματα που αφορούσαν το εργασιακό πλαίσιο και τις εκατέρωθεν συμβατικές υποχρεώσεις.
Τα θέματα και οι ισχυρισμοί που είχαν τεθεί από την αιτήτρια διερευνήθηκαν δεόντως και, όπως διαπιστώθηκε από τις αρμόδιες Αρχές που ανέλαβαν την εξέταση του θέματος, τα παράπονα δεν τεκμηριώθηκαν και τα στοιχεία που υποβλήθηκαν δεν στοιχειοθετούσαν εργατική διαφορά. Οι θέσεις τόσο της αιτήτριας όσο και του εργοδότη, καταγράφονται αναλυτικά στην έκθεση του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων που εξέτασε την διαφορά και υπέβαλε τη σχετική εισήγηση στη Διευθύντρια. Δεν είναι έργο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου η εξέταση και κρίση αναφορικά με την τήρηση ή όχι συμβατικών υποχρεώσεων. Η αιτήτρια είχε τη δυνατότητα να εγείρει τις αξιώσεις της ενώπιον του καθ' ύλην αρμόδιου Δικαστηρίου και μέσα σ' αυτά τα πλαίσια θα ήταν δυνατό να τεθούν και εξεταστούν οι ισχυρισμοί της για παραβίαση των απορρεόντων από τη σύμβαση απασχόλησής της, δικαιωμάτων.
Σε ό,τι όμως αφορά την επίδικη απόφαση της Διευθύντριας, υπό το πρίσμα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η εγκατάλειψη από την αιτήτρια του χώρου εργασίας και διαμονής της συνιστούσε παραβίαση των όρων της άδειας παραμονής της και ενεργοποιούσε την εξουσία της Διευθύντριας να προχωρήσει στην ακύρωσή της, ανεξαρτήτως της πορείας και της έκβασης του παραπόνου της.
Σύμφωνα με το άρθρο 6(1), του Κεφ. 105:
«Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-
(α)..................................
(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών».
Έπεται ότι η Διευθύντρια ενήργησε μέσα στα πλαίσια των εξουσιών της, όπως αυτές καθορίζονται στο Νόμο, ακυρώνοντας την άδεια της αιτήτριας, εφόσον διαπιστώθηκε ότι υπήρξε παραβίαση των όρων, βάσει των οποίων είχε αυτή εκδοθεί.
Οι εισηγήσεις της αιτήτριας για παραβίαση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου και, ειδικότερα, της αρχής της καλής πίστης, της αναλογικότητας και της αιτιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση, λόγω της απόρριψης του αιτήματός της για αλλαγή εργοδότη, δεν είναι αποδεκτές.
Δεδομένης της παραβίασης των όρων της άδειας παραμονής της, η αιτήτρια δεν μπορεί να επικαλείται την αρχή της καλής πίστης. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία v. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 191:
«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στην διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. Όπως υποδεικνύεται στην Παμπόρη v. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, 15.12.1995, η αρχή της καλής πίστης, δε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται».
Το δε γεγονός ότι η αιτήτρια είχε καταβάλει ένα ποσό ως έξοδα σε πρακτορείο στην Ινδία, προκειμένου να καταστεί εφικτή η κάθοδος και εργοδότησή της στην Κύπρο, δεν μπορεί να διασυνδεθεί με τον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, κατά τρόπο ώστε η ακύρωση της άδειάς της να συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά την άσκηση των εξουσιών της Διευθύντριας.
Η αιτήτρια εισηγείται ότι υπήρξε στην περίπτωσή της παραβίαση «όλων των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ αναφορικά με τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης». H Oδηγία 2008/115 σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, έχει ενσωματωθεί στο Κεφ. 105 και, ειδικότερα, στις διατάξεις των άρθρων 18ΟΔ - 18ΠΘ.
Ο ισχυρισμός εισάγεται με γενικότητα, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένη διάταξη, και εξαντλείται στην εισήγηση ότι η επίδικη απόφαση δεν περιλαμβάνει αναφορά στους νομικούς και πραγματικούς λόγους, ούτε περιέχει μνεία των διαθέσιμων ένδικων μέσων.
Επιπρόσθετα, ότι η αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματός της να λάβει γνώση της απόφασης σε γλώσσα κατανοητή σ' αυτήν ή να της παραχωρηθεί γραπτή ή προφορική μετάφραση.
Οι εισηγήσεις δεν ευσταθούν. Στην επίδικη απόφαση γίνεται αναφορά στο πόρισμα της Επιτροπής Εξέτασης Εργατικών Διαφορών, ημερομηνίας 10.4.2013, στο οποίο σημειώνεται ότι «η αλλοδαπή εγκατέλειψε χωρίς προειδοποίηση το χώρο διαμονής και εργασίας παραβιάζοντας το άρθρο 5(γ) και (δ) του συμβολαίου της».
Κατά τα άλλα, η απόφαση συντάχθηκε στην Αγγλική γλώσσα, η οποία προκύπτει ότι είναι κατανοητή στην αιτήτρια, εφόσον στην ίδια γλώσσα είχε συνταχθεί και η επιστολή παραπόνου της. Η μη καταγραφή των διαθέσιμων ένδικων μέσων δεν έχει επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματά της, νοουμένου ότι προχώρησε σε εμπρόθεσμη καταχώρηση της προσφυγής της στις 15.7.2013. Δεν επρόκειτο για παράβαση ουσιώδους τύπου, η οποία θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για το κύρος της επίδικης απόφασης (βλ. Κ. Κ. Νew Extra Ltd v. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2003) 4(Α) ΑΑΔ 602).
Σημειώνεται, τέλος, ότι με βάση το περιεχόμενο της απόφασης, δόθηκε στην αιτήτρια εύλογος χρόνος για την οικειοθελή αναχώρησή της από την Κύπρο, ο οποίος παρήλθε άπρακτος, εφόσον αυτή επέλεξε να διαμένει παράνομα πλέον στην Δημοκρατία, συνεχίζοντας τα διαβήματά της για εξεύρεση νέου εργοδότη.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται, με €500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Η επίδικη πράξη επικυρώνεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ