ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D167
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.
297/13, 298/13, 299/13, 300/13, 301/13, 302/13,
303/13, 304/13, 305/13, 306/13 και 307/13)
24 Μαρτίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 297/2013)
ΤΣΟΥΝΤΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
_________________________
(Υπόθεση Αρ. 298/2013)
ΜΑΡΙΑ ΚΛΕΙΤΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 299/2013)
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 300/2013)
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 301/2013)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 302/2013)
ΜΕΡΟΠΗ ΤΣΙΚΟΥΡΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 303/2013)
ΚΟΙΛΙΑΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 304/2013)
ΑΝΘΟΥΣΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 305/2013)
ΚΑΡΣΟΥΜΑΣ ΜΑΡΙΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 306/2013)
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 307/2013)
ΙΩΑΝΝΑ ΑΡΓΥΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές σε όλες τις προσφυγές.
Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για την Καθ'ης η αίτηση σε όλες τις προσφυγές.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με τις προσφυγές ζητείται δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να εντάξουν το προσωπικό τους και επομένως και τους αιτητές, εντός του πεδίου εφαρμογής των Νόμων 168(Ι)/2012, 216(Ι)/2012, 216(Ι)/2012 και 182(Ι)/2012 και να αποκόπτουν συγκεκριμένα ποσά από το μισθό τους από το μήνα Δεκέμβριο του 2012 και μετέπειτα, κατ' εφαρμογή των εν λόγω Νόμων, ως έκτακτες εισφορές και/ή αποκοπές, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
Οι αιτητές προβάλλουν, ως προδικαστικό μάλιστα ζήτημα σε όλες τις προσφυγές, τη θέση πως μετά τη θέσπιση του Νόμου 152(Ι)/2013 (εκ παραδρομής μάλλον, αναφέρονται σε Ν. 158(Ι)/2013), οι καθ' ων η αίτηση οφείλουν να επιστρέψουν στους αιτητές τις επίδικες αποκοπές. Ειδικότερα, με τον εν λόγω Νόμο, η Κεντρική Τράπεζα εξαιρείται ρητά από τον ορισμό του «ευρύτερου δημόσιου τομέα» ο οποίος συναντάται στο άρθρο 2 του Ν. 168(Ι)/2012, όπως τροποποιήθηκε. Κατά την εισήγηση, παρά το ότι η εν λόγω τροποποίηση δημοσιεύτηκε μετά τις επίδικες αποκοπές, εν τούτοις, είναι η πρόθεση του νομοθέτη να εξαιρέσει την Κεντρική Τράπεζα «για όλους τους σκοπούς του Νόμου και για όλους τους χρόνους». Αυτή η προσέγγιση στηρίζεται στο ότι δεν προστέθηκε οποιαδήποτε χρονική διάταξη η οποία να προσδιορίζει την έναρξη της ισχύος του τροποποιητικού Νόμου γι' αυτό και η χρήση του ενεστώτα πως η Κεντρική Τράπεζα «δεν εμπίπτει» στις πρόνοιες του Νόμου.
Βεβαίως, η σκοπούμενη ερμηνεία του Νόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στα ζητήματα που άπτονται του παραδεκτού της προσφυγής. Συνεπώς, δεν θα εξεταστεί προδικαστικά αλλά στην πορεία.
Οι λόγοι ακύρωσης είναι κοινοί σε όλες τις προσφυγές, όπως και τα όσα προτείνονται προς υποστήριξή τους. Ενόψει δε του ότι είναι πανομοιότυποι με τους λόγους ακύρωσης στις προσφυγές Κουσελίνης Δημήτρης κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Συνεκδ. Υποθ. Aρ. 1551/11 κ.α., ημερ. 15.9.2015, με εξαίρεση μόνο πολύ μηδαμινών διαφορών που δεν μεταβάλλουν την ουσία, υιοθετείται πιο κάτω η σύνοψη των λόγων ακύρωσης στην οποία εκεί προέβη το Δικαστήριο:-
«1. Δεν έχει τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία λήψεως της απόφασης από συλλογικό όργανο βάσει του περί Κεντρικής Τράπεζας Νόμου του 2002 και των περί Κεντρικής Τράπεζας (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών του 2004. Παράβαση του άρθρου 17 του Ν.158(Ι)/99 και απέκδυση εξουσιών από το Διοικητή και το Διοικητικό Συμβούλιο, οι οποίοι ήταν καθ' ύλην αρμόδιοι για λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
2. Παράλειψη τήρησης άρτιων πρακτικών. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρακτικό νόμιμης συνεδρίας που να αφορά την επίδικη απόφαση κατά παράβαση του 24(1) του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν.158(Ι)/99.
3. Δεν διεξήχθη δέουσα και επαρκής έρευνα. Η καθ' ης απλά υιοθέτησε τη βούληση της εκτελεστικής εξουσίας κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς διαβούλευση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, χωρίς διερεύνηση του ειδικού καθεστώτος των υπαλλήλων της καθ' ης και του θέματος της θέσης της στο δικαιΐκο μας χώρο, ότι δηλαδή απολαμβάνει πλήρους ανεξαρτησίας και δεν εντάσσεται στην έννοια του ευρύτερου δημοσίου τομέα.
4. Πλάνη περί τα πράγματα, αναφορικά με το καθεστώς πλήρους ανεξαρτησίας της καθ' ης όπως όλων των Εθνικών τραπεζών των κρατών μελών βάσει Ευρωπαϊκού δικαίου. Παραβίαση των άρθρων 5, 5Α, 6 και 7, 14, 23 του περί Κεντρικής Τράπεζας Νόμου του 2002, Ν.138(Ι)/2002, που διασφαλίζουν την ανεξαρτησία της, η οποία επιβάλλεται βάσει συνταγματικών και υπερσυνταγματικών προνοιών.
5. Παντελής έλλειψη αιτιολογίας. Η απόφαση στηρίχθηκε σε νομική γνωμάτευση χωρίς να εκφράσουν κρίση οι αρμόδιοι φορείς της καθ' ης.
6. Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας λόγω της παράλειψης του Υπουργείου Οικονομικών και καθ΄ ης η αίτηση να ζητηθεί η προβλεπόμενη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πριν τεθούν σε εφαρμογή οι επίδικοι Νόμοι στους αιτητές. Συναφώς η απόφαση είναι αντίθετη με τη Συνθήκη Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ), με την απόφαση του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 σχετικά με την διαβούλευση της ΕΚΤ με τις εθνικές αρχές για τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της (άρθρο 127(4) Δευτέρου Εδαφίου ΣΛΕΕ, 98/415/ΕΚ). Ως ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων γνωματεύσεων επικαλούνται οι αιτητές μεταξύ άλλων . τη Γνώμη της ΕΚΤ αναφορικά με τις τροποποιήσεις στη νομοθεσία που διέπει την τράπεζα της Ισπανίας της 15/11/12(CON/2012/89) και τη γνώμη της 1/07/10 αναφορικά με την αμοιβή προσωπικού της εθνικής τράπεζας της Ρουμανίας CON/2010/51.
7. Παράβαση του δικαιώματος περιουσίας του άρθρου 23 του Συντάγματος και το άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Παράβαση των αρχών της αναλογικότητας και αναγκαιότητας, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη και χρηστής διοίκησης.»
Προδικαστικές ενστάσεις
Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν τέσσερεις προδικαστικές ενστάσεις. Η τέταρτη προδικαστική ένσταση, η οποία αφορούσε στην προθεσμία καταχώρησης της προσφυγής, αποσύρθηκε και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Οι υπόλοιπες, έχουν ως ακολούθως:-
1. Οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προωθούν τις προσφυγές καθότι αποδέχτηκαν την εφαρμογή των σχετικών νομοθεσιών Ν. 168(Ι)/2012 και Ν. 216(Ι)/2012 ανεπιφύλακτα αφού έλαβαν και συνεχίζουν να λαμβάνουν τους μηνιαίους μισθούς τους χωρίς επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους.
Οι αιτητές από την πλευρά τους εισηγούνται κατ' αρχήν πως με εξαίρεση την αιτήτρια Τσικουρή στην προσφυγή αρ. 302/2013 η οποία λάμβανε το μισθό της μέσω εντολής καταβολής μετρητών μέχρι την αφυπηρέτησή της στις 29.6.2013, οι υπόλοιποι αιτητές λάμβαναν το μισθό τους με έμβασμα. Οπότε, κατά την εισήγηση, δεν δίνεται δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία έκδοσης της πράξης και άρα δεν μπορεί να θεωρηθεί η αποδοχή του μειωμένου μισθού ως ανεπιφύλακτη συμμετοχή. Οι αιτητές, όμως, ως μέλη της ΕΤΥΚ, διατύπωσαν την επιφύλαξή τους μέσω της με επιστολές διαμαρτυρίας του Σεπτεμβρίου 2011 οι οποίες αφορούσαν τα συμφέροντα όλων των μελών της ΕΤΥΚ.
Συμμερίζομαι επί του προκειμένου, την κρίση του Δικαστηρίου στις Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1551-1571/11, Κουσελίνης Δημήτρης κα ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ανωτέρω, με τη διευκρίνιση πως οι εν λόγω επιστολές οι οποίες ήταν οι ίδιες και σε εκείνες τις υποθέσεις, είχαν θέμα την εφαρμογή εν γένει μέτρων δημοσιονομικών εξυγίανσης και συνεπώς δεν γίνεται δεκτή η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι αφορούσαν προηγούμενους νόμους. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:-
«Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση η καθ' ης θεωρεί ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλουν τις επίδικες αποφάσεις, αφού αποδέχθηκαν τις επιμέρους αποκοπές των μισθών τους χωρίς επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους. Η αποδοχή, ως λόγος άρσης του εννόμου συμφέροντος, θα πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη αλλά και ελεύθερη. Στο βαθμό που οι αιτητές λαμβάνουν μηνιαίως το μισθό τους που ενσωμάτωσε τις επίδικες αποκοπές, η μη αποδοχή τους δια της απόρριψης του μισθού τους θα συνεπαγόταν άμεσες συνέπειες για αυτούς και σαφώς δεν τεκμηριώνεται ως ελεύθερη. Εξάλλου είναι παραδεκτό ότι δεν ζητήθηκε η γνώμη των αιτητών, ούτε προηγήθηκε διαβούλευση μέσω του συνδικαλιστικού οργάνου (ΕΤΥΚ), ώστε να υπάρξει η κατάλληλη ενημέρωση και αντίλογος. Επιπρόσθετα εντόπισα στο διοικητικό φάκελο επιστολή ημερ. 30/9/2011 από την Ένωση Τραπεζικών Υπαλλήλων μέσω του Προέδρου της κ. Χατζηκωστή προς τον Διοικητή κ. Ορφανίδη, με την οποία του ζητούσε να αποσύρει τη μονομερή του απόφαση για εφαρμογή των προνοιών του Νόμου για τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης στα μέλη της και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, επιφύλασσε τα δικαιώματα της να προσφύγει στα κατάλληλα ευρωπαϊκά όργανα και σώματα στη Δημοκρατία. Επίσης φαίνεται με διάφορες ανακοινώσεις προς τα μέλη της που κοινοποιήθηκαν στην καθ' ης η αίτηση και έλαβαν δημοσιότητα, ότι υπήρξε διαμαρτυρία και διαφωνία από τους υπαλλήλους μέσω της ΕΤΥΚ. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν θεωρώ ότι συντρέχει εδώ σαφής και ανεπιφύλακτη αποδοχή των προσβαλλόμενων πράξεων.»
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, η προδικαστική ένσταση περί απώλειας του εννόμου συμφέροντος των αιτητών ενόψει ανεπιφύλακτης αποδοχής των εν λόγω αποκοπών, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
2. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή πράξη εκδοθείσα κατόπιν άσκησης διακριτικής εξουσίας των καθ' ων η αίτηση. Οι καθ' ων η αίτηση απλώς εφάρμοσαν τις πρόνοιες της νομοθεσίας χωρίς να προηγηθεί δική τους απόφαση.
Καταλήγω στην ίδια κρίση με την εκφρασθείσα στην πιο πάνω Κουσελίνης κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ανωτέρω. Υιοθετώ πλήρως τα πιο κάτω από την εν λόγω απόφαση:-
«Οι αιτητές ορθά απαντούν ότι δεν πρόκειται για προδικαστική ένσταση, αφού το αν η προσβαλλόμενη είναι δέσμιας αρμοδιότητας ή διακριτικής εξουσίας δεν άπτεται του αντικειμενικά παραδεκτού της προσφυγής. Το ζήτημα είναι θέμα ουσίας που ωστόσο θα πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα, αφού θα κρίνει αποφασιστικά πλείστους από τους εγερθέντες λόγους ακύρωσης.
Οι αιτητές στο πλαίσιο συζήτησης της ένστασης και προκειμένου να θεμελιώσουν τον τρίτο λόγο ακύρωσης ανωτέρω, αντιτείνουν ότι λανθασμένα η καθ' ης η αίτηση έδρασε δέσμια και γι' αυτό το λόγο δεν έλαβε οποιαδήποτε έγκυρη απόφαση ως συλλογικό όργανο, στηριζόμενη αποκλειστικά στη νομική γνωμάτευση (για την οποία γίνεται αναφορά στην εγκύκλιο). Αφενός υποστηρίζουν ότι είναι σαφές πως πρόκειται για πράξη διακριτικής ευχέρειας, αφού επρόκειτο να ερμηνευθεί η αόριστη αξιολογική έννοια του ευρύτερου δημοσίου τομέα και να γίνει υπαγωγή, αφετέρου ότι η καθ' ης έδρασε δέσμια χωρίς να εκφράσει αυτοτελή κρίση, παρόλο που οποιαδήποτε νομική ρύθμιση που επιφέρει έννομα αποτελέσματα στους υπαλλήλους ανεξάρτητης αρχής πρέπει να εφαρμόζεται με απόφαση της ίδιας της Αρχής ώστε να ελέγχεται η συνταγματικότητα της.
Στο σύγγραμμα Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Επ. Σπηλιωτόπουλου, 14η έκδοση, παρ. 148, 150 και 151 (σελ.153 επ.) αναφέρεται:
«Δ έ σ μ ι α α ρ μ ο δ ι ό τ η τ α υπάρχει, όταν το διοικητικό όργανο, εφόσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τους κανόνες δικαίου πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, είναι υποχρεωμένο να εκδώσει διοικητική πράξη που περιέχει ορισμένη ατομική ρύθμιση, την οποία προκαθορίζουν οι κανόνες αυτοί.»
Κρίνω ότι η καθ΄ ύλην αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας εν προκειμένω ασκήθηκε δέσμια. Δεν εντόπισα οποιαδήποτε αόριστη νομική ή αξιολογική έννοια που να έχρηζε ερμηνείας ή εξειδίκευσης. Η πλήρης δέσμευση της καθ' ης η αίτηση προέκυπτε από το πεδίο εφαρμογής των Νόμων που καθόριζε δεσμευτικά και το πλαίσιο εφαρμογής, χωρίς περιθώριο για την καθ΄ ης για να επιλέξει ή να αποφασίσει τίποτα περαιτέρω. Εξ ου και η εγκύκλιος 1437 του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 14/09/11 που αφορούσε στην εφαρμογή των Νόμων έφερε κατάλογο αποδεκτών, ανάμεσα στους οποίους (οργανισμούς) ήταν και η καθ' ης η αίτηση.
Η ίδια η ερμηνεία του «ευρύτερου δημοσίου τομέα» στο άρθρο 2 περιλαμβάνει νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 2 των νομοθεσιών, όπως εξάλλου και σε μεταγενέστερους μνημονιακούς νόμους (π.χ. περί Μείωσης των Απολαβών Ν.168(Ι)/12 και τροποποιητικοί) αναλύοντας το πεδίο εφαρμογής σε ότι αφορά τους εργοδοτουμένους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προνοεί:
«"ευρύτερος δημόσιος τομέας" σημαίνει κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία ή αρχή ή γραφείο ανεξάρτητου αξιωματούχου, κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των σχολικών εφορειών ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που ιδρύεται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία.»
Η Κεντρική Τράπεζα ιδρύθηκε βάσει των άρθρων 118 και 121 του Συντάγματος και λειτουργεί βάσει του περί Κεντρικής Τράπεζας Νόμου Ν.138(Ι)/02 (όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα). Δυνάμει του άρθρου 3 του περί της Κεντρικής Τράπεζας Νόμου είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.
Αποτελεί όργανο άσκησης σημαντικών τομέων κυβερνητικής πολιτικής και φορέα άσκησης δημόσιας εξουσίας, ανεξάρτητο από την Κυβέρνηση και οποιοδήποτε άλλο θεσμικό κρατικό φορέα. Χαρακτηριστικό της ανεξαρτησίας της είναι το άρθρο 7 του Νόμου που προνοεί:
«7. Η Τράπεζα και τα μέλη των οργάνων της δε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από Κοινοτικά όργανα ή οργανισμούς, την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας ή οποιαδήποτε κυβέρνηση άλλου κράτους μέλους ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων τους δυνάμει του παρόντος Νόμου.»
Η Τράπεζα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και ενεργεί σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της ΕΚΤ (άρθρο 5α του Νόμου). Επίσης ενεργεί δια των οργάνων της που είναι το Διοικητικό Συμβούλιο, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής.
Σε ότι αφορά το προσωπικό, οι θέσεις, διορισμοί, προαγωγές και μισθοί /ωφελήματα διέπονται από τις περί Κεντρικής Τράπεζας (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγίες του 2004 ΚΔΠ 233/2004, που θεσπίστηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας ασκώντας τις εξουσίες των άρθρων 16(2) και (3) και 23 του Ν.138(Ι)/02.
Είναι λοιπόν σαφές ότι οι υπάλληλοι και αξιωματούχοι της καθ' ης ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των Νόμων που θεσπίστηκαν για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και ότι δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε απόφαση ΔΣ προκειμένου να υλοποιηθούν. Εξάλλου στους επίδικους Νόμους δεν προνοείτο οποιαδήποτε εξαίρεση υπέρ της Κεντρικής Τράπεζας, όπως έγινε αργότερα με τον περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων Ν.168(Ι)/12 για τον οποίο χρειάστηκε η έκδοση ΚΔΠ 458/13 ως ειδικής αντίστοιχης νομοθεσίας. Συνεπώς, τα όσα επιμέρους προβάλλουν οι αιτητές ως λόγους ακύρωσης υπό 1, 2, 3 και 5 πιο πάνω δεν ευσταθούν. Εφόσον στις πράξεις δέσμιας εξουσίας που οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους καθώς και ο ακριβής τρόπος εφαρμογής τους και δράσης της Διοίκησης προκύπτουν απευθείας από το Νόμο, χωρίς να χρήζουν εξειδίκευσης ή αιτιολογίας μέσω της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου οργάνου, δεν τίθεται θέμα πρακτικών, αιτιολογίας, έρευνας ή κατάχρησης εξουσίας.
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Σ.Ε. 1929-1959 στη σελ. 184:
«Αι πράξεις διακριτικής εξουσίας είναι κατά κανόνα αιτιολογητέαι, ενώ αι πράξεις οφειλομένης νομίμου ενεργείας κατά κανόνα όχι: 754(36), 1110 (41).»
Επίσης η κατάχρηση εξουσίας προϋποθέτει την ύπαρξη και άσκηση διακριτικής εξουσίας: Βλέπε Stademos Hotels Ltd. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντας (αρ. 2) (1991) 4 Α.Α.Δ. 3561 και δεν συζητείται εδώ.
Τα θέματα συνταγματικότητας και παράβασης του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που θίγει ο δικηγόρος των αιτητών με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης έχουν απαντηθεί στο σύνολό τους από την Ολομέλεια στις Γεώργιος Χαραλάμπους κ.α., Υπόθ. αρ. 1480/11 κ.α. ημερ. 11.06.14, ECLI:CY:AD:2014:C1005. Παρά το ότι είχα συνταχθεί με την απόφαση της Μειοψηφίας, εντούτοις η πιο πάνω απόφαση είναι δεσμευτική και προς αποφυγή επαναλήψεων υιοθετώ το σκεπτικό της.»
Είχαν συνεπώς, οι καθ' ων η αίτηση, δέσμια εξουσία, προβλεπόμενη απευθείας από το Νόμο χωρίς τη μεσολάβηση δικής τους βούλησης. Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός πως οι προσφυγές δεν στρέφονται κατά πράξης άσκησης διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση ευσταθεί.
3. Με την τρίτη προδικαστική ένσταση οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως οι αιτητές στερούνται ενεστώτος εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν τον περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμο του 2012 (Ν. 182(Ι)/2012, ο οποίος τροποποιεί τον περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμο του 2011 (Ν. 88(Ι)/2011) καθότι οι αιτητές κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν κρατικοί αξιωματούχοι.
Οι αιτητές προς ενίσχυση της διαφωνίας τους με την πιο πάνω θέση, παραπέμπουν στα παραρτήματα των προσφυγών, βεβαίως χωρίς συγκεκριμενοποίηση. Παρατηρώ, όμως, πως στην Αίτησή τους αναφέρονται στην αποκοπή των συγκεκριμένων ποσών «προφανώς κατ' εφαρμογή των Νόμων 168(Ι)/2012, 216(Ι)/2012 και 182(Ι)/2012». Εισηγούνται περαιτέρω πως οι καθ' ων η αίτηση επιδοκιμάζουν και αποδοκιμάζουν στην περίπτωση, καθότι ενώ έχουν θεωρήσει τους αιτητές ως ενταγμένους στην κρατική μηχανή, εν τούτοις δεν τους θεωρούν κρατικούς αξιωματούχους. Παρατηρώ πως στο Νόμο 168(Ι)/2012 γίνεται διάκριση μεταξύ «αξιωματούχων» και «εργοδοτουμένων» του ευρύτερου δημόσιου τομέα στο δε βασικό Νόμο 88(Ι)/2011, ο όρος «"αξιωματούχος" σημαίνει πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει ή ανέλαβε οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση». Οι αιτητές παραγνώρισαν τόσο την ερμηνεία όσο και την εν λόγω διάκριση.
Κατά την κρίση μου, ορθά οι καθ' ων η αίτηση επισημαίνουν πως ο Νόμος 182(Ι)/2012 κάτω από τις πρόνοιες του οποίου, όπως είναι το παράπονο, «προφανώς» τέθηκαν και οι αιτητές, δεν αφορά τους αιτητές αφού πρόκειται για νόμο που αφορά τους κρατικούς αξιωματούχους (ο τροποποιητικός του περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμου 88(Ι)/2011) έννοια η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια του εργοδοτουμένου η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω.
Οι αιτητές προβάλλουν, ως προδικαστικό μάλιστα ζήτημα σε όλες τις προσφυγές, τη θέση πως μετά τη θέσπιση του Νόμου 152(Ι)/2013 (εκ παραδρομής μάλλον, αναφέρονται σε Ν. 158(Ι)/2013), οι καθ' ων η αίτηση οφείλουν να επιστρέψουν στους αιτητές τις επίδικες αποκοπές. Ειδικότερα, με τον εν λόγω Νόμο, η Κεντρική Τράπεζα εξαιρείται ρητά από τον ορισμό του «ευρύτερου δημόσιου τομέα» ο οποίος συναντάται στο άρθρο 2 του Ν. 168(Ι)/2012, όπως τροποποιήθηκε. Κατά την εισήγηση, παρά το ότι η εν λόγω τροποποίηση δημοσιεύτηκε μετά τις επίδικες αποκοπές, εν τούτοις, είναι η πρόθεση του νομοθέτη να εξαιρέσει την Κεντρική Τράπεζα «για όλους τους σκοπούς του Νόμου και για όλους τους χρόνους». Αυτή η προσέγγιση στηρίζεται στο ότι δεν προστέθηκε οποιαδήποτε χρονική διάταξη η οποία να προσδιορίζει την έναρξη της ισχύος του τροποποιητικού Νόμου γι' αυτό και η χρήση του ενεστώτα πως η Κεντρική Τράπεζα «δεν εμπίπτει» στις πρόνοιες του Νόμου.
Ο εν λόγω Νόμος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 6.12.2013. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 152(Ι)/2013:-
«2. Ο βασικός Νόμος [168(Ι)/2012] τροποποιείται με την προσθήκη αμέσως μετά το άρθρο 9 αυτού, του ακόλουθου νέου άρθρου 10:
Πεδίο Εφαρμογής 10. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του παρόντος Νόμου».
Οι επικαλούμενοι Νόμοι 182(Ι)/2012 και 216(Ι)/2012 δεν τροποποιούνται ούτε αντικαθίστανται από τον εν λόγω Νόμο με αποτέλεσμα η εξαίρεση της Κεντρικής Τράπεζας από τον όρο «ευρύτερος δημόσιος τομέας» να ισχύει μόνο για το Νόμο 168(Ι)/2012. Εν προκειμένω δεν έχουμε ασάφεια στην ερμηνεία του Νόμου η οποία διευκρινίστηκε ώστε να έχουν τη θέση τους τα προβαλλόμενα από τους αιτητές. Έχουμε περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του Νόμου ώστε η Κεντρική Τράπεζα να εξαιρείται «από τις πρόνοιες του παρόντος (168(Ι)/2012) Νόμου».
Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να δοθεί αναδρομικότητα στο Νόμο χωρίς ειδική εξουσιοδότηση. Διαφορετική αντιμετώπιση θα ισοδυναμούσε με κάθετη σύγκρουση με το Άρθρο 62 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει πως η ισχύς των νόμων αρχίζει από τη δημοσίευσή τους στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν διαφορετικά ορίζεται στο νόμο, καθώς και με τις πρόνοιες των άρθρων 6 και 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1. Περαιτέρω, αντίθετη ερμηνεία, θα σήμαινε απαραδέκτως προσθήκη στις πρόνοιες του Νόμου την οποία ο νομοθέτης δεν θέλησε (Dias United Publishing Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550). Συνεπώς, σε συμφωνία με τους δικηγόρους των καθ' ων η αίτηση, κρίνω πως ο επικαλούμενος τροποποιητικός Νόμος 152(Ι)/2013 δεν έχει αναδρομική εφαρμογή ώστε να εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των αιτητών (βλ. και Κουσελίνης κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ανωτέρω). Για σκοπούς πληρότητας αναφέρω πως, εν τω μεταξύ, εκδόθηκε η περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων Υπαλλήλων και Συνταξιούχων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Προσωρινές Διατάξεις) Οδηγία του 2013, ΚΔΠ 458/2013 η οποία τέθηκε σε ισχύ από τις 7.12.2013, με αποτέλεσμα οι απολαβές του προσωπικού της Τράπεζας να έχουν μειωθεί παρά τον πιο πάνω περιορισμό του πεδίου εφαρμογής που προστέθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 152(Ι)/2013.
Στη συνέχεια, οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως οι προσφυγές έχουν χάσει το αντικείμενό τους μετά τη θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου 152(Ι)/2013 με τον οποίο τερματίζεται η εφαρμογή του βασικού Νόμου 168(Ι)/2012, θέση την οποία δεν συμμερίζομαι. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει αναδρομικότητα σε νόμο ώστε να εξαλειφθούν οι τυχόν συνέπειες της μέχρι της τροποποίησής του εφαρμογής του οι οποίες, ελλείψει ειδικής πρόνοιας περί αναδρομικής ισχύος του, εξακολουθούν να υπάρχουν. Συνεπώς, δικαίως αντιδρούν οι αιτητές πως οι προσφυγές διατηρούν το αντικείμενό τους, οι δε αιτητές το έννομο συμφέρον τους. Ενδεχόμενη ακύρωση της πράξης θα σήμαινε και δικαίωμα διεκδίκησης επιστροφής των επίδικων αποκοπών.
Από τους λόγους ακύρωσης όπως συνοψίσθηκαν στην απόφαση Κουσελίνης κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ανωτέρω, και υιοθετήθηκαν εν προκειμένω, παραμένουν προς εξέταση οι λόγοι 4 και 6. Το Δικαστήριο εκεί αντιμετώπισε τους εν λόγω πανομοιότυπους λόγους ακύρωσης ως ακολούθως:-
«Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της Απόφασης του Συμβουλίου της 29/06/98 σχετικά με τη διαβούλευση της ΕΚΤ με τις εθνικές αρχές σχετικά με τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων (98/415/ΕΚ) και είναι αντίθετη με το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (C115/230), επειδή δεν υποβλήθηκε εκ των προτέρων αίτημα για διατύπωση γνώμης της ΕΚΤ για την εφαρμογή των προνοιών των επίδικων νομοθεσιών σε σχέση με τους υπαλλήλους της Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό συνιστά παράβαση του άρθρου 127(4) ΣΛΕΕ, αλλά και του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Τραπεζών που θεσπίζει την υποχρέωση των Εθνικών Αρχών να ζητούν τη γνώμη της ΕΚΤ για κάθε σχέδιο νομοθετικής διάταξης που εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, εντός όμως και υπό τις προϋποθέσεις που όρισε το Συμβούλιο. Οι αιτητές θεωρούν ότι πρόκειται για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας εφόσον αφορούσε σε προηγούμενη υποχρεωτική γνωμοδότηση ως προπαρασκευαστική πράξη η διενέργεια της οποίας προβλέπεται στη νομοθεσία.
Οι αιτητές μάλιστα ενδεικτικά επικαλούνται παραδείγματα τέτοιων γνωματεύσεων (σελ.56-62 της γραπτής αγόρευσης), (εδώ 60-67) όπως τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναφορικά με τις τροποποιήσεις στη νομοθεσία που διέπει την Τράπεζα της Ισπανίας της 15/11/12 (CON/2012/89) «on euro bank notes and coins», τη γνώμη σχετικά με τροποποιήσεις του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (CON/2011/36), τη γνώμη ημερ. 1/07/10 «on the remuneration of the stuff» της Εθνικής Τράπεζας της Ρουμανίας (CON/2010/51), τη γνώμη ημερ. 12/07/10 προς το Υπουργείο Οικονομικών της Ουγγαρίας «on the amendments to the Law of Magyar Nemzeti Bank introducing salary reductions» (CON/2010/56), αντίγραφα των οποίων εφοδίασαν το Δικαστήριο κατά τις διευκρινήσεις.
Παράλληλα η υιοθέτηση από την καθ' ης της εγκυκλίου που αφορούσε στους επίμαχους νόμους κατ' επιταγή του Υπουργείου Οικονομικών διαρρηγνύει την υποχρέωση της κάτω από το άρθρο 130 της ΣΛΕΕ όπως μη δέχεται υποδείξεις από την κυβέρνηση και άλλα θεσμικά ή λοιπά όργανα του κράτους. Επίσης η εισροή χρημάτων προς την Κυβέρνηση που σκοπεί να επιτύχουν οι Νόμοι με την έκτακτη εισφορά και τη συγκράτηση δαπανών των επαγγελματικών συστημάτων συνταξιοδότησης παραβιάζει το άρθρο 123(1) της ΣΛΕΕ που απαγορεύει τις πιστωτικές διευκολύνσεις από ΕΚΤ προς κεντρικές κυβερνήσεις και ΟΔΔ.
Η καθ' ης παραπέμπει στη Γνώμη ημερ. 4/01/12 της ΕΚΤ προς το Υπουργείο Οικονομικών της Κύπρου σε σχέση με μεταγενέστερες των επίδικων νομοθεσιών, αναφορικά με το πάγωμα του τιμαριθμικού επιδόματος και των προσαυξήσεων των υπαλλήλων του ευρύτερου δημοσίου τομέα για τη διετία 2012-2013 (Ν.192(Ι)/11) η οποία στάληκε κατόπιν σχετικού αιτήματος ημερ. 15/2/11 και στην οποία κρίθηκε ότι τα μέτρα που διαλαμβάνονται με το εν λόγω σχέδιο νόμου δεν περιόριζαν με κανένα τρόπο την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας. Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα από τη γνώμη του Προέδρου της ΕΚΤ κ. Draghi:
«Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι η ΚΤΚ δεν θα αντετίθετο στο σχέδιο νόμου. Εξάλλου, ο ουσιαστικός αντίκτυπος των μέτρων που διαλαμβάνονται στο σχέδιο νόμου θεωρείται απίθανο να παρακωλύσει τους αξιωματούχους ή τα μέλη του προσωπικού της ΚΤΚ, ή και την ΚΤΚ συνολικά, στην κατ΄ ανεξάρτητο τρόπο εκτέλεση των καθηκόντων τους. Μάλιστα το σχέδιο νόμου θεωρείται απίθανο να περιορίζει την ικανότητα της ΚΤΚ να διατηρεί ειδικευμένο προσωπικό ή να στερήσει άλλους από τα όργανα λήψης αποφάσεών της τις εξουσίες που αυτά ασκούν σε επίπεδο εσωτερικής οργάνωσης και ελέγχου επί θεμάτων προσωπικού. Η ΕΚΤ σημειώνει ακόμη ότι τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο σχέδιο νόμου και νοούνται ως μέτρα γενικής εφαρμογής περιορίζονται αυστηρά στο πάγωμα των μισθολογικών αυξήσεων με σκοπό τη μείωση της δημόσιας δαπάνης και ότι αυτά δεν επιβάλλουν μείωση μισθών ούτε θίγουν την πολιτική της ΚΤΚ σε θέματα προσωπικού (π.χ. την ικανότητά της να προβαίνει σε μισθολογικές αυξήσεις λόγω προαγωγών ή να προσλαμβάνει νέο προσωπικό). Αν και η μισθολογική διάρθρωση που ισχύει στην ΚΤΚ διαφέρει από εκείνη του υπόλοιπου δημόσιου τομέα, αντίστοιχα μέτρα θα μπορούσε να λάβει αυτόνομα και η ΚΤΚ, η δε ΕΚΤ με ικανοποίηση σημειώνει ότι τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο σχέδιο νόμου δεν περιορίζουν τη θεσμική και οικονομική ανεξαρτησία της ΚΤΚ.
......................................................
Σκοπός τους, όπως άλλωστε σημειώνεται και στην εισηγητική έκθεση του σχεδίου νόμου, δεν είναι ο κατ΄ άμεσο ή έμμεσο τρόπο επηρεασμός των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΚΤΚ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, αλλά η συμβολή τους στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών διά της συγκράτησης του μισθολογικού κόστους. Υπό το φως των παραπάνω η ΕΚΤ θεωρεί ότι το σχέδιο νόμου δεν περιορίζει την προσωπική ανεξαρτησία των μελών των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΚΤΚ.»
Την ίδια γνώμη υιοθέτησε η ΕΚΤ σε σχέση με τις επίδικες νομοθεσίες με επιστολή της ημερ. 2/02/12 με την οποία απάντησε ως εξής:
«Αναφορικά με τις από 22 Νοεμβρίου 2011 και 23 Ιανουαρίου 2012 επιστολές σας σχετικά με τους Νόμους 112(Ι)/2011 και 113(Ι)/2011, οι οποίοι εισάγουν περικοπές στις απολαβές και σε ορισμένα ωφελήματα των δημοσίων υπαλλήλων, επιθυμώ να επιστήσω την προσοχή σας στη γνώμη CON/2012/1 της ΕΚΤ της 4ης Ιανουαρίου 2012 επί κυπριακών σχεδίων νομοθετικών διατάξεων (η «γνώμη της ΕΚΤ»). Η γνώμη της ΕΚΤ αφορά νομοθετικές διατάξεις παρεμφερείς των αναφερόμενων στις ως άνω επιστολές. Στην εν λόγω γνώμη της η ΕΚΤ σημειώνει (i) ότι τα μέτρα που εξετάζονται στην εν λόγω γνώμη της είναι γενικής εφαρμογής (ii) ότι αυτά εξυπηρετούν τον θεμιτό σκοπό της μείωσης της δημόσιας δαπάνης και (iii) ότι δεν θίγουν την πολιτική της ΚΤΚ σε θέματα προσωπικού. Η ανωτέρω συλλογική σχετικά με τη θεσμική και την οικονομική ανεξαρτησία της ΚΤΚ, όπως αυτή αναπτύχθηκε στη γνώμη της ΕΚΤ, θα ίσχυε προφανώς και στην περίπτωση των Νόμων 112(Ι)/2011 και 113(Ι)/2011.»
Εξάλλου, κατά την επιχειρηματολογία της καθ' ης η αίτηση, ειδικά ο Ν.112(Ι)/11 δεν επηρεάζει την ανεξαρτησία της και για ένα επιπρόσθετο λόγο διότι θεσπίζει «έκτακτη» εισφορά που συνιστά φορολογία γενικής εφαρμογής και συνεπώς δεν παρέχεται η δυνατότητα μερικής εφαρμογής της. Η επιλεκτική εξαίρεση των υπαλλήλων της από την εφαρμογή των επίδικων νομοθεσιών θα συνιστούσε παράβαση της αρχής της ισότητας και του άρθρου 28 του Συντάγματος.
Στην Λούκας Παπαλούκας κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 656 αναφέρθηκαν τ΄ ακόλουθα από την Ολομέλεια:
«Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, την οποία υιοθετεί τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή νομολογία, ότι η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνον εφ' όσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβασή του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.
Όπως παρατηρεί ο Σ. Δεληκωστόπουλος στη μονογραφία του "Η παράβασις ουσιώδους τύπου ως λόγος ακυρώσεως διοικητικών πράξεων" (1970), στη σελίδα 82:-
"Εφ' όσον ούτως ή άλλως η πράξις της διοικήσεως και αν ετηρούντο οι τύποι θα είχε το αυτό περιεχόμενον, διότι η παράλειψις ουδεμίαν επ' αυτού επίδρασιν έσχε, δεν παρίσταται ως ουσιώδης ο μη τηρηθείς τύπος."
Πάνω στη ίδια βάση, ο Θ. Τσάτσος, στο σύγγραμμα του "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", 3η Έκδοση (1971), στη σελίδα 228, αναφέρει τα ακόλουθα:-
"Η παράβασις του τύπου τούτου καθιστά την πράξιν, την ούτω εκδοθείσαν, δηλαδή άνευ προηγουμένης κλήσεως ή μετά τοσούτον ελλιπή δημοσίευσιν ή κοινοποίησιν αυτής ώστε να εξισούται προς εντελή έλλειψιν, ακυρωτέαν, εκτός εάν παρά την έλλειψιν κλήσεως ή το ουσιωδώς ελλιπές αυτής, ηδυνήθη να πράξη ο ενδιαφερόμενος ό,τι θα έπραττε και αν η κλήσις εγίνετο κατά τρόπον απολύτως άμεμπτον ή εγίνετο άνευ ουσιωδών ελλείψεων."
Την ίδια γραμμή ακολουθεί και ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο", Β΄έκδοση (1994), στις παραγράφους 585 και 586. Αναφέρει σχετικά:-
"2. Ενώ η παράβαση ουσιαστικών διατάξεων του νόμου αποτελεί ανεξαιρέτως λόγο ακυρώσεως, την έννομη αυτή συνέπεια έχει μόνο η παράβαση ουσιώδους τύπου. η παράβαση απλώς ε π ο υ σ ι ώ δ ο υ ς τύπου δεν αρκεί για να καταστήσει βάσιμη την αίτηση ακυρώσεως.
...........................
3. Στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να χαρακτηρισθεί ένας τύπος ως επουσιώδης, αν ο ενδιαφερόμενος, υπέρ του οποίου προβλέπεται, προέβη ήδη στην αποσκοπούμενη προς το συμφέρον του ενέργεια."
Στην υπόθεση Ιωάννης Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2533, ο Δικαστής Νικήτας είπε τα εξής πάνω στο ίδιο ζήτημα:-
"Η διάκριση των τύπων σε ουσιώδεις και μη επαφίεται σε τελευταία ανάλυση στην κρίση του δικαστηρίου που ελέγχει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Κυριακόπουλος "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον" 4η έκδοση τόμος Β, σελ. 380, Α. Γεωργίου και Άλλοι ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443. Τα βασικά κριτήρια που συντελούν στο σχηματισμό της γνώμης του δικαστή είναι από τη μια ο σκοπός που εξυπηρετεί ο τύπος και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η παράβασή του, από την άλλη."
Σ' αυτή την περίπτωση παραβιάστηκε μεν η διαδικαστική προϋπόθεση του άρθρ. 26(1), αλλά αυτό δεν στέρησε τον αιτητή του δικαιώματος να υποβάλει αίτηση και στη συνέχεια να θεωρηθεί προσοντούχος."
Τις ίδιες αρχές επανέλαβε ο ίδιος Δικαστής και σε μεταγενέστερη απόφασή του, στις υποθέσεις Ζησίμου Χ"Τοφή και Άλλης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1851. Είπε χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:-
"Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, που επικρότησε η νομολογία μας από το ξεκίνημα της, η παράβαση ουσιαστικού τύπου στη διαδικασία παραγωγής της διοικητικής πράξης συνεπάγεται την ακυρότητά της. Το ερώτημα κατά πόσον παράβαση τύπου είναι ουσιώδης ή όχι εξαρτάται από την επίδραση που έχει η παράλειψη του τύπου στη συγκεκριμένη πράξη: Ανδρέας Γεωργίου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443, Αλίκης Λιμνάτη & Άλλες ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057."»
Στην προκείμενη περίπτωση η μη υποβολή των επίδικων νόμων πριν από την εφαρμογή τους στους υπαλλήλους της Κεντρικής Τράπεζας για γνωμάτευση από την ΕΚΤ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση ουσιαστικού τύπου στη διαδικασία της παραγωγής της διοικητικής πράξης. Όπως νομολογιακά έχει καθιερωθεί εκείνο που εξετάζεται προκειμένου το Δικαστήριο να οδηγηθεί στο σχηματισμό γνώμης διάκρισης των τύπων σε ουσιώδη ή μη είναι από τη μια ο σκοπός που εξυπηρετεί ο τύπος και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η παράβασή του από την άλλη. Στην προκείμενη περίπτωση παραβιάστηκε μεν η υποχρέωση να ζητηθεί η προηγούμενη γνωμάτευση της ΕΚΤ αναφορικά με τους επίδικους νόμους αλλά από την άλλη αυτό δεν στέρησε την ΚΤΚ από τη θεσμική και οικονομική ανεξαρτησία της ως ξεκάθαρα φαίνεται από τις επιστολές του Διοικητή της ΕΚΤ ημερ. 4/01/12 και 2/02/12 με αποτέλεσμα η σημειωθείσα παράβαση να κρίνεται ως μη ουσιώδης».
Τα πιο πάνω υιοθετούνται και στις παρούσες χωρίς την ανάγκη για οποιαδήποτε διαφοροποίηση.
Ως εκ τούτου, οι προσφυγές απορρίπτονται και οι προσβαλλόμενες πράξεις επικυρώνονται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Τα έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των καθ' ων η αίτηση στην κάθε προσφυγή.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.