ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Μιχαηλίδου, Δέσπω Δ. Παυλίδης, για την αιτήτρια. Λ. Ουστά (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-03-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αρ. Υπόθεσης: 1119/2012, 22/3/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D159

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αρ. Υπόθεσης:  1119/2012)

 

 

22 Μαρτίου, 2016

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ  28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

                                                                                     Αιτήτρια,

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                                Καθ΄ ων η αίτηση.

 ---------

 

Δ. Παυλίδης, για την αιτήτρια.

Λ. Ουστά (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

Ε. Ευσταθίου, για τα ΕΜ1 και 3.

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση, ημερ. 15.5.2012, με την οποία επαναδιόρισε μετά από επανεξέταση τα ενδιαφερόμενα μέρη (ΕΜ) Κυριάκου Ανδρούλα, Κωνσταντίνου Μαρίνο και Χατζηπαναγή Ελένη στη μόνιμη θέση κτηματολογικού γραφέα, αναδρομικά από 4.10.2004.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση προέκυψε μετά από επανεξέταση από τους καθ΄ ων η αίτηση (ΕΔΥ), εν όψει της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ. 1216/04, 1220/04, 22/05 και 26/05, Δημητρίου και άλλοι ν. Δημοκρατίας, 11.6.2010 (μεταξύ των αιτητριών στη συνεκδικασθείσα προσφυγή αρ. 26/05 και η εδώ αιτήτρια) στην οποία ακυρώθηκε ο διορισμός των ίδιων ΕΜ όπως και στην παρούσα.

 

Ο μόνος λόγος ακύρωσης που έγινε αποδεκτός στην προσφυγή αρ. 26/05 ανωτέρω, είναι το αναιτιολόγητο της προσέγγισης της ΕΔΥ αναφορικά με τη μη απόδοση στην αιτήτρια και τρεις άλλους υποψηφίους, του προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης πλεονεκτήματος «τριετής συνεχής πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης», όπως εξάγεται από το απόσπασμα που ακολουθεί:

 

«Αναιτιολόγητη κατέστη, όμως, και η προσέγγιση της Ε.Δ.Υ.  Και τούτο, γιατί αυτή, ενώ είχε υπόψη την ερμηνεία που αποδόθηκε στο πλεονέκτημα από τη Συμβουλευτική, η οποία συμπεριλάμβανε και τη βοήθεια στην εκτέλεση διαφόρων κτηματολογικών εργασιών, όπως ακριβώς προβλέπει και το Σχέδιο Υπηρεσίας του Βοηθού Γραφείου, υιοθέτησε τη διάκριση της Συμβουλευτικής, αποδίδοντας το πλεονέκτημα στα ενδιαφερόμενα μέρη αλλά όχι στις αιτήτριες.  Με αυτόν τον τρόπο, ενήργησε σε αντίθεση με το ίδιο το σκεπτικό της, διότι, ενώ στην περίπτωση των επτά έκτακτων Κτηματολογικών Γραφέων, στους οποίους, με βάση τη βεβαίωση υπηρεσιακής κατάστασης του Διευθυντή, δε δόθηκε το πλεονέκτημα, διαχώρισε τη θέση της από το πόρισμα της Συμβουλευτικής, με το σκεπτικό ότι οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι είχαν αποκτήσει την τριετή συνεχή πείρα, αφού κατείχαν, «έστω σε έκτακτη βάση», τη θέση του Κτηματολογικού Γραφέα, κατ' επίκληση σχετικής νομολογίας - (βλ. Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540), δεν έπραξε το ίδιο σε σχέση με τους Βοηθούς Γραφείου.  Με την απόφασή της να υιοθετήσει την άποψη του Διευθυντή και, κατ' επέκταση, της Συμβουλευτικής αναφορικά με την άσκηση ή όχι συγκεκριμένων καθηκόντων που προβλέπονται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, έχει παραβιάσει τις νομολογιακές αρχές που η ίδια επικαλέστηκε ως υπόβαθρο της κατάληξής της. .»

 

 

Η ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερ. 21.6.2010, συμμορφούμενη με την ακυρωτική απόφαση ανωτέρω, ειδοποίησε όλα τα ΕΜ ότι επανέρχονται στην προτεραία τους θέση: βοηθός γραφείου, Γενικό Βοηθητικό Προσωπικό, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.

 

Κατά την επανεξέταση η ΕΔΥ συμμορφούμενη με το δεδικασμένο όπως προέκυψε από την ανωτέρω απόφαση, κατόπιν προηγηθείσας έρευνας, πίστωσε την αιτήτρια με το πλεονέκτημα, με αποτέλεσμα η τελική αξιολόγηση της από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (ΣΕ) να διαμορφωθεί από «μέτρια» (46/100) σε «καλή» (51/100).  Ενώ τα ΕΜ: Κυριάκου Α. «σχεδόν πάρα πολύ καλή» (72,6/100), Κωνσταντίνου Μ. «καλός» (55,8/100), Χατζηπαναγή Ε. «καλή» (55,8/100).  Παρατηρείται έτσι υπεροχή των ΕΜ κατά 21,6 και 5,8 μονάδες αντιστοίχως.  Τούτων δοθέντων η ΕΔΥ, θεωρώντας ότι το δεδικασμένο κάλυπτε μόνο τη μη απόδοση στην αιτήτρια του πλεονεκτήματος, αποφάσισε να λάβει υπόψη της την κρίση που αποκόμισε η Επιτροπή και η ΣΕ κατά την προφορική εξέταση που είχε προηγηθεί πριν τη λήψη της ακυρωθείσας απόφασης, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 34Α(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90:

«(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η κρίση που αποκόμισαν η Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση που τυχόν έγινε πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφασή τους, ανεξάρτητα αν, στο μεταξύ, έχει αλλάξει η σύνθεσή τους:

Νοείται ότι αν ο λόγος της ακύρωσης αφορά προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας της προφορικής εξέτασης, είτε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής είτε ενώπιον της Επιτροπής, κατά τρόπο που επηρεάζει την κρίση που αποκόμισαν η Συμβουλευτική Επιτροπή ή η Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση, ανάλογα με την περίπτωση, τότε η εν λόγω κρίση δε λαμβάνεται υπόψη.»

 

Με αυτά πλέον τα δεδομένα η ΕΔΥ έκρινε ότι τα ΕΜ υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους πλέον κατάλληλους για διορισμό στην επίδικη θέση αναδρομικώς από 4.10.2004. 

 

Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο αμφισβήτησης στην παρούσα προσφυγή.

 

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι οι καθ΄ ων η αίτηση λανθασμένα έλαβαν υπόψη κατά την επανεξέταση την αρχική αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης της αιτήτριας καθότι ο καθορισμός του πλεονεκτήματος για έκαστο υποψήφιο ως είχε καθορισθεί από τη ΣΕ, προϋπήρχε και ήτο σε γνώση της διοίκησης κατά την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης της αιτήτριας.  Υπό αυτό το πρίσμα οι καθ΄ ων δεν θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους προηγούμενη κρίση αναφορικά με την προηγηθείσα προφορική εξέταση των υποψηφίων, κατ΄ επίκληση του άρθρου 34Α(3).

 

Ενώ πρώτα η ΕΔΥ στο πρακτικό της επίδικης απόφασης αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα και η αρχαιότητα της αιτήτριας, αργότερα κατά τη σύγκριση της τελευταίας με τα ΕΜ δεν γίνεται καμιά αναφορά σ΄ αυτά, παρά μόνο στην αξιολόγηση της αιτήτριας κατά την προφορική εξέταση.

 

Ο μοναδικός προωθούμενος λόγος ακυρότητας δεν βρίσκω να έχει έρεισμα και θα πρέπει να απορριφθεί.  Προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 34Α(3), ότι η μοναδική περίπτωση που είτε η ΣΕ, είτε η Επιτροπή δεν δύναται να λάβει υπόψη τις κρίσης που αποκόμισε/σαν κατά την προφορική εξέταση που τυχόν έγινε πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφαση και ανεξαρτήτως αν στο μεταξύ είχε αλλάξει η σύνθεση τους, είναι μόνο στην περίπτωση που αφορά σε στάδιο που προηγείται της διαδικασίας της προφορικής εξέτασης και μόνο αν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο επηρεάζει την κρίση που αποκόμισε/σαν κατά την προφορική εξέταση, αναλόγως της περίπτωσης.

 

Είδαμε τους λόγους για τους οποίους ακυρώθηκε η απόφαση για να ακολουθήσει η επανεξέταση και η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης: αναιτιολόγητη απόφαση της ΕΔΥ αναφορικά με την απόδοση του πλεονεκτήματος στα ΕΜ.  Από τη στιγμή που οι καθ΄ ων συμμορφώθηκαν με την ακυρωτική απόφαση και το δεδικασμένο που προκύπτει από αυτή, αποδίδοντας στην αιτήτρια τις αντίστοιχες μονάδες για το πλεονέκτημα, ορθά προχώρησαν, θεωρώ, να λάβουν υπόψη την αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προηγηθείσα προφορική εξέταση.  Πρόκειται, θεωρώ για δύο ανεξάρτητα στοιχεία κρίσης κατά τη διαδικασία πρώτου διορισμού όπως διέπεται από το άρθρο 33 του Νόμου, που δεν αλληλοεπιδρούν, αλλά συνεκτιμώνται κατά την τελική επιλογή, αφού προηγουμένως η ΣΕ διενεργήσει ως προνοείται στο άρθρο 33, εδ.6:

 

«(6) Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα της γραπτής και ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ανάλογα με το τι έχει διεξαχθεί, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκovτα της θέσης, τo περιεχόμεvo τωv Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καταρτίζει και αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιoλoγημέvη έκθεση για όλους τους υποψηφίους, καθώς και προκαταρκτικό κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των κατά την κρίση της καταλληλότερων υποψηφίων, που θα αναφέρεται στο εξής ως "o προκαταρκτικός κατάλογος":»

Σύμφωνα με την απόφαση Παπανδρέου ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2009) 3 Α.Α.Δ. 507, 510-511:

 

«Ο εφεσείων πρόβαλε ως λόγο έφεσης ότι, «εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι οι προφορικές συνεντεύξεις που διεξήχθησαν τον ουσιώδη χρόνο και η αξιολόγηση των υποψηφίων σ' αυτές ουδέποτε κρίθηκαν πλημμελείς από το Δικαστήριο και ως εκ τούτου ορθά λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση.»

Υπενθυμίζουμε ότι στην υπόθεση αρ. 504/02 το Δικαστήριο αποφάσισε ότι πεπλανημένα η Επιτροπή έκρινε ότι η αξία του εφεσείοντα και του ενδιαφερόμενου μέρους με βάση τη βαθμολογία, ήταν ίση ενώ στην πραγματικότητα ο εφεσείων υπερείχε, έστω και αν η υπεροχή αυτή  ήταν μικρή και η Επιτροπή την αγνόησε. Προδήλως το δικαστήριο δεν αναφέρεται σε ελαττωματικότητα των συνεντεύξεων ούτε σε ακυρότητα της αξιολόγησης των υποψηφίων σ' αυτές. Η επίκριση του Δικαστηρίου σαφώς περιορίστηκε μόνο στον τρόπο που η Επιτροπή αντίκρυσε την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους κατά τη συνέντευξη. Ενόψει τούτου, θεωρούμε ως ορθό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι προφορικές συνεντεύξεις και η αξιολόγηση των υποψηφίων σ΄ αυτές ουδέποτε κρίθηκαν πλημμελείς από το Δικαστήριο και ορθά λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή κατά την επανεξέταση.»

Κατά ανάλογο τρόπο απορρίπτεται και ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι δεν λήφθηκαν από την ΕΔΥ υπόψη τα υπόλοιπα στοιχεία των υποψηφίων πλην της προφορικής εξέτασης, αναγόμενος προφανώς στα προσόντα, την αρχαιότητα και το σύνολο των στοιχείων κρίσης σύμφωνα με το Νόμο των υποψηφίων.  Με βάση τα ανωτέρω δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε το μεμπτό κατά τη διαδικασία επιλογής και διορισμού των ΕΜ από την ΕΔΥ.  Το πρακτικό της επίδικης απόφασης επί του θέματος είναι αποκαλυπτικό:

 

«Για σκοπούς της παρούσας επανεξέτασης, η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τόσο τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξήχθησαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.  Ακόμα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι κατά τον ουσιώδη χρόνο στο σύνολο τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη.

 

Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων που ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο δημόσιοι υπάλληλοι καθώς και την αρχαιότητα τους για σκοπούς της μεταξύ τους σύγκρισης.»

 

Όπως αποκαλυπτικό είναι και το πρακτικό αναφορικά με την αξιολόγηση της αιτήτριας:

 

«(β) Η Αιτήτρια Χατζηχριστοδούλου Παναγιώτα, που είχε αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως Μέτρια, βαθμολογία που τροποποιήθηκε σε Καλή μετά την απόδοση του πλεονεκτήματος από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, και ως Καλή κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, αφού «παρουσίασε σοβαρές αδυναμίες στη γνώση του αντικειμένου και περιορισμένη κριτική ικανότητα.  Αντιδρά με βραδύτητα, δεν επικεντρώνεται στην ουσία των θεμάτων και αποφεύγει να απαντήσει με σαφήνεια», δεν μπορεί να επιλεγεί.  Παρά το γεγονός ότι διαθέτει το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, αυτή υστερεί ή δεν υπερέχει έναντι των επιλεγέντων με βάση την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Καλή) και υστερεί με βάση την απόδοση της στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, όπου αξιολογήθηκε ως Καλή, ενώ οι επιλεγέντες ως Πάρα Πολύ Καλοί.»

 

Εφόσον τα πιο πάνω στοιχεία των υποψηφίων φαίνεται ότι λήφθηκαν υπόψη από την ΕΔΥ κατά τη διαδικασία επιλογής, αυτό είναι ικανοποιητικό και δεν απαιτείται να επαναλαμβάνεται και κατά το στάδιο της σύγκρισης των υποψηφίων μεταξύ τους, στην οποία προέβη η ΕΔΥ.

 

Εξ άλλου, η αιτήτρια δεν ισχυρίζεται ότι υπερέχει σε οποιαδήποτε από τα αξιολογικά στοιχεία κρίσης έναντι των ΕΜ, ή ιδιαιτέρως στην αρχαιότητα, όλοι οι υποψήφιοι είναι ίσοι: διορίστηκαν στη θέση βοηθού γραφείου στις 15.6.1993.  Αντιθέτως, διαπιστώνεται υπεροχή των ΕΜ κατά την κρίση στην προφορική εξέταση από την ΕΔΥ, στοιχείο που οπωσδήποτε έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη: η Επιτροπή κατά την τελική επιλογή και διορισμό των καλύτερων υποψηφίων λαμβάνει δεόντως υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, άρθρο 33(11).

 

Η προσφυγή για τους λόγους που έχω διατυπώσει πιο πάνω αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν επιβάλλεται, υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. 

 

 

                                                                             Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

/ΦΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο