ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D91
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 696/2012
16 Φεβρουαρίου, 2016
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Μεταξύ:
Θεοχάρη Κασκίρη, εκ Λεμεσού
ΑΙΤΗΤΗ
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ
--------------------------
κ. Α. Κατσουρίδης για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Αιτητή
κα Ουστά, για την Καθ΄ ης η Αίτηση
κα Καρακασίδου, για Ε. Ευσταθίου, για Ε.Μ.1
κα Γεωργίου Βάσω για Ε. Νικολαΐδου, για Ε.Μ.2
-------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής προσβάλλει την αναδρομική προαγωγή από 1.11.11 κατόπιν επανεξέτασης των Αντώνη Γεωργίου (ε.μ.1) και Δ. Νικηφόρου (ε.μ.2) στη μόνιμη θέση Τελωνειακού Λειτουργού, Τελωνεία.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας συνεδρίασε στις 9.1.12 για να επανεξετάσει την πλήρωση δύο θέσεων που παρέμεναν κενές ύστερα από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 28.7.06 στην υπόθ. Αρ. 1933/2006 σε ό,τι αφορά την αναδρομική προαγωγή των Κασκίρη Θεοχάρη (Αιτητή) και Δ. Νικηφόρου στην επίδικη θέση. Η επανεξέταση θα γινόταν με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου και υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης, η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση ημερ. 5.10.11 στις συνεκδικαζόμενες Αναθεωρητικές Εφέσεις 184/08, 188/08 και 190/08 Θεοχάρης Κασκίρης κ.α. ν. Αντώνης Γεωργίου κ.α. Η ΕΔΥ έλαβε υπόψη ως υποψηφίους τους υποψήφιους της αρχικής διαδικασίας με εξαίρεση όσους προήχθησαν και δεν ακυρώθηκε ο διορισμός τους στις δικαστικές διαδικασίες. Η Επιτροπή σημείωσε ότι, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 34 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, όπως τροποποιήθηκαν, «κατά την επανεξέτασης της ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος, και λαμβάνεται υπόψη, η κρίση που αποκόμισαν η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την προφορική εξέταση που τυχόν έγινε πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφαση τους». Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, αφού σημείωσε ότι η ακυρωτική απόφαση αφορούσε τη σύσταση του Διευθυντή και τη βαρύτητα που έδωσε η Επιτροπή στην προφορική εξέταση και, ως εκ τούτου, δεν θίγονται προηγούμενα στάδια της διαδικασίας, αποφάσισε να κληθεί η Διευθυντής Τελωνείων για να προβεί σε σύσταση. Περαιτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε να λάβει υπόψη την αξιολόγηση των υποψηφίων που έγινε κατά την αρχική πλήρωση της θέσης στις 19.9.01, καθώς και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όπως είχε υποβληθεί στα πλαίσια της αρχικής διαδικασίας.
Η αξιολόγηση των υποψηφίων είχε ως ακολούθως:
«ΓΕΩΡΓΙΟΥ Αντώνιος Μ. (ε.μ.1) Καλός. Η αναταπόκρισή του στα ερωτήματα που τέθηκαν ήταν περιορισμένη. Επέδειξε ελλιπή γνώση του αντικειμένου και μη επιστημονική προσέγγιση αρκετών θεμάτων.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ Δημήτριος (ε.μ.2) Σχεδόν εξαίρετος. Η ενημέρωση του για το γνωστικό αντικείμενο είναι πάρα πολύ καλή. Διατυπώνει τις θέσεις του με ευχέρεια και σαφήνεια και τις αιτιολογεί με επιστημονικά επιχειρήματα. Διαθέτει κριτική ικανότητα και αυτοπεποίθηση.
ΚΑΣΚΙΡΗΣ Θεοχάρης (Αιτητής) Πολύ καλός. Είναι πολύ καλά καταρτισμένος στο γνωστικό αντικείμενο. Διατυπώνει τις σκέψεις του με σαφήνεια και αναλύει αρκετά ικανοποιητικά τα θέματα στις επί μέρους πτυχές τους. Σε μερικές απαντήσεις του, όμως, δεν επικεντρωνόταν όσο έπρεπε στην ουσία των θεμάτων. Έχει αυτοπεποίθηση.»
Ο Διευθυντής Τελωνείων σύστησε τα ε.μ. με την ακόλουθη μεταξύ άλλων αιτιολογία:
«'Εχω μελετήσει όλα τα στοιχεία και πληροφορίες που περιέχονται στους Προσωπικούς Φακέλους των υποψηφίων και στους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων, τα οποία ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο.
Αφού έλαβα υπόψη τα πιο πάνω και τα νομοθετημένα κριτήρια για προαγωγή, αξία, προσόντα και αρχαιότητα, τις απόψεις των προϊσταμένων των υποψηφίων καθώς και τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης, κρίνω ως καταλληλότερους και συστήνω για προαγωγή τους Γεωργίου Αντώνη και Νικηφόρου Δημήτριο.
Ο Γεωργίου Αντώνης υπερέχει σε αρχαιότητα από όλους τους άλλους υποψηφίους που δεν συστήνονται. Υπερέχει ή δεν υστερεί σε προσόντα και αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων ετών, από τους υποψηφίους που δε συστήνονται.
Ο Νικηφόρου Δημήτριος υπερέχει σε προσόντα έναντι των υποψηφίων που δε συστήνονται και υπερέχουν αυτού σε αρχαιότητα. Επίσης, υπερέχει ή δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων προ του ουσιώδους χρόνου ετών από τους υποψηφίους που δε συστήνονται, αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο Νικηφόρου το 1996 και 1997 δεν είχε προχωρήσει στην Κλίμακα Α6, ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί και στο σημείο Διευθυντική/Διοικητική ικανότητα.
Όσον αφορά τα ακαδημαϊκά προσόντα, ο Νικηφόρου υπερέχει έναντι των άλλων υποψηφίων που δε συστήνονται, εφόσον κατέχει Δίπλωμα Ναυπηγού Μηχανολόγου Μηχανικού του Μετσόβειου Πολυτεχνείου, δίπλωμα το οποίο θεωρείται και ως ο μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών, κατέχει επίσης μεταπτυχιακό δίπλωμα του ΜΙΜ στη Διεύθυνση, προσόν το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, παρόλο που δεν αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, και επαγγελματικό τίτλο σπουδών, Δίπλωμα Μηχανικού του Υπ. Εμπορικής Ναυτιλίας της Ελλάδας. Όλα τα πιο πάνω συνεκτιμήθηκαν με τα υπόλοιπα στοιχεία και τους απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα...»
Η ΕΔΥ ακολούθως σύγκρινε γενικά τους υποψηφίους, έχοντας υπόψη την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και Υπηρεσιακών Εκθέσεων μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση. Επέλεξε τα ε.μ. καταγράφοντας τους εξής λόγους στα πρακτικά:
«Επιλέγοντας τον Γεωργίου Αντώνιο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός ενώ αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολογήθηκε μόνο ως Καλός στην προφορική εξέταση που έγινε κατά την αρχική πλήρωση της θέσης ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, δηλαδή σε χαμηλότερο επίπεδο από πολλούς μη επιλεγέντες, και ότι από ορισμένους υστερεί σε προσόντα, αλλά παρατήρησε ότι αυτός δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, διαθέτει ουσιαστική υπεροχή σε αρχαιότητα έναντι όλων των μη επιλεγέντων και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή Τελωνείων.
Επιλέγοντας τον Νικηφόρου Δημήτριο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Εξαίρετος στην προφορική εξέταση που έγινε κατά την αρχική πλήρωση της θέσης ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, δηλαδή σε υψηλότερο επίπεδο από τους μη επιλεγέντες, ως Εξαίρετος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, δεν υστερεί σε προσόντα, καθότι διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, και, επιπλέον, διαθέτη την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή Τελωνείων.»
Ο Αιτητής προωθεί ουσιαστικά δύο λόγους ακύρωσης. Με τον πρώτο αναφέρεται στην παραγνώριση στάθμισης και ορθής αξιολόγησης των επιμέρους κριτηρίων της αξίας, της αρχαιότητας, των προσόντων, της σύστασης και της απόδοσης στις συνεντεύξεις σε ό,τι αφορά τη σύγκριση του με το ε.μ.1.
Πιο αναλυτικά υποστηρίζει ότι παραγνωρίστηκε η υπέρτερη απόδοση του στη συνέντευξη (πολύ καλός+) έναντι του ε.μ.1 που αξιολογήθηκε μόνο ως καλός. Θεωρεί ότι ως κριτήριο θα έπρεπε να αναφερθεί ειδικά και να σταθμιστεί από την ΕΔΥ.
Σε ότι αφορά την αξία, παραπέμπει στη σχετική νομολογία όπως διαμορφώθηκε (βλ. Αττάς ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 55/2008, 18/01/12) σύμφωνα με την οποία η διαφορά κατά δυο «εξαίρετος» στις αξιολογικές εκθέσεις των τελευταίων 5 χρόνων δεν κάνει διαφορά αλλά αναδεικνύει υποψηφίους ίσους ή περίπου ίσους σε αξία. Επισημαίνει ότι το ε.μ.1 προηγείται μόνο κατά 1 «Ε» στο έτος 1998 σε ό,τι αφορά στο στοιχείο της Διευθυντικής/Διοικητικής ικανότητας ενώ στα υπόλοιπα έτη οι διαφορές προκύπτουν εξαιτίας της μη βαθμολόγησης του αιτητή στο 8ο στοιχείο των εκθέσεων, αφού λόγω της κλίμακας της θέσης του δε εφαρμοζόταν αξιολόγηση στο συγκεκριμένο τομέα.
Στην αρχαιότητα παραδέχεται την υπεροχή του ε.μ.1, αλλά είναι η θέση του ότι συνιστά στοιχείο περιορισμένης σημασίας για πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, ιδιαίτερα για διευθυντικές, όπως εσφαλμένα θεωρεί, ότι είναι η παρούσα.
Ισχυρίζεται επίσης ότι δόθηκε υπερβολική σημασία στη σύσταση του Διευθυντή αποδίδοντας της τη σημασία που η νομολογία δίνει στα στοιχεία κρίσης, ενώ αποτελεί μόνο υποβοηθητικό παράγοντα.
Συνακόλουθα ως προς το ε.μ.2, θεωρεί ότι η σχετικότητα των προσόντων του δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς διότι η ΕΔΥ, στην οποία ανήκει η αρμοδιότητα να συνεκτιμήσει και να διερευνήσει τα προσόντα, περιορίστηκε σε μια απλή λεκτική αναφορά ότι το πρόσθετο προσόν είναι σχετικό χωρίς να αναλύει τη λογική της επιλογής και σε ποιο βαθμό επέδρασε στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Οι Καθ' ων και οι δικηγόροι των ε.μ. υποστηρίζουν τη νομιμότητα της απόφασης. Αντιτείνουν ότι όλα τα στοιχεία κρίσης αξιολογηθήκαν ορθά, αξιολόγηση που είναι μάλιστα απόλυτα συμβατή με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης.
Σε ότι αφορά τον πρώτο λόγο ακύρωσης και τη συγκριτική εικόνα του Αιτητή και ε.μ.1 στα επιμέρους κριτήρια, η στάθμιση τους αναδεικνύει την υπεροχή του ε.μ.1 έναντι του Αιτητή και επικυρώνει την επιλογή του μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ.
Καταρχήν σε ό,τι αφορά την αξία, ο Αιτητής θεωρεί ότι πεπλανημένα η αξιολόγηση του ε.μ. στο στοιχείο της «Διευθυντικής/Διοικητικής ικανότητας» προσμέτρησε, αφού ο ίδιος δεν βαθμολογήθηκε λόγω της κλίμακας του (έτη 1996-1997). Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το πρακτικό ημερ. 9.1.12 στο οποίο η ΕΔΥ παρατηρεί απλά ότι το ε.μ. «δεν υστερεί σε αξία». Και είναι πάγιο πως το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν συζητά οποιαδήποτε ζητήματα ακαδημαϊκά και επί ματαίω, αλλά μόνο εφόσον η επίλυσή τους θα έχει επίδραση στο αποτέλεσμα (βλ. Δημοκρατία ν. Γ. Παπαϊωάννου (2011) 3 Α.Α.Δ. 625).
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα της αξίας καλύπτεται πλήρως από το δεδικασμένο της απόφασης της Ολομέλειας στις Α.Ε. 184/08 κ.α. (ανωτέρω) στις οποίες λέχθηκε συναφώς ότι «η παρατήρηση του συναδέλφου μας για «οριακή υπεροχή» του εφεσιβλήτου δεν αφίσταται του περιεχομένου των φακέλων των υποψηφίων". Το δεδικασμένο που παρήχθη μεταξύ των διαδίκων είναι δεσμευτικό και η νομολογιακή αρχή των Αττάς, Λοΐζου Παναγή κ.α. ως μεταγενέστερες αποφάσεις δεν το επηρεάζουν.
Σε ότι αφορά τα προσόντα παρατηρείται ισοδυναμία λόγω κατοχής πανεπιστημιακών τίτλων. Ορθά αποδόθηκε ουσιαστική υπεροχή στην αρχαιότητα του ε.μ. έναντι του Αιτητή που ανάγεται σε 8 χρόνια, εφόσον η αρχαιότητα αναδεικνύεται σε ουσιώδη παράγοντα όταν άλλα κριτήρια της αξίας και των προσόντων είναι ίσα ή περίπου ίσα. (βλ. Σωκράτους ν. Αναστασιάδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 557)
Σε ότι αφορά την απόδοση στην προφορική εξέταση, δε παραγνωρίστηκε από την ΕΔΥ. Επισημάνθηκε ότι το ε.μ.1 αξιολογήθηκε στην ενώπιον της συνέντευξη σε χαμηλότερο επίπεδο από πολλούς μη επιλεγέντες. Ωστόσο δεν θα μπορούσε να καταστεί στοιχείο καθοριστικό που να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του Αιτητή, ενόψει αφενός, ότι η απόδοση τους στην ενώπιον της Συμβουλευτικής εξέταση ήταν και των δυο εξαίρετη, και αφετέρου ενόψει του δεδικασμένου που προκύπτει από τις σχετικές παρατηρήσεις της Ολομέλειας (βλ. σελ. 9 και 10 της απόφασης, Παράρτημα 4 στην ένσταση) κατά την απόρριψη του ίδιου λόγου έφεσης που ήγειρε ο Αιτητής-Εφεσείων για υπέρμετρη βαρύτητα στη συνέντευξη.
Σε ότι αφορά τη σύσταση, παρατηρώ ότι αυτή είναι αιτιολογημένη και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων. Ούτε εξάλλου αμφισβητείται η εγκυρότητα της από τον Αιτητή. Από την απόφαση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, συνάγεται δε ότι η σύσταση του Διευθυντή επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου ως ανεξάρτητος και αυτοτελής δείκτης. Συνεπώς λήφθηκε υπόψη κατά την τελική επιλογή μέσα στο ορθό πλαίσιο.
Σε ότι αφορά τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως που εγείρεται εναντίον του ε.μ.2 περί ανεπαρκούς αιτιολογίας δεν βρίσκει έρεισμα στο πρακτικό και στα καταγραφέντα από την ΕΔΥ για την επιλογή του ε.μ. Συνεκτιμήθηκε μαζί με τα υπόλοιπα κριτήρια της αξίας και της αρχαιότητας και η κατοχή πέραν του διπλώματος Μηχανικού Γ΄ τάξης, του μεταπτυχιακού Διπλώματος στην Διεύθυνση από το ΜΙΜ, ως πρόσθετου προσόντος που ο Διευθυντής, διατυπώνοντας τη σύσταση του υπέρ του ε.μ.2, αιτιολόγησε επαρκώς τη σχετικότητα του με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Το γεγονός ότι το εν λόγω δίπλωμα δεν απαιτείτο από τα σχέδια υπηρεσίας αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει τούτο να αγνοείται αν είναι τέτοιο που σχετίζεται με τα καθήκοντα θέσης και που προσθέτει στα προσόντα κάποιου.
Το θέμα εξετάστηκε στην Πανίκος Πούρος κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από το Νικολάου, Δ.:
«Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»
(Βλ. επίσης Μ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 411, Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164)
Κανένας από τους λόγους ακύρωσης που εγέρθηκαν δεν ευσταθεί. Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Τα έξοδα να είναι εναντίον του Αιτητή όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/γκ