ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D116
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 5984/2013)
24 Φεβρουαρίου, 2016
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΚΙRIAK LEONOV,
Aιτητής,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ'ου η Αίτηση.
----------
A. Καρεκλάς, για τoν Αιτητή.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ'ου η Αίτηση.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Mε την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 13.9.2013, τα οποία εκδόθηκαν εναντίον του από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, κατόπιν κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.
Ο αιτητής, ηλικίας 70 ετών, είναι Ρώσσος υπήκοος και αφίχθηκε στη Δημοκρατία μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου στις 12.9.2013.
Το γεγονός αυτό διαπιστώθηκε όταν οι αστυνομικές αρχές στις 13.9.2013 ανέκοψαν για έλεγχο στο δρόμο Δεκέλειας - Λάρνακας, στην περιοχή διυλιστηρίων, το αυτοκίνητο στο οποίο αυτός επέβαινε μαζί με τους γιους του Omiro και Ernest Leonidis - κάτοχους Ελληνικών διαβατηρίων.
Στον Αστυνομικό Σταθμό Ορόκλινης, όπου οδηγήθηκαν μετά τη σύλληψη του αιτητή για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης εισόδου και παραμονής στη Δημοκρατία, εμφανίσθηκε η Εlena Leonidou, επίσης κάτοχος Ελληνικού διαβατηρίου, η οποία δήλωσε ότι ήταν η σύζυγος του αιτητή και μητέρα των Omirou και Ernest, παρουσιάζοντας προς τούτο σχετικό πιστοποιητικό των Ελληνικών Αρχών.
Τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν από τον αιτητή στην ανακριτική κατάθεσή του, στην οποία επίσης παραδέχθηκε την παράνομη άφιξη του στη Δημοκρατία.
Ο Υπεύθυνος της ΥΑΜ Λάρνακας διαβίβασε αυθημερόν τις πιο πάνω πληροφορίες στο Διοικητή της ΥΑΜ, με την εισήγηση όπως «μην ληφθούν περαιτέρω τιμωρητικά μέτρα, εναντίον του αλλοδαπού δεδομένης της παρουσίας στην Κύπρο της συζύγου και των παιδιών του οι οποίοι μάλιστα είναι Έλληνες υπήκοοι».
Αντίθετα, ο Υπεύθυνος Δημοσίων Κατηγόρων Λάρνακας, ο οποίος ενημερώθηκε επίσης για το ζήτημα, σύστησε στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας «την άμεση απέλαση του αναφερόμενου προσώπου».
Την ίδια μέρα, δηλαδή στις 13.9.2013, κοινοποιήθηκε στον αιτητή απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με την οποία ο αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης υποκείμενος σε απέλαση και στη συνέχεια εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, με την ακόλουθη νομική βάση και αιτιολογία:
«Επειδή ο/η LEONOV KIRIAK, υπήκοος ΡΩΣΣΙΑΣ θεωρήθηκε ως απαγορευμένος Μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (Ζ) του άρθρου 6(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2012 και κρίθηκε ότι εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική και ενεστώτα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας, αποφασίστηκε η απέλαση του δυνάμει του άρθρου 29 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 έως 2013».
Ο αιτητής, εν τέλει, απελάθηκε για τη χώρα του στις 18.9.2013 και τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων (stop - list).
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι, (α) τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της χρηστής διοίκησης, (β) δεν είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένα, (γ) βασίζονται σε νομική και πραγματική πλάνη και είναι το αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας, (δ) εκδόθηκαν καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας και (ε) παραβιάζουν την αρχή της ισότητας και τα νόμιμα δικαιώματα του αιτητή.
Εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση εγείρεται προδικαστικό ζήτημα έλλειψης έννομου συμφέροντος του αιτητή λόγω του ότι έχει ήδη απελαθεί στις 18.9.2013, γεγονός που καθιστά την προσφυγή του άνευ αντικειμένου. Εισηγούνται, με άλλα λόγια, ότι η δίκη πρέπει να θεωρηθεί ως καταργηθείσα λόγω του ότι εξέλιπε το αντικείμενό της.
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Το γεγονός της εκτέλεσης των επίδικων ενταλμάτων δεν αποστερεί τον αιτητή από το απαραίτητο έννομο συμφέρον να προσβάλει τη νομιμότητά τους και να προωθήσει μέχρι τελικής εκδίκασης την προσφυγή του, εφόσον συνεπεία της απέλασής του έχει απομακρυνθεί από την οικογένειά του και, επιπρόσθετα, για τον ίδιο λόγο έχει απαγορευθεί σ' αυτόν η είσοδος στη Δημοκρατία για τα επόμενα 10 χρόνια.
Έπεται ότι οι βλαπτικές για τον αιτητή συνέπειες της έκδοσης και εκτέλεσης των επίδικων διαταγμάτων συνεχίζουν να υφίστανται και, ως εκ τούτου, ο αιτητής διατηρεί το έννομο συμφέρον του να επιδιώξει την αναθεώρησή τους, προωθώντας μέχρι τέλους την υπόθεσή του (βλ. Μιχαηλίδης v. Δημοκρατία (2011) 3(Α) ΑΑΔ 33).
Επί της ουσίας, ο αιτητής προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι οι καθ΄ων η αίτηση δε διενήργησαν την πρέπουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, παραγνωρίζοντας τις προσωπικές του συνθήκες και αγνοώντας αναιτιολόγητα τη σχετική σύσταση του Υπεύθυνου της ΥΑΜ Λάρνακας, με αποτέλεσμα να καθίσταται ορατό το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης στην απόφασή τους.
Επιπρόσθετα, δεν αιτιολόγησαν το σκεπτικό που αποτέλεσε τη βάση έκδοσης των υπό κρίση διαταγμάτων, με αποτέλεσμα να παραμένουν άγνωστα τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν κατά την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειάς τους.
Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι ο αιτητής δεν έχει υποδείξει τι ακριβώς παρέλειψε η διοίκηση να συνυπολογίσει κατά την έκδοση της επίδικης απόφασής της και παραθέτουν τις διατάξεις των άρθρων 6(1)(ζ) και 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, επισημαίνοντας ότι η παράνομη είσοδος του αιτητή στο έδαφος της Δημοκρατίας αποτέλεσε το έρεισμα της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Αντικρούοντας τις εισηγήσεις για ανεπαρκή έρευνα και πλημμελή αιτιολογία, οι καθ' ων η αίτηση επικαλούνται διάφορα έγγραφα που αφορούν τη φερόμενη ως σύζυγο και τα παιδιά του αιτητή. Πρόκειται για κάποιες αιτήσεις που υπεβλήθησαν στις αρμόδιες μεταναστευτικές Αρχές από την Elena Leonidou, στις οποίες το εν λόγω πρόσωπο είχε δηλωθεί ως «διαζευγμένη», καθώς επίσης και διάφορα έγγραφα που αφορούν τους γιους του αιτητή, Omiro και Ernest, τα οποία σχετίζονται με ποινικές υποθέσεις εναντίον του Omar για παράνομη διαμονή στη Δημοκρατία και για πλαστοπροσωπία, για τις οποίες του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης και πρόστιμο, δήλωση απώλειας ταυτότητας και διαβατηρίου και ακόμα - στοιχείο με σημαντικές για την υπόθεση προεκτάσεις - βεβαιώσεις εγγραφής τους, δυνάμει του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 (Ν.7(1)/2007, ως έχει τροποποιηθεί). Οι εν λόγω βεβαιώσεις εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για τον μεν Omiro στις 23.5.2012 και για τον Ernest στις 21.12.2011.
Η πάγια Κυπριακή νομολογία αναγνωρίζει την ευρύτητα της διακριτικής ευχέρειας του Λειτουργού Μετανάστευσης, ως αναπόσπαστο συστατικό της κρατικής κυριαρχίας, παράλληλα όμως θέτει ασφαλιστικές δικλίδες προς το σκοπό αποτροπής αυθαίρετων ενεργειών των κρατικών οργάνων και καταχρήσεων που δυνατό να οδηγήσουν σε καταπάτηση θεμελιωδών και διεθνώς κατοχυρωμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Νικήτα στην υπόθεση Gogoladze κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 4(Α) ΑΑΔ 216, σελ. 222:
«Παρά το ευρύτατο φάσμα της διακριτικής εξουσίας που ασκεί το κράτος στα θέματα που αφορούν τους αλλοδαπούς και που είναι έκφανση της εθνικής κυριαρχίας, εντούτοις δεν ενεργεί αυθαίρετα. Όπως έχει λεχθεί στην Robert Antoun Kreidi v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 166, η αιτιολογία που παρέχεται στις περιπτώσεις αυτές συνιστά εχέγγυο για την άσκηση της εξουσίας της διοίκησης σύννομα. Θέματα εισόδου, παραμονής ή απέλασης αλλοδαπών απασχόλησαν τη νομολογία σε πολλές περιπτώσεις: Sydney Alfred Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, Mohamed Ali Abou Rached v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135 και Seyithan Kerem Dogan v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 716. Ωστόσο η διακριτική ευχέρεια για λήψη του μέτρου υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς. Η απέλαση πρέπει να γίνεται με καλή πίστη. Και ασφαλώς δεν πρέπει να γίνεται χωρίς εύλογη αιτία. Δεν είναι ανεκτή η κατάχρηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας. Ούτε η παραβίαση των καθιερωμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης κατ' επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6(1)(ζ), του Κεφ. 105, για το λόγο ότι «εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική και ενεστώτα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας».
Το πιο πάνω άρθρο 6(1)(ζ) ορίζει τα εξής:
«6.- (1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-
(α)................................
(ζ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο φαίνεται από μαρτυρία την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο δυνατό να θεωρήσει επαρκή, ότι ενδέχεται να συμπεριφερθεί κατά τέτοιο τρόπο που να καταστεί επικίνδυνο στην ησυχία, δημόσια τάξη, έννομη τάξη ή δημόσια ήθη ή να προκαλέσει έχθρα, μεταξύ των πολιτών της Δημοκρατίας και της Αυτής Μεγαλειότητας ή να ραδιουργήσει εναντίον της εξουσίας της Αυτής Μεγαλειότητας και αρχής στη Δημοκρατία».
Αναφέρεται, επίσης, στα επίδικα διατάγματα ότι η απέλαση αποφασίστηκε δυνάμει του άρθρου 29 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου (Ν.7(1)/2007). Η εν λόγω νομοθετική διάταξη προνοεί ως ακολούθως:
«29.- (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.
(2) Δεν δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών
(3)(α) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.
Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης.
(β) Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ' εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.
(4) Για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής, η αρμόδια αρχή δύναται, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητά από το κράτος μέλος καταγωγής του ενδιαφερομένου και, ενδεχομένως από άλλα κράτη μέλη, να της παρέχουν εντός δύο μηνών το αργότερο πληροφορίες για το ποινικό μητρώο, που πιθανόν να έχει ο ενδιαφερόμενος:
Νοείται ότι η έρευνα αυτή δε δύναται να έχει συστηματικό χαρακτήρα».
Σημειώνεται εδώ ότι, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις (άρθρο 2) του Ν.7(1)/2007, «μέλος της οικογένειας» σημαίνει:-
«(α) τον/την σύζυγο πολίτη της Ένωσης,
(β) τους απευθείας κατιόντες πολίτη της Ένωσης, οι οποίοι είναι ηλικίας κάτω των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι από αυτόν, καθώς και εκείνους του/της συζύγου του,
(γ) τους συντηρούμενους απευθείας ανιόντες πολίτη της Ένωσης, καθώς και εκείνους του/της συζύγου του».
Από το υλικό που έχει παρουσιαστεί στο Δικαστήριο και το οποίο ουσιαστικά εξαντλείται στο φάκελο της Εlena Leonidou και από τα διάφορα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην ένσταση που, όπως ήδη αναφέρθηκε, αφορούν τους γιους του αιτητή, δεν εντοπίζεται κάποιο σοβαρό στοιχείο που να σχετίζεται άμεσα με τον ίδιο τον αιτητή και να δικαιολογεί συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο, ενδεχομένως να επεδείκνυε συμπεριφορά η οποία θα συνιστούσε κίνδυνο για την ησυχία και την έννομη τάξη. Τα όσα ανέφερε στην κατάθεσή του στον αστυνομικό σταθμό ο αιτητής κατά τη σύλληψή του, δεν μπορούν βέβαια να τεκμηριώσουν τη σοβαρή μομφή που του αποδόθηκε και η οποία, εν τέλει, απετέλεσε και το υπόβαθρο των διαταγμάτων, ότι δηλαδή αυτός «εξακολουθούσε να συνιστά πραγματική και ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας».
Η επίκληση των πιο πάνω διατάξεων από τη Διευθύντρια, ως νομική βάση της επίδικης απόφασής της, αναδεικνύεται υπό το πρίσμα των δεδομένων της υπό εξέταση περίπτωσης, ως ατυχής και άστοχη.
Κατά πρώτον, η επίκληση του άρθρου 6(1)(ζ), του Κεφ. 105, προς το σκοπό απαγόρευσης εισόδου και παραμονής στη Δημοκρατία, προϋποθέτει μαρτυρία η οποία να κρίνεται ως επαρκής σε σχέση με ενδεχόμενη συμπεριφορά προσώπου κατά τρόπο που να το καθιστά επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Τέτοιου είδους μαρτυρία πρέπει μάλιστα να τίθεται κατ' απαίτηση του Νόμου, ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, προϋπόθεση που δεν προκύπτει ότι έχει τηρηθεί εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.
Επιπρόσθετα, το άρθρο 29 του Ν.7(Ι)/2007, το οποίο προφανώς απασχόλησε, ενόψει του διαφαινόμενου δικαιώματος του αιτητή ως μέλους οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη, ορίζει ρητά στην παράγραφο (3) ότι κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά και ότι δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης.
Ενώ δε, με βάση την παράγραφο (4), παρέχεται η ευχέρεια στη αρμόδια Αρχή να αποταθεί στη χώρα καταγωγής του αιτητή για σκοπούς πληροφοριών αναφορικά με το ποινικό μητρώο του, δεν αποδεικνύεται ότι έγινε κάποιο διάβημα προς αυτή την κατεύθυνση.
Διαπιστώνεται μάλιστα ότι στην κατάθεσή του ο αιτητής είχε αναφέρει ότι είχε επισκεφθεί την Κύπρο το 2000, όπου και παρέμεινε για έξι μήνες και αυτό συνιστά ακόμη ένα στοιχείο που δε φαίνεται να απασχόλησε καθ' οιονδήποτε τρόπο τους καθ' ων η αίτηση.
Το μόνο που προσάπτεται κατά του αιτητή, με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, ήταν η παράνομη είσοδός του στη Δημοκρατία, αδίκημα για το οποίο μάλιστα δεν κατηγορήθηκε ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου.
Αυτό το μεμονωμένο στοιχείο, για το οποίο μάλιστα δεν κινήθηκε η ποινική δίωξη του αιτητή, δεν μπορούσε να αποκτήσει τις διαστάσεις που εν τέλει του προσδόθηκαν, ούτως ώστε να οδηγήσει στην απέλασή του ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και στη θεμελίωση συμπεριφοράς, ως συνιστώσας σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 29(3)(α) του Ν.7(Ι)/2007, αρχή της αναλογικότητας, δεν έχει εν προκειμένω τηρηθεί.
Τα όσα επικαλέστηκε ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση, αναφορικά με τα μέλη της οικογένειας του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων και των σχετικών εγγράφων που επισυνάφθηκαν, αφενός, όπως ήδη εξηγήθηκε, δεν μπορούσαν να συσχετισθούν με την εξέταση των δικαιωμάτων του αιτητή με βάση τον Ν.7(Ι)/2007 και, αφετέρου, αφορούν στοιχεία που δεν συμπεριλαμβάνονται στο σκεπτικό της επίδικης απόφασης, αλλά τίθενται από το δικηγόρο του διοικητικού οργάνου σε μια προσπάθεια να συμπληρωθεί εκ των υστέρων η ελλιπής αιτιολογία.
Συνεπώς, όπως ορθά υποδεικνύει ο δικηγόρος του αιτητή, αυτά τα μεταγενέστερα στοιχεία, τα οποία δεν αποτελούν μέρος του αιτιολογικού υποβάθρου των επίδικων διαταγμάτων, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη (βλ. JMC Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 294, Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270).
Δεδομένου ότι τα παιδιά του αιτητή διέμεναν νόμιμα στη Δημοκρατία, δυνάμει εγγραφής τους ως Ευρωπαίοι πολίτες, και δοθέντος ότι ο Υπεύθυνος της ΥΑΜ Λάρνακας, στην τοπική δικαιοδοσία του οποίου ενέπιπτε η περίπτωση, είχε εισηγηθεί τη μη λήψη περαιτέρω μέτρων, η εν τέλει υιοθέτηση της άποψης του Δημόσιου Κατηγόρου για άμεση απέλαση, έχρηζε αιτιολογίας, η οποία απουσιάζει στην παρούσα περίπτωση. Όπως τονίζεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελίδα 188, «Ελλείπουσα αιτιολογία δεν δύναται να συμπληρωθεί εκ συγκρουόμενων προς άλληλα στοιχεία των φακέλων» (βλ., επίσης, σε σχέση με την ύπαρξη δύο αντίθετων γνωμοδοτήσεων, Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 3η έκδοση, παραγρ. 642, Σαρμά «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», Β΄έκδοση, σελίδα 132 και Γιαννάκης Λυσιώτης v. Yπουργού Οικονομικών κ.ά., Υπόθεση Αρ. 1002/1997, ημερομηνίας 17.2.1999).
Ως αποτέλεσμα των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω, είναι προφανές ότι ο χειρισμός της υπόθεσης του αιτητή δεν ανταποκρίνεται στις αρχές της καλής πίστης και της σύννομης άσκησης εξουσίας και ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, με αποτέλεσμα να είναι ορατό το ενδεχόμενο να παρεισέφρησε πλάνη στις εκτιμήσεις των καθ' ων η αίτηση κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, γεγονός που ανατρέπει το θεμέλιο της νομιμότητάς τους (βλ. Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228).
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, με €1.200 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του αιτητή.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ