ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D115
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 59/2013)
24 Φεβρουαρίου, 2016
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ (α) 6, 13, 15, 23, 28, 29, 33, 110, 146 ΚΑΙ 169 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
INCI HAKKI, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΒΑΚΟΥΦΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ BARUTCUZADE AHMED VASIF EFENDI,
Αιτήτρια,
KAI
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Μ. Hakki, για την Αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τους
Καθ'ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή, η οποία συντάχθηκε στην Τουρκική, καταχωρίστηκε στις 15.1.2013 από την Τ/Κ Ιnci Hakki, η οποία εμφανίζεται ως διαχειρίστρια της Βακουφικής περιουσίας του ιδρύματος Βarutcuzade Ahmet Vasil Efendi. Τα έγγραφα της διαδικασίας μεταφράσθηκαν από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών και, όπως προκύπτει από την αίτηση, το αντικείμενό της είναι η θεωρούμενη από την αιτήτρια ως αδικαιολόγητη παράλειψη του Υπουργού Εσωτερικών, υπό την ιδιότητα του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, να απαντήσει στα διαβήματά της για εξαίρεση δύο Τ/Κ ακινήτων που βρίσκονται στην ελεγχόμενη από τη Δημοκρατία περιοχή της Λευκωσίας, από τις διατάξεις του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν.139/91, ως έχει τροποποιηθεί).
Πιο συγκεκριμένα, όπως ακριβώς διατυπώνεται στο αιτητικό της προσφυγής, η αιτήτρια επιζητεί:
«Α. Μία απόφαση ή γνωστοποίηση, σχετικά με την τελείως αβάσιμη και αχρείαστη αμέλεια που έχει πραχθεί, δηλαδή την μη πληροφόρηση του ενάγοντα της γραπτής και αιτιολογημένης απόφασης, εντός 30 ημερών, για την γραπτή αίτηση ή τα παράπονα του, που υπέβαλε στην ημερομηνία 02/11/2012 τα οποία έχουν σημειωθεί ως Τεκμήριο Α και Τεκμήριο Β και επισυνάπτονται στην παρούσα επιστολή και απευθύνονται προς τον Εναγόμενο αρ. 1 και/ή Εναγόμενο αρ. 2.
Β. Μια απόφαση ή γνωστοποίηση, σχετικά με την αμέλεια που έχει πραχθεί, λαμβάνοντας υπόψη την γραπτή αίτηση ή τα παράπονα του, ημερομηνίας 02/11/2012 τα οποία έχουν σημειωθεί ως Τεκμήριο Α και Τεκμήριο Β, επισυνάπτονται στην παρούσα επιστολή από τον ανάγον/ και απευθύνονται προς τον Εναγόμενο αρ.1 και/ή Εναγόμενο Αρ.2».
Η αιτήτρια, η οποία έχει τη διαμονή της στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας ζήτησε με σχετική αίτησή της ημερομηνίας 2.5.2010 από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, κατ' επίκληση του άρθρου 37, του Κεφ. 224, την εγγραφή στο όνομά της δύο γειτονικών ακινήτων, που βρίσκονται στην ενορία του Αγίου Ανδρέα του Δήμου Λευκωσίας (Φύλλο/Σχέδιο ΧΧΙ/46.5.1, Τμήμα 26, Τεμάχια 252 και 253). Επρόκειτο για Βακουφική περιουσία, εγγεγραμμένη αρχικά στο όνομα του αποθανόντος Μehmed Munir Bey Jemal Efendi, παππού της αιτήτριας, τον οποίο, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, είχε αντικαταστήσει ως αντιπρόσωπος/διαχειρίστρια («mutevelli») του Βακουφίου Barutsuzade Ahmed Vasif Efendi Vafki, κατόπιν απόφασης της διοίκησης των Βακουφίων, ημερομηνίας 16.3.2010. Η αιτήτρια ουσιαστικά επεδίωκε την αναγνώρισή της ως «mutevelli», δηλαδή ως αντιπροσώπου ή καταπιστευματοδόχου από το Κτηματολόγιο, για να μπορεί η ίδια να εκπροσωπεί δικαιοπρακτικά το Βακούφιο.
Σημειώνεται ότι η διαχείριση της Βακουφικής περιουσίας, η οποία προηγουμένως ασκείτο από το Υψηλό Συμβούλιο, περιήλθε, λόγω της Τουρκικής Εισβολής, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δηλαδή του Υπουργού Εσωτερικών, δυνάμει του Νόμου 139/1991.
Το αίτημα της αιτήτριας απορρίφθηκε από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στις 10.12.2010, εφόσον η Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών θεώρησε ότι, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία και δεδομένης της συνεχιζόμενης έκρυθμης κατάστασης λόγω της Τουρκικής εισβολής και της παράνομης κατοχής μέρους της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν δικαιολογείτο η εγγραφή των ακινήτων επ' ονόματί της.
Η πιο πάνω απόφαση απετέλεσε το αντικείμενο προσφυγής, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από το Ανώτατο Δικαστήριο, καθότι κρίθηκε ότι η διαφορά, καθώς και η επίδικη απόφαση, ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και, επιπρόσθετα, ότι τα έγγραφα διορισμού της αιτήτριας ως νέας «mutevelli», ήταν ανυπόστατα, διότι είχαν εκδοθεί από οργανισμό που λειτουργεί στα κατεχόμενα και δεν αναγνωρίζεται από την Κυπριακή Δημοκρατία (βλ. Inci Hacci υπό την ιδιότητα διαχειριστή της Βακουφικής περιουσίας του Barutcuzade Ahmet Vasif Efendi v. Υπηρεσίας Εθνικού Κτηματολογίου, Υπουργείο Εσωτερικών κ.ά., Υπόθεση Αρ. 2019/2011, ημερομηνίας 31.10.2012).
Ακολούθησε νέα προσφυγή της αιτήτριας (Yπόθεση Αρ. 1/2013), με αντικείμενο την εκλαμβανόμενη ως απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών ληφθείσα «κατά/ή περί την 23.10.2012», να θέσει υπό την κηδεμονία του δυνάμει του Νόμου 139/91 και να δώσει οδηγίες για την κατάσχεση των δύο πιο πάνω υποστατικών που βρίσκονται στην Λεωφόρο Ομήρου αρ. 33β και Λεωφόρο Αιγύπτου αρ. 2, στη Λευκωσία. Για το τελευταίο, το οποίο είχε παραχωρηθεί από τον Κηδεμόνα, δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου στο Τμήμα Αρχαιοτήτων, ασκήθηκε επίσης αγωγή της αιτήτριας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Αγωγή Αρ. 9120/2012) με αξίωση αποζημιώσεων, μεταξύ άλλων, για απλήρωτα ενοίκια και για παράδοση ελεύθερης της κατοχής του στην ενάγουσα. Τόσο η πιο πάνω προσφυγή, όσο και η Πολιτική αγωγή, εκκρεμούν ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων.
Στις 15.1.2013 καταχωρίστηκε από την αιτήτρια και η παρούσα προσφυγή, με την οποία, όπως ήδη επισημάνθηκε, προσβάλλεται η κατ' ισχυρισμό παράλειψη του Υπουργού Εσωτερικών και του Γενικού Εισαγγελέα να απαντήσουν στο γραπτό αίτημα/παράπονο που είχε υποβληθεί με επιστολή ημερομηνίας 2.11.2012 και με το οποίο η αιτήτρια ζητούσε όπως τα πιο πάνω ακίνητα εξαιρούνταν των προνοιών του Ν.139/1991.
Σημειώνεται ότι, κατά την εκδίκαση της παρούσας και πριν από την επιφύλαξη της απόφασης του Δικαστηρίου, προσκομίστηκε αντίγραφο επιστολής του Αν. Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 18.9.2014, με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Κυρία,
Αναφέρομαι στην επιστολή μας με τον ίδιο αρ. φακ. και ημερομηνία 1.11.2013 καθώς και στην επιστολή σας με ημερ. 2.11.2012 σχετικά με το αίτημα σας για παραχώρηση των ακινήτων που βρίσκονται στα Τ/Κ τεμάχια 252 και 253 Φ/Σχ. 21/46-5.1 και σας πληροφορώ ότι το αίτημα σας εξετάστηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, πλην όμως δεν κατέστει δυνατό να εγκριθεί για τους ακόλουθους λόγους:
(α) διοριστήκατε ως Διαχειρίστρια των αιτούμενων ακινήτων στις 16.3.2010 από τη Διεύθυνση Βακουφίων με βάση το άρθρο 33 του Νόμου των Βακουφίων και το σχετικό καταστατικό και διαθέτετε τα απαραίτητα έγγραφα που σας διορίζουν ως τη νέα mutevelli της επίδικης περιουσίας, τα οποία όμως εκδόθηκαν από Οργανισμό που λειτουργεί στις μη ελεγχόμενες περιοχές.
(β) μετά την Τουρκική εισβολή το 1974, οι Τουρκοκυπριακές περιουσίες περιήλθαν στον Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών με το Νόμο 139/1991 ο οποίος τις διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις (Ν.139/91 έως 68(Ι)/2012) που αφορούν, μεταξύ άλλων την προστασία των νόμιμων ιδιοκτητών και την κάλυψη προσωρινών αναγκών, μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης. Επίσης με βάση το άρθρο 2 της υπό αναφορά νομοθεσίας, στις Τ/Κ περιουσίες περιλαμβάνονται και η Βακούφικη περιουσία καθώς και περιουσία του Εβκάφ.
(γ) σημειώνεται επίσης ότι με βάση την υπάρχουσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η βακούφικη περιουσία έχει περάσει στη διαχείριση του Κηδεμόνα και εφόσον διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση οποιαδήποτε βακούφικη περιουσία δε μπορεί να εγγραφεί επ΄ονόματι συγκεκριμένου διαχειριστή (mutevelli) και παραμένει στην αποκλειστική διαχείριση του Κηδεμόνα.
(δ) Η εφαρμογή του Νόμου 139/91 και η ενεργοποίηση των εξουσιών του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα έχει καταστήσει ανενεργές τις διατάξεις του άρθρου 55 του Κεφ. 337 του περί Εβκάφ και Βακουφίου Νόμου».
Η θέση της αιτήτριας είναι ότι ουδεμία γραπτή απάντηση κοινοποιήθηκε εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση στη δηλωθείσα διεύθυνση επιδόσεώς της, αναφορικά με την επιστολή της, ημερομηνίας 2.11.2012, και σε σχέση με τα αιτήματα που τέθηκαν με αυτήν, με αποτέλεσμα να προκύπτει ζήτημα παραβίασης της συνταγματικής υποχρέωσης της διοίκησης να απαντήσει εντός 30 ημερών, όπως επιβάλλεται από το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Επιπρόσθετα, προκύπτει, όπως ισχυρίζεται, ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας σε βάρος της, ως μέλους της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, καθότι στην περίπτωσή της και σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις υποβολής αιτημάτων Ελληνοκυπρίων, η αρμόδια Αρχή δεν έχει τηρήσει την υποχρέωση κοινοποίησης απάντησης μέσα στην πιο πάνω συνταγματική προθεσμία.
Όπως περαιτέρω συνοπτικά αναφέρεται στην αγόρευση της αιτήτριας, η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να λάβουν θέση επί του αιτήματός της, βρίσκεται σε αντίθεση με το πνεύμα του Διοικητικού Δικαίου, τις καθιερωμένες πρακτικές και τη φυσική δικαιοσύνη και συνιστά υπέρβαση αρμοδιοτήτων και κατάχρηση εξουσίας.
Επί της ουσίας του αιτήματος, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι τα δύο επίδικα ακίνητα δεν ενέπιπταν στις διατάξεις του Ν.139/1991, καθότι αυτά δεν είχαν εγκαταλειφθεί μετά την 20.7.1974, αλλά τελούσαν κάτω από τον αποτελεσματικό και πραγματικό έλεγχο των διαχειριστών του Βακουφίου.
H πλευρά των καθ' ων η αίτηση εγείρει προδικαστικές ενστάσεις, ισχυριζόμενη ότι:
(α) η προσβαλλόμενη πράξη/ή παράλειψη δεν αφορά εκτελεστή διοικητική πράξη διότι εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου,
(β) δεν υφίσταται πλέον παράλειψη, καθότι η αιτήτρια έχει ήδη λάβει απάντηση εκ μέρους της διοίκησης και ότι,
(γ) η παρούσα προσφυγή συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας, καθότι για το ίδιο ζήτημα έχει ήδη καταχωρηθεί και εκδικασθεί η προσφυγή της αιτήτριας αρ. 209/2011, η οποία απορρίφθηκε, ενώ εκκρεμεί η έφεσή της εναντίον της πρωτόδικης απόφασης και η Πολιτική Αγωγή της με αρ. 9120/2012.
Αντικρούοντας τα πιο πάνω σημεία, η αιτήτρια στην απαντητική αγόρευσή της υποβάλλει ότι η απάντηση των καθ' ων η αίτηση, κοινοποιήθηκε μετά πάροδο δύο χρόνων από την υποβολή του αιτήματός της, κατά προφανή παράβαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος, και ότι το ζήτημα του παραπόνου της έχει δημόσιο χαρακτήρα διότι σχετίζεται με την κατάχρηση των εξουσιών του Υπουργού αναφορικά με την διαχείριση Τουρκοκυπριακών περιουσιών και, ως τέτοιο, εμπίπτει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Αναφορικά με το ζήτημα της νομιμότητας της πράξης διορισμού της ως «mutevelli», η αιτήτρια απαντά ότι ο διορισμός της έχει ως έρεισμα το Άρθρο 110 του Συντάγματος και ότι το κύρος του δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι το ίδρυμα του Εβκάφ βρίσκεται και λειτουργεί στις κατεχόμενες περιοχές.
Αυτό που πρέπει πρώτιστα να εξεταστεί είναι το κατά πόσον η παρούσα προσφυγή είναι παραδεκτή από δικαιοδοτικής πλευράς.
Σύμφωνα με την πάγια επί του θέματος νομολογία, για να είναι δυνατή η ανάληψη δικαιοδοσίας, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σε σχέση με παράλειψη συμμόρφωσης προς το Άρθρο 29 του Συντάγματος, θα πρέπει το θέμα του γραπτού αιτήματος του πολίτη να εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 (Βλ. Charilaos Xenofontos v. Republic 2 RSCC 89, Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου v. Xριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 ΑΑΔ 434, Δημοκρατία v. Γιωργαλλή κ.ά. (1993) 3 ΑΑΔ 590 και Κουκουνίδης v. Ρ.Ι.Κ. (2002) 4(Β) ΑΑΔ 749). Το κατά πόσο το αντικείμενο της αίτησης ή του παραπόνου βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, εξαρτάται από τη φύση της απόφασης που θα ληφθεί από τη διοίκηση επί της αίτησης ή του παραπόνου.
Νοουμένου ότι στην παρούσα περίπτωση το αίτημα ήταν η εξαίρεση από τις πρόνοιες του Ν.139/1991 και η εγγραφή επ' ονόματι της αιτήτριας ως «mutevelli» των δύο επίδικων τεμαχίων, τα οποία τελούσαν υπό την κηδεμονία του Υπουργού Εσωτερικών, το ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσον η οποιαδήποτε διοικητική απόφαση επί του θέματος, ήταν δυνατό να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Το ζήτημα έχει ήδη κριθεί στην Inci Hakki, υπό την ιδιότητα διαχειριστή της Βακουφικής περιουσίας του Βarudcuzade Ahmet Vasif Εfendi (πιο πάνω), στην οποία το Δικαστήριο, αποδεχόμενο την εκεί εγερθείσα παρόμοια προδικαστική ένσταση, σημείωσε τα ακόλουθα:
«Είναι φανερό όμως ότι ακριβώς η αιτήτρια με την επιδιωκόμενη αναγνώριση της ως mutevelli από το Κτηματολόγιο, επιθυμεί την κατοχύρωση της ίδιας να συναλλάσσεται οικονομικώς εκ μέρους του βακουφίου. Και αυτό παραμένει μια ιδιωτική συναλλαγή στην οικονομική σφαίρα του βακουφίου. Όπως έχει αποφασιστεί, για παράδειγμα, η μεταβίβαση ή μη Τουρκοκυπριακής περιουσίας ενδιαφέρει μόνο τα εμπλεκόμενα στη δικαιοπραξία μέρη και όχι το ευρύτερο κοινό (δέστε Terrain Construction Limited v. Yπουργού Εσωτερικών κ.ά., υπόθ. αρ. 1125/08, ημερ. 31.1.2011, καθώς και Τorgut Yashar v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 454/02, ημερ. 16.9.2004, και Μοlivo Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, υπόθ. αρ. 778/05, ημερ. 27.11.2006).
Πιο πρόσφατα στην απόφαση της Ολομέλειας Zehra Kemal Ahmet κ.ά. v. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 110/07, ημερ. 14.2.2011, τέθηκε θέμα κατά πόσον η προσβαλλόμενη πράξη της άρνησης του Κηδεμόνα να επιστρέψει περιουσία των εφεσειόντων στην Λάρνακα, ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου. Αυτό υπό το φως του γεγονότος ότι οι εφεσείουσες πρόβαλαν ισχυρισμό ότι ο Κηδεμόνας παράνομα κατακρατούσε την περιουσία τους, ενώ είχαν επίσης τη θέση ότι εξαναγκάστηκαν λόγω φόβου να μετακινηθούν στις κατεχόμενες περιοχές και άρα δεν έπρεπε να θεωρηθούν ως έχουσες εγκαταλείψει την περιουσία τους λόγω της μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού. Η Ολομέλεια έκρινε ότι το ζήτημα της τυχόν παράνομης επέμβασης από τον Κηδεμόνα, ενέτασσε την υπόθεση στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και, επομένως, κατά πάγια νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας.
Κρίνεται ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας. Η επιδιωκόμενη εγγραφή της αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 37 του Κεφ. 224, έχει σκοπό τη δυνατότητα οικονομικής συναλλαγής της αιτήτριας εκ μέρους του βακουφίου με τρίτους. Τα βακούφια είναι στην ουσία ιδιωτικά αφιερωματικά καταπιστεύματα, που δημιουργούνται για κληρονομικούς σκοπούς διαδοχής και εκμετάλλευσης της περιουσίας που αφιερώνεται και εντάσσεται στο καταπίστευμα. Το ότι είναι καταπίστευμα («trust»), το αναφέρει και η ίδια η αιτήτρια στην αίτηση της. Ως εκ τούτου το ζήτημα εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο και όχι το δημόσιο δίκαιο».
Ανεξαρτήτως του δικαιοδοτικού ζητήματος, στην παρούσα υπόθεση, όπως ήδη αναφέρθηκε, η αιτήτρια έχει ήδη καταχωρήσει την Προσφυγή αρ. 1/2013, η οποία άπτεται της ουσίας του αιτήματός της και εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το ίδιο, εξάλλου, ζήτημα είχε τεθεί με την προσφυγή αρ. 209/2011, η απορριπτική απόφαση της οποίας τελεί υπό εξέταση ενώπιον του Εφετείου. Σύμφωνα με τη νομολογία, εφόσον ένας αιτητής ασκήσει προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, αναφορικά με την ουσία του αιτήματός του, δεν μπορεί να αξιώνει ξεχωριστή θεραπεία από το Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 29, σε σχέση με την παράλειψη της διοίκησης να του απαντήσει (βλ. Κyriakides v. Republic, 1 RSCC 66, Georghiades v. Republic (1966) 3 CLR 153, Sevastides v. Republic (1968) 3 CLR 309 και Sofocleous v. Republic (1974) 3 CLR 63).
Επιπρόσθετα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στην παρούσα περίπτωση υπήρξε, κατά τη διάρκεια της δίκης, απάντηση εκ μέρους του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 18.9.2014, με την οποία το αίτημα παραχώρησης των ακινήτων απορρίφθηκε. Οπόταν και η εκκρεμότητα έπαυσε να υφίσταται.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο της προσφυγής - δηλαδή η παράλειψη απάντησης - εξέλειπε, με αποτέλεσμα την κατάργηση της δίκης (βλ. Πίτσιλλος v. Yπουργού Συγκοινωνιών & Έργων (2000) 3 ΑΑΔ 777). Ως αποτέλεσμα, και εφόσον δεν έχει καταδειχθεί από την αιτήτρια ότι η καθυστέρηση της απάντησης προκάλεσε επιβλαβείς γι' αυτήν συνέπειες, η δίκη πρέπει να θεωρηθεί και γι' αυτό το λόγο ως καταργηθείσα.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ