ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Μιχαηλίδου, Δέσπω Χ. Σαββίδης με Ε. Πεύκου (κα), για τον αιτητή. Ε. Παπαγεωργίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση. Σ. Ανδρέου, για το ενδιαφερόμενο μέρος (1). CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-02-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΟΡΔΟΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αρ. Υπόθεσης: 276/2012, 17/2/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D95

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αρ. Υπόθεσης:   276/2012)

 

17 Φεβρουαρίου, 2016

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΟΡΔΟΣ,

                                                                                     Αιτητής,

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                                 Καθ΄ ων η αίτηση.

 ---------

 

Χ. Σαββίδης με Ε. Πεύκου (κα), για τον αιτητή.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

Σ. Ανδρέου, για το ενδιαφερόμενο μέρος (1).

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 20.10.2011, με την οποία προήγαγαν τα ενδιαφερόμενα μέρη Τζιόγκουρου Αντρούλα και Ιωαννίδου Φαίδρα (ΕΜ) στη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, για το Τμήμα Πρώτων Βοηθειών, από 15.11.2011.  Συγκεκριμένα ότι το ΕΜ δεν πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα για την επίδικη θέση.

 

Στην πορεία με αίτημα των δικηγόρων του αιτητή και μετά από άδεια του Δικαστηρίου, η προσφυγή αποσύρθηκε εναντίον της Φαίδρας Ιωαννίδου.

 

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) στις 3.9.2009 συνεδρίασε κατόπιν πρότασης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, για την πλήρωση της κενωθείσας θέσης Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος και αποφάσισε, επειδή επρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, να δημοσιευτεί η πιο πάνω θέση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (11.9.2009) και να δοθεί προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων.  Υποβλήθηκαν συνολικά δέκα αιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων τόσο του αιτητή όσο και του ΕΜ.

 

Ο Γραμματέας της ΕΔΥ ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 34(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990, όπως τροποποιήθηκε (Νόμος), με επιστολή του ημερ. 19.10.2009 απέστειλε στη Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, ως Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής (ΣΕ), όλες τις αιτήσεις και όλα τα σχετικά έγγραφα και τις σχετικές οδηγίες για τη σύγκλιση και λειτουργία της ΣΕ (άρθρο 34 του Νόμου).

 

Εν τω μεταξύ, στις 20.5.2010 ο Πρόεδρος της ΕΔΥ διαβίβασε με επιστολή του προς τον Πρόεδρο της ΣΕ, Αν. Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, αναθεωρημένο κατάλογο αιτητών (14 αιτήσεις).

 

Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της ΣΕ με επιστολή του ημερ. 3.12.2010 υπέβαλε στην ΕΔΥ έκθεση σχετικά με την πλήρωση της επίδικης θέσης.  Στις 17.8.2010, μεταξύ άλλων, η ΣΕ αποφάσισε να καλέσει όλους τους υποψηφίους, 12 εν συνόλω σε προφορική εξέταση.  Προσήλθαν 11 υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένου του αιτητή και του ΕΜ. Η ΣΕ με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία ετοίμασε αλφαβητικό κατάλογο με τα ονόματα των υποψηφίων που συστήνει για επιλογή για την πλήρωση της επίδικης θέσης, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται τόσο ο αιτητής όσο και το ΕΜ ως προσοντούχοι για προαγωγή (§ 3Β (1)(2) προσόντα, ήτοι, 3Α(1), 3Α(2) και 3Β(2)(β) του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης).  Αμφότεροι αξιολογήθηκαν ως «Σχεδόν Εξαίρετοι».

 

Ακολούθησε η συνεδρία ημερ. 19.9.2011, κατά την οποία η ΕΔΥ έλεγξε την έκθεση της ΣΕ, υιοθετώντας τα πορίσματα της τελευταίας αναφορικά με την κατοχή από τους υποψηφίους των απαιτούμενων προσόντων και αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιον της στοιχεία, κάλεσε σε προφορική εξέταση ενώπιον της τους συστηθέντες από τη ΣΕ και ακόμη άλλους τρεις υποψηφίους.  Κατά την εξέταση παρευρισκόταν ο Διευθυντής των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας ο οποίος και συνοδευόταν από τον Κ. Αντωνιάδη, Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος (Πρώτων Βοηθειών), Ιατρικές υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, ο οποίος προσήλθε προς υποβοήθηση της Επιτροπής στο έργο της ως προς το επιστημονικό μέρος των ερωτήσεων.

 

Το ΕΜ κρίθηκε ως «Εξαίρετη» ενώ ο αιτητής αρνήθηκε να απαντήσει στις υποβληθείσες σε αυτόν ερωτήσεις και επεφύλαξε τα δικαιώματα του να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπως καταγράφεται από την ΕΔΥ στο πρακτικό της επίδικης απόφασης:

 

«ΛΟΡΔΟΣ Δημητράκης: Δεν έχει αξιολογηθεί.  Αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις και επιφύλαξε τα δικαιώματα του να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, για λόγους που δεν αφορούν την εξέταση αλλά τους Κανονισμούς και τα προσόντα των άλλων υποψηφίων.»

 

Ο αιτητής δεν αξιολογήθηκε λόγω ρητής άρνησης του να απαντήσει στις ερωτήσεις κατά την προφορική εξέταση εφόσον δεν υπήρχε τίποτε προς αξιολόγηση, ενώ ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή στην επίδικη θέση το ΕΜ.

 

Η ΕΔΥ αφού έλαβε υπόψη της όλα τα ενώπιον της στοιχεία, περιλαμβανομένων και των καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολο τους, όπως και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της εξέταση και τη σύσταση του Διευθυντή, έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε γενικά όλων των άλλων υποψηφίων και την επέλεξε ως την πλέον κατάλληλη για προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταγενέστερα, στις 26.10.2011, η ΕΔΥ συνεδρίασε για να επιληφθεί επιστολής του αιτητή ημερ. 20.10.2011, ο οποίος αμφισβητούσε, τόσο τη διαδικασία που ακολουθήθηκε όσο και τα προσόντα του ΕΜ, προβάλλοντας ότι το ΕΜ δεν είχε αποκτήσει «ειδικότητα στη Γενική Ιατρική» σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.  Σημειώνεται ότι ο αιτητής τόσο με τη γραπτή αγόρευση του, όσο και στην απάντηση του, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι απάντησε κατά την προφορική εξέταση, θέση όμως που διαψεύδεται από τα στοιχεία του φακέλου, την ίδια τη χειρόγραφη επιστολή του αιτητή: δεν ήταν σε θέση να απαντήσει, βρισκόταν, καταγράφει, «εν θυμώ και εν βρασμώ ψυχής και πνεύματος» ακριβώς λόγω του ότι παρευρίσκονταν για διεκδίκηση δύο θέσεων «άλλοι συνάδελφοι».  Η Επιτροπή αφού μελέτησε το περιεχόμενο της επιστολής απέρριψε τις αιτιάσεις και ισχυρισμούς του αιτητή, εμμένοντας στη θέση της ότι ο αιτητής αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, επιφυλάσσοντας τα δικαιώματα του, όπως καταγράφηκε στα πρακτικά της.

 

Ο αιτητής προωθεί ως λόγο ακύρωσης ότι το ΕΜ δεν είχε αποκτήσει τα απαιτούμενα προσόντα, όπως καθορίζονται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, του πιστοποιητικού ειδικότητας: ουδέποτε έτυχε της απαιτούμενης βάσει της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 93/16/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2001/19/ΕΚ, μετεκπαίδευσης, ώστε να αποκτήσει ειδικότητα στη Γενική Ιατρική, εφόσον είναι κάτοχος «postgraduate diploma in General Practitioner Training» από το Πανεπιστήμιο Surrey, διάρκειας 14 εβδομάδων ενώ η αναφερθείσα ειδικότητα προϋποθέτει τριετή τουλάχιστον εκπαίδευση.  Κάτω από αυτά τα δεδομένα η ΕΔΥ ενήργησε υπό συνθήκες που ισοδυναμούν με πλάνη περί τα πράγματα ως προς τα προσόντα του ΕΜ και των προϋποθέσεων των σχεδίων υπηρεσίας της θέσης, και απέτυχε να επιλέξει, ως είχε καθήκον, τον πλέον κατάλληλο υποψήφιο. 

 

Οι καθ΄ ων  υποστηρίζουν τη νομιμότητα της ληφθείσας απόφασης, προβάλλοντας, ανάμεσα σε άλλα, ότι η άρνηση του αιτητή να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν από την ΕΔΥ, με αποτέλεσμα τη μη αξιολόγηση του, τον έθεσε εκτός διαδικασίας: δεν συμμορφώθηκε και/ή παράβλεψε τη σχετική νομοθεσία, ήτοι, τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους του 1990 έως 2014, σύμφωνα με τους οποίους η ΕΔΥ προβαίνει σε διορισμούς και/ή προαγωγές με βάση τα θεσμοθετημένα και νομολογηθέντα κριτήρια. 

 

Ο αιτητής, απορρίπτοντας τα ανωτέρω, εμμένει στη θέση του ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για σκοπούς πλήρωσης της θέσης ως και της παρουσίας ανθυποψηφίων που στερούνταν της κατοχής του απαιτούμενου πιστοποιητικού ειδικότητας, είναι παράνομη και παράτυπη.

 

Θεωρώντας λοιπόν ότι η επιλογή του ΕΜ ως προσοντούχου καταστρατηγούσε τη διαδικασία επιφύλαξε τα νόμιμα δικαιώματα του.  Εξ ου και η καταχώριση της υπό κρίση αίτησης που στοχεύει στον έλεγχο της προσβαλλόμενης πράξης.  Παρά την αναγνώριση της νομολογιακής αρχής ως προς τη σημασία της απόδοσης υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση για θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, υποβάλλει ότι το αποφασίζον όργανο, δεν μπορεί να παραμερίζει και/ή να μηδενίζει τη βαρύτητα ουσιωδών παραγόντων, όπως τη διακρίβωση της υπόστασης του δεσπόζοντος κριτηρίου και προσόντος της ειδικότητας της Γενικής Ιατρικής, για την πλήρωση της επίδικης θέσης, όπως αυτό κατέχεται από το ΕΜ (ως ανωτέρω περιγράφεται) και να προσδίδει πολυσήμαντη βαρύτητα στη διενεργηθείσα προφορική εξέταση.

 

Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 27.7.2007, κάτω από τον τίτλο «Απαιτούμενα Προσόντα για προαγωγή» και σε ότι ενδιαφέρει για την υπό κρίση περίπτωση:

          «Σημειώσεις:

1.    Η ειδικότητα και η τυχόν εξειδίκευση της ειδικότητας (σύμφωνα με τους περί Ιατρών (Ειδικά Προσόντα) Κανονισμούς του 2003 όπως ήθελε τροποποιηθούν), θα καθορίζεται επακριβώς κατά τη δημοσίευση της θέσης ανάλογα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας και σύμφωνα με την οργανωτική δομή των θέσεων του ιατρικού προσωπικού του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας.

[.]

4. Οι ειδικότητες στην περίπτωση των Τμημάτων Πρώτων βοηθειών θα είναι η Παθολογία, η Χειρουργική, η Ορθοπεδική και η Γενική Ιατρική και οι υποψήφιοι για τις θέσεις που προορίζονται για τα Τμήματα αυτά μπορεί να είναι κάτοχοι οποιασδήποτε από τις ειδικότητες αυτές.»

 

Προκύπτει ότι για την επίδικη θέση προαγωγής απαιτείται τουλάχιστον πενταετής υπηρεσία ως ιατρικός λειτουργός 1ης τάξης, στην ειδικότητα που καθορίζεται κατά τη δημοσίευση της θέσης.  Αμφισβητείται λοιπόν δια των λόγων ακυρώσεως η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας όπως προκύπτει από την έκθεση της ΣΕ, ημερ. 3.12.2010, δυνάμει της οποίας κρίθηκε ότι το ΕΜ πληροί τα προσόντα.  Η ερμηνεία του σχεδίου εμπίπτει στην αρμοδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου, το δε Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ερμηνεία εκτός αν το αποφασίζον όργανο εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του εξουσίας (Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253, Κούνουνα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1179).

 

Προκύπτει από το άρθρο 34, εδάφια (8), (9) και (10), κατωτέρω ότι της τελικής επιλογής προηγείται η προφορική εξέταση των υποψηφίων που συστήθηκαν από τη ΣΕ, ή οποιουδήποτε άλλου υποψηφίου που η ίδια κρίνει:

«(8) Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους οι οποίοι συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και οποιοδήποτε άλλο υποψήφιο που, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, έπρεπε να ήταν στον κατάλογο αυτών που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή:

Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και για τις διαδικασίες πλήρωσης θέσεων που κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) Νόμου (Αρ. 3) του 2005 βρίσκονται σε εξέλιξη.

(9) Στη συvέχεια η Επιτρoπή, αφoύ λάβει δεόvτως υπόψη της τηv έκθεση της Συμβoυλευτικής Επιτρoπής, τo περιεχόμεvo όλωv τωv αιτήσεωv πoυ υπoβλήθηκαv, τo περιεχόμεvo τωv Πρoσωπικώv Φακέλωv και τωv Φακέλωv τωv Ετήσιωv Υπηρεσιακώv Εκθέσεωv όλωv τωv υπoψηφίωv oι oπoίoι είvαι δημόσιoι υπάλληλoι, τις συστάσεις τoυ Πρoϊστάμεvoυ τoυ oικείoυ Τμήματoς και τηv απόδoση τωv υπoψηφίωv κατά τηv πρoφoρική εξέταση, πρoβαίvει στηv επιλoγή τoυ καταλληλότερoυ υπoψηφίoυ:

Νοείται ότι, όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος, στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου:

Νoείται περαιτέρω ότι η Επιτρoπή μπoρεί vα μηv επιλέξει καvέvα από τoυς υπoψηφίoυς, αv κατά τηv κρίση της καvέvας από αυτoύς δεv είvαι κατάλληλoς για διoρισμό ή πρoαγωγή.

(10) Η γεvική εvτύπωση της Συμβoυλευτικής Επιτρoπής και της Επιτρoπής όσo αφoρά τηv απόδoση τωv υπoψηφίωv σε πρoφoρική εξέταση καταγράφεται πάvτoτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτρoπής και αιτιoλoγείται.»

 

Εν πρώτοις θα πρέπει να εξεταστεί αν ο αιτητής έχει συμφέρον για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης εν όψει της πραγματικής κατάστασης που ο ίδιος δια λόγων και έργων, δημιούργησε, αρνούμενος να απαντήσει κατά το στάδιο της προφορικής συνέντευξης, ως υποχρεωτικού σταδίου προβλεπόμενου υπό του άρθρου 34 του Νόμου.  Το συμφέρον ή δικαίωμα του αιτητή προϋποθέτει δυσμενή επηρεασμό του συμφέροντος του, το δε παραδεκτό της προσφυγής, αν η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξης θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον αιτητή, εξετάζεται κατά πάντα χρόνο (Ioakim v. Limassol Municipality (1970) 3 C.L.R. 170, Demetriou a.o. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1853, 1861).  Όχι μόνο η προσφυγή αλλά και οι λόγοι ακυρότητος πρέπει να προβάλλονται μετά εννόμου συμφέροντος ώστε να επιτύχει η νομιμοποίηση του αιτητή και το παραδεκτό της αίτησης.  Είναι ο ίδιος που φέρει το βάρος να αποδείξει τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος ως εκ της ειδικής σχέσης που τον συνδέει με αυτή.  Για να προσβάλει λοιπόν το διορισμό του ΕΜ στην επίδικη θέση όχι μόνο θα πρέπει ο ίδιος να έχει υποβάλει, όπως και υπέβαλε ο αιτητής, αίτηση για την εν λόγω θέση (Georghiou v. C.B.C. (1986) 3 C.L.R. 1679) αλλά απαιτείται και η συμμετοχή του να διέλθει όλων των προνοούμενων, υπό του Νόμου και Κανονισμών, σταδίων.  Η χωρίς καμιά εξήγηση ή αιτιολογία αποχή του αιτητή από τη συνέντευξη ενώπιον της ΕΕΥ, όπως αποφασίστηκε στην Pourgourides (2) v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1443, 1446, του αποστέρησε το έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση που ακολούθησε ώστε να θεωρείται ως ανθυποψήφιος του ΕΜ και η ακύρωση του διορισμού να μην είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι μπορεί να επενεργήσει προς όφελος του, προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Ανάλογης φύσης ζήτημα αντιμετωπίστηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Χριστοδούλου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2458, 2461-2462, ο οποίος και υιοθέτησε το λόγο της   Pourgourides (2) ανωτέρω: 

«Η αιτήτρια, με 205.38 μονάδες, τοποθετήθηκε 12η στον κατάλογο που κατήρτισε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Επειδή, όπως κατέθεσε ενώπιόν μου, δεν της είχε δοθεί ως τότε απάντηση στην ένσταση που υπέβαλε ούτε είχε ένδειξη εάν η ΕΕΥ έκαμε οποιαδήποτε έρευνα, θεώρησε πως είχε υποχρέωση να εξηγήσει την άποψή της και να υπερασπίσει την επαγγελματική της αξιοπρέπεια. Κατέστησε εξ αρχής γνωστή αυτή την πρόθεσή της, δηλώνοντας ταυτόχρονα πως δεν θα απαντούσε σε οποιαδήποτε ερώτηση. Θα ήταν αναξιοπρεπές να απαντήσει σε ερωτήσεις πριν ικανοποιηθεί ότι η ΕΕΥ είχε διάθεση να την ακούσει και να ερευνήσει το θέμα. Αφού δεν της επετράπει να υποβάλει τα παράπονά της εγκατέλειψε την αίθουσα. Δεν θα μπορούσε να δεχθεί ανάσυρσή της από το βάθος του καταλόγου και ενδεχόμενη προαγωγή της λόγω της συνέντευξης. Τέτοια προαγωγή, όπως το έθεσε, θα ήταν χάρη την οποία δεν επιθυμούσε. Η προαγωγή της θα έπρεπε να ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της υπηρεσίας της και γι' αυτό, όπως πρόσθεσε κατά την αντεξέτασή της, θα αποδεχόταν προαγωγή μόνο αν γινόταν δεκτή η ένστασή της στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ο Πρόεδρος της ΕΕΥ απέρριψε το ενδεχόμενο να είχε παρερμηνευθεί η δήλωση της αιτήτριας. Το περιστατικό ήταν μοναδικό και μπορούσε να βεβαιώσει πως το σαφές νόημα της δήλωσης της αιτήτριας ότι δεν θα ελάμβανε μέρος στη διαδικασία, όπως το αντελήφθηκαν όλα τα μέλη της ΕΕΥ και ο ίδιος, αναφερόταν στο σύνολο της διαδικασίας. Ως προς τα παράπονα της αιτήτριας, η συζήτηση ήταν σύντομη. Δεν επέτρεψε στην αιτήτρια να επεκταθεί σε θέματα που αφορούσαν στη σταδιοδρομία της γιατί δεν ήταν της ώρας και δεν ήταν το αρμόδιο σώμα για να τα ακούσει. Ας σημειωθεί ότι η ΕΕΥ είχε ήδη απορρίψει την ένσταση της αιτήτριας στον κατάλογο, σε προηγούμενη συνεδρία της.

Στην υπόθεση Pourgourides (2) v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1443, ο Πρόεδρος Α. Λοΐζου έκρινε ότι υποψήφιος ο οποίος ενώ κλήθηκε από την ΕΕΥ σε συνέντευξη δεν προσήλθε, έπαυσε να είναι υποψήφιος. Ο αιτητής σ' εκείνη την υπόθεση δεν είχε εξηγήσει τη μή προσέλευσή του, δεν είχε ζητήσει εξέταση σε μεταγενέστερο στάδιο και, επομένως, θεωρήθηκε ότι δεν είχε έννομο συμφέρον προσβολής της τελικής απόφασης που λήφθηκε.

Ισχύουν τα ίδια και στην παρούσα περίπτωση. Εδώ μάλιστα η ΕΕΥ βρέθηκε μπροστά σε απερίφραστη δήλωση της αιτήτριας πως δεν θα συμμετείχε στη διαδικασία και πως δεν θα απαντούσε σε ερωτήσεις όχι γιατί αντιμετώπιζε πρακτικά προβλήματα οποιασδήποτε μορφής αλλά γιατί αυτή ήταν η ελεύθερη επιλογή της, όπως ακριβώς εξήγησε και η ίδια με τη μαρτυρία της ενώπιόν μου.

Είναι ορθό πως η ΕΕΥ επιλέγει τους καταλληλότερους από τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο αφού ασκήσει και την εξουσία που της παρέχει το άρθρο 35Β(10)(β) για παροχή πρόσθετων μονάδων. Ασκείται όμως αυτή η εξουσία σε σχέση με εκπαιδευτικούς λειτουργούς που εξακολουθούν να είναι υποψήφιοι. Το συμπέρασμα που προκύπτει από τη μαρτυρία και της ίδιας της αιτήτριας είναι πως η ΕΕΥ ορθά δεν αντιμετώπισε το ενδεχόμενο προσθήκης μονάδων στην αιτήτρια θεωρώντας πως δεν ήταν πλέον υποψήφια. Στην πραγματικότητα η αιτήτρια δεν είχε αφήσει περιθώρια για άλλο χειρισμό και δεν μπορώ να δεχθώ πως, κάτω από τις περιστάσεις, παρεχόταν άλλη δυνατότητα επειδή δεν υπήρξε γραπτή απόσυρση της υποψηφιότητάς της αιτήτριας.

[.]

Στην αγόρευση της αιτήτριας περιλαμβάνεται και επιπρόσθετος ισχυρισμός αναφορικά με το σκεπτικό της απόρριψης της ένστασης της αιτήτριας στον τελικό κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όπως και με τον τρόπο άσκησης της εξουσίας της για παροχή πρόσθετων μονάδων στους υποψηφίους. Η εξέταση τέτοιων ζητημάτων προϋποθέτει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος το οποίο η αιτήτρια, ενόψει των πιο πάνω, στερείται.»

Θεωρώ ότι και στην υπό κρίση αίτηση ο λόγος της Pourgourides (2) και Χριστοδούλου (ανωτέρω) βρίσκει απόλυτη εφαρμογή.  Εδώ ο αιτητής δια της ως άνω συμπεριφοράς του έθεσε εαυτόν εκτός διαδικασίας.  Η δήλωση  επιφύλαξης των δικαιωμάτων του δεν περισώζει τη διαδικασία.  Δεν παρήχετο, θεωρώ, πλέον ούτε στην ΕΔΥ, αλλά ούτε και στο Δικαστήριο, η δυνατότητα σύγκρισης αιτητή και ΕΜ ως προς θεσμοθετημένα κριτήρια εφόσον η εξέταση τους προϋποθέτει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν επιβάλλεται, υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

                                                                             Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

/ΦΚ                                                            


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο