ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D93
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 2120/2013)
17 Φεβρουαρίου, 2016
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ,
Αιτητής,
- KAI -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
__________
A. Μ. Κωνσταντίνου, για τον αιτητή.
Ε. Παπαγεωργίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 27.3.2013, με την οποία προήχθη ο Ανδρέας Πολυδώρου (ΕΜ) στη θέση τελωνειακού λειτουργού Α, Τελωνεία, από 1.5.2013.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) στις 4.12.2012 συνεδρίασε, κατόπιν πρότασης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, για την πλήρωση μιας μόνιμης θέσης τελωνειακού λειτουργού Α, Τελωνεία, και αποφάσισε, επειδή επρόκειτο για θέση προαγωγής, να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης της σε ημερομηνία που θα οριζόταν στην παρουσία του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων.
Κατά τη συνεδρία ημερ. 27.3.2013, κρίθηκαν προάξιμοι 117 υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένου του αιτητή και του ΕΜ. Ακολούθως, ο Διευθυντής Τελωνείων, σύστησε το ΕΜ ως τον πλέον κατάλληλο για προαγωγή: υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι όλων των υπόλοιπων υποψηφίων που δεν συστήνονταν, ως στοιχείο ιδιαίτερης βαρύτητας.
Ακολούθως η ΕΔΥ, λαμβάνοντας υπόψη τα τρία καθιερωμένα κριτήρια, αξία, προσόντα, αρχαιότητα, συνεκτιμώντας τα με τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του ΕΜ, κατέληξε ότι το ΕΜ υπερείχε των άλλων υποψηφίων, επιλέγοντας τον ως τον πλέον κατάλληλο για προαγωγή στην επίδικη θέση από 1.5.2013.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπερτερεί σε προσόντα του ΕΜ: διαθέτει πρόσθετο επαγγελματικό προσόν, είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος, το προσόν είναι άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ισοδυναμεί με το ΕΜ στις ετήσιες εκθέσεις, ενώ το ΕΜ υπερέχει οριακά και μόνο ως προς την αρχαιότητα, η οποία σημειωτέον ανάγεται στην προηγούμενη θέση προ της επίδικης προαγωγής.
Στη βάση των ανωτέρω δεδομένων, ο αιτητής υποστηρίζει ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του ΕΜ συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και είναι πεπλανημένη, ως προς τη σημασία που δόθηκε στην οριακή αρχαιότητα του ΕΜ σε προ-προηγούμενη θέση και με την κατ΄ ισχυρισμόν υπεροχή του σε προσόν επαγγελματικό, ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Ενώ έκρινε το επαγγελματικό προσόν του αιτητή ως άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, του έδωσε περιορισμένη βαρύτητα, κατά παράβαση της ισχύουσας νομολογίας: πρόσθετο προσόν μη απαιτούμενο έχει μεγαλύτερη βαρύτητα, αν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Αντικρούοντας τα ανωτέρω οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν το σύννομο και αιτιολογημένο της σύστασης, όπως προκύπτει και υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων και τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης.
Ο τρόπος αξιολόγησης πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής ώστε να σταθμίσει κατά περίπτωση τη σημασία του αποφεύγοντας τα δύο άκρα, να του δώσει υπερβολική βαρύτητα στο σημείο που να αποδώσει έκδηλη υπεροχή ή και να το θεωρήσει εντελώς οριακό ωσάν αυτό να μην είχε οποιαδήποτε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, 395).
Ο Διευθυντής έδωσε στο πρόσθετο επαγγελματικό προσόν του αιτητή «ανάλογη βαρύτητα», φράση η οποία αποδίδει νομίμως και την εκτίμηση του Διευθυντή και μάλιστα κατά τρόπο που δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της λογικής αποτίμησης των προσόντων των υποψηφίων. Η φράση «ανάλογη βαρύτητα» με την οποία αιτιολόγησε το διοικητικό όργανο την απόφαση του καταδεικνύει και την εκτίμηση του ως προς τη σημασία του πρόσθετου και μη απαιτούμενου προσόντος. Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, στη σ. 647:
«Όσον αφορά την κατοχή του ΜΒΑ, ως πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος, έχει κριθεί από τη νομολογία ότι ο τρόπος αξιολόγησης αυτού εναπόκειται στην αρμοδία αρχή, δηλαδή, στο διοικητικό όργανο, να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία του, αποφεύγοντας δύο άκρα: Να μην δοθεί στο πρόσθετο αυτό προσόν υπερβολική βαρύτητα που να πλησιάζει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής, ούτε από την άλλη να θεωρηθεί ως εντελώς οριακό ως εάν το πρόσθετο προσόν δεν είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. - ανωτέρω - και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Ορθά, στα πιο πάνω πλαίσια, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Ε.Δ.Υ. προέβη σε ειδική μνεία του προσόντος ΜΒΑ το οποίο συνεκτίμησε «.. με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αποδίδοντας σ' αυτό την ανάλογη βαρύτητα.». Πρόκειται για κρίση εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. που δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της λογικής αποτίμησης των προσόντων. (Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186). Να σημειωθεί ότι οι λέξεις «δέουσα βαρύτητα» ή «ανάλογη βαρύτητα», είναι φράσεις που χρησιμοποιούνται από το διοικητικό όργανο και αποδίδουν την εκτίμηση του διοικητικού οργάνου σε ό,τι αφορά τη σημασία του πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος. Τέτοια φράση είχε, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιηθεί και στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (ανωτέρω).
Η επίκληση του συνηγόρου του αιτητή της Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 376/2011, 17.7.2012, ως όμοιας ως προς τα γεγονότα με την υπό κρίση, όπου εκεί ακυρώθηκε η απόφαση της ΕΔΥ για προαγωγή του εκεί ΕΜ σε ίδια με την παρούσα θέση λόγω πλάνης του Διευθυντή και της ΕΔΥ, ως προς την αρχαιότητα του ΕΜ και το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας, μη απαιτούμενο ως τέτοιο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, δεν δίνει έρεισμα στην υπό κρίση. Παρατηρώ ότι τα γεγονότα της υπόθεσης Δημητρίου διαφοροποιούνται σε ένα βαθμό με την παρούσα, ειδικά ως προς την προσέγγιση του πρόσθετου προσόντος από την ΕΔΥ, η οποία φραστικά και μόνο αναφέρθηκε στο πρόσθετο προσόν, χωρίς όμως να το σταθμίσει, σε αντίθεση με την υπό κρίση, όπου του αποδόθηκε η «ανάλογη βαρύτητα».
Προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι ο Διευθυντής, προτού προβεί στη σύσταση, έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον του στοιχεία των υποψηφίων αναφορικά με την αξία, προσόντα και αρχαιότητα, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη ότι στην αξία υπερέχει ή δεν υστερεί το ΕΜ έναντι όλων των άλλων υποψηφίων που δεν συστήθηκαν. Όπως και ότι υπάρχει ισοβαθμία στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων δέκα χρόνων μεταξύ αιτητή και ΕΜ: το ΕΜ υπερέχει στην αρχαιότητα, στην προ-προηγούμενη της επίδικης θέσης κατά 3 ½ χρόνια. Αρχαιότητα υπολογίσιμη και αποδεκτή σύμφωνα με το άρθρο 49(2) του Ν. 1/1990 πλην όμως απομακρυσμένη και συνεπώς μικρής σημασίας (Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, 62). Αναφορικά με τα προσόντα επεσήμανε ότι ο αιτητής είναι κάτοχος πρόσθετου επαγγελματικού προσόντος σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης και του έδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Εν όψει των ανωτέρω δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε σύγκρουση της σύστασης με τα στοιχεία των φακέλων, ή πλάνη ως προς την αρχαιότητα του ΕΜ και το πρόσθετο επαγγελματικό προσόν του αιτητή, στο οποίο αποδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.
Το διοικητικό όργανο μορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του και εφόσον αυτή είναι εύλογη, δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, όπως συμβαίνει και στην παρούσα περίπτωση δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο, Παναγή (ανωτέρω), σ. 648:
«Εκείνο που εν τέλει παραγνώρισε ο εφεσείων κατά την ανάπτυξη των θέσεών του, είναι ότι το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του. Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων. Όπως υποδείχθηκε στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275, δεν μπορεί να προκαθοριστεί η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης ώστε οποιοδήποτε από αυτά να έχει και ορισμένη σημασία. Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει, καθώς υποδείχθηκε και στην Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον.
Η ΕΔΥ στη βάση των ενώπιον της δεδομένων εξήσκησε τη διακριτική της ευχέρεια επιλέγοντας τον καταλληλότερο υποψήφιο, κρίση που ασκήθηκε νόμιμα και εντός των ορίων της λογικής αποτίμησης τόσο της αρχαιότητας όσο και των προσόντων των διαδίκων και τούτο λαμβανομένου υπόψη, ότι το ΕΜ είχε και υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή.
Η προσφυγή για τους λόγους που έχω διατυπώσει ανωτέρω αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν επιβάλλεται, υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ