ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σταματίου, Κατερίνα Γ. Ζ. Γεωργίου με E. Λοϊζίδου, για την Αιτήτρια. Ε. Γαβριήλ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-01-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο FEREOS LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 778/2011, 28/1/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D48

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 778/2011)

 

28 Ιανουαρίου, 2016

 

[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

FEREOS LTD,

 

Αιτήτρια,

 

-ΚΑΙ-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.     ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

 

Καθ΄ων η Aίτηση.

- - - - - -

 

Γ. Ζ. Γεωργίου με E. Λοϊζίδου, για την Αιτήτρια.

 

Ε. Γαβριήλ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ζητείται η ακύρωση της πράξης ή/και απόφασης των καθ΄ων η αίτηση, η οποία περιλαμβάνεται στην επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, ημερομηνίας 6.4.2011, η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές στις 15.4.2011 και με την οποία ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων αποφάσισε να επιβάλει φόρους κατανάλωσης και φόρο προστιθέμενης αξίας συνολικού ποσού €193.138,00, καθώς και χρηματική επιβάρυνση €19.314,00, πλέον 5,35% τόκο επί του ως άνω καταβλητέου ποσού, συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο μέχρι τις 31.12.2010 και 5,00% από την 1.1.2011 μέχρι την ημερομηνία πληρωμής, είναι άκυρη και στερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

 

Στις 10.12.2010 δημοσιεύτηκε και τέθηκε σε ισχύ ο περί Φόρων Κατανάλωσης (Τροποποιητικός) (Αρ.3) Νόμος του 2010 (Ν.119(Ι)/2010), με τον οποίο αυξήθηκε ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα καπνικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων και στα τσιγάρα. Ο ΕΦΚ, με βάση τον τροποποιητικό νόμο, διαρθρώθηκε σε €0,80 τα 20 τσιγάρα (πάγιο στοιχείο) και 40% επί της ανώτερης τιμής λιανικής πώλησης (αναλογικό στοιχείο).

 

Στις 13.12.2010 το Τμήμα Τελωνείων απέστειλε επιστολές προς τους εισαγωγείς και κατασκευαστές τσιγάρων, μεταξύ των οποίων και στους αιτητές, με τις οποίες τους ενημέρωνε για τη θέσπιση του πιο πάνω τροποποιητικού Νόμου και, ταυτόχρονα, τους καλούσε όπως δηλώσουν άμεσα στο Τμήμα Τελωνείων, την ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης στην οποία θα διέθεταν στη Δημοκρατία τα τσιγάρα που εμπορεύονται.

 

Στις 17.12.2010 η Fereos Group of Companies ανταποκρίθηκε και απέστειλε τρεις επιστολές, με τις οποίες τους πληροφορούσε για τις νέες αυξημένες ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης 27 ειδών τσιγάρων (πρώτη επιστολή), ότι η ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης 10 ειδών τσιγάρων θα παρέμενε η ίδια (δεύτερη επιστολή) και ότι σταμάτησε η ανάλωση στην Κυπριακή αγορά 6 ειδών τσιγάρων (τρίτη επιστολή). Αυθημερόν, το Τμήμα Τελωνείων απάντησε στις πιο πάνω επιστολές, πληροφορώντας τους, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

«Συναφώς πληροφορείστε ότι με βάση τις διατάξεις του άρθρου 85 εδάφια (1) και (2), των περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμων του 2004 έως (Αρ.3) του 2010, από τις 17 Δεκεμβρίου 2010 τα υπό αναφορά τσιγάρα θα τίθενται σε ανάλωση στην Κυπριακή Δημοκρατία στις πιο πάνω αναφερόμενες ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης.

 

Περαιτέρω πληροφορείστε ότι με βάση την επιφύλαξη του Τρίτου Παραρτήματος των περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμων του 2004 έως (Αρ.3) του 2010, ανεξάρτητα από την ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων, θα εισπράττεται ελάχιστος ειδικός φόρος κατανάλωσης ίσος προς €2,20 τα 20 τσιγάρα.»

 

Ενόψει της αύξησης του ΕΦΚ, το Τμήμα Τελωνείων, στα πλαίσια των προσπαθειών του για εντοπισμό πιθανών κρουσμάτων φοροδιαφυγής και παρεμπόδισης της αισχροκέρδιας εις βάρος των καταναλωτών, πραγματοποίησε έρευνα, με σκοπό τον εντοπισμό των ποσοτήτων που είχαν τεθεί σε ανάλωση, από μεγάλους κυρίως εισαγωγείς τσιγάρων, πριν από την αύξηση του ΕΦΚ στις 10.12.2010 και παρέμειναν αδιάθετες στα υποστατικά τους.

 

Σε σημείωμα της Αργυρούλας Δημητριάδου, Τελωνειακού Λειτουργού Α', ημερομηνίας 21.12.2010, σημειώνεται ότι, με βάση την κατάσταση που είχε ετοιμαστεί από τον τομέα μηχανογράφησης του Αρχιτελωνείου, προκύπτει ότι κατά την περίοδο μεταξύ 1.12.2010 μέχρι 9.12.2010, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου χρόνου, η εταιρεία Fereos είχε εκτελωνίσει τριπλάσια σχεδόν ποσότητα τσιγάρων. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι, κατά την άποψή της, έχουν εκτελωνιστεί αδικαιολόγητα μεγαλύτερες από τις συνηθισμένες ποσότητες τσιγάρων και, επικαλούμενη τις πρόνοιες των άρθρων 82(2)(α), 82(4) και 85(1) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι)/2004, επισημαίνει ότι «αν εξακριβωθεί ότι οι εταιρείες που εμπορεύονται τσιγάρα έχουν διαθέσει τσιγάρα τα οποία έχουν εκτελωνίσει με βάση τις παλιές τιμές και τον προηγούμενο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στους λιανοπωλητές τους στη νέα αυξημένη τιμή, το Τμήμα Τελωνείων μπορεί να ζητήσει τη διαφορά του φόρου κατανάλωσης που προκύπτει.»

 

Στις 14.1.2011 έγινε επίσκεψη ελέγχου από τον Τομέα Μετελέγχου του Τελωνείου Λευκωσίας στα υποστατικά της αιτήτριας, όπου η υπεύθυνη των παραγγελιών της εταιρείας ανέφερε ότι όλα τα τσιγάρα, ανεξαρτήτως ημερομηνίας τελωνισμού, πωλούνται με τις νέες τιμές ανώτερης τιμής λιανικής πώλησης, όπως διαμορφώθηκαν μετά τις 17.12.2010.

 

Ακολούθησαν και άλλες επισκέψεις στα υποστατικά της αιτήτριας, λήφθηκαν τεκμήρια και, επίσης, πραγματοποιήθηκε παγκύπρια έρευνα για στοιχειοθέτηση της θέσης ότι η αιτήτρια και ακόμη ένας μεγάλος εισαγωγέας καπνικών προϊόντων αύξησαν τις τιμές λιανικής πώλησης των τσιγάρων τους, ενώ είχαν μεγάλα αποθέματα, τα οποία εκτελώνισαν πριν την 10.12.2010, ημερομηνία κατά την οποία αυξήθηκαν οι συντελεστές του ΕΦΚ.

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω έρευνας, το Τμήμα Τελωνείων κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

α) Η αιτήτρια σκοπίμως προχώρησε μεταξύ 1.12.2010 και 9.12.2010 σε τελωνισμό μεγάλων ποσοτήτων τσιγάρων,

 

β) Επικαλούμενη την αύξηση της φορολογίας από 10.12.2010, αύξησε από 17.12.2010 τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης των προϊόντων της, εφαρμόζοντας όμως τις νέες αυξημένες τιμές στις πωλήσεις των αποθεμάτων τσιγάρων που είχαν ήδη τεθεί σε ανάλωση πριν από τις 10.12.2010, για τα οποία καταβλήθηκε χαμηλότερη φορολογία, αφού οι επιβληθέντες σε αυτά ΕΦΚ και ΦΠΑ υπολογίστηκαν σε χαμηλότερες τιμές λιανικής πώλησης.

 

γ) Με τις πιο πάνω ενέργειές της ουσιαστικά διαφοροποίησε τις ήδη δηλωθείσες ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης των εν λόγω αποθεμάτων, οι οποίες εκ των υστέρων αποδείχθηκαν αναληθείς, σε σχέση με τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης που η ίδια εταιρεία δήλωσε στο Τελωνείο στις σχετικές διασαφήσεις τελωνισμού για τα ίδια αποθέματα πριν από τις 10.12.2010 και που λήφθηκαν υπόψη για σκοπούς επιβολής του αναλογούντος ΕΦΚ στα αποθέματα αυτά.

 

δ) Δεν έχει καταβάλει πλήρως τους αναλογούντες στα εν λόγω αποθέματα ΕΦΚ και ΦΠΑ.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, αποφασίστηκε όπως το Τμήμα Τελωνείων αποστείλει στην αιτήτρια εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής, η οποία να καλύπτει όλες τις ποσότητες τσιγάρων που τελωνίστηκαν με δήλωση τις παλιές τιμές λιανικής πώλησης που ίσχυαν πριν την αύξηση της φορολογίας και οι οποίες πωλήθηκαν με νέες αυξημένες τιμές λιανικής πώλησης. Η βάση αξίας επί της οποίας υπολογίστηκαν οι διαφυγόντες ΕΦΚ είναι η διαφορά της νέας αυξημένης τιμής λιανικής πώλησης μείον την παλιά τιμή λιανικής πώλησης που ίσχυε πριν την αύξηση της σχετικής φορολογίας και η οποία δηλώθηκε στις διασαφήσεις τελωνισμού. Ως συντελεστής φορολόγησης τέθηκε αυτός που ίσχυε κατά το χρόνο τελωνισμού των τσιγάρων, δηλαδή 44.5%. Στις 6.4.2011 απεστάλη στην αιτήτρια η εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 110/11, η οποία αποτελεί την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή πράξη.

 

Η νομιμότητα της πιο πάνω διοικητικής πράξης αμφισβητείται για τους ακόλουθους λόγους: α) Παραβίαση ρητών διατάξεων νομοθετικών προνοιών, β) Μη διεξαγωγή δέουσας και επαρκούς έρευνας σε συνάρτηση με πλάνη περί τα πράγματα, γ) Παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης σε συνάρτηση με την παράβαση της καλής πίστης, δ) Κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας και ε) Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

 

Παραβίαση ρητών διατάξεων νομοθετικών προνοιών.

 

Αποτελεί θέση της αιτήτριας ότι το Τμήμα Τελωνείων παρερμήνευσε τα άρθρα 82(2)(α), 82(4) και 85(1) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, Ν.91(Ι)/2004, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.119(Ι)/2010. Ο συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε, συναφώς, ότι δεν παρέχεται καμία εξουσία στους καθ΄ων η αίτηση, αλλά ούτε οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη τους παρέχει εξουσία να επιβάλουν ξανά φορολογία σε εκτελωνισμένα τσιγάρα για τα οποία οι αιτητές έχουν ήδη πληρώσει το φόρο που έπρεπε.

 

Από την άλλη, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι η νομοθεσία που εφαρμόζεται κατά τον ουσιώδη χρόνο είναι οι περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμοι του 2004 έως (Αρ.2) του 2010, όπως αυτοί ίσχυαν μέχρι τις 9.12.2010, προτού δηλαδή τεθεί σε εφαρμογή ο περί Φόρων Κατανάλωσης (Τροποποιητικός) (Αρ.3) Νόμος του 2010, Ν.119(Ι)/2010.

 

Σύμφωνα με τις θέσεις που προωθούνται από τους καθ΄ων η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση, η ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης προς τους καταναλωτές καθορίζεται ελεύθερα από τον εισαγωγέα, πριν από τη σκοπούμενη μεταβολή της τιμής των προϊόντων του. Η δε τιμή που δηλώνεται είναι καθοριστικής σημασίας, καθότι η δήλωση αυτή αποτελεί τη βάση για σκοπούς υπολογισμού του αναλογικού στοιχείου του ΕΦΚ. Οι τιμές αυτές, σύμφωνα με την εισήγηση,  δεν μπορεί να είναι χαμηλότερες από τις τιμές που ο ίδιος ο εισαγωγέας καθορίζει να πωλούνται στους καταναλωτές. Οι καθ΄ων η αίτηση, επέβαλαν τη φορολογία που ίσχυε μέχρι τις 9.12.2010 στα αποθέματα που τέθηκαν σε ανάλωση μέχρι τις 9.12.2010 και παρέμειναν αδιάθετα στα υποστατικά των αιτητών κατά τις 17.12.2010, υπολογίζοντας το ποσοστό αυτό στη διαφορά μεταξύ των τιμών λιανικής πώλησης που είχαν δηλωθεί από τους αιτητές στις διασαφήσεις τελωνισμού των εν λόγω αποθεμάτων και των νέων αυξημένων τιμών λιανικής πώλησης που οι αιτητές κοινοποίησαν στο Διευθυντή Τελωνείων στις 17.12.2010.

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Οι αιτητές έχουν εκτελωνίσει μεγάλες ποσότητες τσιγάρων και έχουν καταβάλει τον ΕΦΚ, σύμφωνα με τον  περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο, Ν.91(Ι)/2004. Αυτό που προέκυψε από την έρευνα που διεξήχθη από το Τμήμα Τελωνείων είναι ότι παρέμειναν αποθέματα από τα τσιγάρα που είχαν εκτελωνιστεί και είχε καταβληθεί ο ΕΦΚ, τα οποία πωλήθηκαν μετά τις 17.12.2010, όταν τέθηκε σε ισχύ ο περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμος, Ν.119(Ι)/2010, και είχαν καθοριστεί από τους αιτητές νέες ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι καθ΄ων η αίτηση είχαν το δικαίωμα, με βάση τη νομοθεσία, να προβούν σε εκ των υστέρων βεβαίωση του Φόρου Κατανάλωσης, στη βάση αυτών των γεγονότων.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 5(1)(α) του Νόμου, ο Φόρος Κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο θέσης σε ανάλωση των προϊόντων. Και ως θέση σε ανάλωση προϊόντων που υπόκεινται σε Φόρους Κατανάλωσης, θεωρείται η έξοδος από καθεστώς αναστολής, συμπεριλαμβανομένης της παράτυπης εξόδου στο εσωτερικό της Δημοκρατίας των εναρμονισμένων προϊόντων.

 

Το άρθρο 82(2)(α) του Ν.91(Ι)/2004, που ίσχυε κατά το χρόνο επιβολής της φορολογίας, προνοεί ότι ο ΕΦΚ των τσιγάρων «καθορίζεται σε ποσοστό επί της πλέον ζητούμενης τιμής λιανικής πώλησής τους, το οποίο διαρθρώνεται σε ένα πάγιο στοιχείο και σε ένα αναλογικό στοιχείο, σύμφωνα με τους συντελεστές που εκτίθενται στο Τρίτο Παράρτημα.» Το άρθρο 82(4) του ιδίου Νόμου καθορίζει, για σκοπούς του εν λόγω άρθρου, την τιμή λιανικής πώλησης ως την ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης προς τους καταναλωτές, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και επιβαλλόμενοι τελωνειακοί δασμοί, ειδικοί φόροι κατανάλωσης και ΦΠΑ. Το άρθρο 85(1) του ιδίου Νόμου προνοεί ότι οι ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης των βιομηχανοποιημένων καπνών που προορίζονται να τεθούν σε ανάλωση στη Δημοκρατία, καθορίζονται ελεύθερα από τους καπνοβιομηχάνους ή κατά περίπτωση τους αντιπροσώπους ή εντολοδόχους τους στη Δημοκρατία ή από τους εισαγωγείς από τρίτες χώρες.

 

Στη βάση των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών είχε καθοριστεί και καταβληθεί από τους αιτητές ο ΕΦΚ. Η εκ των υστέρων βεβαίωση του Φόρου Κατανάλωσης προνοείται από το άρθρο 20[1] του ιδίου Νόμου. Σημειώνεται ότι στη διατύπωση φορολογικών νόμων πρέπει να δίδεται αυστηρή ερμηνεία, με την έννοια ότι δεν υπάρχει περιθώριο αναζήτησης κάποιας πρόθεσης και πρέπει να δίδεται σημασία στη σαφή έννοια των λέξεων. Όταν το κράτος διεκδικεί κάποιο φόρο κάτω από ένα Νόμο είναι το ίδιο που πρέπει να αποδείξει ότι ο φόρος επιβάλλεται από σαφείς και απερίφραστες λέξεις και εκεί όπου η διατύπωση ενός Νόμου δημιουργεί αμφιβολίες πρέπει να ερμηνεύεται υπέρ του φορολογούμενου, όσο και αν φαίνεται ότι εμπίπτει μέσα στο πνεύμα του Νόμου (βλ. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του Α.Ν. Λοϊζου, σελ. 162).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, κατά το χρόνο επιβολής και καταβολής της φορολογίας, ίσχυαν οι τιμές λιανικής πώλησης των τσιγάρων που δηλώθηκαν στις σχετικές διασαφήσεις τελωνισμού. H διαφοροποίηση επήλθε με την τροποποίηση που επέφερε ο Ν.119(Ι)/2010. Σημειώνεται ότι ο Νόμος αυτός, ως φορολογικός, δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ. Από τη στιγμή που η Διοίκηση ζήτησε να καθοριστούν εκ νέου οι τιμές για σκοπούς των τροποποιήσεων που επέφερε η νομοθεσία, χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση ότι οι νέες τιμές θα ισχύουν μόνο για τα εμπορεύματα που θα τίθενται σε ανάλωση από εκείνη την ημερομηνία, δεν μπορεί να επιβάλει εκ των υστέρων φορολογία, η οποία να ανάγεται σε προγενέστερο χρόνο όπου ίσχυαν διαφορετικές τιμές και φορολογίες. Συνεπώς, η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20 και δικαιολογούν την εκ των υστέρων βεβαίωση του Φόρου Κατανάλωσης. Ούτε θεωρώ ότι υφίσταται στον εν λόγω Νόμο οποιαδήποτε άλλη πρόνοια, η οποία να δικαιολογεί την εκ των υστέρων βεβαίωση του Φόρου Κατανάλωσης. Ενδεχόμενα οι αιτητές να έχουν επωφεληθεί από την τροποποίηση του σχετικού Νόμου, με δεδομένο ότι είχαν αποθέματα τσιγάρων που εισήχθησαν με βάση το προηγούμενο φορολογικό καθεστώς, είχε καταβληθεί ο ΕΦΚ και πωλήθηκαν στις νέες ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης. Βέβαια, επισημαίνεται ότι οι αιτητές προέβαιναν σε χονδρική πώληση των τσιγάρων και δεν εξετάζω τους ισχυρισμούς τους ότι οι τιμές αυτές δεν υπερέβαιναν τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης που ίσχυαν πριν την τροποποίηση της νομοθεσίας. Θεωρώ, όμως ότι, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν δικαιολογείται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία η εκ των υστέρων βεβαίωση άλλης τελωνειακής οφειλής, όπως έπραξαν οι καθ΄ων η αίτηση, με την επίδικη υπ΄ αριθμό 110/11 βεβαίωση.

 

Κατά το χρόνο που υπεβλήθησαν οι διασαφήσεις και καταβλήθηκε ο φόρος, δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση του Νόμου, ως ίσχυε τότε, από τους αιτητές. Στην τροποποίηση του Νόμου, που έγινε με τον Ν.119(Ι)/2010, δεν υπήρξε πρόνοια ως προς τα αποθέματα τσιγάρων για τα οποία καταβλήθηκε ο φόρος με βάση τις πρόνοιες του προηγούμενου Νόμου, τα οποία δεν είχαν διατεθεί στην αγορά, ώστε να δικαιολογείται ενδεχομένως η εκ των υστέρων επιβολή φορολογίας στη βάση της νέας ανώτερης τιμής λιανικής πώλησης των τσιγάρων. Ως εκ των ανωτέρω, θεωρώ ότι δεν υπάρχει ανάλογη νομοθετική κάλυψη για την εκ των υστέρων επιβολή της φορολογίας.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μου, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ακύρωσης.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα, πλέον ΦΠΑ. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                                                  Κ. Σταματίου,

                                                                            Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 

 



[1] 20.(1) Επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί, αρνείται ή παραλείπει να υποβάλει τη διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου κατανάλωσης ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να το γνωστοποιήσει στο πρόσωπο αυτό.

 

(2) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί, αρνείται ή παραλείπει να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και λόγω της αμέλειας ή άρνησης ή της παράλειψης του προκύπτει ποσό οφειλόμενο τότε ο Διευθυντής δύναται ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του να βεβαιώσει το οφειλόμενο ποσό.

 

(3) Σε περίπτωση που λόγω υποβολής στο Τελωνείο από οποιοδήποτε πρόσωπο οποιασδήποτε δήλωσης ή γνωστοποίησης ή πιστοποιητικού ή οποιασδήποτε άλλης φύσης εγγράφου, δεν καταβλήθηκε το πλήρες ποσό που οφείλετο, με βάση τον παρόντα Νόμο, ή επιστράφηκε ή παραχωρήθηκε έκπτωση ή αποδόθηκε ποσό μεγαλύτερο εκείνου που σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο προβλέπετο το οφειλόμενο ποσό ή το ποσό που επιστράφηκε αχρεώστητα ή που παραχωρήθηκε ως έκπτωση, βεβαιώνεται και κοινοποιείται στο πρόσωπο αυτό.

 

(4) Όταν οποιοδήποτε ποσό έχει βεβαιωθεί και κοινοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο σύμφωνα με τα πιο πάνω εδάφια, τότε το ποσό της βεβαίωσης θεωρείται, χωρίς να θίγονται οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, ως ποσό οφειλόμενο από το πρόσωπο αυτό και δύναται να ανακτηθεί ανάλογα, εκτός αν αποσυρθεί η σχετική βεβαίωση ή αναθεωρηθεί το σχετικό ποσό.

 

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οποιαδήποτε κοινοποίηση σε προσωπικό αντιπρόσωπο, διαχειριστή πτώχευσης, παραλήπτη, διαχειριστή, εκκαθαριστή ή σε πρόσωπο που ενεργεί με οποιαδήποτε άλλη παρόμοια ιδιότητα, θεωρείται ως κοινοποίηση στο πρόσωπο σε σχέση με το οποίο ενεργεί τοιουτοτρόπως.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο