ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D41
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 2005/2012
27 Ιανουαρίου, 2016
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 9, 28, 35 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΤΟΥ
ΠΕΤΡΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
Aιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
----------------------
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Τατιάνα Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας (για να ακούσει απόφαση), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο αιτητής με αίτηση του που παραλήφθηκε στις 20.3.2012 αιτήθηκε για το Σχέδιο Παροχής Επιδόματος Βαριάς Κινητικής Αναπηρίας (εφεξής «το Σχέδιο»), επισυνάπτοντας συνοδευτικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων και ιατρική βεβαίωση, σύμφωνα με την οποία υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία και δεξιά ημιπληγία, με αποτέλεσμα να παραμένει καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο και να είναι πλήρως εξαρτώμενο άτομο.
Οι παράγραφοι 2 και 7 του εν λόγω Σχεδίου που εφαρμόζει το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προνοούν τα εξής:
«2. Το επίδομα θα καταβάλλεται σε κάθε άτομο πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας ή Ευρωπαίο πολίτη, που είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου, ο οποίος έχει ανάγκη συνεχούς και μόνιμης χρήσης αναπηρικού τροχοκαθίσματος για τη διακίνηση του:
Λόγω παράλυσης και στα δύο άκρα, η οποία παράλυση είναι αποτέλεσμα κάκωσης ή άλλης πάθησης του νωτιαίου μυελού του εγκεφάλου, των περιφερειακών νεύρων ή των μυών
ή
Λόγω ακρωτηριασμού και των δύο άκρων
ή
λόγω σοβαρής παραμόρφωσης ή σοβαρής ατέλειας των δύο κάτω άκρων.
[..]
7. Από τη λήψη του επιδόματος εξαιρούνται:
· Παιδιά κάτω των 12 χρόνων
· Άτομα άνω των 65 χρόνων εκτός αν έγιναν δικαιούχοι του επιδόματος προτού συμπληρώσουν την πιο πάνω ηλικία. Από την πρόνοια αυτή δεν επηρεάζονται άτομα που υπερβαίνουν την πιο πάνω ηλικία και ήταν λήπτες του επιδόματος Παραπληγικών/Τετραπληγικών πριν από την εισαγωγή του παρόντος Σχεδίου.»
Στις 22.3.2012 στάλθηκε στον αιτητή απορριπτική απάντηση, επειδή ο αιτητής ήταν άνω των 65 ετών. Ο αιτητής δεν άσκησε προσφυγή εναντίον της απόφασης αυτής. Ακολούθως, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης, ο αιτητής αξιολογήθηκε στις 31.5.2012 από το αρμόδιο Ιατροσυμβούλιο και εγκρίθηκε για το Επίδομα Φροντίδας για Άτομα με Παραπληγία, ανεξαρτήτως εισοδημάτων και ηλικίας. Ως εκ τούτου, καταβάλλονται στον αιτητή €350 μηνιαίως από 9.3.2012, ημερομηνία παραλαβής της σχετικής αίτησης του από τους καθ΄ ων η αίτηση.
Τον Ιούλιο του 2012, ο υιός του αιτητή, κ. Πέτρος Μιχαηλίδης, έστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στο Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης, με το οποίο ζητούσε να αφαιρεθεί οποιοσδήποτε περιορισμός ηλικίας από το Σχέδιο. Λειτουργός του Τμήματος με επιστολή ημερομηνίας 17.7.2012 ενημέρωσε τον υιό του αιτητή ότι το Tμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες ιδρύθηκε από το 2009 και ανέλαβε την εφαρμογή του Σχεδίου από την Υπηρεσία για την Φροντίδα και Αποκατάσταση Ατόμων με Αναπηρίες το οποίο λειτουργούσε ως Tμήμα του Yπουργείου Εργασίας μέχρι το 2009. Ανέφερε επίσης ότι αναγνώριζε την ανάγκη τροποποίησης ορισμένων κριτηρίων του Σχεδίου, συμπεριλαμβανομένου του ηλικιακού περιορισμού, ωστόσο τα δυσμενή οικονομικά δεδομένα κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν επέτρεπαν τον άμεσο εκσυγχρονισμό του Σχεδίου.
Στις 4.11.2012 στάλθηκε επιστολή στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής «η Υπουργός»), με την οποία ο υιός του αιτητή πρόβαλε την ένσταση του σχετικά με τον περιορισμό ηλικίας του Σχεδίου. Στην εν λόγω επιστολή του, παρέπεμψε παράλληλα στο παράπονο του προς την Επίτροπο Διοικήσεως και την απάντηση της, σύμφωνα με την οποία η συνάρτηση της εφαρμογής του Σχεδίου με ηλικιακά κριτήρια συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας, όπως είχε διατυπωθεί σε έκθεση της Αρχής Ισότητας ημερομηνίας 10.11.2008. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια την καταληκτική παράγραφο της απάντησης της Επιτρόπου:
«Πράγματι όμως, με την πρόσφατη ανάθεση στην Επίτροπο Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, των αρμοδιοτήτων του Ανεξάρτητου Μηχανισμού για την προώθηση, προστασία και παρακολούθηση της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, η ασυμβατότητα του Σχεδίου με την αρχή της μη διάκρισης λόγω ηλικίας, μας απασχολεί και θα συνεχίσει να μας απασχολεί. Για το σκοπό αυτό, σας διαβεβαιώνω ότι το θέμα θα παρακολουθείται στενά και θα τεθεί εκ νέου στο ΤΚΕΑΑ στα πλαίσια των νέων αρμοδιοτήτων μου, με τη βελτίωση των δημοσιοοικονομικών δεδομένων.»
Η απάντηση της Υπουργού με επιστολή ημερομηνίας 22.11.2012, η οποία είναι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή πράξη, έχει ως εξής:
«2. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου Παροχής Επιδόματος Βαριάς Κινητικής Αναπηρίας, το εν λόγω επίδομα παρέχεται σε άτομα ηλικίας άνω των 12 και κάτω των 65 ετών, με σοβαρές κινητικές δυσκολίες, που έχουν ανάγκη συνεχούς και μόνιμης χρήσης αναπηρικού τροχοκαθίσματος για τη διακίνηση τους.
3. Η αίτηση του πατέρα σας με βάση το συγκεκριμένο σχέδιο, απορρίφθηκε λόγω της ηλικίας του.
4. Όπως έχετε πρόσφατα πληροφορηθεί τόσο από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες μέσω ηλεκτρονικής επικοινωνίας, όσο και από την Επίτροπο Διοικήσεως (επιστολή της προς εσάς με αρ. Α.Κ.Ι. 60/2012, ημερ. 26.10.12), το Τμήμα αναγνωρίζει την ανάγκη για εκσυγχρονισμό αυτού του Σχεδίου, συμπεριλαμβανομένου και του κριτηρίου που αφορά την ηλικία. Εντούτοις, λόγω των οικονομικών περιορισμών, αυτό δεν είναι δυνατό.
5. Κατ΄ επέκταση, μέχρι να επιτευχθεί ο εκσυγχρονισμός του Σχεδίου του Επιδόματος Βαριάς Κινητικής Αναπηρίας, είμαστε υποχρεωμένοι να εφαρμόζουμε το Σχέδιο ως έχει. Επομένως, το αίτημά σας για έγκριση της αίτησης του πατέρα σας για παροχή του συγκεκριμένου επιδόματος, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, αφού ο αιτητής δεν εμπίπτει στον ορισμό του δικαιούχου, ως έχει σήμερα.»
Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση, ότι η απόφαση της Υπουργού δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πληροφοριακού περιεχομένου. Σύμφωνα με την παράγραφο 9 του Σχεδίου η εξέταση των αιτήσεων γίνεται από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες, χωρίς να προβλέπεται δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής και χωρίς να παρέχεται δικαίωμα στην Υπουργό ως ιεραρχικά προϊστάμενη, στην απουσία ρητής νομοθετικής διάταξης, να ασκήσει αρμοδιότητα που ειδικά ανατέθηκε σε ορισμένο όργανο. Συνεπώς, υποστηρίζουν, ο αιτητής όφειλε να στραφεί με προσφυγή εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 22.3.2012. με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης, στα πλαίσια της οποίας θα μπορούσε να εγείρει τα όποια θέματα αντισυνταγματικότητας. Τα όσα υιοθέτησε ο υιός του αιτητή από την γνωμάτευση της Επιτρόπου Διοικήσεως και πρόβαλε στην επιστολή του για να στηρίξει το αίτημα επανεξέτασης, δεν αποτελούσαν «νέα στοιχεία» που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν νέα έρευνα και έκδοση νέας απόφασης επί του θέματος, διότι ήταν ήδη γνωστά στους καθ' ων η αίτηση μέσω αλληλογραφίας, όπως η ίδια η Επίτροπος Διοικήσεως παραδέχεται.
Αντίθετη είναι η θέση του αιτητή, ο οποίος υποστηρίζει ότι πρόκειται για απόφαση της Υπουργού, κατόπιν νέου αιτήματος του οποίου επιλήφθηκε αρμοδίως, στα πλαίσια ιεραρχικού ελέγχου, δυνάμει ενδικοφανούς προσφυγής και/ή ένστασης στα πλαίσια του άρθρου 33 του Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99 (ως δικαίωμα αναφοράς). Εξάλλου, η απόφαση της Υπουργού προέκυψε μετά την υποβολή της γραπτής γνωμάτευσης της Επιτρόπου Διοικήσεως, την οποία ο αιτητής θεωρεί ως νέο στοιχείο έρευνας. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι παρόλο που ο αιτητής στη γραπτή του αγόρευση αναπτύσσει επιχειρηματολογία με αναφορά και στο Άρθρο 29 του Συντάγματος, δεν επικαλείται το εν λόγω άρθρο στην αίτηση του, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του ζητήματος από το Δικαστήριο σε αυτή τη βάση.
Δεν συμμερίζομαι τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η γνωμάτευση της Επιτρόπου Διοικήσεως δεν συνιστούσε νέο στοιχείο. Επρόκειτο για ουσιώδες στοιχείο που για πρώτη φορά απασχόλησε κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης. Όπως επισημαίνεται στην Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364, με παραπομπή στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) στη σελίδα 241:
«Νέα έρευνα υπάρχει εάν προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κύριων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν.»
(υπογράμμιση του Δικαστηρίου)
(βλ. επίσης Παντέλας ν. Οδοντιατρικού Συμβουλίου Κύπρου (2003) 3 Α.Α.Δ 489).
Θεωρώ όμως ότι η Υπουργός Εργασίας εδώ δεν άσκησε ενδικοφανή έλεγχο, κατόπιν υποβολής ειδικής διοικητικής ή ιεραρχικής προσφυγής, αφού ο σχετικός Νόμος δεν προνοεί για ένσταση στο όργανο που εξέδωσε την πράξη ή ιεραρχική προσφυγή. Συγκεκριμένα το Σχέδιο (Παράρτημα Β στην ένσταση) προνοεί στην παράγραφο 9 ότι «η εξέταση των αιτήσεων θα γίνεται από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης μετά από γνωμάτευση ειδικού ιατροσυμβουλίου», χωρίς να προνοεί οπουδήποτε για δικαίωμα ένστασης ή ιεραρχικής προσφυγής.
Ωστόσο, ο ιεραρχικός έλεγχος (άρθρο 18 του Ν.158(Ι)/99) που εδώ όντως ασκήθηκε από την Υπουργό αφορά στη νομιμότητα της πράξης υφισταμένου, που ασκείται είτε προβλέπεται ρητά από το Νόμο είτε όχι. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο σύγγραμμα του Ν. Χαραλάμπους «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης» (σελ. 175):
«Ο ιεραρχικός έλεγχος αφορά πάντα τη νομιμότητα των πράξεων του υφισταμένου, είτε προβλέπεται από το νόμο είτε όχι. Είναι ο καλούμενος έλεγχος νομιμότητας. Το ιεραρχικά προϊστάμενο όργανο μπορεί πάντα να ασκεί ιεραρχικό έλεγχο των πράξεων του υφιστάμενού του οργάνου. Ο έλεγχος νομιμότητας αφορά την τήρηση των επιταγών του δικαίου που περιέχονται στο Σύνταγμα, τους νόμους τις κανονιστικές πράξεις ή επιτάσσονται από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως π.χ. την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης ή τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Ο ιεραρχικός έλεγχος επεκτείνεται καμιά φορά και στη σκοπιμότητα της πράξης, δηλαδή στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, οπότε μιλούμε για έλεγχο σκοπιμότητας. Το ιεραρχικά προϊστάμενο όργανο δεν έχει εξουσία άσκησης ελέγχου σκοπιμότητας και, ειδικότερα, εξουσία να ακυρώσει ή να τροποποιήσει για λόγους ουσιαστικούς πράξεις υφισταμένου του, όταν ο νόμος ανέθεσε αποκλειστικά στο υφιστάμενο όργανο την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας.»
Επίσης στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου (Τόμος 1), 14η Έκδοση, το ζήτημα αναλύεται ως εξής:
«Καταρχήν, εάν το αντίθετο δεν ορίζεται ρητά ή δεν προκύπτει σαφώς από τις σχετικές διατάξεις, όλες οι πράξεις των ιεραρχικά υφιστάμενων οργάνων υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας (ΣΕ 2153/1979), ο οποίος περιλαμβάνει κάθε περίπτωση παράβασης της εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητας (κατωτ. αριθ. 495), όπως είναι και η πλάνη περί τα πράγματα (κατωτ. αριθ. 510). Ο έλεγχος αυτός, εφόσον είναι κατασταλτικός, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της πράξης. Ο κατασταλτικός ουσιαστικός έλεγχος (σκοπιμότητας) ασκείται όταν ρητά προβλέπεται (ΣΕ 2133/1975) ή σαφώς προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις.
Ο έλεγχος της σκοπιμότητας μπορεί να καταλήξει σε ακύρωση ή και τροποποίηση της πράξης. Δεν επιτρέπεται όμως η λεγόμενη ιεραρχική υποκατάσταση, δηλαδή, το ιεραρχικά προϊστάμενο πρόσωπο να εκδώσει απευθείας την πράξη, χωρίς προηγουμένως να ασκήσει την αρμοδιότητα του το υφιστάμενο όργανο.
[..]
Ο κατασταλτικός ιεραρχικός έλεγχος ασκείται είτε αυτεπαγγέλτως από το προϊστάμενο όργανο είτε μετά από σχετική διοικητική προσφυγή του διοικουμένου που έχει έννομο συμφέρον. Είναι δε κατ΄ αρχήν έλεγχος νομιμότητας και, όταν τούτο προβλέπεται ή σαφώς προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις, και της ουσίας ή σκοπιμότητας.»
Η Υπουργός δεν αρνήθηκε να επανεξετάσει το αίτημα που υποβλήθηκε, υπό το φως και της γνωμάτευσης της Επιτρόπου Διοικήσεως, η οποία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αποτελούσε νέο νομικό στοιχείο με το οποίο εγείρετο θέμα ελέγχου νομιμότητας. Συνεπώς οι καθ' ων η αίτηση εμποδίζονται να θέτουν εκ των υστέρων θέμα αναρμοδιότητας της Υπουργού να αποφασίσει. Παρατηρώ ότι η Υπουργός δεν ενέμεινε απλά στην αρχική απόρριψη ώστε η απόφαση της να χαρακτηριστεί «βεβαιωτική», αλλά αξιολόγησε το θέμα της διάκρισης λόγω ηλικίας και αποφάνθηκε γι΄ αυτό, πληροφορώντας τον υιό του αιτητή ότι τελικά το αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, διότι «ο αιτητής δεν εμπίπτει στον ορισμό του δικαιούχου ως έχει σήμερα». Συνεπώς η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο αιτητής με επίκληση του άρθρου 6 του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και ΄Αλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004 (Ν.42(Ι)/2004), του άρθρου 28 του Συντάγματος και της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Αναπήρων Ατόμων (άρθρα 1, 2, 4, 5, 9 και 28), εισηγείται ότι υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω αυθαίρετου και εξωνομικού κριτηρίου, δηλαδή της ηλικίας, κατά τρόπο που επιφέρει ανισότητα. Οι ανάγκες για οικονομική βοήθεια υπάρχουν προφανώς λόγω της πάθησης και ανεξαρτήτως του κριτηρίου της ηλικίας. Δεν μπορεί επιπρόσθετα να τίθεται ηλικιακός περιορισμός, αφού η κατάσταση ακινησίας συνεχίζει και γίνεται δυσκολότερη με το πέρασμα του χρόνου.
Οι καθ' ων η αίτηση διαφωνούν και συσχετίζουν άμεσα τον ηλικιακό περιορισμό με τις δημοσιονομικές δυνατότητες του κράτους, αφού τυχόν αφαίρεση του ηλικιακού κριτηρίου των 65 ετών θα απέληγε σε μεγάλη αύξηση του αριθμού των δικαιούχων. Υποστηρίζουν ότι το δικαίωμα αυτό δεν αντιστοιχεί σε ατομικό δικαίωμα που προστατεύεται από το Σύνταγμα αλλά συνιστά καθαρά χαριστική παροχή και δεν πρέπει να τίθεται θέμα παραβίασης του. Εισηγούνται περαιτέρω ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας, εφόσον η διάκριση δεν είναι αυθαίρετη και αδικαιολόγητη. Θα υπήρχε διάκριση εάν άτομα που ξεπερνούν το 65ον έτος της ηλικίας τους έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης από αυτήν της οποίας έτυχε ο αιτητής. Ο καθορισμός αντικειμενικών κριτηρίων για τέτοιες παροχές δεν συνιστά διάκριση. Επίσης παραπέμπουν σε νομολογία του ΔΕΕ, η οποία δεν βρίσκει εδώ εφαρμογή, διότι αφορά ειδικά στη θέση ορίου ηλικίας, η οποία κρίθηκε ως μη παραβιάζουσα το Δίκαιο της Ένωσης, το οποίο έχει ρυθμίσει ειδικώς το θέμα της διάκρισης λόγω ηλικίας στον τομέα της απασχόλησης/εργασίας.
Το Άρθρο 28 του Συντάγματος αποκλείει την διάκριση των ομοιογενών και τη εξίσωσή τους σε ανομοιογενή δεδομένα (βλ. Χαρ. Ι. Φιλιππίδης & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378, 383). Στην προκειμένη περίπτωση είναι φανερό ότι ο αιτητής ήταν κατά τα άλλα δικαιούχος και πληρούσε τις προϋποθέσεις για έγκριση, δηλαδή τελούσε υπό τις ίδιες συνθήκες με οποιοδήποτε άλλο κατά τα λοιπά δικαιούχο. Αποκλείστηκε στην βάση του ορίου ηλικίας. Το όριο ηλικίας τέθηκε στο Σχέδιο χωρίς να προνοείται ως κριτήριο και καθ' υπέρβαση εξουσιοδότησης του περί Ατόμων με Αναπηρίες Νόμου του 2000 Ν.127(Ι)/ΟΟ. Ούτε συνδέθηκε το εν λόγω κριτήριο με οποιαδήποτε αντικειμενική και εύλογη εκτίμηση που να δικαιολογεί την διάκριση. Συνεπώς εκτιμώ ότι το κριτήριο τέθηκε και εφαρμόστηκε κατά δυσμενή διάκριση.
Χρήσιμη αναφορά για το ζήτημα που εδώ απασχολεί μπορεί να γίνει στην Υπόθεση αρ. 1477/2010, Μίκης Λακαταμίτης ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.9.2012, από την οποία υιοθετώ το ακόλουθο απόσπασμα:
«Το ηλικιακό όριο των 70 ετών, που όπως είναι αποδεχτό, αποτελεί προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό ατόμου ως «δικαιούχου» με βάση το Σχέδιο, προβάλλει ο αιτητής ως στοιχείο παραβίασης του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος, και της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Επίκληση επίσης έγινε στο άρθρο 6 του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και ΄Αλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004 (Ν.42(Ι)/2004), που στοχεύει στην καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Δεδομένης της ύπαρξης αδείας οδηγού μέχρι το 75ον έτος της ηλικίας του αιτητή, ισχυρίστηκε ότι υφίσταται δυσμενή διάκριση έναντι των αναπήρων νεότερης ηλικίας.
Θεωρώ ότι ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος καθιερώνει την αρχή της ισότητας και ισονομίας ατόμων που τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Ο σκοπός του Σχεδίου δεν είναι άλλος παρά η ανακούφιση όλων των ατόμων που πάσχουν από αναπηρία, προσφέροντας τους οικονομική βοήθεια για αγορά αυτοκινήτου. Ο αποκλεισμός του αιτητή, επειδή έχει μόνο υπερβεί το 70ο έτος της ηλικίας του, έναντι ατόμων που έχουν αναπηρία και είναι νεότερης ηλικίας, αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος του.
Η αναγνώριση από τον ίδιο με την αρχική του επιστολή ημερ. 7 Ιουνίου 2010, ότι δεν ήταν δικαιούχος, που επικαλείται η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, δεν συνεπάγεται ότι εξαλείφει την άνιση μεταχείριση. Τοιαύτη άνιση μεταχείριση ενυπάρχει όταν διαπιστώνεται διαφορετική μεταχείριση ατόμων που τελούν κάτω από το ίδιο πραγματικό και νομικό καθεστώς, όπως η προκείμενη περίπτωση.
Η ομοιογένεια ή η ανομοιογένεια πρέπει, ανάλογα με την περίπτωση να είναι ουσιαστική ώστε να δικαιολογείται είτε η όμοια μεταχείριση είτε η διάκριση μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου. Βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63, Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631, Νικολαΐδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7.
Λαμβανομένου υπόψη ότι η κειμένη νομοθεσία παρέχει το δικαίωμα, σε άτομα να κατέχουν άδεια οδήγησης πέραν της ηλικίας των 70 ετών, και ο αιτητής, όπως είναι αποδεχτό, κατείχε άδεια οδήγησης μέχρι την ηλικία των 75 ετών, θεωρώ ότι, με τον πιο πάνω περιορισμό, που τέθηκε στο Σχέδιο, αυτός είχε τύχει άνισης μεταχείρισης.»
Επίσης στην Τραττονικόλα ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ 305 λέχθηκαν τα εξής:
«Το Άρθρο 28 του Συντάγματος, επί του οποίου εδράζεται η εισήγηση του αιτητή, προσδίδει έρεισμα στην εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και ιδιαιτέρως καθεστώς ισονομίας σε όλους τους πολίτες της χώρας (Ηλία ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884). Η αρχή της ισότητας η οποία κατοχυρώνεται με το εν λόγω άρθρο στοχεύει στην αποφυγή οποιασδήποτε μορφής δυσμενούς διάκρισης και αυτό αποτελεί το κριτήριο αντίκρισης οποιασδήποτε νομοθετικής ή άλλης πρόνοιας. (In the matter of application by advocates Vassiliades and Vakis (1971) 2 C.L.R. 279). H πιο πάνω αρχή και το δικαίωμα ισότητας, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Republic v. Maria Christoudia and Anοther (1988) 3 C.L.R. 2622, δεν απαγορεύει διακρίσεις στη μεταχείριση, οι οποίες να θεμελιώνονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων, που βασίζονται στο δημόσιο συμφέρον.
Αποτελεί διάκριση και παραβίαση της αρχής της ισότητας όταν η εν λόγω διαφοροποίηση δεν βασίζεται σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση. (Melis Kyriakides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 390). Επίσης, το Άρθρο 28 δεν απαγορεύει διακρίσεις βασιζόμενες σε ουσιαστικά διαφορετικά αντικείμενα σταθμίζοντας ταυτοχρόνως το ισοζύγιο μεταξύ του γενικού συμφέροντος της πολιτείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών του πολίτη. (Παύλος Παύλου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών κ.ά. (1987) 1 Α.Α.Δ. 252). Σχετική επίσης επί του θέματος είναι και η υπόθεση Χαραλάμπους κ.ά ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 192.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς μπορεί να στοιχειοθετηθεί αντικειμενικώς ή ευλόγως η διάκριση που οι καθ' ων η αίτηση επέβαλαν στην περίπτωση του αιτητή. Δεν είναι επίσης αντιληπτό πώς μπορεί να τεκμηριωθεί αντικειμενική διαφοροποίηση της περίπτωσης υποβολής αιτήσεως για έκτακτη πρόσληψη, σε αντίθεση με τη νόμιμη πλήρωση της θέσης του Δεσμοφύλακα. Αυτή η ιδία η διαφοροποίηση αδυνατίζει το προβληθέν επιχείρημα των εφεσιβλήτων ότι η άρνηση συμπερίληψης στον κατάλογο υποψηφίων, ήταν νόμιμη αφού ήταν συνυφασμένη με την εργασία του δεσμοφύλακα. Η εργοδότηση επί μονίμου βάσεως δεν αποτελεί πρόβλημα αν είναι ένας υποψήφιος πέραν των 30 ετών, με προϋπηρεσία ως έκτακτος για ένα μόνο χρόνο και δημιουργεί ηλικιακό κώλυμα η απασχόληση επί εκτάκτου βάσεως. Σαφώς υπάρχει δυσμενής διάκριση που εστιάζεται στη διάκριση μεταξύ δεδομένων εκτάκτου και μονίμου απασχόλησης, αφού όπως σημειώνεται στο ίδιο το Σχέδιο Υπηρεσίας, που αναφέραμε πιο πάνω, όλα τα υπόλοιπα προσόντα ενυπάρχουν, όπως στην περίπτωση του εφεσείοντα.»
Αναφορικά με το δημόσιο συμφέρον και τα δημοσιονομικά δεδομένα του Κράτους που επικαλείται η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση και την εκτίμηση του ισοζυγίου μεταξύ του γενικού συμφέροντος της πολιτείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών του πολίτη, θα περιοριστώ στην παρατήρηση ότι το δημοσιονομικό ή ταμειακό συμφέρον του κράτους δεν μπορεί να εξισώνεται και να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον (βλ. απόφαση ΕΔΑΔ, Ζουμπουλίδη ν. Ελλάδας, ημερομηνίας 25.6.2009). Μάλιστα κατά τρόπο που να δικαιολογείται η εισαγωγή εξαιρέσεων σε ατομικά δικαιώματα και να φαλκιδεύεται το κράτος δικαίου. Οι παρεκκλίσεις είναι θεμιτές μόνο στο μέτρο που οι ίδιες οι συνταγματικές διατάξεις το επιτρέπουν και υπό τον όρο της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου