ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D24
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1239/2014
20 Ιανουαρίου 2016
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 139, 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Μεταξύ:
OΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
ΑΙΤΗΤΗ
- και -
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
2. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ
--------------------------
Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε - για τον Αιτητή
Ε. Γαβριήλ (κα) για Γενικό Εισαγγελέα - για τους Καθ΄ ων η Αίτηση
-------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την παρούσα προσφυγή είναι απλά και είναι τα ακόλουθα:
Στις 22.8.2014 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε το «Σχέδιο Εκσυγχρονισμού Εκμεταλλεύσεων Αιγοπροβατοτροφίας, Πτηνοτροφίας και Αγελαδοτροφίας» σε σχέση με το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2007-2013.
Στο σχέδιο αυτό περιλαμβάνεται διαδικασία Ιεραρχικής Προσφυγής στον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, αναφορικά με αιτήσεις από δικαιούχους για πληρωμές από τον Αιτητή, αναφορικά με το πιο πάνω Πρόγραμμα. Η σχετική παράγραφος έχει ως ακολούθως:
«Ιεραρχική Προσφυγή προς τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.
Κάθε αιτητής που υπέβαλε ένσταση και δεν ικανοποιείται από την απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων δύναται εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της απόφασης της Επιτροπής Ενστάσεων να την προσβάλει με έγγραφη προσφυγή του στον Υπουργό στην οποία να εκτίθενται και τεκμηριώνονται οι λόγοι που προσβάλλεται η απόφαση αυτή.
Ο Υπουργός εξετάζει κάθε προσφυγή που έγινε δυνάμει της πιο πάνω παραγράφου αποφασίζει σχετικά και κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφαση του στον προσφεύγοντα.»
Με επιστολή της ημερ. 26.8.2014 η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, γνωστοποίησε την έγκριση του άνω Σχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο στον Επίτροπο Αγροτικών Πληρωμών. Ο τελευταίος με επιστολή του ημερ. 3.9.2014 προς την Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου αμφισβήτησε την αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με την καθιέρωση Ιεραρχικής Προσφυγής.
Στις 26.9.2014 ο αιτητής κατεχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία αιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:
«Α. Απόφαση του Δικαστηρίου κατά πόσον οι Καθ΄ ων η Αίτηση είχαν αρμοδιότητα να αποφασίσουν με απόφαση τους ημερ. 22.8.2014 την καθιέρωση διαδικασίας ιεραρχικής προσφυγής στον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος αναφορικά με αιτήσεις από δικαιούχους για πληρωμές από τον Αιτητή σε σχέση με το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2007-2013 «Σχέδιο Εκσυγχρονισμού Εκμεταλλεύσεων Αιγοπροβατοτροφίας, Πτηνοτροφίας και Αγελαδοτροφίας».
Β. Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη των Καθ΄ ων η Αίτηση ημερομηνίας 22.8.2014 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α, σε σχέση με την οποία ο Αιτητής έτυχε πληροφόρησης στις 27.8.2014 και με την οποία οι Καθ΄ ων η Αίτηση αποφάσισαν την καθιέρωση ιεραρχικής προσφυγής στον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος αναφορικά με αιτήσεις από δικαιούχους για πληρωμές από τον Αιτητή σε σχέση με το «Με το Πρόγραμμα Αγροτική Ανάπτυξης 2007-2013, Σχέδιο Αιγοπροβατοτροφίας, Πτηνοτροφίας και Αγελαδοτροφίας», είναι άκυρη και στερείται οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Μετά την καταχώρηση των αγορεύσεων (απάντηση δεν καταχωρήθηκε) οι συνήγοροι εισηγήθηκαν όπως η υπόθεση παραπεμφθεί για εκδίκαση ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθότι πρόκειται περί Προσφυγής η οποία ερείδεται επί των προνοιών του Άρθρου 139 του Συντάγματος. Το Δικαστήριο ζήτησε όπως οι συνήγοροι αγορεύσουν επί του θέματος όπερ και έγινε στις 07.12.2015 ότε και επιφυλάχθηκε η απόφαση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον αιτητή, εισηγήθηκε ότι με την Προσφυγή αμφισβητείται η εξουσία των Καθ΄ ων η Αίτηση να προβούν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 22.8.2014 με την οποία καθιερώθηκε Ιεραρχική Προσφυγή στον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος καθότι παραβιάζει τον Περί Αγροτικών Πληρωμών Νόμο, Ν.64(Ι)/2003 και τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς ΕΚ1290/2005, ΕΚ1698/2005 και ΕΚ885/2006. Αφορά, σύμφωνα με την εισήγηση, σύγκρουση ή αμφισβήτησης εξουσίας ή αρμοδιότητας νομικού προσώπου Δημοσίου Δικαίου και του Υπουργικού Συμβουλίου σύμφωνα με το Άρθρο 139 του Συντάγματος με αποτέλεσμα η προσφυγή να παραπέμπει για εκδίκαση προς την Ολομέλεια.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Καθ΄ ων η Αίτηση συνεφώνησε με τα άνω, εισηγούμενη ότι η Προσφυγή αφορά ισχυριζόμενη σύγκρουση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ Οργάνων ή Αρχών της Δημοκρατίας και το Ανώτατο Δικαστήριο που καθιδρύθηκε με βάση το Άρθρο 3 των Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2015 κέκτηται αρμοδιότητας να αποφασίζει οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης τέτοιας Προσφυγής. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η Προσφυγή θα πρέπει να παραπεμφθεί για εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια. Περαιτέρω να σημειωθεί ότι οι Καθ' ων η Αίτηση με την γραπτή αγόρευση τους απέσυραν τις προδικαστικές ενστάσεις τους που αφορούσαν ανυπαρξία έννομου συμφέροντος υπό του Αιτητή και μη εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης καθότι αφορά πράξη κανονιστικού περιεχομένου ή και απόφαση κυβερνήσεως.
Με βάση τα πιο πάνω θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο έχει το παρόν Δικαστήριο δικαιοδοσία να εξετάσει την παρούσα προσφυγή ή σε ενάντια περίπτωση που αυτή αφορά σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ οιωνδήποτε Οργάνων ή Αρχών της Δημοκρατίας εντός της έννοιας του Άρθρου 139 του Συντάγματος κατά πόσο θα πρέπει να παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια.
Οι θεραπείες που επιδιώκονται με την προσφυγή και οι νομικοί λόγοι που την υποστηρίζουν έχουν καθοριστική σημασία στην εξέταση του ζητήματος. Αρχίζοντας από το τελευταίο, παρατηρώ ότι δια μέσου των όσων υποβάλλει ο αιτητής (βλ. νομικό λόγο αρ. 3) φαίνεται ότι δημιουργείται σύγκρουση ή αμφισβήτηση της εξουσίας του αιτητή να αποφασίζει τελεσίδικα για τις αιτήσεις Αγροτικών Πληρωμών βάσει του οικείου Νόμου, Ν.64(Ι)/2003. Σύμφωνα με το Άρθρο 7 ο αιτητής είναι ανεξάρτητος Οργανισμός μη υπαγόμενος σε οιονδήποτε Υπουργείο ή Τμήμα της Κυβέρνησης. Φαίνεται ότι με την έγκριση του Σχεδίου και πρόβλεψη για πρώτη φορά Ιεραρχικής Προσφυγής στον Υπουργό Γεωργίας να συνεπάγεται αφαίρεση αντίστοιχης αποφασιστικής αρμοδιότητας από τον αιτητή κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου και Κανονισμών ΕΚ1290/2005, ΕΚ885/2006 και ΕΚ1698/2005.
Όλα τα πιο πάνω θεωρώ ότι ευρίσκονται σε συνάρτηση με την αιτούμενη θεραπεία υπό (Α) που παραπέμπει σε διαδικασία με βάση το Άρθρο 139 του Συντάγματος.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω το επόμενο ερώτημα που θα πρέπει ν' απαντηθεί είναι κατά πόσο η αρμοδιότητα για την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής ανήκει στον Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε στην Δήμος Αγίου Αθανασίου ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. Υποθ. Αρ. 374/2001 ημερ. 25.4.2002 όπου ο Π. Καλλής, Δ. είπε τα ακόλουθα στην απόφαση του:
"Οι σχετικές με την επίλυση του υπό εξέταση ζητήματος διατάξεις είναι το άρθρο 139 του Συντάγματος και τα άρθρα 9(α) και 11 του Νόμου 33/64. Τις παραθέτω:
Άρθρο 139 του Συντάγματος:
«Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αρμοδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και αμετάκλητως επί πάσης προσφυγής αφορώσης σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος εγειρομένης μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας αυτών, ως και μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας. Η παρούσα όμως διάταξις δεν έχει εφαρμογήν επί των μεταξύ των δικαστηρίων ή δικαστικών αρχών της Δημοκρατίας συγκρούσεων ή αμφισβητήσεων, αίτινες επιλύονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
Άρθρα 9 και 11 του Νόμου 33/64:
«9. Το Δικαστήριο κατέχει -
(α) τη δικαιοδοσία και εξουσίες με τις οποίες μέχρι τώρα περιεβάλλοντο ή τις οποίες ηδύναντο να ασκήσει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court).
11.- (1) Η δικαιοδοσία, οι αρμοδιότητες ή εξουσίες που το Δικαστήριο κατέχει δυνάμει του άρθρου 9, ασκούνται, από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) και κάθε διαδικαστικού κανονισμού.
(2) Η πρωτοβάθμια δικαιοδοσία με την οποία περιβάλλεται το Δικαστήριο με βάση το ισχύον δίκαιο και οποιαδήποτε αναθεωρητική δικαιοδοσία, περιλαμβανομένης και της δικαιοδοσίας για εκδίκαση προσφυγής που έγινε κατά πράξης ή παράλειψης οποιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία λόγω ότι αυτή αντίκειται προς τις διατάξεις του ισχύοντα δικαίου, ή ότι έγινε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δύναται να ασκηθεί, με την τήρηση κάθε διαδικαστικού κανονισμού, από κάποιο Δικαστή ή Δικαστές όπως το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει:
............................................................................... ....»
Ποια ήταν η δικαιοδοσία και εξουσίες με τις οποίες μέχρι τη θέσπιση του Νόμου 33/64 περιεβάλλετο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο;
Μια από αυτές ήταν η αρμοδιότητα να αποφασίζει «οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής - δυνάμει του άρθρου 139 του Συντάγματος - αφορώσας σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας» - όπως είναι η παρούσα.
Ποιές είναι τώρα οι αρμοδιότητες ή εξουσίες που το Δικαστήριο κατέχει δυνάμει του άρθρου 9;
Μια από αυτές είναι - όπως έχει ήδη υποδειχθεί - η αρμοδιότητα εκδίκασης προσφυγών που εμπίπτουν εντός της έννοιας του άρθρου 139 του Συντάγματος. Αυτή η αρμοδιότητα. σύμφωνα με το άρθρο 11(1) του Νόμου 33/64, ασκείται από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) και κάθε διαδικαστικού κανονισμού. Θα δούμε αναλυτικά τις επιφυλάξεις που έχουν τεθεί από τα εδάφια (2) και (3). Αναφέρονται:
(α) Στην Πρωτοβάθμια δικαιοδοσία με την οποία περιβάλλεται το Δικαστήριο με βάση το ισχύον δίκαιο, και
(β) σε οποιαδήποτε αναθεωρητική δικαιοδοσία περιλαμβανομένης και της δικαιοδοσίας για εκδίκαση προσφυγής που έγινε κατά πράξης ή παράλειψης οποιουδήποτε οργάνου ... που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία.
Η δικαιοδοσία που μνημονεύεται στις παραγ. (α) και (β) πιο πάνω «δύναται να ασκηθεί με την τήρηση κάθε διαδικαστικού κανονισμού από κάποιο Δικαστή ή Δικαστές όπως το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει».
Τα άρθρα 9 και 11(2) του Νόμου 33/64 έχουν ερμηνευθεί στην Republic v. Vassiliades (1967 3 C.L.R. 82, 87 (απόφαση Τριανταφυλλίδη, Δ., όπως ήταν τότε, με την οποία συμφώνησε η πλειοψηφία του Δικαστηρίου):
"Section 9, which defines the jurisdiction to be exercised under section 11, vests in the Supreme Court the jurisdictions of the Supreme Constitutional Court and of the High Court of Justice.
In particular, the Supreme Court is vested, inter alia, with the revisional jurisdiction of the Supreme Constitutional Court, under Article 146 of the Constitution, and with the appellate, original and revisional jurisdictions of the High Court of Justice, under Article 155 of the Constitution (appellate under paragraph 1, and original and revisional under paragraphs 2 and 4, thereof).
By virtue of sub-section (2) of section 11, the revisional jurisdiction of the Supreme Constitutional Court, under Article 146, and the original and revisional jurisdiction of the High Court of Justice, under Article 155 (paragraphs 2 & 4) may be exercised, subject to any Rules of Court, by such Judge or Judges as the Supreme Court shall determine."
Σε μετάφραση:
«Το άρθρο 9, το οποίο προσδιορίζει τη δικαιοδοσία που θα ασκηθεί δυνάμει του άρθρου 11, περιβάλλει το Ανώτατο Δικαστήριο με τις δικαιοδοσίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο, περιβάλλεται, ανάμεσα σ΄ άλλα, με την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος και με την Δευτεροβάθμια, Πρωτοβάθμια και Αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 155 του Συντάγματος (δευτεροβάθμια δυνάμει της παραγ. 1 και πρωτοβάθμια και αναθεωρητική δυνάμει των παραγ. 2 και 4).
Δυνάμει του εδαφίου 2 του άρθρου 11, η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 146, και η πρωτοβάθμια και αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court of Justice) δυνάμει του άρθρου 155 (παραγ. 2 και 4) δύνανται να ασκούνται με την τήρηση κάθε διαδικαστικού κανονισμού από κάποιο Δικαστή ή Δικαστές όπως το Ανώτατο Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει.»
Σύμφωνα λοιπόν με τα νομολογηθέντα στη Vassiliades, πιο πάνω:
(α) Ο όρος «πρωτοβάθμια δικαιοδοσία» στο εδάφιο 2 του άρθρου 11 περιλαμβάνει τη δικαιοδοσία που ασκείτο, δυνάμει του άρθρου 155.2 του Συντάγματος, από το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court of Justice).
(β) Ο όρος «αναθεωρητική δικαιοδοσία» στο ίδιο εδάφιο περιλαμβάνει
(ι) την δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος δικαιοδοσία του
Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Και
(ιι) την δυνάμει του άρθρου 155.4 του Συντάγματος δικαιοδοσία του
Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court of Justice).
Δεν περιλαμβάνει - ο όρος αναθεωρητική δικαιοδοσία - την δυνάμει του άρθρου 139 του Συντάγματος δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ούτε μπορεί να λεχθεί ότι η δικαιοδοσία - δυνάμει του άρθρου 139 - είναι πρωτοβάθμια."
Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω, με τα οποία πλήρως συμφωνώ, μόνο η πρωτοβάθμια και αναθεωρητική δικαιοδοσία μπορούν να ασκηθούν από ένα Δικαστή. Η δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 139 δεν είναι πρωτοβάθμια ή αναθεωρητική με συνέπεια αυτή ν΄ ασκείται, σύμφωνα με τα Άρθρα 9(α) και 11(1) του Νόμου 33/64, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η εισήγηση αμφοτέρων των ευπαίδευτων συνηγόρων επιτυγχάνει. Ο Πρωτοκολλητής να διευθετήσει όπως η υπόθεση τεθεί ενώπιον της Ολομέλειας.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/γκ