ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Samson Anayat ν. Aναθεωρητικής Aρχής Προσφύγων (2006) 3 ΑΑΔ 390
Khalifa Azia Abdul ν. Aναθεωρητικής Aρχής Προσφύγων (2006) 3 ΑΑΔ 402
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D46
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1122/2013)
28 Ιανουαρίου, 2016
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
MOUSTAFA N' DIR
Αιτητής,
ΚΑΙ
YΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Καθ'ου η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Ρ. Γεωργίου για Ν. Κληρίδη, για τον Αιτητή.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η
Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων («η Αναθεωρητική Αρχή») με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική προσφυγή του και επικυρώθηκε η απορριπτική του αιτήματός του για διεθνή προστασία, απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο αιτητής, ο οποίος είναι κάτοχος διαβατηρίου της Ακτής Ελεφαντοστού, 31 ετών και μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, εισήλθε στη Δημοκρατία στις 27.8.2003 και στις 17.10.2003 υπέβαλε αίτημα για άσυλο. Ισχυρίστηκε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας της επανάστασης που ξέσπασε εκεί και ότι ήταν μέλος του πολιτικού κόμματος RDR, το οποίο βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όπως υποστήριξε, να καταζητείται από τον κυβερνητικό στρατό, μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, και, γι' αυτό το λόγο, αναγκάστηκε να καταφύγει σε ελεγχόμενη από τους αντάρτες περιοχή της χώρας και από εκεί να διαφύγει στο εξωτερικό, λόγω του κινδύνου, αφενός, να συλληφθεί από τους κυβερνητικούς ως στασιαστής και, αφετέρου, να αναγκαστεί από τους αντάρτες να ενταχθεί στις τάξεις τους ως ένοπλος μαχητής.
Για σκοπούς εξέτασης της αίτησης, του χορηγήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής, επειδή όμως η σχετική κλήση της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία καλείτο σε συνέντευξη στις 13.1.2004 δεν κατέστη δυνατό να επιδοθεί σ' αυτόν, καθότι εγκατέλειψε τη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του (Crown Hotel), χωρίς να ενημερώσει τις αρμόδιες Αρχές, αποφασίστηκε το κλείσιμο του φακέλου του και η διακοπή της διαδικασίας της αίτησής του.
Κατόπιν, όμως, σχετικού διαβήματος της Κίνησης για Ισότητα, Στήριξη και Αντιρατσισμό (ΚΙΣΑ), η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να ξανανοίξει τον φάκελο, καλώντας εκ νέου σε συνέντευξη τον αιτητή, ο οποίος παρέστη για το σκοπό αυτό στα γραφεία της Υπηρεσίας στις 27.4.2005 και στις 14.2.2006.
Κατά τη συνέντευξη διεφάνη ότι ο αιτητής δε γνώριζε βασικές πληροφορίες αναφορικά με το κόμμα RDR και ότι υπήρχαν σοβαρές αντιφάσεις μεταξύ των δηλώσεών του και των όσων συμπεριέλαβε στην αίτησή του.
Μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης, αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε απορριπτική εισήγηση στον Προϊστάμενο, ο οποίος, στις 12.5.2005, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης.
Εναντίον της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ασκήθηκε στις 31.5.2005 διοικητική προσφυγή, μέσω της Νομικής Συμβούλου της ΚΙΣΑ, η οποία ζήτησε παράλληλα όπως επιθεωρήσει το φάκελο του αιτητή.
Το αίτημα ικανοποιήθηκε και στις 14.5.2007 υποβλήθηκαν στην Αναθεωρητική Αρχή, οι λόγοι της διοικητικής προσφυγής.
Τόσο οι ισχυρισμοί του αιτητή, όσο και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, από πλευράς ουσίας και διαδικασίας, αξιολογήθηκαν από Λειτουργό της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία ετοίμασε έκθεση ημερομηνίας 4.2.2013, με την εισηγητική κατάληξη ότι δεν αποδείχθηκε εκ μέρους του αιτητή βάσιμος λόγος δίωξης λόγω πολιτικών αντιλήψεων ή της ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου, ως αναγκαία προϋπόθεση για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, ούτε και κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, η οποία θα μπορούσε να τον θέσει υπό το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Επιπρόσθετα, και σύμφωνα πάντα με την εισήγηση, ο αιτητής δεν πληρούσε ούτε και τις νόμιμες προϋποθέσεις για παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Υιοθετώντας την εισήγηση, η Αναθεωρητική Αρχή, με αιτιολογημένη απόφαση της ημερομηνίας 5.2.2013, απέρριψε τη διοικητική προσφυγή και επικύρωσε την απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο αιτητής έλαβε γνώση της απόφασης μέσω επιστολής του Προέδρου της Αναθεωρητικής Αρχής, ημερομηνίας 20.2.2013.
Ως λόγους ακυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αιτητής προβάλλει τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
(α) Η Αναθεωρητική Αρχή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι κατά την διάρκεια εξέτασης της υπόθεσης, ο αιτητής τέλεσε γάμο στην Κύπρο (27.6.2008) και απέκτησε δύο ανήλικα τέκνα.
(β) Δεν ελήφθη υπόψη ότι παρόμοιο αίτημα για διεθνή προστασία είχε υποβληθεί και από τη σύζυγο του αιτητή και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ενώ την ίδια τύχη είχε και η διοικητική της προσφυγή, η οποία επίσης απορρίφθηκε.
(γ) Δεδομένου ότι η μητρική και η μόνη γλώσσα που γνώριζε ο αιτητής ήταν η Γαλλική, η δε διαδικασία διεξήχθη στην Αγγλική, το συμπέρασμα της Αναθεωρητικής Αρχής, περί αντιφάσεων του αιτητή και η κρίση της ότι αυτός δεν ήταν αξιόπιστος, ήταν εσφαλμένη.
Με τους δύο πρώτους προβαλλόμενους λόγους, οι οποίοι εγείρονται πολύ συνοπτικά, ο αιτητής υποστηρίζει ότι η Αναθεωρητική Αρχή δεν έλαβε υπόψη και δεν συμπεριέλαβε στην απόφασή της το γεγονός της τέλεσης γάμου από τον αιτητή στην Κύπρο με κάποιαν Καmara Fatoumata στις 27.6.2008, καθώς και της γέννησης δύο παιδιών του αιτητή, επίσης στην Κύπρο.
Επιπρόσθετα, υποστηρίζει ότι αγνοήθηκε το γεγονός ότι και η σύζυγός του είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία απορρίφθηκε σε πρώτο στάδιο από την Υπηρεσία Ασύλου και, ακολούθως, από την Αναθεωρητική Αρχή.
Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση απαντά ότι τα πιο πάνω στοιχεία δεν είχαν συμπεριληφθεί στην αίτηση που υποβλήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου ή στη συνέντευξη που ακολούθησε, ούτε εγέρθηκαν στα πλαίσια της διοικητικής προσφυγής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής.
Βέβαια, με βάση τον ισχυρισμό ότι ο γάμος του αιτητή τελέστηκε στις 27.6.2008, προκύπτει ότι τα στοιχεία αυτά προέκυψαν μεταγενέστερα και, συνεπώς, δεν ήταν δυνατό να συμπεριληφθούν στο πραγματικό υλικό που τέθηκε και εξετάστηκε στα πλαίσια της διαδικασίας της Υπηρεσίας Ασύλου και κατά την καταχώρηση της διοικητικής προσφυγής, η οποία υποβλήθηκε στις 31.5.2005 και συμπληρώθηκε με την υποβολή της εμπεριστατωμένης επιχειρηματολογίας της Νομικής Συμβούλου του ΚΙΣΑ στις 14.5.2007.
Δεν παραγνωρίζεται ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε πολύ αργότερα, στις 5.2.2013, και ότι θα μπορούσε στο διάστημα που μεσολάβησε να είχαν τεθεί εκ μέρους του αιτητή οποιαδήποτε στοιχεία, τα οποία ο ίδιος θεωρούσε ως βοηθητικά της αίτησής του.
Δεν προκύπτει, όμως, ότι έγινε κάποια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, δεδομένου ότι στην έκθεση της αρμόδιας Λειτουργού της Αναθεωρητικής Αρχής, ημερομηνίας 4.2.2013, σημειώνεται ότι δεν παρουσιάστηκαν νέα στοιχεία από τον προσφεύγοντα.
Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα της οικογενειακής κατάστασης του αιτητή στην Κύπρο, όπως και η κατ' ισχυρισμόν υποβολή και απόρριψη του αιτήματος της συζύγου του για διεθνή προστασία, δεν αποτελούν παράγοντες που έχουν οποιαδήποτε επίδραση στα πλαίσια της εξέτασης του αιτήματός του. Δε σχετίζονται με τις αναγκαίες προϋποθέσεις που επιβάλλουν τα άρθρα 3 - 3Δ και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί) για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή την παροχή συμπληρωματικής προστασίας και οι οποίες συναρτώνται είτε με την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης στη χώρα της συνήθους διαμονής του, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είτε με το βάσιμο ενδεχόμενο αντιμετώπισης πραγματικού κινδύνου και σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη χώρα ιθαγενείας του.
Η δε παροχή του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, μέσα στο νομικό πλαίσιο του τότε ισχύοντος άρθρου 19Α του Νόμου, εξετάστηκε από την Αναθεωρητική Αρχή, η οποία διαπίστωσε ότι δεν πληρούνταν οι σχετικές προϋποθέσεις.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, ο ισχυρισμός του αιτητή θα πρέπει να απορριφθεί.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι, εφόσον η μητρική του γλώσσα είναι τα Γαλλικά και η αίτησή του είχε συμπληρωθεί επίσης στα Γαλλικά, θα έπρεπε η Υπηρεσία Ασύλου να του παράσχει τη δυνατότητα μετάφρασης της συνέντευξης στα Γαλλικά, εφόσον δεν υπήρχε οποιαδήποτε απόδειξη ότι ο αιτητής γνώριζε σε ικανοποιητικό βαθμό την Αγγλική γλώσσα. Το γεγονός αυτό, κατά τον αιτητή, προκάλεσε πρόβλημα ελλιπούς επικοινωνίας, με αποτέλεσμα να εκληφθεί ότι με τα λεγόμενα του περιέπεσε σε αντιφάσεις οι οποίες τον καθιστούσαν αναξιόπιστο.
Υποστηρίζει, περαιτέρω, ο αιτητής ότι δε γνώριζε ότι είχε δικαίωμα να ζητήσει την αντικατάσταση του διερμηνέως, ο οποίος επειδή καταγόταν από το Κονγκό δε μιλούσε καθαρά τα Γαλλικά, οπόταν συμφωνήθηκε, κατόπιν εισηγήσεως του αρμόδιου Λειτουργού, όπως η διαδικασία συνεχιστεί στα Αγγλικά. Ο αιτητής ο οποίος, όπως ισχυρίζεται, συναίνεσε στη ρύθμιση αυτή για να μη δημιουργήσει αναστάτωση ή πρόβλημα στην αίτησή του, αναφέρεται στα σημεία της συνέντευξής του τα οποία, σύμφωνα με την Αναθεωρητική Αρχή, παρουσίαζαν αντιφάσεις και εισηγείται ότι αυτές οφείλονταν στη γλώσσα διεξαγωγής της συνέντευξης και στο γεγονός ότι η αίτησή του είχε υποβληθεί στα Γαλλικά.
Παραπονείται τέλος ότι, εφόσον η αίτησή του δε μεταφράστηκε στα Αγγλικά, τα ευρήματα της Αναθεωρητικής Αρχής, περί αντιφατικών δηλώσεων του σε σχέση με τα όσα ανέφερε στη συνέντευξη, δεν μπορούν να ελεγχθούν και να απαντηθούν.
Σύμφωνα με το άρθρο 13A(9) του Νόμου:
«Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε-
(α) ............................
(β) να επιλέγει διερμηνέα ικανό να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη, χωρίς η επικοινωνία να διενεργείται απαραίτητα στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποίαν ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί και στην οποίαν είναι σε θέση να επικοινωνήσει».
Στην παρούσα περίπτωση, όπως αποκαλύπτουν τα έγγραφα του φακέλου, κατά τη συνέντευξη της Υπηρεσίας Ασύλου παρίστατο ως μεταφραστής, ο κ. Willy Totoro. Τόσο οι ερωτήσεις, όσο και οι απαντήσεις γίνονταν στα Αγγλικά και σημειώνονταν σε ειδικό έντυπο, το οποίο υπεγράφη από τον αιτητή μετά το πέρας της διαδικασίας.
Δεν υποβλήθηκε σε οποιοδήποτε στάδιο εκ μέρους του αιτητή ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα ή δυσκολία στην κατανόηση των ερωτήσεων ενώ, σύμφωνα με ενυπόγραφη δήλωσή του η οποία αποτελεί μέρος του εντύπου, διαβεβαίωνε ότι έλαβε πλήρη γνώση του ερωτηματολογίου και των αντίστοιχων απαντήσεών του και ότι κάθε τι που σημειώθηκε αντανακλούσε επακριβώς τα όσα ο ίδιος δήλωσε.
Υπό τις περιστάσεις, δεν προκύπτει ότι υπήρξε οποιοδήποτε πρόβλημα αναφορικά με τη μετάφραση και εφόσον, με βάση το Νόμο, η Υπηρεσία Ασύλου δεν ήταν υποχρεωμένη να διενεργήσει τη συνέντευξη στα Γαλλικά, η θέση του αιτητή ότι έχει παραβιαστεί η προβλεπόμενη διαδικασία δεν ευσταθεί. Ακόμη, όμως, και αν υπήρχε θέμα ορθής απόδοσης των απαντήσεων του αιτητή, το ζήτημα θα έπρεπε να είχε τεθεί από τον ίδιο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου κατά τη συνέντευξη.
Στην υπόθεση Ζahmatkesh v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2000) 3 ΑΑΔ 376 ηγέρθη, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, ο ισχυρισμός ότι ο μεταφραστής δεν ήταν ο κατάλληλος και έτσι δεν μπορούσε να μεταφράζει ορθά τα γεγονότα, όπως τα εξέθετε ο αιτητής. Απορρίπτοντας το επιχείρημα η Πλήρης Ολομέλεια, υπέδειξε ότι το συγκεκριμένο παράπονο ουδέποτε εγέρθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των Αρχών.
Σε ό,τι δε αφορά τα ευρήματα της Αναθεωρητικής Αρχής και τις εκτιμήσεις για την αντιφατικότητα που παρουσίαζαν οι δηλώσεις του και για την εν γένει αξιοπιστία του, αρκεί να αναφερθεί ότι ο ρόλος το Δικαστηρίου περιορίζεται σ' αυτές τις περιπτώσεις στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, κατ' εφαρμογή των αρχών δικαίου που διέπουν το θέμα. Τα συγκεκριμένα σημεία, επί των οποίων εντοπίστηκαν αντιφατικές θέσεις του αιτητή, αναλύονται με λεπτομέρεια στις εκθέσεις των αρμόδιων Λειτουργών και στο αιτιολογικό της επίδικης απόφασης. Εφόσον δεν διαπιστώνεται πλάνη προκύπτουσα από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των δηλώσεων του αιτητή που να επηρεάζει την τελική κρίση της Αναθεωρητικής Αρχής, δεν υπάρχει έδαφος δικαστικής επέμβασης.
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε επανεκτίμηση των γεγονότων και να υποκαταστήσει την κρίση της αρμόδιας Αρχής με τη δική του (βλ. Samson Anayat v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 ΑΑΔ 390, Azia Abdul Khalifa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 ΑΑΔ 402 και Zahmatkesh {πιο πάνω}).
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €500 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η επίδικη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ