ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Pambos & Kostakis Moleskis Trading Ltd και Άλλοι ν. Melpomeni Hotel Apartments Ltd (2011) 2 ΑΑΔ 365
Χατζηαράπης Γεώργιος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 64
Ιωσηφίδης Χρίστος και Άλλη ν. Aνδρέα Δαβερώνα και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 147
Ράφτης Αντώνης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 345
Σχίζα Χλόη ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 339
Nαζίρης Pένος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38
Παρτασίδου Δώρα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 413
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλη ν. Τούλας Κούλουμου (2010) 3 ΑΑΔ 293
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D845
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 638/2014)
18 Δεκεμβρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΤΑΥΡΟΥ,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Θ. Ιωαννίδης, για την Αιτήτρια.
Μ. Τσαγγάρη (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια στις 20.8.2004 λόγω ατυχήματος στον οικογενειακό φούρνο που εργαζόταν υπέστη σοβαρό ατύχημα με τον ακρωτηριασμό του μικρού δάκτυλου του δεξιού χεριού, το οποίο επανασυγκολλήθη, και τον τραυματισμό τριών άλλων δάκτυλων. Υπέβαλε αίτηση για σύνταξη αντικανότητας στις 21.6.2005 μαζί με ιατρική έκθεση και στη βάση του Ορθοπεδικού-Χειρουργικού Ιατρικού Συμβουλίου που εξέτασε την αιτήτρια, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενέκρινε την αίτηση για σύνταξη ανικανότητας από 21.2.2005, σε ποσοστό 75%.
Στις 12.9.2007, ο Διευθυντής ενημέρωσε την αιτήτρια ότι αποφάσισε να τερματίσει τη σύνταξη της διότι από έλεγχο στα αρχεία των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων φάνηκε ότι η αιτήτρια εργαζόταν κανονικά από 1.1.2007, λαμβάνοντας μηνιαίο εισόδημα που υπερέβαινε το ένα τρίτο αυτού που κέρδιζε πριν το ατύχημα της. Η αιτήτρια ήταν ασφαλισμένη ως αυτοτελώς εργαζόμενη αρτοποιός με τριμηνιαίο εισόδημα που κυμαινόταν στις £433 μηνιαίως, ενώ από 1.1.2007 ασφαλίστηκε ως μισθωτή με μηνιαίο εισόδημα £200.
Η αιτήτρια ζήτησε επανεξέταση της περίπτωσης της, προβαίνοντας σε κατάθεση ότι το εισόδημα της ήταν μειωμένο πριν το ατύχημα καθώς εργαζόταν με μερικό ωράριο λόγω της τώρα ευθύνης των παιδιών της και κατ΄ επέκταση δεν ήταν δίκαιη η σύγκριση με το νέο εισόδημα της, αποτέλεσμα της μειωμένης της ικανότητας να χρησιμοποιεί το ζυμωτήρι. Οι καθ΄ ων παρέπεμψαν την αιτήτρια σε νέο Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο στις 3.3.2008 γνωμάτευσε ότι αυτή ήταν ικανή να ασκεί το επάγγελμα του επιβλέποντος αρτοποιού. Μετά από νέα διαμαρτυρία της αιτήτριας, εξετάστηκε από νέο Ιατρικό Συμβούλιο στις 5.12.2008, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανή να ασκεί και το επάγγελμα του αρτοποιού. Ο Διευθυντής μετά την τελευταία αυτή ιατρική εξέταση, ενημέρωσε την αιτήτρια ότι η σύνταξη ανικανότητας της θα παρέμενε τερματισμένη.
Η αιτήτρια καταχώρησε την υπ΄ αρ. 163/2009 προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο με απόφαση του ημερ. 7.2.2011, ακύρωσε την επίδικη διοικητική πράξη. Συναφώς οι καθ΄ ων επανεξέτασαν την περίπτωση της αιτήτριας με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσας απόφασης, λήφθηκαν δε και νέες καταθέσεις σε σχέση με τα καθήκοντα της. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι προ του ατυχήματος της εκτελούσε όλα τα καθήκοντα αρτοποιού, αλλά από άλλες καταθέσεις διαφάνηκε ότι μετέβαινε στο χώρο εργασίας της μετά την ολοκλήρωση του ζυμώματος, κοψίματος και πακεταρίσματος, ενώ το Ιατρικό Συμβούλιο με τη γνωμάτευση του ημερ. 5.12.2008, έκρινε ότι ήταν ικανή να εκτελεί τόσο το επάγγελμα του αρτοποιού, όσο και αυτό του επιβλέποντος αρτοποιού. Επομένως ο Διευθυντής με επιστολή του ημερ. 4.4.2014, που αποτελεί την προσβαλλόμενη πράξη, τερμάτισε τη σύνταξη ανικανότητας από 1.1.2009, την πρώτη ημέρα του μήνα δηλαδή που ακολουθούσε τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου.
Αποτελεί τη θέση της αιτήτριας ότι υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου διότι οι καθ΄ ων, παρά το γεγονός ότι κανένα νέο στοιχείο δεν παρουσιάστηκε, παρά ταύτα επέμεναν στην απόφαση τους, ενώ τα γεγονότα και το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας απόφασης παρέμειναν αναλλοίωτα. Η έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου ήταν ήδη ενώπιον των καθ΄ ων όταν έλαβαν την πρώτη απόφαση, η οποία και ακυρώθηκε, οποιαδήποτε δε έρευνα αναφορικά με το ωράριο εργασίας της αιτήτριας δεν δημιουργούσε λόγο επανεξέτασης, ούτε και μετέβαλλε τα καθήκοντα του αρτοποιού, όπως αυτά ασκούνταν από την αιτήτρια προ του ατυχήματος.
Περαιτέρω υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα διότι οι καθ΄ ων δεν έλαβαν υπόψη την έκθεση του Επιθεωρητή Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 12.12.2007, ούτε και αναλογίστηκαν την επίπτωση του ατυχήματος επί του μειωμένου ωραρίου εργασίας της αιτήτριας σε συσχετισμό με την προηγούμενη εργασία της που επίσης ήταν με μειωμένο ωράριο, που οφειλόταν όμως στη φροντίδα των μικρών παιδιών της. Από το ατύχημα και μετά, η αιτήτρια δεν εργαζόταν ως αρτοποιός που είναι το επάγγελμα της, αλλά επέβλεπε για ορισμένες ώρες προσωπικό στο αρτοποιΐο του συζύγου της. Οι καθ΄ ων παρέλειψαν να επανεξετάσουν την ανικανότητα της αιτήτριας σε συνάρτηση με το καθαυτό επάγγελμα που ασκούσε, αυτό της αρτοποιού, σύμφωνα με το σχετικό Νόμο.
Διαφορετική είναι η άποψη των καθ΄ ων, οι οποίοι θεωρούν ότι η επανεξέταση έγινε με πλήρη αναφορά και σεβασμό στο δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την ακυρωτική απόφαση, ενώ δικαιολογημένα λήφθηκαν νέα στοιχεία κατά τη διερεύνηση της περίπτωσης αφού λήφθηκαν υπόψη τόσο η εξέταση της αιτήτριας από το Ιατρικό Συμβούλιο ημερ. 5.12.2008, όσο και νέες καταθέσεις για τα καθήκοντα της πριν και μετά το ατύχημα. Περαιτέρω, οι καθ΄ ων διερεύνησαν πλήρως την υπόθεση, είχαν δε υπόψη τους όλα τα γεγονότα, περιλαμβανομένης και της έκθεσης του Επιθεωρητή. Πρόσθετα, η αιτήτρια μετά το ατύχημα επέστρεψε στην ίδια εργασία, δηλαδή, στην οικογενειακή επιχείρηση του συζύγου της στην οποία εργαζόταν κανονικά ως αρτοποιός με περίπου τις ίδιες απολαβές και δεν εξετάστηκε οποιαδήποτε διαφορετική εργασία που αυτή τυχόν ασκούσε.
Εξετάζοντας την όλη υπόθεση, το πρώτο που πρέπει να διαπιστωθεί είναι ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο στην υπόθ. αρ. 163/2009, με την απόφαση του ημερ. 7.2.2011, έκρινε ότι εκείνο το οποίο έχρηζε διερεύνησης ήταν κατά πόσο στο χρονικό σημείο που επανεξετάστηκε το θέμα της παροχής στην αιτήτρια σύνταξης ανικανότητας, αυτή ήταν ή όχι ικανή να ασκεί το επάγγελμα του αυτοεργοδοτούμενου αρτοποιού, όπως ήταν δηλωμένη στο Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων πριν το ατύχημα. Οι πληροφορίες που είχαν συλλεγεί από λειτουργό των καθ΄ ων αφορούσαν στο ότι η αιτήτρια μετά το ατύχημα, επισκεπτόταν το χώρο εργασίας για δύο με τρεις ώρες ημερησίως για να επιβλέπει τους εργάτες και επομένως η αιτήτρια δεν μπορούσε να εργαστεί ως αρτοποιός, ασχολούμενη με το ζυμωτήρι πριν το ατύχημα. Περαιτέρω, ο λόγος για τον οποίο εργαζόταν με μειωμένο ωράριο, μετά το ατύχημα ήταν ακριβώς η ανικανότητα της και το προηγούμενο προ του ατυχήματος μειωμένο ωράριο που οφειλόταν σε οικογενειακές υποχρεώσεις, δεν ήταν σχετικό.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης πλάνη περί της αντίληψης των πραγμάτων στην έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου ημερ. 3.3.2008, όπου αναφερόταν σε σχέση με το βαθμό αναπηρίας της, ότι η αιτήτρια επανήλθε στην εργασία της επιβλέποντας άλλα άτομα, ενώ στο ίδιο το έντυπο του Ιατρικού Συμβουλίου, το επάγγελμα της αιτήτριας είχε καταγραφεί ως αυτό του αρτοποιού και όχι του επιβλέποντος προσώπου. Επίσης το Ιατροσυμβούλιο καταγράφοντας ότι η αιτήτρια δεν ήταν ανίκανη να ασκήσει το επάγγελμα της, το έπραξε σε συνάρτηση με αυτό του «αρτοποιού-(επίβλεψη)». Το ζητούμενο, όμως, κατά το ακυρωτικό Δικαστήριο, ήταν αν η αιτήτρια μπορούσε και σε ποιο βαθμό, να απασχολείτο στο επάγγελμα που συνήθως έκανε αυτό, δηλαδή, του αρτοποιού.
Όπως είναι θεμελιωμένο η επανεξέταση μετά από ακυρωτικό αποτέλεσμα γίνεται στη βάση της νομικής και πραγματικής κατάστασης που υφίστατο στο χρόνο παραγωγής της πράξης που ακυρώθηκε. Η επανεξέταση έχει στόχο τη θεραπεία των προβλημάτων επί των οποίων το ακυρωτικό Δικαστήριο θεώρησε τη διοικητική πράξη ως προϊόν μη νομιμότητας, (Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625 και Δημοκρατία ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293).
Ενώπιον του Δικαστηρίου, όταν αυτό οδηγήθηκε στην ακύρωση της προηγούμενης πράξης ημερ. 11.11.2008, είχαν τεθεί τα πορίσματα του Ιατρικού Συμβουλίου ημερ. 5.12.2008, καθώς και τα πορίσματα του προηγούμενου Ιατρικού Συμβουλίου ημερ. 3.3.2008. Ειδικά για τη γνωμάτευση του τελευταίου, έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε εμφιλοχωρήσει σ΄ αυτή πεπλανημένη αντίληψη των πραγμάτων, ότι ουσιαστικά υπήρχε αναντιστοιχία μεταξύ της επανόδου της αιτήτριας στην εργασία της ως επιβλέπουσα, με την καταγραφή του επαγγέλματος της ως αρτοποιού, το δε αρνητικό εύρημα ως προς την ανικανότητα της αιτήτριας να εργαστεί, συσχετιζόταν με το επάγγελμα του «αρτοποιού-(επίβλεψη)».
Στην Ιατρική Έκθεση της 5.12.2008, έγιναν τα ίδια λάθη: Αποφασίστηκε (σελ. 21), ότι «Θεωρείται ικανή για την εργασία της από πλευράς παρόντος Ι.Σ.». Όμως, στη σελ. 23, στο στοιχείο «Μπορεί το ασφαλισμένο άτομο να εργάζεται με πλήρη απασχόληση στην τελευταία του/της θέση ως», συμπληρωμένο χειρογράφως με τη λέξη «αρτοποιός», δεν έχει συμπληρωθεί οποιοδήποτε από τα δύο τετραγωνάκια «Ναι» ή «Όχι». Ούτε και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο στην ίδια ή και την επόμενη σελίδα. Αλλά στη σελ. 21, στο στοιχείο «Σύγκριση με την προηγούμενη έκθεση (ημερομηνίας 3.3.2008)» σημειώθηκε η ένδειξη «Χωρίς αλλαγή». Επομένως με δεδομένη τη χωρίς αλλαγή της κατάστασης της αιτήτριας εικόνα και με τις ίδιες κατ΄ ουσίαν περιγραφές επί των λεπτομερών κλινικών ευρημάτων, η άποψη του δεύτερου Ιατρικού Συμβουλίου ότι είναι ικανή για την εργασία του «αρτοποιού», δεν συνάδει με την προηγούμενη που αφορούσε το επάγγελμα του «αρτοποιού-επίβλεψη». Μάλιστα παρατηρείται στην έκθεση ημερ. 3.3.2008, ότι στο στοιχείο 3 του Μέρους VI - Γνωμοδότηση Ιατρικού Συμβουλίου, έχει καταγραφεί «Πρέπει να υποβάλει για αναπηρία».
Εξ αντιδιαστολής, συνεπώς, είναι πρόδηλο ότι το Ιατρικό Συμβούλιο ημερ. 3.3.2008, αναφερόταν στην αρτοποιία-επίβλεψη, για την οποία είχε κριθεί ικανή και η οποία απόφαση ακυρώθηκε, ενώ μετά το Ιατρικό Συμβούλιο της 5.12.2008, λίγους μήνες μετά το Συμβούλιο την έκρινε ικανή για το ίδιο το επάγγελμα του αρτοποιού, χωρίς αλλαγή όμως στα δεδομένα.
Οι καθ΄ ων διέπραξαν και έτερο λάθος με το να επαναδιερευνήσουν γεγονότα και δεδομένα τα οποία δεν έπρεπε να τεθούν στο προσκήνιο με δεδομένο ότι στην ακυρωτική κρίση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 163/2009, δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα ακυρότητας, ούτε και το Δικαστήριο διαπίστωσε πλάνη περί τα πράγματα σε σχέση με το ωράριο εργασίας της αιτήτριας. Όπως έχει αναφερθεί στη νομολογία, η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επεναδιερευνά μετά από ακυρωτική απόφαση πρέπει να γίνεται όταν διαπιστώνεται λόγος, (δέστε Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, Ιωσηφίδη ν. Δαβερώνα (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 61). Κατά τα άλλα, το διοικητικό όργανο κατά την επανεξέταση δεσμεύεται από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα και δεν μπορούν οι διάδικοι κατά το δοκούν να επαναφέρουν ζητήματα τα οποία μπορούσαν να είχαν εγερθεί σε προγενέστερη μεταξύ των ιδίων διαδίκων διαδικασία, (Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413 και Ιωάννης Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας μέσω Εξεταστή Απαιτήσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Άλλου, υπόθ. αρ. 688/2008, ημερ. 28.2.2011).
Ως δεδομένο λοιπόν υπήρχε το ωράριο εργασίας της αιτήτριας και το είδος της εργασίας της όπως είχαν σημειωθεί από τον Επιθεωρητή Κοινωνικών Ασφαλίσεων στην έκθεση του προς τον Διευθυντή ημερ. 12.12.2007, ερυθρά 94-93 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο Γ, που κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις. Οι θέσεις που έχουν καταγραφεί ως προς το ότι η αιτήτρια εργαζόταν σε μερική απασχόληση πριν το ατύχημα, δύο με τρεις ώρες, λόγω των μικρών παιδιών της τότε, και ότι άρχισε να εργάζεται και πάλι μετά την 1.1.2007, επίσης με μειωμένο ωράριο χειριζόμενη πολύ λίγο το ζυμωτήρι, αφού είχε πρόβλημα πλέον με το χέρι της, είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης όταν έλαβε την απόφαση τερματισμού της σύνταξης και αυτή η απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης εκείνης, είχε θεωρηθεί ως δεδομένο ότι εκείνο που έπρεπε να είχε εξαχθεί ως συμπέρασμα από τη διοίκηση με αναφορά στη συγκεκριμένη έκθεση του Επιθεωρητή ήταν ότι εργαζόταν πλέον με μειωμένο ωράριο λόγω του προβλήματος του χεριού της και δεν ήταν σχετικοί οι λόγοι εργασίας με μειωμένο ωράριο προ του ατυχήματος που οφείλονταν σε οικογενειακές υποχρεώσεις. Αλλά και περαιτέρω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το ζητούμενο δεν ήταν η ημερήσια απασχόληση της αιτήτριας, αλλά κατά πόσο αυτή μπορούσε να εργαστεί και σε ποιο βαθμό στο επάγγελμα του αρτοποιού. Αυτά αποτελούσαν μέρος του δεδικασμένου και δεν ήταν ορθό από πλευράς των καθ΄ ων να προβούν σε διερεύνηση του ωραρίου μέσα από νέες καταθέσεις προσπαθώντας να δώσουν μια διαφορετική χροιά αμφισβήτησης ακόμη και του γεγονότος ότι η αιτήτρια προ του ατυχήματος ασκούσε το επάγγελμα και τα καθήκοντα του αρτοποιού, για το οποίο, άλλωστε, είχαν εγκρίνει σύνταξη αντικανότητας έχοντας διαπιστώσει πρόβλημα σε ποσοστό 75%. Η αμφισβήτηση αυτή, όπως περιέχεται στην παράγραφο 5 της προσβαλλόμενης πράξης, είναι ανεδαφική και έχει ληφθεί ως παραβιάζουσα το δεδικασμένο σε μια προσπάθεια εκ των υστέρων αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης.
Η μορφή της έρευνας, όπως είναι γνωστό, εκτείνεται σε όλα τα αναγκαία στοιχεία, το ιστορικό της υπόθεσης και τη σχετική ενώπιον της διοίκησης αλληλογραφία ώστε να θεωρείται επαρκής η απόφαση, (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339). Όλα τα δεδομένα ήσαν ενώπιον της διοίκησης όταν αυτή έλαβε την απόφαση που αναγνώρισε την αιτήτρια ως δικαιούχο σύνταξης ανικανότητας σε ποσοστό 75%. Οποιαδήποτε νέα δεδομένα μεταγενέστερα που είχαν σχέση με το εισόδημα της ή το ωράριο της, δεν δικαιολογούσαν ανατροπή της προηγούμενης απόφασης όπως διαπίστωσε και το ακυρωτικό Δικαστήριο. Κατά τον ουσιώδη χρόνο της οφειλόμενης επανεξέτασης δεν μπορούσε πλέον να αμφισβητηθεί από τη διοίκηση ότι η αιτήτρια επαγγελλόταν τον αρτοποιό, ενώ το ζητούμενο ήταν πάντοτε η ικανότητα της να εργάζεται σε αυτό το επάγγελμα και όχι οποιοδήποτε άλλο. Η απόφαση στη Χατζηαράπη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 64, είναι σχετική.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ