ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D820
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1220/2015)
10 Δεκεμβρίου, 2015
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 1A, 11, 12, 15, 28, 30, 33, 35, 54, 61, 136, 152, 169(3), 179 και 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2004/38/ΕΚ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΤΟΥΣ ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΜΕΝΟΥΝ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟ Ν.7(Ι)/2007 ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 5 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ.
SERGHEI VLASOV,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Σ. Ζένιος για Χρ. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αξιώνει τις ακόλουθες θεραπείες:
«Α. Δήλωση και ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι είναι παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα ή/και τις Ευρωπαϊκές οδηγίες ή/και Κανονισμούς ή/και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή/και αντίθετη με το Ν.7(Ι)/07, η πράξη και/ή απόφαση του Καθ΄ου η Αίτηση, ημερομηνίας 20/09/2015 και ή άλλης ημερομηνίας με την οποία αποφασίστηκε η απέλαση ή/και κράτηση ή/του Αιτητή.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι είναι παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα ή/και τις Ευρωπαϊκές οδηγίες ή/και Κανονισμούς, ή/και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή/και αντίθετη με το Ν.7(Ι)/07, η πράξη και/ή απόφαση του Καθ΄ου η Αίτηση, ημερομηνίας 20/09/2015 και ή άλλης ημερομηνίας με την οποία αποφασίστηκε η απαγόρευση εισόδου του αιτητή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας για περίοδο αριθμού ετών και καταχώρηση του ονόματος του αιτητή στον κατάλογο των προσώπων των οποίων η είσοδος στην Δημοκρατία απαγορεύεται.»
Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Μολδαβία, εισήλθε στη Δημοκρατία στις 11.7.2004, μαζί με τη σύζυγό του, Tatiana Vlasova Jarova, επίσης υπήκοο της Μολδαβίας, μέσω της Μαρίνας Λάρνακας ως μέλη πληρώματος του σκάφους Impulse. Η σύζυγός του είχε εισέλθει προηγουμένως στη Δημοκρατία στις 3.4.1999 και εργαζόταν ως καλλιτέχνιδα στο La Mamounia Cabaret. Αναχώρησε δύο μήνες αργότερα, στις 9.6.1999, και επανήλθε στις 11.7.2004. Την 1.11.2004 ο αιτητής απέκτησε μία θυγατέρα, την Anna Vlasova.
Στις 21.12.2004 ο αιτητής με τη σύζυγό του υπέβαλαν αίτηση ασύλου η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 27.2.2006. Στις 21.3.2006 καταχώρησαν διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία επίσης απερρίφθη στις 19.4.2007 και απεστάλη επιστολή προς ενημέρωσή τους στη διεύθυνση οδός Γαλιλαίου 1, Παύλου Ιωάννου Court, διαμ. 101, 6023 Λάρνακα. Στο μεταξύ, στις 22.11.2006, ο αιτητής απέκτησε ακόμη μία θυγατέρα, την Anastasia Vlasova. Στις 22.2.2008 το Τμήμα απέστειλε επιστολή στον αιτητή και τη σύζυγό του στην ίδια διεύθυνση, καλώντας τους να αναχωρήσουν από την Κύπρο αμέσως, ως αποτέλεσμα της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής προσφύγων.
Στις 25.9.2009, ο αιτητής απέκτησε ακόμα μία θυγατέρα, τη Natalia Vlasova. Τόσο ο αιτητής, όσο και η σύζυγός του, αρνούντο να γράψουν το μικρότερο παιδί στο διαβατήριό τους, φοβούμενοι ότι θα απελαθούν. Εναντίον της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων καταχωρήθηκε η προσφυγή 1313/2007, η οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Καταχωρήθηκε, ακολούθως, η Αναθεωρητική Έφεση 216/2009, η οποία επίσης απορρίφθηκε στις 14.10.2013.
Ο αιτητής συνελήφθη από μέλη του κλιμακίου της ΥΑΜ Λάρνακας στις 20.9.2015 και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία γνωστοποιήθηκαν στον αιτητή με σχετική επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, η οποία του επιδόθηκε αυθημερόν και την υπέγραψε.
Ακολούθως, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή, μαζί με μονομερή αίτηση για προσωρινά διατάγματα. Με τη σύμφωνο γνώμη των καθ΄ων η αίτηση, αναστάληκε το διάταγμα απέλασης μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής, αφού δόθηκαν οδηγίες για σύντομη εκδίκαση.
Θα προσπαθήσω να παραθέσω τους λόγους ακύρωσης που επικαλείται ο αιτητής και αναπτύσσει στη γραπτή του αγόρευση, παρά το ότι δεν υπάρχει σαφήνεια στις θέσεις που προβάλλει: (α) Οι πρόνοιες των άρθρων 6(1)(κ) και 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση του αιτητή, (β) η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη, (γ) δεν υπήρξε επαρκής έρευνα, (δ) δε του δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης (ε) δε λήφθηκαν υπόψη κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και πριν την ολοκλήρωση των διαταγμάτων οι ειδικές, προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του αιτητή, (στ) η διοίκηση δεν ενημέρωσε τον αιτητή κατά την 14.10.2013 ή ενωρίτερα ότι είχε δικαίωμα να υποβάλει αίτημα, δυνάμει των προνοιών της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ.
Η Δημοκρατία, από την άλλη, σε μία λιτή αγόρευση, περιορίστηκε στο να αναφερθεί στα γεγονότα της υπόθεσης και στη βάση αυτών να εισηγηθεί ότι ο αιτητής βρισκόταν για σειρά ετών παράνομα στη Δημοκρατία και, συνεπώς, όταν εντοπίστηκε από τις αρχές της Δημοκρατίας, δεν υπήρχε άλλη επιλογή από το να απελαθεί, κρατούμενος εν τω μεταξύ προς το σκοπό αυτό. Τα όποια ανθρωπιστικά θέματα επιείκειας αναφέρει η εισήγηση, δεν μπορούν να εξεταστούν από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, παρά μόνο από το Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μεταναστεύσεως όταν τεθούν ενώπιόν του τα αναγκαία έγγραφα, μετά το πέρας της διαδικασίας.
Ο αιτητής επικαλείται πρόνοιες του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 (N. 7(I)/2007) προς υποστήριξη της θέσης του ότι δεν υπήρξε εκτίμηση των συνθηκών του αιτητή με βάση τις οποίες προκύπτουν οι ισχυρότατοι δεσμοί του με τη Δημοκρατία, στοιχεία που θα έπρεπε να καταγράφονται στην απόφαση. Η επίκληση των προνοιών του Ν.7(Ι)/2007 είναι διάχυτη στην αγόρευση του αιτητή, όμως, θεωρώ ότι οι πρόνοιες του συγκεκριμένου νομοθετήματος δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση του αιτητή. Και αυτό γιατί ο αιτητής δεν είναι υπήκοος χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για άτομο που κατάγεται από την Μολδαβία η οποία δεν αποτελεί χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στην γραπτή του αγόρευση, προβαίνει σε προσπάθειες για να αποκτήσει Ρουμανική υπηκοότητα, δεν του προσδίδει δικαίωμα να ζητήσει εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας.
Ως εκ των ανωτέρω ο ισχυρισμός του αιτητής ότι δεν εφαρμόζονται στην περίπτωσή του οι πρόνοιες των άρθρων 6(1)(κ) και 14 του Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, αλλά οι πρόνοιες του Ν.7(Ι)/2007 δεν ευσταθεί.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση ο αιτητής, αφού κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης, δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ), του Κεφ. 105, εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα απέλασης, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 14 του ιδίου Νόμου και του Άρθρου 188.3(γ) του Συντάγματος, καθώς και διάταγμα κράτησης, δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Νόμου.
Ο αιτητής, με αναφορά στο άρθρο 28 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 1999 (Ν.158(Ι)/1999), προβαίνει σε γενικό ισχυρισμό ότι στην παρούσα περίπτωση δεν τηρήθηκαν «οι δέουσες και ή επαρκείς ενέργειες για την εξέταση της καλούμενης απόφασης» και πως δε θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες των άρθρων 29 και 30 του ιδίου Νόμου, χωρίς όμως να εξηγείται για ποιο λόγο ισχύει αυτό.
Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας, η οποία έχει ενσωματωθεί και στο άρθρο 28 του Ν. 158(Ι)1999 ότι απαιτείται σαφής αιτιολογία των διοικητικών πράξεων. Όπως έχει, επίσης, νομολογηθεί η αιτιολογία διοικητικής πράξης μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής, έτσι ώστε να μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος. Η αιτιολογία, επίσης, μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 303, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 648 και Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672).
Στην προκείμενη περίπτωση, θεωρώ ότι η απόφαση εμπεριέχει την αναγκαία αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, τα οποία υφίσταντο κατά το χρόνο λήψης της απόφασης.
Ο αιτητής, περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι δεν έγινε επαρκής έρευνα κατά παράβαση του άρθρου 45 του Ν. 158(Ι)/1999. Όπως αναφέρεται στην αγόρευση του συνηγόρου του, ακόμα και με δεδομένο ότι ο αιτητής είναι πρόσωπο το οποίο διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία και ότι δεν υπήρξε ανανέωση της άδειας διαμονής του, και πάλι η όποια απόφαση των καθ΄ων η αίτηση έπρεπε να ληφθεί με γνώμονα το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον, χωρίς να παραγνωρίζονται όμως οι προσωπικές και ειδικές περιστάσεις του αιτητή. Τέτοια έρευνα δεν έχει γίνει και αυθαίρετα έχει κριθεί ότι το μοναδικό μέτρο που υπήρχε στη διάθεση των καθ΄ων η αίτηση ήταν αυτό της απέλασής του.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Ο αιτητής εισήλθε στη Δημοκρατία και υπέβαλε αίτημα ασύλου το οποίο απορρίφθηκε τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου, όσο και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Ειδοποιήθηκε με επιστολή από τις 22.2.2008 ότι θα έπρεπε να προβεί σε διευθετήσεις για να αναχωρήσει αμέσως από την Κύπρο (Τεκμήριο 9 στην ένσταση). Περαιτέρω, τόσο η προσφυγή την οποία υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο, όσο και η Αναθεωρητική Έφεση απορρίφθηκαν. Δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, ούτε βέβαια υποβλήθηκε οποιοδήποτε άλλο γεγονός εκ μέρους του αιτητή που να καταδεικνύει ότι η διαμονή του αιτητή στη Δημοκρατία κατέστη καθ΄ οιονδήποτε χρόνο νόμιμη.
Παραπονείται ο αιτητής ότι δεν του δόθηκε δικαίωμα ακρόασης, προτού ληφθεί η δυσμενής γι΄ αυτόν απόφαση, κατά παράβαση της φυσικής δικαιοσύνης, του Άρθρου 30.2 και 3 του Συντάγματος και του Ν.7(Ι)/2007, καθώς και η διαδικασία που προνοείται από το άρθρο 14(6) του Κεφ. 105 και το άρθρο 1 του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθερίων (Έβδομο Πρωτόκολλο) Νόμου του 2000 (Ν.18(ΙΙΙ)/2000).
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ο αιτητής ζήτησε την παροχή ασύλου, έτσι ώστε να παραμείνει στη Δημοκρατία. Του δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης, τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, και, περαιτέρω, άσκησε έφεση και αναθεωρητική έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Από τις 22.2.2008, όταν απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή ασύλου, ειδοποιήθηκε από το αρμόδιο Τμήμα όπως προβεί σε όλες τις διευθετήσεις ώστε να αναχωρήσει από την Κύπρο αμέσως (σχετική επιστολή επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 9 στην Ένσταση). Στις 23.5.2008, ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος μετά από οδηγίες του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εξωτερικών με σκοπό να διευθετηθεί η παραμονή και η απασχόλησή του. Του ζητήθηκε όπως εγγραφεί το δεύτερο παιδί του είτε στο διαβατήριο το δικό του, είτε σε αυτό της συζύγου του, κάτι που αρνήθηκε να πράξει, με αποτέλεσμα να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία. Η σύλληψή του έγινε στις 20.9.2015, όταν ανεκόπη από την Αστυνομία, ενώ οδηγούσε όχημα υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών. Τότε διερευνήθηκε το καθεστώς παραμονής του και εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα, αφού κρίθηκε ότι εάν αφεθεί ελεύθερος, πιθανόν να εξαφανιστεί. Με αυτά τα δεδομένα δεν κρίνω ότι υπήρξε παραβίαση δικαιώματος ακρόασης.
Οι ειδικές προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του αιτητή θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, προτού εκδοθούν τα επίδικα διατάγματα σύμφωνα με το Σύνταγμα και το άθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εισηγήθηκε ο αιτητής.
Σημειώνεται ότι το Άρθρο 32 του Συντάγματος αναγνωρίζει το δικαίωμα στη Δημοκρατία να ρυθμίζει ζητήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το δικαίωμα ενός κράτους να ρυθμίζει τη διάρκεια της παραμονής των αλλοδαπών στη χώρα περιέχει το γνώρισμά της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
Το κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να προβαίνει σε απελάσεις αλλοδαπών. Η ευχέρεια αυτή όμως θα πρέπει να ασκείται καλόπιστα. Εφόσον συμβαίνει αυτό, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 CLR 2583). Υπέρ της διοίκησης υπάρχει μαχητό τεκμήριο ότι ενήργησε καλόπιστα (Suleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224).
Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν φαίνεται να παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή. Το γεγονός ότι ο αιτητής απέκτησε τρία παιδιά στη Κύπρο, δεν θεμελιώνει από μόνο του δικαίωμα να παραμείνει στη Δημοκρατία χωρίς να προβαίνει στις νόμιμες διαδικασίες για να εξασφαλίσει άδεια παραμονής. Το ίδιο ισχύει και για τους ισχυρισμούς του περί άθλιας οικονομικής κατάστασης και ψυχολογικών προβλημάτων.
Ούτε φαίνεται να παραβιάστηκε η Σύμβαση, όπως επικαλείται ο συνήγορος του αιτητή στην αγόρευση του. Η Σύμβαση, όπως και τα πρωτόκολλά της, δεν επιβάλλει οποιουσδήποτε περιορισμούς στο δικαίωμα του κράτους να αποκλείσει ένα αλλοδαπό από τη χώρα (Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203). Περαιτέρω, στην υπόθεση Cruz Varas v. Sweden (1991) 14 EHRR1, το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι η απέλαση παντρεμένου ζεύγους μαζί με το παιδί τους, σε συνθήκες οι οποίες δεν εμφάνιζαν αξεπέραστα εμπόδια στη συνέχιση της οικογενειακής τους ζωής στη χώρα αυτή, δεν αποτελούσε παραβίαση του δικαιώματος για προστασία της οικογενειακής ζωής.
Αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η διοίκηση όφειλε να ενημερώσει τον αιτητή ότι είχε δικαίωμα εάν το επιθυμούσε να υποβάλει αίτημα δυνάμει της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ. Σημειώνεται ότι και σε αυτή την περίπτωση η εισήγηση που γίνεται χαρακτηρίζεται από γενικότητα και αοριστία. Παρά ταύτα, θα την εξετάσω για σκοπούς πληρότητας, εικάζοντας ότι η εισήγηση εδράζεται στη διάρκεια διαμονής του αιτητή στη Δημοκρατία. Όμως, κύριο κριτήριο για την απόκτηση δικαιώματος επί μακρόν διαμένοντος είναι μεν η διάρκεια διαμονής στην επικράτεια ενός Κράτους Μέλους, αυτή, όμως, θα πρέπει να είναι νόμιμη. Στην προκείμενη περίπτωση, η διαμονή του αιτητή δεν ήταν νόμιμη, όπως άλλωστε είναι παραδεκτό. Περαιτέρω, από τα γεγονότα που περιέχονται στο διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι αιτητής δε συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις του αρμοδίου Τμήματος και, συνεπώς, δεν μπορεί να παραπονείται για έλλειψη ενημέρωσης ως προς τα δικαιώματά του δυνάμει της Οδηγίας.
Από τα ενώπιον μου στοιχεία, κρίνω ότι η διοίκηση έχει ασκήσει καλόπιστα τη διακριτική της ευχέρεια, σύμφωνα με το Νόμο και συνεπώς τα επίδικα διατάγματα δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ