ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PANTELIS SKOURIDES ν. THE ATTORNEY-GENERAL OF THE REPUBLIC (MINISTRY OF EDUCATION) (1967) 3 CLR 518
NICOS LAMBRAKIS ν. REPUBLIC (EDUCATIONAL SERVICE COMMITTEE) (1970) 3 CLR 72
PANAYIOTIS ANTONIOU ν. REPUBLIC (MINISTER OF LABOUR AND SOCIAL INSURANCE) (1971) 3 CLR 417
CONSTANTINIDES ν. E.A.C. (1982) 3 CLR 387
Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 106
Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1023
C D. Hay Ltd ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1992) 3 ΑΑΔ 238
Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 145
Eυθυμίου Mαρία ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 281
Ρούσος Νίκος ν. Πάνου Σ. Ιωαννίδη και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 549
Kυπριακή Δημοκρατία ν. Δ. Aυλωνίτης και Yιοί Λτδ (2000) 3 ΑΑΔ 137
Ράφτη Μάρω και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 335
Θαλασσινός Γρηγόριος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 507
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 629/2009, 28 Σεπτεμβρίου 2010
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D841
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1024/2014)
18 Δεκεμβρίου, 2015
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 33, 228, 119, 120, 169 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
FBME BANK LTD,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
1. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΩΣ ΑΡΧΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,
2. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12.11.2015
Γ.Ζ. Γεωργίου με Ν. Οικονόμου και Π. Παναγιώτου για Α. Μαρκίδη, για την Αιτήτρια.
Α. Ευαγγέλου με Θ. Ραφτοπούλου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται το περί της πώλησης εργασιών του υποκαταστήματος της FBME Bank Ltd στην Κύπρο διάταγμα, ΚΔΠ 356/2014. Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, εγέρθηκε θέμα ότι στο διοικητικό φάκελο, ο οποίος καταχωρήθηκε ως Τεκμήριο, περιέχονται μόνο τα αναγκαία έγγραφα μέχρι τη λήψη της απόφασης.
Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια εξαιτείται:
«(Α) Οδηγίες και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να διατάσσει τους Καθ΄ων η Αίτηση 1 και 2 και/ή τα μέλη και/ή τους διευθυντές και/ή τους επικεφαλής και/ή τους αξιωματούχους και/ή τους αντιπροσώπους και/ή εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους αυτών, όπως αποκαλύψουν ενόρκως εντός 7 ημερών από την έκδοση του παρόντος διατάγματος και/ή παρουσιάσουν και/ή προσκομίσουν ενώπιον του σεβαστού Δικαστηρίου, όλα τα σχετικά έγγραφα που έχουν και/ή είχαν στην κατοχή, φύλαξη ή έλεγχο τους και που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα στην αίτηση και/ή οποιονδήποτε έγγραφο, σημείωμα, απόδειξη, πρακτικό, επιστολή, αλληλογραφία συμπεριλαμβανομένης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που αφορά τα επίδικα θέματα στην παρούσα αίτηση την παρούσα υπόθεση και όπως επιτρέψουν στους δικηγόρους της Αιτήτριας την επιθεώρηση των εγγράφων αυτών και την λήψη αντιγράφων.
(Β) Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά Διάταγμα και/ή άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου όπως, στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτηση, επιτραπεί στην Αιτήτρια να κλητεύσει τον κ. Μιχάλη Στυλιανού, υπεύθυνο της Μονάδας Εξυγίανσης της Καθ΄ης η Αίτηση 1 για να δώσει ενόρκως μαρτυρία ή άλλως πως πληροφορίες και/ή να παρουσιάσει έγγραφα και να εξεταστεί δια τον λόγο άρνησης παροχής πρόσβασης στους δικηγόρους της Αιτήτριας στον Διοικητικό Φάκελο κατά τις επιθεωρήσεις που έλαβαν χώρα στις 05/08/2014 και 18/05/2015.»
Η αίτηση βασίζεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ειδικότερα στα Άρθρα 146.1, 30.3, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.48 θ.θ. 1, 2, 3, 9 και Δ.64, το Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, Κανονισμούς 5, 9, 10, 11, 12, 17, 18 και 19 και στο άρθρο 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, καθώς επίσης και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και γενική πρακτική του Δικαστηρίου.
Την αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση του Στέλιου Π. Γεωργίου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο ενός εκ των δικηγόρων που εκπροσωπεί την αιτήτρια, στην οποία περιληπτικά αναφέρει τα ακόλουθα:
Στις 5.8.2014, μετά από σχετική αλληλογραφία που ανταλλάγηκε μεταξύ των συνηγόρων των δύο πλευρών, έγινε επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου (πρώτη επιθεώρηση), εντός του οποίου υπήρχαν τα έγγραφα που καταγράφονται στο Τεκμήριο 1. Διαπιστώθηκε κατά την εν λόγω επιθεώρηση ότι (α) δε βρισκόταν εντός του φακέλου η έκθεση του ελεγκτικού οίκου Pricewaterhouse Coopers, στην οποία εμπεριέχονται τα συμπεράσματα του ελέγχου μέτρων πρόληψης ξεπλύματος χρήματος (AML audit) που διεξήγαγε από κοινού με την FinCEN στις εγκαταστάσεις της αιτήτριας μεταξύ 17.6.2014-4.7.2014, και (β) ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε δείγμα αλληλογραφίας μεταξύ των καθ΄ων η αίτηση 1 και της FinCEN για σκοπούς ανταλλαγής πληροφοριών και/ή διερεύνησης των σοβαρότατων ισχυρισμών εναντίον της αιτήτριας που εμπεριέχονται στην ειδοποίηση της FinCEN ημερομηνίας 15.7.2014.
Στις 18.5.2015, μετά από σχετικό αίτημα των δικηγόρων της αιτήτριας, έγινε δεύτερη επιθεώρηση των διοικητικών φακέλων όπου διαπιστώθηκε ότι τα έγγραφα που υπήρχαν εντός του διοικητικού φακέλου ήταν τα ίδια που υπήρχαν και κατά την ημερομηνία της πρώτης επιθεώρησης. Δεν υπήρχαν επιπρόσθετα έγγραφα εντός του διοικητικού φακέλου κατά την ημερομηνία της δεύτερης επιθεώρησης, όπως πιο πρόσφατα πρακτικά της Επιτροπής Εξυγίανσης, αναθεωρημένη έκθεση ρευστότητας οικονομικής κατάστασης, αλληλογραφία των καθ΄ων η αίτηση με την αιτήτρια, ανταποκρίτριες τράπεζες, το νόμιμο διαχειριστή στην Τανζανία και τους εξωτερικούς δικηγόρους της εντός και εκτός Κυπριακής Δημοκρατίας ή τουλάχιστον η πράξη διορισμού του επιπρόσθετου διαχειριστή κ. Andrew Andronikou στις 30.4.2015.
Προβάλλεται η θέση ότι τα έγγραφα είναι αναγκαία για να μπορέσει το Δικαστήριο να κρίνει την ορθότητα της ακολουθηθείσας διαδικασίας από τους καθ΄ων η αίτηση και τη συμμόρφωση των καθ΄ων η αίτηση με τις πρόνοιες της νομοθεσίας, καθώς η διοικητική πράξη της εξυγίανσης έχει διαρκείς επιπτώσεις στο Παράρτημα της αιτήτριας στην Κύπρο, το οποίο συνεχίζει να βρίσκεται υπό καθεστώς εξυγίανσης.
Περαιτέρω, αποτελεί θέση της αιτήτριας ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενεργούν κακόπιστα, αποκρύπτοντας επιλεκτικά στοιχεία που βρίσκονται εντός του διοικητικού φακέλου, χωρίς να δώσουν νόμιμη αιτιολογία. Οι καθ΄ων η αίτηση ουδέποτε ενημέρωσαν την αιτήτρια ότι ενίστανται στην επιθεώρηση οποιωνδήποτε εγγράφων που βρίσκονται εντός του διοικητικού φακέλου. Περαιτέρω, δεν επετράπη στους αιτητές να λάβουν οποιοδήποτε αντίγραφο εγγράφου που βρισκόταν εντός του διοικητικού φακέλου. Πέραν των πιο πάνω, υπάρχει πληροφορία ότι οι καθ΄ων η αίτηση ανακάλεσαν στις 26.10.2015 το μέτρο εξυγίανσης που επιβλήθηκε στο Κυπριακό Παράρτημα της αιτήτριας με την έκδοση του διατάγματος 356/2014, κάτι για το οποίο δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε ανακοινώσεις στην ιστοσελίδα των καθ΄ων η αίτηση ή οποιαδήποτε δημοσίευση στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Εάν όμως η πληροφορία είναι ορθή, τότε η ενημέρωση του διορισμού του ειδικού διαχειριστή στις 29.10.2015 τίθεται εν αμφιβόλω.
Κατά την ακρόαση της αίτησης για ενδιάμεσο διάταγμα προσκομίστηκε από τους δικηγόρους των καθ΄ων η αίτηση φάκελος πρακτικών που δεν τέθηκε στην αιτήτρια κατά την πρώτη επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου, ενώ στις 5.11.2015, ημερομηνία κατά την οποία η προσφυγή ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις, οι δικηγόροι των καθ΄ων η αίτηση δήλωσαν ότι υπάρχει σωρεία εγγράφων που δεν έχουν προσκομιστεί επειδή οι καθ΄ων η αίτηση κρίνουν ότι δεν είναι σχετικά.
Οι καθ΄ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση, η οποία εδράζεται στους ακόλουθους λόγους:
(1) Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων και/ή οποιουδήποτε εκ των αιτούμενων διαταγμάτων.
(2) Το αιτούμενο με την παρούσα αίτηση διάταγμα (Α) ζητείται καταχρηστικά, καθότι οι εκπρόσωποι της Αιτήτριας προέβηκαν, όπως οι ίδιοι παραδέχονται, δύο φορές σε επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου, ο οποίος περιέχει όλα τα σχετικά με την παρούσα προσφυγή έγγραφα.
(3) Η παρούσα αίτηση είναι γενική και/ή αόριστη, καθότι δεν εξειδικεύονται σε αυτήν με ποιο από τους λόγους ακυρότητας και/ή με ποιο από τα επίδικα θέματα είναι σχετική η προτεινόμενη για προσαγωγή μαρτυρία.
(4) Στην παρούσα αίτηση δεν προσδιορίζονται τα έγγραφα και/ή τα γεγονότα τα οποία επιθυμεί η Αιτήτρια να προσαγάγει και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει τη σχετικότητα της επιδιωκόμενης μαρτυρίας.
(5) Το αιτούμενο με την παρούσα αίτηση διάταγμα (Β) δεν μπορεί να εκδοθεί, καθότι:
(α) συνιστά παράκαμψη της διαδικασίας για προσαγωγή μαρτυρίας,
(β) δεν στηρίζεται στις ορθές δικονομικές διατάξεις και
(γ) δεν παρέχεται η δυνατότητα κλήτευσης μάρτυρα της άλλης πλευράς για εξέταση.
(6) Η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων δεν είναι αναγκαία για την άσκηση δικαστικού ελέγχου της προσβαλλόμενης με την παρούσα προσφυγή απόφασης, καθότι όλα τα σχετικά με την παρούσα προσφυγή έγγραφα περιέχονται στο διοικητικό φάκελο, ο οποίος είναι κατατεθειμένος ενώπιον του Δικαστηρίου.
(7) Τυχόν έγκριση της παρούσας αίτησης εκφεύγει του έργου του αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
(8) Οποιαδήποτε έγγραφα πέραν από τα έγγραφα που βρίσκονται εντός του διοικητικού φακέλου που είναι κατατεθειμένος στο Δικαστήριο είναι άσχετα με την προσβαλλόμενη απόφαση και/ή δεν βοηθούν την Αιτήτρια στην προώθηση οποιουδήποτε λόγου ακυρότητας που προωθείται με την παρούσα προσφυγή.
(9) Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η εισαγωγή μαρτυρίας που τείνει να διαφοροποιήσει, να αλλοιώσει και/ή να μεταβάλει το περιεχόμενο των δεδομένων που συνέθεταν το διοικητικό φάκελο κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης πράξης.
(10) Τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα επιφέρει εκτροχιασμό της δικαστικής διαδικασίας και σπατάλη χρόνου και εξόδων.
(11) Η παρούσα αίτηση γίνεται σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας και αφού καταχωρήθηκαν γραπτή αγόρευση και απαντητική από την Αιτήτρια.
(12) Δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της Αιτήτριας.»
Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Μιχάλη Στυλιανού, προϊσταμένου της Μονάδας Εξυγίανσης στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στην οποία γίνεται αναφορά στα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση του που προσβαλλόμενου διατάγματος της ΚΔΠ 356/2014 και στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση του εν λόγω διατάγματος. Περαιτέρω αναφέρονται περιληπτικά τα ακόλουθα:
Όλα τα γεγονότα και στοιχεία στη βάση των οποίων λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο ο οποίος είναι κατατεθειμένος στο Δικαστήριο και ο οποίος τέθηκε στη διάθεση των δικηγόρων της αιτήτριας δύο φορές για επιθεώρηση, όπως είναι παραδεκτό.
Μετά την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, έγιναν διάφορες ενέργειες και λήφθηκαν διάφορες αποφάσεις σχετικά με το υποκατάστημα, οι οποίες όχι μόνο δεν είναι σχετικές με τα επίδικα στην παρούσα προσφυγή θέματα, αλλά κάποιες από αυτές αποτελούν αντικείμενο άλλων δικαστικών διαδικασιών, μεταξύ των οποίων των προσφυγών 580/2015 και 581/2015. Περαιτέρω, εκκρεμεί ενώπιον του International Chamber of Commerce στο Παρίσι (ICC) διαιτητική διαδικασία η οποία καταχωρίστηκε από τους Ayoud Farid Michel Saab και Fadi Michel Saab εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, στηριζόμενη στη Συμφωνία για την
Αμοιβαία Προώθηση και Προστασία των Επενδύσεων μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας του Λιβάνου Ν. 9(VII)/2001.
Γίνεται αναφορά στην έκθεση που ετοιμάστηκε στα πλαίσια του ελέγχου που διεξαγόταν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου σε συνεργασία με τον ελεγκτικό οίκο της Pricewaterhouse Coopers στο υποκατάστημα αναφορικά με τα μέτρα και τις διαδικασίες για την παρεμπόδιση του ξεπλύματος παράνομου χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας η οποία στάληκε στον ειδικό διαχειριστή του υποκαταστήματος στις 18.9.2015 και την ίδια ημέρα στάληκε στο διαχειριστή της αιτήτριας στην Τανζανία. Σε σχέση με την εν λόγω έκθεση, ο πρώτος εκτελεστικός διευθυντής της αιτήτριας απέστειλε στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ημερομηνίας 28.9.2015, στην οποία περιέχονται σχόλια επί της έκθεσης.
Αναφέρεται περαιτέρω ότι στο διοικητικό φάκελο περιλαμβάνονται έγγραφα που εξέδωσε η FinCEN και τα οποία σχετίζονται με την προσβαλλόμενη απόφαση, τονίζοντας παράλληλα ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος δεν ήταν η ανακοίνωση και το Notice of Finding της FinCEN, αυτά κάθ΄εαυτά, αλλά οι άμεσες συνέπειες στη βιωσιμότητα του υποκαταστήματα και οι κίνδυνοι που προέκυπταν εξαιτίας αυτών.
Τα έγγραφα που αναφέρεται από την αιτήτρια ότι δεν περιλαμβάνονταν στο φάκελο αφορούν γεγονότα που επεσυνέβησαν μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και κάποια από αυτά αποτελούν αντικείμενο άλλων δικαστικών διαδικασιών. Προβάλλεται η θέση ότι δε γίνεται καμία αναφορά ως προς το ποια έγγραφα ζητείται η αποκάλυψη και η επιθεώρηση, ούτε γίνεται αναφορά στην ορθότητα της ακολουθητέας διαδικασίας. Εφόσον δε, η διοικητική πράξη λαμβάνεται με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της, οποιαδήποτε έγγραφα εκδόθηκαν και έγιναν μετά την έκδοσή της, δεν είναι σχετικά και δε βοηθούν το Δικαστήριο στην άσκηση του αναθεωρητικού ελέγχου της νομιμότητάς της.
Η εφαρμογή του μέτρου εξυγίανσης δεν ανακλήθηκε, αλλά η Αρχή Εξυγίανσης, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 7(3) του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013, ανέστειλε την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου εξυγίανσης της πώλησης εργασιών του υποκαταστήματος. Αυτό προκύπτει από την επιστολή ημερομηνίας 20.10.2015 που κατέθεσαν στο Δικαστήριο οι δικηγόροι της αιτήτριας στις 16.11.2015, χωρίς να λάβουν την εκ των προτέρων άδεια από το Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, οποιαδήποτε μεταγενέστερη ενέργεια δε σχετίζεται, ούτε επηρεάζει την προσφυγή.
Κατά το στάδιο ακρόασης της αίτησης για προσωρινό διάταγμα, προσκομίστηκε φάκελος ο οποίος περιείχε πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ΄ων η αίτηση. Ο φάκελος αυτός δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση της εν λόγω αίτησης, λόγω ένστασης που υπεβλήθη εκ μέρους των δικηγόρων της αιτήτριας. Εν πάση περιπτώσει, αντίγραφο των πρακτικών βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο που επιθεώρησαν οι δικηγόροι της αιτήτριας και περιέχονται στον κατάλογο εγγράφων του Τεκμηρίου 1 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, τα πρωτότυπα των οποίων βρίσκονται σε ειδικό φάκελο πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου.
Όσα έγγραφα δεν έχουν προσκομιστεί δεν είναι σχετικά με την παρούσα προσφυγή, διότι δεν υπήρχαν κατά το στάδιο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Οποιαδήποτε έγγραφα αφορούσαν γεγονότα που επεσυνέβησαν μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και η προσκόμισή τους απαιτεί την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου, αφού ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια δεν εξειδικεύει πως η προτεινόμενη για να προσαχθεί μαρτυρία είναι σχετική με ένα ή περισσότερα από τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην παρούσα προσφυγή, με την έννοια ότι τείνει να αποδείξει την αλήθεια γεγονότων πάνω στα οποία βασίζει την υπόθεσή της η αιτήτρια και κατ΄ επέκταση πως θα βοηθηθεί από τέτοια μαρτυρία το Δικαστήριο στην απονομή της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, η αιτήτρια καταχώρησε τόσο τη γραπτή της αγόρευση, όσο και την απαντητική της αγόρευση, χωρίς να χρειαστεί η προσκόμιση μαρτυρίας για να τεκμηριώσει ή να αναπτύξει οποιονδήποτε από τους λόγους ακυρότητας που προβάλλει με την προσφυγή της.
Οι συνήγοροι των δύο πλευρών υποστήριξαν τις αντίστοιχες θέσεις τους τόσο με γραπτές όσο και με προφορικές αγορεύσεις, στις οποίες έκαναν αναφορά και στη σχετική με τα εγειρόμενα ζητήματα νομολογία, τις οποίες εξέτασα.
Οι κανονισμοί 10 και 19 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προνοούν τα εξής:
«10.-(1) Εκάστη υπόθεσις θα ορίζεται κατ' αρχήν δι' ακρόασιν προς έκδοσιν οδηγιών εκτός εις περιπτώσεις όπου εξεδόθη διάταγμα συμφώνως της παραγράφου (1) του κανονισμού 9.
(2) Κατά την διάρκειαν της τοιαύτης ακροάσεως το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώση τοιαύτας οδηγίας αναφορικώς προς περαιτέρω εγγράφους προτάσεις, λεπτομερείας, αποκάλυψιν ή επιθεώρησιν εγγράφων, αποδεικτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων ενόρκων ομολογιών αποδεικνυουσών τα γεγονότα εφ' ων βασίζεται έκαστος διάδικος, επιθεώρησιν του επιδίκου μέρους, διαδικασίαν συμφώνως προς την παράγραφον 2 του Άρθρου 134, ημερομηνίαν δημοσίας ακροάσεως, καταχώρησην και ανταλλαγήν μεταξύ των διαδίκων εγγράφου επιχειρηματολογίας εντός καθοριζομένων χρονικών ορίων ως και την διάρκειαν τυχόν μεταγενεστέρων αγορεύσεων, ή οιασδήποτε άλλας οδηγίας σχετικός τυχόν μεταγενεστέρων αγορεύσεων, ή οιασδήποτε άλλας οδηγίας σχετικώς προς την διαδικασίαν της υποθέσεως ως ήθελε κρίνει αναγκαίον.»
«19. Καθ' οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώση τοιαύτας οδηγίας, αι οποίαι απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Είναι νομολογημένο ότι ο διοικητικός φάκελος πρέπει να τίθεται στη διάθεση του αιτητή για επιθεώρηση και πρέπει να παρουσιάζεται στο Δικαστήριο ως τεκμήριο, καθότι η υπόθεση κρίνεται από τους διοικητικούς φακέλους και όχι από τα στοιχεία που τυχόν προσκομίζονται για πρώτη φορά στο στάδιο των αγορεύσεων (Δημοκρατία ν. Δ. Αυλωνίτης & Υιοί Λτδ (2000) 3 ΑΑΔ 137). Απαιτείται δε η πλήρης αποκάλυψη όλων των δεδομένων που περιβάλλουν και οδηγούν στη λήψη της διοικητικής πράξης για να μπορεί να ασκήσει το Δικαστήριο τον έλεγχο του ως προς τη νομιμότητα της πράξης (C.D. Hay Properties Ltd v. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 238). Δεν εναπόκειται βέβαια στη διοίκηση να αποφασίζει τι είναι αναγκαίο να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, αλλά οφείλει να προβαίνει σε πλήρη αποκάλυψη όλων των δεδομένων που οδήγησαν στη λήψη της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και να αφήνεται στο Δικαστήριο η αξιολόγηση της σημασίας του κάθε εγγράφου, όπως ορθά τονίστηκε στην απόφαση του Ναθαναήλ Δ. στην υπόθεση Κυριάκου Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 629/2009, ημερομηνίας 28.9.2010, που με παρέπεμψαν οι αιτητές.
Σχετικές με τα εγείρομενα με την παρούσα αίτηση ζητήματα είναι και οι αρχές που διέπουν την προσαγωγή μαρτυρίας, αφού ουσιαστικά αυτό που επιδιώκεται είναι να προσαχθεί μαρτυρία ως προς τα έγγραφα και στοιχεία που ακολούθησαν της προσβαλλόμενης απόφασης.
Οι βασικές αρχές που διέπουν το θέμα προσαγωγής μαρτυρίας κατά την ενάσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και η διαδικασία που ακολουθείται, συνοψίστηκαν ως ακολούθως στην υπόθεση Θαλασσινός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 507, σελίδες 510-512:
«Ο Κανονισμός 12 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προνοεί ότι,
"(1) Το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να διατάξη οιονδήποτε αιτητήν να παρουσιασθή αυτοπροσώπως είτε διά να δώση ενόρκως ή άλλως πως πληροφορίας προς το Δικαστήριον, είτε διά να παρουσιάση έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα. Εάν αιτητής τις διαταχθείς να εμφανισθή αυτοπροσώπως αρνηθή να πράξη ούτω, η ακολουθητέα διαδικασία εξαναγκασμού προς συμμόρφωσιν του τοιούτου αιτητού, η οποία δυνατόν να εφαρμοσθή, θα είναι ως η ισχύουσα δια τον εξαναγκασμόν εμφανίσεως μάρτυρος, όστις αρνήται να συμμορφωθή προς μαρτυρικήν κλήσιν .................................................
(2) Το Δικαστήριον δύναται να διατάξη τον καθ'ου η αίτησις να δώση ενόρκως ή άλλως πως πληροφορίας ή να παρουσιάση έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα διά δεόντως εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου."
Ο Κανονισμός 19 προνοεί ότι,
"Καθ' οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώσει τοιαύτας οδηγίας, αι οποίαι απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης."
Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. (Βλ. Phedias Kyriakides v. The Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66, Skourides v. Attorney General (1967) 3 C.LR. 518, Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72 και Αntoniou ν. Republic (1971) 3 C.L.R. 417). Το θέμα εξετάστηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106, όπου το Δικαστήριο υιοθετώντας την απόφαση Phedias Kyriakides παρατήρησε ότι,
"... ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που θα ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οποιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδειχτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και μπορεί ή όχι να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του."
(Βλ. επίσης Constantinides v. The Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 387, Λέλλα Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, 668/90 της 30/9/93, Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 A.A.Δ. 145, 162 και Μάρω Ράφτη και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι "δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης", αφού "το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη". (Βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδης και Άλλων (1999) 3 Α.Α.Δ. 549).
Πρέπει να τονιστεί ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παρουσίαση μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως. (Βλ. Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281).»
Στην προκείμενη περίπτωση, ο διοικητικός φάκελος έχει επιθεωρηθεί δύο φορές από τους συνηγόρους της αιτήτριας και έχει καταχωρηθεί στο Δικαστήριο ως τεκμήριο κατά το στάδιο των διευκρινίσεων. Το όλο ζήτημα προέκυψε με την αναφορά από τον συνήγορο των καθ΄ων η αίτηση ότι στο διοικητικό φάκελο περιέχονται όλα τα σχετικά έγγραφα μέχρι την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και πως υπάρχουν σωρεία άλλων εγγράφων που ακολούθησαν αυτής, τα οποία όμως δεν περιέχονται στο φάκελο που καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο.
Αυτό που ουσιαστικά εγείρεται από την αιτήτρια είναι ότι υπάρχουν και άλλα έγγραφα τα οποία είναι σχετικά με την παρούσα προσφυγή τα οποία όμως δεν έχουν προσκομιστεί στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο βέβαια είναι, σύμφωνα με τη νομολογία, ο τελικός κριτής του κατά πόσον ένα έγγραφο είναι σχετικό. Για να μπορεί όμως να εξεταστεί η σχετικότητα ενός εγγράφου, θα πρέπει αυτό να συγκεκριμενοποιηθεί. Η αιτήτρια δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα έγγραφα, παρά μόνο αιτείται πλήρη αποκάλυψη όλων των εγγράφων και στοιχείων που σχετίζονται με την υπόθεση, παρόλο που ήδη ο διοικητικός φάκελος κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Θεωρώ σκόπιμο σε αυτό το σημείο να σημειώσω ότι κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας το Δικαστήριο έχει ευρύτερη εξουσία και ευρύτερο ρόλο σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης από αυτόν που έχει ο δικαστής στην πολιτική δίκη. Αυτό που απαιτείται από το Δικαστήριο να κρίνει σε μία προσφυγή είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Όμως, η ευρεία εξουσία που διαθέτει το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν φτάνει μέχρι το σημείο ώστε να επιτρέψει την παρουσίαση στοιχείων και γεγονότων που δεν ήταν ενώπιον του διοικητικου οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη και που δεν βρίσκονται στο σχετικό διοικητικό φάκελο. Η ερμηνεία των στοιχείων που ήταν ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου είναι έργο του Δικαστηρίου και δεν επιτρέπεται η προσαγωγή μαρτυρίας για να τα ερμηνεύσει (βλ. Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 106). Μαρτυρία που αποβλέπει στη θεμελίωση του πραγματικού υπόβαθρου λόγων ακυρότητας που βρίσκονται έξω από όσα το Δικαστήριο έχει εξουσία να ελέγξει, δεν είναι σχετική. Όπως επίσης έχει νομολογηθεί δεν γίνεται αποδεκτή μαρτυρία η οποία διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, προς ενίσχυση του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης. Το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη. Αν τα στοιχεία είναι ασαφή, η αποσάφήνισή τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγησή τους. Επίσης, στοιχεία τα οποία δεν τέθηκαν ούτε λήφθηκαν υπόψη από το αρμόδιο όργανο δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά ως μαρτυρία.
Όμως, ενώ σαν γενική αρχή έγγραφα και στοιχεία τα οποία ακολούθησαν της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι σχετικά, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι αποκλείεται γενικά και για οποιοδήποτε σκοπό η εξέταση νέων στοιχείων που προέκυψαν μετά την διοικητική πράξη. Όταν ένα γεγονός ή ένα στοιχείο είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το πραγματικό καθεστώς κάτω από το οποίο λήφθηκε η απόφαση, τότε μπορεί να προσαχθεί στο Δικαστήριο, με κριτήριο πάντοτε τη σχετικότητά του. Για να καταδειχθεί η σχετικότητα απαιτείται συγκεκριμενοποίηση του εγγράφου ή στοιχείου που ζητείται, καθώς και αναφορά στη συνάφεια του με κάποιον από τους λόγους ακυρότητας που εισηγείται η αιτήτρια.
Για να ασκήσει το Δικαστήριο τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έγκρισης της αίτησης θα πρέπει να κρίνει ότι τα έγγραφα τα οποία ζητείται η αποκάλυψη ή η μαρτυρία που γίνεται προσπάθεια να προσαχθεί είναι σχετικά με την υπόθεση και θα υποβοηθήσουν στην εξέταση της προσφυγής. Η απουσία προσδιορισμού οποιουδήποτε τέτοιου εγγράφου ή γεγονότος, δε δίδει στο Δικαστήριο το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο για να αξιολογήσει τη σχετικότητα της μαρτυρίας και να ασκήσει την διακριτική του εξουσία.
Σημειώνεται ότι στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση υποβάλλεται σε προχωρημένο στάδιο, μετά που καταχωρήθηκαν, τόσο η γραπτή αγόρευση, όσο και η απαντητική εκ μέρους της αιτήτριας, χωρίς να προκύψει ανάγκη εξέτασης οποιουδήποτε εγγράφου ή στοιχείου.
Δεν τέθηκε από την αιτήτρια με ποιο λόγο ακύρωσης συναρτάται η αιτούμενη αποκάλυψη ή προσαγωγή μαρτυρίας, ούτε βέβαια θα μπορούσε με γενικό και αόριστο τρόπο να διαταχθεί η αποκάλυψη όλων των εγγράφων και στοιχείων, ανεξάρτητα αν αυτά προέκυψαν μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Με δεδομένο ότι η αιτήτρια ουσιαστικά ζητά όπως αποκαλυφθούν όλα τα έγγραφα και στοιχεία που αφορούν την υπόθεση, ακόμα και αυτά που προέκυψαν μετά την λήψη της προσβαλλόμενης πράξης, θα πρέπει να πληρείται η προϋπόθεση που τίθεται από τη νομολογία ότι αυτά δεν διαφοροποιούν, αλλοιώνουν ή μεταβάλλουν το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης. Εαν λοιπόν τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο είναι ασαφή, η αποσαφήνισή τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, καθότι δεν είναι επιτρεπτή η πρωτογενής κρίση στοιχείων από το Δικαστήριο, όταν αυτά δεν είχαν τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου.
Η απουσία συγκεκριμενοποίησης των εγγράφων και στοιχείων που ζητείται όπως αποκαλυφθούν και παρουσιαστούν, δεν προσφέρει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει τη σχετικότητά τους με τα επίδικα θέματα της προσφυγής. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στόχος της προσφυγής είναι να διαπιστωθεί η νομιμότητα της πράξης. Συνεπώς τα στοιχεία που πρωτίστως ενδιαφέρουν είναι αυτά που βρίσκονταν ενώπιον του διοικητικού οργάνου κατά τη λήψη της απόφασης. Αυτά, σύμφωνα με τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο που έχει καταχωρηθεί ως Τεκμήριο. Οποιαδήποτε άλλα έγγραφα ή στοιχεία θα μπορούσε να διαταχθεί η αποκάλυψη και παρουσίασή τους μόνο αν οι αιτητές καταδείξουν την σχετικότητά τους με την υπόθεση, κάτι που δεν έχει γίνει στην προκείμενη περίπτωση. Αναφορικά με την έκθεση της Pricewaterhouse Coopers, όπως αναφέρεται από τους καθ΄ων η αίτηση, αυτή ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 2014, δηλαδή μετά την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος και δεν καθορίζεται με ποιο τρόπο είναι σχετική με την υπόθεση. Και αυτό, πέραν του ότι, σύμφωνα με τη θέση των καθ΄ων η αίτηση, αυτή απεστάλη στον ειδικό διαχειριστή του παραρτήματος στις 18.9.2015 και, ακολούθως, στο διαχειριστή της αιτήτριας στην Τανζανία. Περαιτέρω, ο πρώτος εκτελεστικός διευθυντής της αιτήτριας Fadi Saab απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 28.9.2015, στην οποία περιέχονται σχόλιά του επί των ευρημάτων/παρατηρήσεων της έκθεσης.
Αναφορικά με το αιτητικό (Β) σχετική είναι η απόφαση στην υπόθεση Andrea Malais and others v. The Republic of Cyprus through the Minister of Interior (1965) 3 ΑΑΔ 572, που με παρέπεμψε η κα Ραφτοπούλου, όπου ο αιτητής εξέδωσε κλήση μάρτυρα εναντίον αξιωματικού της Αστυνομίας. Το Δικαστήριο αποδέχτηκε την ένσταση της Δημοκρατίας, ότι δηλαδή ο εν λόγω αξιωματικός ήταν στην ουσία μέρος των καθ΄ων η αίτηση και, συνεπώς, δε θα μπορούσε να δώσει μαρτυρία για τον αιτητή. Αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 574 της εν λόγω απόφασης:
«I have duly considered the matter and I have decided, for the reasons given in this Ruling, to uphold, at this stage, the objection of counsel for Respondent, without however laying down thereby that an Applicant, in proceedings under Article 146 before this Court, is precluded, in all eventualities, from summoning as a witness a Respondent officer.»
Θεωρώ ότι, τόσο με βάση τον κανονισμό 12(2) (πιο πάνω), όσο και την πιο πάνω απόφαση, η δυνατότητα κλήτευσης δεόντως εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου των καθ΄ων η αίτηση υπάρχει. Όμως, στην παρούσα περίπτωση, δε θεωρώ ότι θα πρέπει να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια υπέρ της έγκρισης της αίτησης. Η γενικότητα και αοριστία της αίτησης, σε συνδυασμό με την απουσία συγκεκριμενοποίησης της σχετικότητας της μαρτυρίας που επιθυμεί η αιτήτρια να παρουσιάσει με τα επίδικα θέματα της προσφυγής, δεν καθιστά την έγκριση του αιτήματος επιτρεπτή.
Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι η διακριτική μου ευχέρεια θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της απόρριψης της αίτησης.
Η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα της αίτησης θα είναι στην πορεία της προσφυγής, αλλά όχι εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ