ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Χρ. Πουτζιουρής, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-11-27 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΙSMAEL MOUSTAFA ISMAEL ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ TΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ, Υπόθεση Αρ. 660/2012, 27/11/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D790

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                               (Υπόθεση Αρ. 660/2012)

 

27 Νοεμβρίου, 2015

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

1. ΙSMAEL MOUSTAFA ISMAEL,

                                                                                                     Αιτητής,

 

KAI

 

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ  TΩΝ

ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

 

                                                                         Καθ'ου  η αίτηση.

_ _ _ _ _

 

Χρ. Πουτζιουρής, για τον Αιτητή.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τον Καθ' ου η

 Αίτηση.

_ _ _ _ _

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση που του κοινοποιήθηκε με επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερομηνίας 26.1.2012, σύμφωνα με την οποία ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός δεν αποδέχθηκε το πωλητήριο έγγραφο και τη δήλωση μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας του αιτητή στην εταιρεία Μ.Β. ΜARKETING LTD, επειδή ο Kηδεμόνας Τ/Κ περιουσιών δεν έδωσε την απαραίτητη για το σκοπό αυτό συγκατάθεσή του.

 

Ο αιτητής είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, Τουρκοκυπριακής καταγωγής, ο οποίος διέμενε πριν από τo 1974 στον Άγιο Θεόδωρο Λάρνακας. Ακολούθως, αφού παρέμεινε για ένα χρονικό διάστημα στον Άγιο Θεόδωρο, εγκαταστάθηκε στο κατεχόμενο χωριό Άγιος Σέργιος μέχρι το 2005, οπόταν και επέστρεψε στις ελεύθερες περιοχές, αγοράζοντας, και, στη συνέχεια, ενοικιάζοντας διαμέρισμα στην επαρχία Λάρνακας, όπου και διαμένει κατά καιρούς.

 

Στις 11.7.2007 ο αιτητής συνήψε πωλητήριο έγγραφο με βάση το οποίο συμφωνήθηκε να μεταβιβάσει στην εταιρεία M.B. MARKETING LTD ακίνητη ιδιοκτησία του (χωράφι με αρ. τεμ.165, Φ/Σχ. L.VI/9, αρ. εγγραφής 27147), έκτασης 11,372τ.μ., στην τοποθεσία Κόλυμπος, στον Άγιο Θεόδωρο, έναντι του ποσού ΛΚ660.000,00.

 

Στις 18.8.2007, το πωλητήριο έγγραφο και η δήλωση πώλησης προσκομίστηκαν στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας για κατάθεση, δυνάμει του περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232, και μέσω του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας υποβλήθηκαν στις 19.10.2011 στο Διευθυντή Υπηρεσίας Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών, για σκοπούς εξασφάλισης της συγκατάθεσης του Kηδεμόνα Τ/Κ περιουσιών.

 

Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών, με επιστολή του ημερομηνίας 7.11.2011, έθεσε το ζήτημα στον Αν. Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, σημειώνοντας τους ενδοιασμούς της Υπηρεσίας του, αναφορικά με το κατά πόσο ο αιτητής είχε επιστρέψει στις ελεύθερες περιοχές για μόνιμη εγκατάσταση και επισημαίνοντας ότι η τιμή πώλησης του ακινήτου ήταν πολύ πιο χαμηλή από την αγοραία αξία του.

 

Το ζήτημα, ακολούθως, προωθήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών, υπό την ιδιότητά του ως Kηδεμόνα των Τ/Κ περιουσιών, ενώπιον του οποίου τέθηκε σχετικό «Σημείωμα» της Ανώτερης Διοικητικής Λειτουργού, με απορριπτική εισήγηση, στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρονταν τα εξής:

 

 «3. Στο παρελθόν δόθηκε έγκριση στον κ. Ιsmael Moustafa για αγορά διαμερίσματος στη Λάρνακα, σύμφωνα με το Ν.49/70 (βλ. ερ.33) καθώς και πώληση ενός δικού του ιδιόκτητου τεμαχίου στον Άγιο Θεόδωρο Λάρνακας (βλ. ερ.35), διότι παρουσιαζόταν να είναι κάτοικος ελεύθερων περιοχών από το 2005. Ωστόσο μετά από διερεύνηση του θέματος από τις αρχές ασφαλείας, το Φεβρουάριο του 2011, διαπιστώθηκε ότι ο εν λόγω Τ/Κ διέμενε/διαμένει τόσο στις ελεύθερες περιοχές (Λάρνακα) όσο και στις κατεχόμενες περιοχές (Άγιο Σέργιο Αμμοχώστου). Στα κατεχόμενα διαμένει σε οικία Ε/Κ ιδιοκτησίας, πάνω από την οποία ανήγειρε άλλη οικία στην οποίαν διαμένει η θυγατέρα του. Οι άλλες δύο θυγατέρες του διαμένουν επίσης σε οικίες Ε/Κ ιδιοκτησίας στα κατεχόμενα. Επειδή ο εν λόγω Τ/Κ κατέχει Ε/Κ περιουσία στα κατεχόμενα απορρίφθηκαν ήδη δύο άλλα αιτήματα για αγοραπωλησία περιουσίας του στις ελεύθερες περιοχές (βλ σημ. 2 του φακέλου καθώς και συνημμένο φακ. 20.3.21.2.88)».     

 

Οι πιο πάνω πληροφορίες είχαν τεθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, με σχετικό εμπιστευτικό έγγραφο του Διοικητή της ΚΥΠ, ημερομηνίας 3.2.2011, και ο Υπουργός συμφώνησε με την εισήγηση.

 

Επιδιώκοντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αιτητής προβάλλει ότι:

 

(α)  είναι παράνομη ως αντίθετη με την αρχή της νομιμότητας,

 

(β)  οι καθ' ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τους γεγονότα που έπρεπε να είχαν λάβει υπόψη και/ή έλαβαν υπόψη τους γεγονότα που δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη,

 

(γ)    είναι προϊόν νομικής και πραγματικής πλάνης,

 

(δ) παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και/ή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και/ή της καλής πίστης και ότι,

 

(ε)   στερείται αιτιολογίας.

 

Υποστηρίζεται από τον αιτητή ότι οι καθ' ων η αίτηση εσφαλμένα, πεπλανημένα και χωρίς τη δέουσα έρευνα, έκριναν ότι αυτός διέμενε τόσο στις ελεύθερες περιοχές, όσο και στις κατεχόμενες περιοχές, και ότι κατείχε Ε/Κ περιουσία στα κατεχόμενα.

 

Η πιο πάνω κρίση, κατά τον αιτητή, συνιστά νομική πλάνη, καθότι η τροποποίηση του άρθρου 3 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν.139/91), από τον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές διατάξεις) (Τροποποιητικός) Νόμο του 2010 (Ν.39(Ι)/2010), με την οποία προστέθηκε το στοιχείο της κατοχής Ε/Κ περιουσίας από Τ/Κ ιδιοκτήτη στους παράγοντες που συνεκτιμούνται από τον Kηδεμόνα, ήταν μεταγενέστερη της ημερομηνίας υποβολής και παραλαβής της αίτησης του αιτητή (18.8.2007).

 

Αποτελεί θέση του αιτητή ότι σημειώθηκε καθυστέρηση από μέρους της Διοίκησης στην εξέταση του αιτήματός του, η οποία υπερέβη τον εύλογο χρόνο. Συναφώς, το νομικό καθεστώς που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ήταν αυτό που  προβλέπετο από τα άρθρα 9 και 10 του Ν.158(Ι)/1999, περιοριζόμενο στις πρόνοιες του Ν.139/1991 μέχρι και την τροποποίησή του με το Ν.119(Ι)/2007, που αποτελεί το τέλος της εκπνοής του εύλογου χρόνου προς εξέταση του αιτήματος και πως δε θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη μεταγενέστερες τροποποιήσεις της νομοθεσίας.

 

Περαιτέρω, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δε λήφθηκε υπόψη προηγούμενη απόφαση ημερομηνίας 28.5.2008, με την οποία έγινε αποδεκτή η κατάθεση άλλου αγοραπωλητηρίου εγγράφου και μεταβίβαση ακινήτου του στον Άγιο Θεόδωρο (Τεκ. 187).

 

Επιπρόσθετα, αμφισβητούνται από τον αιτητή τα ευρήματα της ΚΥΠ ότι διέμενε και στις κατεχόμενες περιοχές και ισχυρίζεται, επικαλούμενος την εγγραφή του στους εκλογικούς καταλόγους της Δημοκρατίας, ότι έχει τη μόνιμη διαμονή του στις ελεύθερες περιοχές. Δεν αποδέχεται επίσης ότι κατείχε Ε/Κ περιουσία, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί.

 

Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως η έγκριση μεταβίβασης ενός άλλου τεμαχίου του αιτητή, στις 28.5.2008, δεν ήταν καθοριστικό για τη δίχως άλλο θετική έκβαση του νέου αιτήματος, τονίζοντας ότι η κάθε περίπτωση στηρίζεται στα δικά της δεδομένα επί των οποίων ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Κηδεμόνα, δυνάμει του Ν.139/1991.

 

Επισημαίνεται από τους καθ΄ων η αίτηση ότι η έγκριση που είχε δοθεί στις 28.5.2008,  είχε εξετασθεί με βάση το νομικό πλαίσιο ως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του Ν.139/91 με τον τροποποιητικό Ν.39(Ι)/2010.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση εισηγούνται, περαιτέρω, ότι η πρωτογενής αξιολόγηση των γεγονότων ανήκει στην διοίκηση, η οποία ορθά αποτάθηκε στην ΚΥΠ, οι πληροφορίες της οποίας αξιολογούμενες από τον Κηδεμόνα, οδήγησαν στην απόρριψη του αιτήματος.

 

Ως προς το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, οι καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι ο σχετικός ισχυρισμός του αιτητή προβάλλεται απαράδεκτα, εφόσον δεν έχει δεόντως δικογραφηθεί και, διαζευκτικά, ότι ορθά λήφθηκε υπόψη το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά την εξέταση της αίτησης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999). Περαιτέρω, οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η διοικητική διαδικασία συμπληρώθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο.

 

Δοθέντος ότι στα νομικά σημεία υπ' αριθμόν 1 και 3 της αίτησης εγείρονται ισχυρισμοί για παραβίαση της αρχής της νομιμότητας και νομική πλάνη, θα πρέπει να εξεταστεί η ορθότητα του νομικού καθεστώτος που εφαρμόστηκε.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν.158(Ι)/99:

 

«Όταν το διοικητικό όργανο πρόκειται να εκδώσει μια πράξη, ύστερα από αίτηση, θα βασιστεί στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο της υποβολής της σχετικής αίτησης. Όταν η διοίκηση, έπειτα από πάροδο εύλογου χρόνου, παραλείπει να προβεί στην εξέταση της αίτησης, λαμβάνεται υπόψη το καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του εύλογου χρόνου».

       

Η άσκηση αρμοδιότητας διοικητικού οργάνου εντός ευλόγου χρόνου καθορίζεται στο άρθρο 10 του Ν.158(Ι)99 ως ακολούθως:

 

«Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητα του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφασή του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες».

 

Με βάση το άρθρο 3 του Ν.139/1991, όπως τροποποιήθηκε στις 7.5.2010 με το Ν.39(Ι)/2010, προσετέθη η ακόλουθη επιφύλαξη:

 

«Νοείται ότι στα πλαίσια άσκησης της πιο πάνω εξουσίας του να διαχειρίζεται Τουρκοκυπριακές περιουσίες διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης, ο Υπουργός έχει επίσης εξουσία ως διαχειριστής, να άρει με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους τη διαχείριση συγκεκριμένης Τουρκοκυπριακής περιουσίας  ή μέρους αυτής, αφού λάβει υπόψη σε σχέση με τη διαχείριση τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε περίπτωσης και σταθμίσει όλους τους σχετικούς με το θέμα αυτό παράγοντες, περιλαμβανομένου του κατά πόσο ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας ή οι κληρονόμοι ή οι διάδοχοι του στον τίτλο, ανάλογα με την περίπτωση, κατέχουν περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο στις μη ελεγχόμενες από τη δημοκρατία περιοχές:

 

Νοείται........................».

    

 

    Στην προκείμενη περίπτωση, το αγοραπωλητήριο έγγραφο και η δήλωση μεταβίβασης προσκομίστηκαν στο Κτηματολόγιο στις 18.8.2007. Από το διοικητικό φάκελο και την έκθεση του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού Λάρνακας - η οποία σημειώνεται ότι ήταν θετική ως προς το αίτημα - προκύπτει ότι είχε προσκομιστεί και ελεγχθεί πληθώρα σχετικών εγγράφων, πιστοποιητικών και αποδείξεων, που αφορούσαν τόσο τον αιτητή όσο και την αγοράστρια εταιρεία. Έλαβε, επίσης, χώρα έρευνα στα αρχεία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου για να διαφανεί κατά πόσο το ακίνητο επηρεαζόταν από απαλλοτρίωση και επίσης έρευνα μέσω της Επιτροπής Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών, για να διαπιστωθεί - όπως και έγινε - κατά πόσο το ακίνητο ενέπιπτε σε γεωργικό κλήρο ο οποίος ήταν παραχωρημένος, δυνάμει συμβολαίου, σε Ελληνοκύπριο.

  

Η έκθεση του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού φέρει ημερομηνία 5.10.2011 και σφραγίδα παραλαβής από τα Κεντρικά Γραφεία στις 7.10.2011.

 

Στην παράγραφο 8 της έκθεσης αναφέρονται τα εξής:

 

«Η καθυστέρηση της υποβολής της παρούσας οφείλεται στο γεγονός ότι οι δικαιοδόχοι μόλις πρόσφατα προσκόμισαν στο γραφείο μου, επιπρόσθετα έγγραφα της εταιρείας που τους ζητήθηκαν».

      

Η πιο πάνω έκθεση προωθήθηκε στη συνέχεια με ταχύτητα, για σκοπούς εξασφάλισης της συγκατάθεσης του Kηδεμόνα, από το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου στο Διευθυντή της Υπηρεσίας Διαχείρισης, ο οποίος, μέσα σε λογικά χρονικά πλαίσια, υπέβαλε τις απόψεις του στον Αν. Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Οι πιο πάνω θέσεις της Υπηρεσίας παραλήφθηκαν από το Υπουργείο Εσωτερικών στις 9.11.2011 και ο Υπουργός, ενεργώντας, όπως ήδη σημειώθηκε, υπό την ιδιότητα του κηδεμόνα, έλαβε την απόφασή του στις 30.12.2011.

 

Συνεπώς, δεν έχει αποδειχθεί ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην πορεία εξέτασης του αιτήματος με υπαιτιότητα της διοίκησης, ούτε και ότι οποιοδήποτε όργανο ή αρχή που ενεπλάκη στη διαδικασία δεν άσκησε την αρμοδιότητά του εντός ευλόγου χρόνου.

          

Oρθά λοιπόν λήφθηκε, εν προκειμένω υπόψη, το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης δίκαιο, δηλαδή το άρθρο 3 του Ν.139/91, όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίησή του από το Ν.39(Ι)/2010. Σύμφωνα με την εν λόγω νομοθετική διάταξη, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Κηδεμόνα, περιλαμβάνεται και η κατοχή Ε/Κ περιουσίας.

 

Οι εμπιστευτικές πληροφορίες, που δόθηκαν από την ΚΥΠ και οι οποίες αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου, εξετάστηκαν από τους καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι είχαν και την ευθύνη της αξιολόγησής τους.

 

Σημειώνεται ότι το έγγραφο της ΚΥΠ συνοδεύεται από πίνακα καταγραφής των ημερομηνιών διαμονής του αιτητή στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ενώ οι πληροφορίες για τη διαμονή του αιτητή και των θυγατέρων του σε σπίτια Ε/Κ προσφύγων στον κατεχόμενο Άγιο Σέργιο, είναι αρκούντως ικανοποιητικές για την περίπτωση.

     

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων επαφίεται στη διοίκηση και, εφόσον διαπιστώνεται δέουσα έρευνα το Δικαστήριο, δεν επεμβαίνει στα πρωτογενή ευρήματα της, ούτε υποκαθιστά τα διοικητικά πορίσματα με τη δική του κρίση (βλ. Παφιτανής v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) ΑΑΔ 247).

 

Ως προς το υπό (β) λόγο ακύρωσης, αποτελεί εισήγηση του αιτητή, ότι οι καθ' ων η αίτηση, κατά την εξέταση της υπόθεσής του, δεν έλαβαν υπόψη άλλη παρόμοια αίτησή του για μεταβίβαση ενός άλλου κτήματός του, η οποία είχε θετική κατάληξη και ότι αγνόησαν διάφορα έγγραφα και γεγονότα που προέκυπταν από το φάκελο, όπως τις μέρες διαμονής του στις ελεύθερες περιοχές.

 

Από την άλλη, λήφθηκαν υπόψη, κατά τον αιτητή, γεγονότα και έγγραφα τα οποία δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, όπως η κατοχή από αυτόν Ε/Κ περιουσίας στα κατεχόμενα και οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις της νομοθεσίας, οι οποίες δεν υφίσταντο κατά την παραλαβή της αίτησής του.

 

Το γεγονός της έγκρισης μιας προηγούμενης αίτησης δεν προδικάζει και την ευνοϊκή πορεία και κατάληξη μιας μεταγενέστερης αίτησης, η οποία εξετάζεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά που την περιβάλλουν και το ισχύον για την περίπτωση νομικό πλαίσιο.

 

Όπως ήδη διαπιστώθηκε, στην παρούσα περίπτωση, ορθά εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες της επιφύλαξης του άρθρου 3 του Ν.139/1991, όπως είχε τροποποιηθεί με το Ν.39(Ι)/2010, σύμφωνα με την οποία η διαπίστωση κατοχής Ε/Κ περιουσίας στα κατεχόμενα συμπεριλαμβάνεται στα κριτήρια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Kηδεμόνα.

 

Δεν ήταν, συνεπώς, εξωγενής η σχετική διαπίστωση και ορθά λήφθηκε υπόψη με βάση τη νομοθεσία, όπως ορθά λήφθηκαν υπόψη και οι πληροφορίες για τη διαμονή του αιτητή στις ελεύθερες περιοχές, οι οποίες μάλιστα καταγράφονται με λεπτομέρεια στη σχετική κατάσταση της ΚΥΠ.

 

Ως εκ τούτου, οι εισηγήσεις του αιτητή θα πρέπει να απορριφθούν.

   

Ο αιτητής, επαναλαμβάνοντας την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε στα πλαίσια των δύο πρώτων λόγων αναφορικά με το νομοθετικό καθεστώς που εφαρμόστηκε και την έγκριση μεταβίβασης ενός άλλου τεμαχίου του, υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση είναι το αποτέλεσμα νομικής και πραγματικής πλάνης.

 

Προς υποστήριξη των πιο πάνω ισχυρισμών του, ο αιτητής προβάλλει ότι, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία, θα έπρεπε να θεωρείται για φορολογικούς σκοπούς κάτοικος της Δημοκρατίας, διότι διέμενε πέραν των 182 ημερών το χρόνο στις ελεύθερες περιοχές και ότι οι καθ' ων η αίτηση είχαν λάβει περί τούτου, μετά τη καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, σχετική συμβουλή από Δικηγόρο της Δημοκρατίας.

 

Το θέμα που εγείρεται στην παρούσα περίπτωση διέπεται από τις διατάξεις του Ν.139/1991, όπως τροποποιήθηκε και, συνεπώς, οποιαδήποτε αναφορά σε άλλο Νόμο, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση. Ως προς το πλαίσιο εντός του οποίου κρίθηκε η υπόθεση, αυτό έχει αναλυθεί πιο πάνω.

Η δε αλληλογραφία των καθ' ων η αίτηση με τη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, σε κάποιο στάδιο μετά την καταχώρηση της προσφυγής, δεν αποτελεί υλικό που επηρέασε την έκδοση της επίδικης απόφασης και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο εξέτασης της νομιμότητάς της.

 

Υποστηρίζεται, επίσης, από τον αιτητή ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της καλής πίστης, γιατί η αίτησή του δεν εξετάστηκε σε σύντομο χρόνο και τελικά απορρίφθηκε, ενώ άλλη παρόμοια αίτηση του είχε γίνει αποδεκτή και γιατί οι καθ' ων η αίτηση είχαν ζητήσει νομική συμβουλή αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας της παρούσας προσφυγής, σε στάδιο μετά την καταχώρησή της.

 

Τα πιο πάνω επιχειρήματα έχουν ήδη εξεταστεί και, όπως διαπιστώθηκε πιο πάνω, δεν ευσταθούν και υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Η επίδικη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα εφαρμογής των κριτηρίων της επιφύλαξης του άρθρου 3 του Ν.139/91, ως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσής της. Δεν έχει αποδειχθεί αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση και, όπως διαπιστώθηκε, η αργοπορία που παρατηρήθηκε στο στάδιο της σύνταξης της έκθεσης του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού, οφειλόταν στη μη έγκαιρη υποβολή των απαραίτητων πιστοποιητικών της αγοράστριας εταιρείας.

 

Η αρχή της καλής πίστης δεν υπαγόρευε τη χορήγηση της έγκρισης του κηδεμόνα, χωρίς εξέταση των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης και της συνδρομής των προϋποθέσεων του Νόμου.          

 

Όπως λέχθηκε στη Δημοκρατία v. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 191

 

«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην Τamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. Όπως υποδεικνύεται στην Παμπόρη v. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, 15.12.1995, η αρχή της καλής πίστης, δε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθεται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται»

 

Με τον τελευταίο προβαλλόμενο λόγο υποστηρίζεται ότι η επίδικη απόφαση δεν έχει καθ' οιονδήποτε τρόπο αιτιολογηθεί. Συγκεκριμένα, υποβάλλεται ότι δεν έχει τεκμηριωθεί το συμπέρασμα των καθ' ων η αίτηση ότι ο αιτητής διέμενε τόσο στα κατεχόμενα όσο και στις ελεύθερες περιοχές, ούτε και η αναφορά ότι ο αιτητής κατείχε Ε/Κ περιουσία στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

Δεν αιτιολογείται, επίσης, κατά τον αιτητή, το γεγονός ότι, ενώ εγκρίθηκε άλλη αίτησή του, η παρούσα οδηγήθηκε σε απόρριψη, ούτε και εξηγείται η μη ανάκληση της έγκρισης που του παραχωρήθηκε, εφόσον δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις.

 

Ισχυρίζεται, επίσης, ότι δεν έχει δοθεί αιτιολογία για την καθυστέρηση στην εξέταση του αιτήματός του και ότι η αιτιολογία στην παρούσα περίπτωση δε συμπληρώνεται από το διοικητικό φάκελο.

 

Οι εισηγήσεις του αιτητή δεν είναι αποδεκτές.

 

Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης δίδεται στην επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ημερομηνίας 26.1.2012, και συμπληρώνεται άνετα από τις εκθέσεις των αρμοδίων τμημάτων και λειτουργών που επιλήφθηκαν της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των επιστολών του διοικητή της ΚΥΠ και του Διευθυντή της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών.

 

Η συμπλήρωση της αιτιολογίας των ευρημάτων της διοίκησης επιτρέπεται όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το διαθέσιμο υλικό, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (βλ. Παναγιωτίδης v. Yπουργείου Συγκοινωνιών & Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342).

 

Στην παρούσα περίπτωση, τα ευρισκόμενα στο φάκελο στοιχεία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα και αναδεικνύουν με σαφήνεια τους λόγους της απόρριψης του αιτήματος.

 

Σε ό,τι δε αφορά την επαναλαμβανόμενη επίκληση από τον αιτητή, άλλης αίτησής του, η οποία έτυχε της συγκατάθεσης του Κηδεμόνα, και με βάση την οποία θα έπρεπε, κατά τη θέση του, να αιτιολογηθεί η διαφορετική στάση της διοίκησης στο νέο διάβημά του, αρκεί να λεχθεί ότι, ούτε η έγκριση της αίτησης εκείνης, ούτε και η απόρριψη άλλων δύο αιτημάτων για αγοραπωλησία περιουσίας του στις ελεύθερες περιοχές, για την οποία γίνεται μνεία στο σημείωμα της Ανώτερης Διοικητικής Λειτουργού προς τον Kηδεμόνα, αποτελούν αντικείμενα του αναθεωρητικού ελέγχου στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής.

 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η επίδικη πράξη επικυρώνεται με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                            Κ. Σταματίου,

                                                                      Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο