ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D733
(Υπόθεση αρ. 6379/2013)
4 Νοεμβρίου, 2015
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΜΕΤΑΞΥ:
1. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ ΚΟΥΡΡΗ
2. ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΙΚΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ
3. ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ ΝΙΚΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ
Αιτητών,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Καθ'ων η αίτηση
.....
Μ. Δειλινός, για τους Αιτητές
Δ. Καλλίγερος, για τους Καθ΄ ων η αίτηση
______
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Κατά τη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 26.7.2013, εγκρίθηκε πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών που αφορούσε Δήλωση Πολιτικής για τη δημοτική περιοχή Αγίας Νάπας και εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός να προβεί στη σχετική δημοσίευση. Όπως και έγινε, με τη δημοσίευση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου (στο εξής η Απόφαση) στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (ΕΕΔ) ημερ. 23.8.13 - στο Παράρτημα Τρίτο, Μέρος ΙΙ, Ατομικές Πράξεις - σύμφωνα με την οποία το ακίνητο των αιτητών με αρ. εγγρ. 0/708, Φ/Σχ. 2-292-374, τεμάχιο 18, τοποθεσία «Δυόσμης» του Δήμου Αγίας Νάπας (στο εξής το κτήμα) εντάχθηκε στην Πολεοδομική ζώνη Αα1 ενώ προηγουμένως ήταν ενταγμένο στην Πολεοδομική Ζώνη Γ.
Οι αιτητές αντέδρασαν στην πιο πάνω Απόφαση με την παρούσα προσφυγή, με την οποία επιδιώκουν τον παραμερισμό της Απόφασης ως εξ υπαρχής άκυρης και/ή στερούμενης εννόμου αποτελέσματος. Πρώτα όμως η παράθεση, σε συντομία, του ιστορικού της υπόθεσης και των κοινώς αποδεκτών γεγονότων που την περιβάλλουν.
Το κτήμα των αιτητών βρίσκεται πλησίον των εγκαταστάσεων του Αθλητικού Κέντρου Αγίας Νάπας και διαχωρίζεται σε δύο μέρη από οδικές αρτηρίες.
Μέχρι το 2004 το κτήμα ενέπιπτε στη γεωργική ζώνη Γ, στοιχείο που έδινε τη δυνατότητα στους αιτητές να ανεγείρουν σ΄ αυτό μεμονωμένη διώροφη κατοικία με μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος 8.30 μ. Στις 10.9.04, όμως, το κτήμα εντάχθηκε σε Ζώνη Δημοσίων Χρήσεων Αα1 και παράλληλα χωροθετήθηκε σε θέση που ενέπιπτε στην περιοχή των εγκαταστάσεων του Αθλητικού Κέντρου.
Οι αιτητές πρόσβαλαν την αλλαγή της Ζώνης με ενστάσεις οι οποίες απορρίφθηκαν, με αποτέλεσμα, κατά την έγκριση του Τοπικού Σχεδίου το 2008, τα δεδομένα του κτήματος να παραμείνουν ως είχαν διαμορφωθεί κατά τη δημοσίευση του Σχεδίου το 2004.
Η νέα κατάσταση πραγμάτων που δημιούργησε το πιο πάνω Τοπικό Σχέδιο προσβλήθηκε επιτυχώς από τους αιτητές με προσφυγές, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η ακύρωση του με απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ημερ. 5.10.11 λόγω κακής σύνθεσης των οργάνων που είχαν εμπλακεί στη διαδικασία εκπόνησής του.
Η επιτυχής κατάληξη των προσφυγών των αιτητών οδήγησε τον Υπουργό Εσωτερικών σε δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 14.10.11 της υπ΄αρ. 850 γνωστοποίησης, σύμφωνα με την οποία ο Υπουργός εκπόνησε για τη δημοτική περιοχή Αγίας Νάπας Δήλωση Πολιτικής βάσει της οποίας το πολεοδομικό καθεστώς του κτήματος παρέμενε ως είχε καθοριστεί στο Τοπικό Σχέδιο του 2004.
Η αιτήτρια αρ. 1, ασκώντας το δικαίωμα που της παρέχεται από το άρθρο 18Α(9) του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72 ως έχει τροποποιηθεί), υπέβαλε στις 6.4.2012 ένσταση αναφορικά με την πιο πάνω Δήλωση Πολιτικής. Με αυτή αξίωνε αποζημιώσεις, στη βάση ότι με την αλλαγή του συντελεστή δόμησης που συνεπάγετο η ένταξη του ακινήτου στη Ζώνη Αα1 δεν μπορούσε να υλοποιήσει την πρόθεση της για ανέγερση κατοικίας στο κτήμα.
Η ένσταση εξετάστηκε από τριμελή Επιτροπή Μελέτης των Ενστάσεων (ΕΜΕ), η οποία υπέβαλε εισήγηση στον Υπουργό Εσωτερικών για απόρριψή της. Και αυτό με το αιτιολογικό ότι «η ιδιοκτησία βρίσκεται εντός της καθορισμένης περιοχής του καθορισμένου αθλητικού κέντρου της Δήλωσης Πολιτικής Αγίας Νάπας» και ότι «το αίτημα για αποζημίωση για αγορά ακινήτου κρίνεται ως άνευ αντικειμένου».
Οι απόψεις της Επιτροπής υιοθετήθηκαν από τον Υπουργό ο οποίος υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο την «Πρόταση αρ. 873/2013» για έγκριση της Δήλωσης Πολιτικής, μαζί με τις τροποποιήσεις που υποδεικνύονταν σε συνημμένο έγγραφο. Πρόταση που έτυχε επικύρωσης από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 26.7.2013 και η οποία δημοσιεύθηκε, όπως ήδη έχει σημειωθεί, στις 23.8.13. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσια την υπό αναφορά προσβαλλόμενη Απόφαση:-
«Με την παρούσα γνωστοποιείται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν στον Υπουργό Εσωτερικών αναφορικά με τη Δήλωση Πολιτικής Αγίας Νάπας, μαζί με τις δικές του παρατηρήσεις και συστάσεις, αποφάσισε, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (11) του άρθρου 18 Α, να εγκρίνει την Δήλωση Πολιτικής Αγίας Νάπας, στην οποίαν αναφέρεται η Γνωστοποίηση με αρ. 850 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4444 της 14ης Οκτωβρίου 2011.
2. Η εγκριθείσα Δήλωση Πολιτικής Αγίας Νάπας περιλαμβάνει ως αναπόσπαστα μέρη της:
(α) Το γραπτό κείμενο της Δήλωσης Πολιτικής Αγίας Νάπας, που δημοσιεύθηκε με τίτλο «Δήλωση Πολιτικής Αγίας Νάπας» και ημερομηνία 2011, όπως αυτό τροποποιείται ή και συμπληρώνεται από το νέο γραπτό κείμενο με τίτλο «Δήλωση Πολιτικής Αγίας Νάπας 2013» το οποίο φέρει την ένδειξη «Εγκριθείσα» και ημερομηνία 2013.
Το σύνολο των δύο ανωτέρων κειμένων καθορίζεται ως η Εγκριθείσα Δήλωση
Πολιτικής Αγίας Νάπας 2013.
(β) Τα τροποποιημένα έγχρωμα σχέδια με αρ. 2, 3 και 4 και τίτλο Χρήση Γης, Πολεοδομικές Ζώνες και Χρήση Γης Περιοχής Κέντρου Αγίας Νάπας, αντίστοιχα, με ημερομηνία Αύγουστος 2013, που αντικαθιστούν τα αντίστοιχα σχέδια που δημοσιεύθηκαν τον Οκτώβριο του 2011. Το σύνολο των ανωτέρω σχεδίων αποτελεί την Εγκριθείσα Δήλωση Πολιτικής Αγίας Νάπας 2013.
(γ) Τα τροποποιημένα λεπτομερή κτηματικά σχέδια Πολεοδομικών Ζωνών, που αντικαθιστούν τα αντίστοιχα σχέδια που δημοσιεύθηκαν τον Οκτώβριο του 2011. Το σύνολο των ανωτέρω σχεδίων αποτελούν την Εγκριθείσα Δήλωση Πολιτικής Αγίας Νάπας 2013».
Οι αιτητές προώθησαν την προσφυγή τους με άξονα τη θέση ότι η Απόφαση παραβιάζει τις πρόνοιες του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/72 ως έχει τροποπ.), αντίκειται στα Άρθρα 23, 26 και 28 του Συντάγματος και, περαιτέρω, λήφθηκε κατά παράβαση του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99).
Αποτελεί κεντρικό ισχυρισμό των αιτητών ότι μετά την ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 5.10.2011 θα έπρεπε να γίνει επανεξέταση με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου και να εγκριθεί νέο Τοπικό Σχέδιο και όχι να εκπονηθεί από τον Υπουργό η Δήλωσης Πολιτικής που τελικά εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και δημοσιεύθηκε στις 23.8.2013.
Ο συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας, αντιτείνουν οι καθ΄ ων η αίτηση, εγείρεται χωρίς έννομο συμφέρον εφόσον με την επίδικη Δήλωση Πολιτικής οι πρόνοιες του ακυρωθέντος Τοπικού Σχεδίου «επαναθεσπίστηκαν αυτούσιες» και δεν έχει αποδειχθεί ποια βλάβη έχουν υποστεί οι αιτητές λόγω της μη επανεξέτασης του Τοπικού Σχεδίου. Σ΄ ότι δε αφορά την ουσία, ισχυρίζονται ότι η επανεξέταση του Τοπικού Σχεδίου δεν ήταν δυνατή λόγω ανυπέρβλητων δυσκολιών επανασύστασης όλων των οργάνων που συμπράττουν στα Τοπικά Σχέδια, οπόταν ενεργοποιήθηκε η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης να εφαρμόσει μια παραπλήσια διαδικασία κατά τα νομολογηθέντα στην Βανέζης κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2522. Τέλος, εισηγούνται πως, εφόσον η ακύρωση επέφερε την πλήρη εξαφάνιση του Τοπικού Σχεδίου δεν υπήρχε πλέον για την περιοχή Τοπικό Σχέδιο σε ισχύ και, επομένως, ορθά ο Υπουργός προέβη στη θέσπιση της Δήλωσης Πολιτικής δυνάμει του άρθρου 18Α(1) του Νόμου.
Η εισήγηση για έλλειψη έννομου συμφέροντος των αιτητών δεν ευσταθεί. Το κτήμα ήταν μέχρι το 2004 ενταγμένο στη Γεωργική Ζώνη Γ σύμφωνα με την τότε ισχύουσα Δήλωση Πολιτικής για την Ύπαιθρο και η δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου το 2004 δημιούργησε μια νέα κατάσταση πραγμάτων, εντάσσοντας την ιδιοκτησία σε άλλη ζώνη η οποία διαφοροποιούσε το πολεοδομικό και χωρομετρικό της καθεστώς και συνακόλουθα επηρέαζε τα δικαιώματα τους (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατία (2005) 3 Α.Α.Δ. 146). Το γεγονός δε ότι οι ενστάσεις που υπέβαλαν κατά του Τοπικού Σχεδίου είχαν απορριφθεί, οι δε πρόνοιες του ενσωματώθηκαν μετά από την ακύρωση του στη Δήλωση Πολιτικής που γνωστοποιήθηκε το 2011, δεν τους αποστερεί το έννομο συμφέρον προσβολής της νομιμότητας της Απόφασης στη βάση της νομικής και πραγματικής κατάστασης που δημιουργήθηκε από τους ίδιους τους καθ' ων η αίτηση.
Βασικό έρεισμα των εισηγήσεων των αιτητών αποτελεί η απόφαση Φάνη Α. Γεωργιάδη κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 2412/2006, ημερ. 16.7.2009. Στην εν λόγω προσφυγή, οι αιτήτριες - συνιδιοκτήτριες ενός τεμαχίου γης στην πόλη Χρυσοχούς - είχαν υποβάλει το 1998 πολεοδομική αίτηση για κατασκευή πίστας μικρών αυτοκινήτων (go - karts) και συναφών εγκαταστάσεων. Εκκρεμούσης της αίτησης τους το Τοπικό Σχέδιο Πόλης Χρυσοχούς, το οποίο ίσχυε από το 1995, τροποποιήθηκε αρχικά το 2000 και αναθεωρήθηκε στη συνέχεια το 2003 με συμπερίληψη προνοιών τις οποίες δεν ικανοποιούσε η προτεινόμενη ανάπτυξη και ένταξη του τεμαχίου τους σε διαφορετική πολεοδομική ζώνη. Στη συνέχεια όμως, το Τοπικό Σχέδιο Πόλης Χρυσοχούς ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 20.5.2003 με αποτέλεσμα να εκπονηθεί Δήλωση Πολιτικής για τη δημοτική περιοχή της Πόλης Χρυσοχούς με ισχύ από 24.10.2003, η οποία περιείχε πρόνοιες παρόμοιες με αυτές του αναθεωρημένου Τοπικού Σχεδίου. Ως εκ τούτου η αίτηση των αιτητριών απορρίφθηκε από την Πολεοδομική Αρχή ως μη συνάδουσα με τη Δήλωση Πολιτικής. Εξετάζοντας επί του προκειμένου τον ισχυρισμό των αιτητριών ότι η Δήλωση Πολιτικής ήταν παράνομη γιατί αντί αυτής θα έπρεπε, μετά την ακυρωτική απόφαση της 20.5.2003, να διενεργηθεί επανεξέταση και έγκριση νέου Τοπικού Σχεδίου, το Δικαστήριο αποφάσισε τα ακόλουθα:
«Το πρώτο σημείο που πρέπει να αποφασιστεί είναι η κατ' ισχυρισμόν παρανομία στην έκδοση Δήλωσης Πολιτικής μετά την ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 1114/2000. Εκεί, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εκδοθέν Τοπικό Σχέδιο για την Πόλη Χρυσοχούς που είχε δημοσιευθεί στις 3.2.95, συμπαρασυρόταν σε παρανομία εφόσον βασίστηκε σε προπαρασκευαστική πράξη παρανόμως λειτουργήσαντος οργάνου ενόψει του ότι το Κοινό Συμβούλιο, η γνώμη του οποίου είχε ληφθεί υπόψη από τον Υπουργό με βάση το άρθρο 18(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, ως τροποποιήθηκε, ήταν συγκροτημένο κατά τρόπο που δεν έδινε στον μέσο κοινό αντικειμενικό κριτή την εντύπωση αμεροληψίας εφόσον σ' αυτό συμμετείχαν άτομα τα οποία είχαν στην ιδιοκτησία τους τεμάχια γης στην εκεί περιοχή. Επομένως, η νομιμότητα του τελικού εκπονηθέντος Τοπικού Σχεδίου τέθηκε υπό αμφισβήτηση με αποτέλεσμα να ακυρωθεί.
.................................
Οι καθ' ων διατείνονται ότι μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στην προαναφερόμενη προσφυγή στις 20.5.2003, τα πράγματα επαναφέρθηκαν στο πολεοδομικό καθεστώς που ίσχυε το 1995, όταν ίσχυαν οι σχετικές τότε περί Οδών και Οικοδομών Διατάξεις. Ταυτόχρονα όμως διατείνονται ότι παρά την κατάργηση και εξαφάνιση του Τοπικού Σχεδίου ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, ορθά ο υπουργός βασίστηκε στο άρθρο 34Α του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, ως τροποποιήθηκε στις 31.12.02 με το Νόμο αρ. 24(1)/02. Με την τροποποίηση αυτού του άρθρου δόθηκε η δυνατότητα στον Υπουργό, σε αντίθεση με την ισχύουσα μέχρι τότε νομοθεσία, η τελευταία τροποποίηση της οποίας ήταν με το Νόμο αρ.142(Ι)/2009, να εκπονεί Δήλωση Πολιτικής ‟...σε οποιαδήποτε περιοχή για την οποία δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής....". Και ενώ το προηγούμενο άρθρο 34Α, ως ήταν διατυπωμένο, εξαιρούσε από τη Δήλωση Πολιτικής τους Δήμους, μετά την τροποποίηση η Δήλωση Πολιτικής θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε περιοχή, περιλαμβανομένων και Δήμων.
Το επιχείρημα των καθ' ων πάσχει θεμελιακά και είναι ανακόλουθο, πρώτο, γιατί εφόσον το Τοπικό Σχέδιο εξαφανίστηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου, η όλη κατάσταση έπρεπε να επανεξεταστεί με βάση την ισχύουσα το 1995 τότε πραγματική, αλλά και νομική υπόσταση, που σίγουρα δεν θα μπορούσε να περιλαμβάνει τις μεταγενέστερες το 2003 τροποποιηθείσες διατάξεις του άρθρου 34Α. Δεύτερο, σαφώς το άρθρο 34Α και πριν και μετά την τροποποίηση του, προνοούσε και προνοεί για την εκπόνηση Δήλωσης Πολιτικής από τον αρμόδιο Υπουργό για περιοχή για την οποία δεν είχε τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο. Εδώ, είναι δεδομένο ότι είχε τεθεί τέτοιο Τοπικό Σχέδιο σε ισχύ από το 1995, πλην όμως αυτό ακυρώθηκε στην προσφυγή αρ. 1114/2000 ημερ. 20.5.03. Η εξαφάνιση και κατάργηση του Τοπικού Σχεδίου δεν σήμαινε βεβαίως ότι ο Υπουργός μπορούσε πλέον να ενεργήσει κατά το δοκούν εφαρμόζοντας Δήλωση Πολιτικής διότι προϋπήρξε, ως πραγματικό γεγονός, η εκπόνηση Τοπικού Σχεδίου, έστω και αν αυτό ακυρώθηκε. Δήλωση Πολιτικής, θα μπορούσε να είχε εκπονηθεί για περιοχή περιλαμβανομένου και Δήμου, για την οποίαν δεν είχε προηγουμένως εκπονηθεί οποιοδήποτε Τοπικό Σχέδιο. Και δεν αποτελεί δικαιολογία, ως ισχυρίζονται οι καθ' ων στη σελ. 6 της αγόρευσης τους στην παρ.1.8.3, ότι ο Υπουργός ‟.. δεν μπορούσε να αφήσει εκτεθειμένη και χωρίς κατάλληλη πολεοδομική ρύθμιση μια ταχέως αναπτυσσόμενη περιοχή, όπως η Πόλη Χρυσοχούς.". Ο ορθός τρόπος πολεοδομικής ρύθμισης θα ήταν βέβαια με την εκπόνηση νέου Τοπικού Σχεδίου διορθώνοντας το πρόβλημα το οποίο είχε δημιουργηθεί στη συγκρότηση του Κοινού Συμβουλίου. Αναφέρεται στον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 12η έκδ. Τόμος ΙΙ σελ.202 παρ.570, ότι ‟ Όταν η ακύρωση έγινε λόγω αναρμοδιότητας ή παράβασης ουσιώδους τύπου ... κατά περίπτωση μπορεί ή οφείλει επίσης η διοίκηση να εκδώσει νέα πράξη με το ίδιο περιεχόμενο από το αρμόδιο όργανο... Εάν το όργανο το οποίο είχε εκδώσει την πράξη που ακυρώθηκε δεν υπάρχει πλέον, συνίσταται και πάλι για την έκδοση της νέας πράξης...".
Με αυτό τον τρόπο θα λαμβανόταν υπόψη η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και θα εξεταζόταν η αίτηση των αιτητριών στη βάση της υφισταμένης τότε νομικής και πραγματικής κατάστασης. Θα έπρεπε να συγκροτείτο ορθά το Κοινό Συμβούλιο και να ακολουθήσουν τα υπόλοιπα. Η έκδοση Δήλωσης Πολιτικής ήταν ένα μέτρο που δεν μπορεί να υποστηρικτεί παρά μόνο στη βάση μιας διαφοροποιημένης νομικής κατάστασης, αγνοώντας, λανθασμένα, το γεγονός ότι είχε ως πραγματικό γεγονός, εκπονηθεί ήδη για την περιοχή Τοπικό Σχέδιο» (η έμφαση είναι του κειμένου).
Σύμφωνα με το άρθρο 18Α(1) του Ν.90/72 όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο:
«Ο Υπουργός δύναται, και οφείλει αν αυτό απαιτηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο να εκπονήσει Δήλωση Πολιτικής αναφορικά με την οποία θα εξετάζονται αιτήσεις για πολεοδομική άδεια για ανάπτυξη, σε οποιαδήποτε περιοχή για την οποίαν δεν έχει ακόμα τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής με σκοπό τη μεθοδική ανάπτυξη προς το συμφέρον της υγείας, των ανέσεων, της εξυπηρέτησης και της γενικής ευημερίας:
Νοείται ότι όταν τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής αναφορικά με οποιαδήποτε τέτοια περιοχή, το Τοπικό σχέδιο ή το Σχέδιο Περιοχής υπερισχύει της Δήλωσης Πολιτικής».
Στην παρούσα περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι της επίδικης Δήλωσης Πολιτικής είχε προηγηθεί Τοπικό Σχέδιο για την περιοχή, το οποίο δημοσιεύθηκε το 2004 και εγκρίθηκε το 2008. Η ακύρωση του στις 5.10.2011, για την οποίαν σύμφωνα με σχετικό έγγραφο του φακέλου είχαν ενημερωθεί τόσο ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών όσο και ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας για λόγους κακής σύνθεσης του Κοινού Συμβουλίου και του Πολεοδομικού Συμβουλίου, επέβαλλε επανεξέταση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του 2004 και υπό τον όρο της τήρησης των προνοιών του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) σε σχέση με τη διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης των πιο πάνω συλλογικών οργάνων. Όπως ευθέως προέκυπτε από το ακυρωτικό αποτέλεσμα και όπως υποδεικνύετο στην επιστολή της Δικηγόρου της Δημοκρατίας προς τους καθ' ων η αίτηση ημερ. 6.10.2011.
Όπως έχει νομολογηθεί, η διοίκηση μετά από ακυρωτική απόφαση έχει διπλό καθήκον για συμμόρφωση. Πρώτα πρέπει να αποκαταστήσει τη νομιμότητα με την εξαφάνιση της ακυρωθείσας πράξης και, δεύτερον, να προβεί το ταχύτερο δυνατό σε επανεξέταση και λήψη νέας απόφασης. (βλ. Christofides v. Attorney-General (1981) 3 C.L.R. 18, Χ" Ευσταθίου v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 322). Όταν δε το διοικητικό όργανο επανεξετάζει το θέμα, η επανεξέταση συνιστά εξ' ολοκλήρου νέα διαδικασία η οποία απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση (βλ. Χατζηλουκά v. Δημοκρατίας (2011) 3 (Β) Α.Α.Δ. 643). Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια η διοίκηση έχει την υποχρέωση να συμμορφωθεί προς τα κριθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να μην επαναλάβει τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης, προβαίνουσα στην έκδοση νέας σε αντικατάσταση της ακυρωθείσας (βλ. Bασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517 και Δήμητρα Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου ‟Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως Έναντι της Διοικήσεως" (Ανατύπωση) 1988 Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, σελ. 81-82). Αυτή η υποχρέωση δεν μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω της εκπόνησης και δημοσίευσης Δήλωσης Πολιτικής, όπως τελικά έγινε, και υπό τις περιστάσεις η πλήρωση του κενού που δημιούργησε η ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου με τη Δήλωση Πολιτικής δεν ήταν δυνατή. Δεν είναι εξάλλου αυτό το νόημα του άρθρου 18Α(1) (ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο), το οποίο προέβλεπε για την κατά περίπτωση δυνατότητα ή υποχρέωση εκπόνησης Δήλωσης Πολιτικής από τον Υπουργό, σε οποιαδήποτε περιοχή «για την οποίαν δεν έχει ακόμα τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο».
Νοουμένου ότι στην κρινόμενη περίπτωση είχε τεθεί σε ισχύ το Τοπικό Σχέδιο του 2004, προϋπήρχε με άλλα λόγια η εκπόνηση Τοπικού Σχεδίου, δεν υπήρχε περιθώριο πλήρωσης του κενού που δημιούργησε η μεταγενέστερη δικαστική ακύρωση του με Δήλωση Πολιτικής κατ' επίκληση της πιο πάνω πρόνοιας. Η μόνη οδός για τη διοίκηση ήταν η τροχιοδρόμηση νέας διαδικασίας με τήρηση των δικαστικών υποδείξεων αναφορικά με τη σύνθεση των συλλογικών οργάνων, η οποία είχε κριθεί ως πάσχουσα και η νομότυπη έκδοση νέου Τοπικού Σχεδίου σύμφωνα και με τα νομολογηθέντα στην απόφαση Φάνη Α. Γεωργιάδη (πιο πάνω). Ο ισχυρισμός, επομένως, των καθ΄ ων η αίτηση για «ανυπέρβλητες δυσκολίες» επανασύστασης των Συμβουλίων των οποίων η σύνθεση είχε κριθεί ως παράνομη από το Δικαστήριο στις 5.10.2011 παρέμεινε ατεκμηρίωτος και απορρίπτεται ως ανεδαφικός.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη Απόφαση κηρύττεται άκυρη και στερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος βάσει του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος, με €1.500 έξοδα προς όφελος των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ