ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D794
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 5635/2013)
30 Νοεμβρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TATSIANA BALASHEVICH,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
Α. Λάντος, για την Αιτήτρια.
Λ. Χριστοδουλίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Τα ουσιώδη δεδομένα της υπό κρίση προσφυγής καταγράφονται στην απορριπτική ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 10.7.2013 στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης ημερ. 18.6.2013, με την οποία είχε ζητηθεί η έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 6.6.2013 στη βάση της οποίας είχε απορριφθεί η αίτηση της αιτήτριας για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας για διάφορους λόγους. Τα δεδομένα αυτά μεταφέρονται στη συνέχεια χάριν ευκολίας και έχουν ως εξής.
Η αιτήτρια προέρχεται από τη Λευκορωσία, αφίχθη δε στην Κύπρο για να φύγει όμως σε σύντομο χρόνο και να επανέλθει ακολουθούσα αυτή την πορεία μερικές φορές πάντοτε με θεώρηση εισόδου και ανάλογες νόμιμες εισόδους. Ταυτόχρονα, όμως, σε κάποιο στάδιο παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία, αλλά αιτήθηκε άδειας προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια για να τελέσει γάμο με Ελληνοκύπριο. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε διότι είχε στο μεταξύ αναχωρήσει από τη Δημοκρατία στις 5.8.2003, επανήλθε όμως στις 26.8.2033 με θεώρηση εισόδου. Εν πάση περιπτώσει μετά από διάφορες άλλες αναχωρήσεις και αφίξεις της αιτήτριας, αυτή τέλεσε πολιτικό γάμο με τον Ελληνοκύπριο Χαράλαμπο Κεφάλα στο Δημαρχείο Αραδίππου στις 25.5.2005. Παρά ταύτα η αιτήτρια δεν διευθέτησε έγκαιρα την ανανέωση της άδειας παραμονής της και παρέμεινε στη Δημοκρατία χωρίς εξουσιοδότηση, αυτής θεωρούμενης ως εκ τούτου από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ως διαμένουσα παρανόμως στη Δημοκρατία.
Το 2009, ο σύζυγος κατέθεσε ότι η αιτήτρια είχε εγκαταλείψει τη συζυγική εστία και έκτοτε το ζεύγος βρισκόταν σε διάσταση υπεβλήθη δε στη συνέχεια και αίτηση διαζυγίου. Καταχωρήθηκε από την αιτήτρια αργότερα αίτημα για εγγραφή αυτής ως Κύπριας πολίτιδος λόγω του γάμου της, αίτημα το οποία απορρίφθηκε λόγω της προηγούμενης παράνομης παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία. Γι΄ αυτό το θέμα καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ΄ αρ. 1046/2010 από την αιτήτρια στις 5.11.2010. Η αιτήτρια μετέπειτα υπέβαλε αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, η οποία επίσης απερρίφθη λόγω της προηγούμενης παράνομης διαμονής της στη Δημοκρατία και επί αυτής της απόφασης καταχωρήθηκε επίσης προσφυγή, η υπ΄ αρ. 1517/2011. Στο μεταξύ ο γάμος διελύθη, με διαζύγιο εκδοθέν στις 4.5.2011.
Εν τέλει, η διοίκηση διά του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης απέστειλε στην αιτήτρια την προαναφερθείσα επιστολή ημερ. 6.6.2013, η οποία αποτελεί την προσβαλλόμενη πράξη με την οποία την πληροφόρησε ότι υπό το φως της απόφασης στην προσφυγή 1046/2010, η οποία είχε στο μεταξύ εκδοθεί επιτυχώς υπέρ της αιτήτριας, η αίτηση για απόκτηση Κυπριακής υπηκοότητας επανεξετάστηκε, αλλά διαπιστώθηκε ότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία σε πέντε διαφορετικές περιόδους τις οποίες και μνημόνευσε. Ταυτόχρονα, η αιτήτρια πληροφορήθηκε ότι η αίτηση της για ανανέωση της παραμονής της προσωρινά, επίσης απερρίφθη, κριθείσα ως αναξιόπιστο πρόσωπο μετερχόμενη κάθε μέθοδο για εξασφάλιση άδειας παραμονής στη Δημοκρατία. Η θέση αυτή εξηγείται στην επιστολή με την αναφορά ότι η αιτήτρια ήλθε αρχικώς στη Δημοκρατία για να εργαστεί ως τραπεζοκόμος, στη συνέχεια ζήτησε παράταση της άδειας προσωρινής παραμονής με σκοπό το γάμο, μετά ζήτησε ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής για να είναι παρούσα στην υπόθεση του διαζυγίου της και στη συνέχεια για να ήταν παρούσα στη διαδικασία εκδίκασης της προσφυγής υπ΄ αρ. 1046/2010. Η επιστολή καταλήγει με την πρόταση, «Ενόψει των ανωτέρω, παρακαλώ, όπως αναχωρήσετε αμέσως από τη Δημοκρατία.».
Η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της πράξεως των καθ΄ ων σημειώνοντας ότι στο μεταξύ ανεχώρησε από τη Δημοκρατία συμμορφούμενη με τις υποδείξεις της διοίκησης. Η αιτήτρια είναι απόφοιτος πανεπιστημίου με πτυχίο στα Οικονομικά-Λογιστικά και όταν κατέφθασε στην Κύπρο το 2002, επιδίωξε να εργαστεί στο καθόλα νομότυπο επάγγελμα της σερβιτόρας και άρχισε και μαθήματα εκμάθησης της Ελληνικής γλώσσας. Η αιτήτρια είχε προηγουμένως καταχωρήσει την προσφυγή υπ΄ αρ. 1046/2010 ως προς την απόρριψη του αιτήματος της για απόκτηση Κυπριακής υπηκοότητας, η οποία προσφυγή ήταν επιτυχής υπό το φως του γεγονότος ότι για την περίοδο 25.3.2005-9.6.2006, η αιτήτρια βρισκόταν νόμιμα στην Κύπρο και επομένως η διοίκηση είχε πλανηθεί ως προς τα γεγονότα. Κατά την επανεξέταση που οδήγησε στην τώρα προσβαλλόμενη πράξη, η διοίκηση, κατά την εισήγηση, δεν μπορούσε να λάβει υπόψη για τη διαμόρφωση της απόφασης της τις περιόδους 11.9.2003-23.9.2003, 5.1.2004-23.1.2004 και 5.7.2004-13.7.2004 διότι οι περίοδοι αυτοί καλύπτονται ήδη από την προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση. Παρόλο που η αιτήτρια δεν εφεσίβαλε την απόφαση του Δικαστηρίου ως προς τις περιόδους εκείνες που θεώρησε ότι η αιτήτρια δεν είχε να επιδείξει νόμιμη παραμονή, τουλάχιστον δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς το παράνομο της παραμονής της σε διάφορες περιόδους και επομένως αυτή η αμφιβολία θα έπρεπε να λειτουργήσει προς όφελος της.
Το αίτημα της αιτήτριας για πολιτογράφηση στηρίχθηκε στο άρθρο 110 του Νόμου αρ. 141(Ι)/2002 και η απόφαση της διοίκησης λήφθηκε με ανεπαρκή ή πλήρη έλλειψη αιτιολογίας, από αναρμόδιο πρόσωπο, στη βάση πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο και η απόφαση της Διευθύντριας εγκρίθηκε χωρίς δέουσα έρευνα.
Οι καθ΄ ων υποστηρίζουν το σύννομο της διοικητικής απόφασης και αναφέρονται με λεπτομέρεια στα γεγονότα και το ιστορικό της παρουσίας της αιτήτριας στη Δημοκρατία για να δείξουν το παράνομο της διαμονής της σε διάφορες χρονικές περιόδους. Υπό το φως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1046/2010, η διοίκηση επανεξετάζοντας διαπίστωσε ότι η αιτήτρια είχε παραμείνει άνευ αδείας στις περιόδους 11.9.2003-23.9.2003, 5.1.2004-23.1.2004, 5.7.2004-13.7.2004 και 26.5.2005-9.6.2005. Ως λόγος της απόρριψης της αίτησης που η αιτήτρια είχε υποβάλει για ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής της, ήταν και η διαπίστωση ότι η αιτήτρια ήταν αναξιόπιστο πρόσωπο διότι χρησιμοποίησε κάθε μέθοδο για να εξασφαλίσει την παράταση της διαμονής της μεταξύ των οποίων και την τέλεση πολιτικού γάμου με Ελληνοκύπριο στο Δημαρχείο Αραδίππου στις 25.5.2005, γάμος που κατέρρευσε όταν στις 30.9.2009, ο σύζυγος της κατέθεσε στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ότι στις 5.5.2009 η αιτήτρια είχε εγκαταλείψει τη συζυγική εστία με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί αίτηση διαζυγίου εκ μέρους του συζύγου στις 9.12.2009.
Οι καθ΄ ων πρόσθετα σημειώνουν ότι κατά την εξέταση αιτήματος πολιτογράφησης, οι παράνομες περίοδοι διαμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία έπρεπε να ληφθούν υπόψη διότι η πολιτογράφηση είναι μια εξουσία που ανάγεται στη φύση της κυριαρχικής εξουσίας του κράτους το οποίο έχει τη δυνατότητα να παραχωρεί υπηκοότητα όχι αδιακρίτως, αλλά στα πρόσωπα τα οποία επιθυμεί να παραμείνουν στην επικράτεια του, με μόνο περιορισμό την εκ μέρους της διοίκησης αναγκαιότητα επίδειξης καλής πίστης. Με αυτό το σκεπτικό η προσβαλλόμενη πράξη είναι πλήρως αιτιολογημένη, με την αιτιολογία να προκύπτει όχι μόνο από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και από ολόκληρο το φάκελο της διοίκησης. Οι καθ΄ ων είχαν πλήρη γνώση των δεδομένων και γεγονότων της περίπτωσης της αιτήτριας, διερεύνησαν με επάρκεια το όλο ιστορικό της και με κανένα τρόπο δεν πλανήθηκαν ως προς τα πραγματικά γεγονότα τα οποία και ορθώς κατέγραψαν στην απόφαση. Η απόφαση εν πάση περιπτώσει λήφθηκε από τη Διευθύντρια στη βάση ρητής εξουσιοδότησης προς τούτο με αναφορά στην Κ.Δ.Π. 262/2000.
Προτού εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης υπάρχει μια παράμετρος που δεν απασχόλησε τους συνηγόρους στο στάδιο των διευκρινήσεων και αυτό αφορά στο γεγονός ότι με την ενδιάμεση απόφαση του το Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση για αναστολή της επίπτωσης της επιστολής ημερ. 6.6.2013, είχε κρίνει ότι η καταληκτική πρόταση της επιστολής ότι η αιτήτρια θα έπρεπε να αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία ήταν απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα και δεν παρήγαγε οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα στην αιτήτρια. Δεν υπήρχε με άλλα λόγια εκτελεστή διοικητική πράξη επί του προκειμένου. Η αιτήτρια θα μπορούσε ενδεχομένως να προσβάλει τυχόν διατάγματα κράτησης και απέλασης εάν και εφόσον εκδίδονταν ως παράγωγα άμεσων αποτελεσμάτων. Φαίνεται όμως ότι τέτοια διατάγματα ουδέποτε εκδόθηκαν στην πορεία, η δε αιτήτρια, ως αναφέρει η αγόρευση του συνηγόρου της, ανεχώρησε οικειοθελώς επιστρέφοντας στην πατρίδα της συμμορφούμενη με την υπόδειξη της διοίκησης. Αυτό αφορά άμεσα την απόρριψη της αίτησης της για ανανέωση της άδειας παραμονής που περιέχεται επίσης στην προσβαλλόμενη πράξη. Η εξέλιξη αυτή φέρνει στο προσκήνιο το ερώτημα κατά πόσο παρέμεινε αντικείμενο προς εξέταση. Η αιτήτρια δεν αναφέρει οπουδήποτε ότι παρέμεινε οποιοδήποτε κατάλοιπο ζημιάς ώστε να διατηρεί έννομο συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής. Αυτό πρέπει να συνδυαστεί με το γεγονός ότι ο γάμος της λύθηκε με την έκδοση διαζυγίου και δεν είχε άδεια παραμονής στη Δημοκρατία. Με αυτά τα δεδομένα η προσφυγή παραμένει άνευ αντικειμένου και χωρίς κατάλοιπα ζημιάς και είναι συνεπώς απορριπτέα για αυτό και μόνο το λόγο.
Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, είναι σαφές από τα ίδια τα δεδομένα της υπόθεσης ότι η προσφυγή δεν έχει έρεισμα ούτε επί της ουσίας της. Πρωτίστως πρέπει να παρατηρηθεί ότι επικρατεί μια σύγχυση στην όλη υπόθεση και αυτό πιθανώς να οφείλεται και στις συνεχόμενες αιτήσεις της αιτήτριας για να παραμείνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη Δημοκρατία και τις συνακόλουθες προσφυγές επί κάθε μιας από τις απορριπτικές απαντήσεις της διοίκησης. Εκείνο το οποίο εδώ τώρα εξετάζεται είναι στην ουσία η εκ νέου απορριπτική απόφαση της διοίκησης ημερ. 6.6.2013, ως αποτέλεσμα επανεξέτασης συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1046/2010. Αυτή αφορούσε στο αίτημα της αιτήτριας να παραμείνει στη Δημοκρατία ως σύζυγος Κύπριου πολίτη λόγω του γάμου της. Η απορριπτική απόφαση της διοίκησης ημερ. 20.5.2010, βασίστηκε σε παράνομες προηγούμενες περιόδους παραμονής της αιτήτριας μεταξύ 13.7.2003-22.7.2003, 25.3.2005-9.6.2005. Το Δικαστήριο έκρινε ότι για την πρώτη περίοδο, η αιτήτρια δεν υπεστήριξε με βεβαιότητα ή επάρκεια τη θέση της ότι είχε υποβάλει σχετική αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής της. Τέτοια αίτηση δεν υπήρχε στο φάκελο, η ίδια δεν την παρουσίασε και το διαβατήριο της δεν υποστήριζε ότι της είχε δοθεί επέκταση της άδειας για τρεις μήνες μέχρι τις 5.8.2013.
Ως προς τη δεύτερη περίοδο και πάλι τα στοιχεία ήταν από πλευράς της αιτήτριας ασαφή. Στο φάκελο δεν υπήρχε περαιτέρω άδεια παραμονής, ούτε σχετική αίτηση. Στο διαβατήριο της όμως υπήρχαν σφραγίδες ότι στις 23.3.2005 είχε δοθεί παράταση παραμονής μέχρι 25.4.2005 και στις 21.4.2005 ότι δίδετο παράταση μέχρι 25.5.2005. Διαπιστώθηκε επομένως από το Δικαστήριο πλάνη της διοίκησης ως προς μέρος της περιόδου με αποτέλεσμα την ακύρωση της πράξης.
Κατά την επανεξέταση η διοίκηση διαπίστωσε παράνομη διαμονή στις περιόδους που η προσβαλλόμενη πράξη καταγράφει και έχουν ήδη αναφερθεί ανωτέρω. Σ΄ αυτές τις παράνομες περιόδους δεν περιλαμβάνονται οι περίοδοι 23.3.2005-25.4.2005 και 21.4.2005-25.5.2005. Επομένως η διοίκηση αποδεχόμενη το ακυρωτικό αποτέλεσμα κατέγραψε τις περιόδους παράνομης διαμονής της αιτήτριας και επ΄ αυτού δεν υπάρχει ουσιαστικός αντίλογος από την αιτήτρια. Άλλωστε η ίδια δέχεται, όπως ανέφερε το ίδιο το ακυρωτικό Δικαστήριο στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1046/2010, σελ. 5, ότι η διαμονή της μεταξύ 26.5.2005-9.6.2005 ήταν χωρίς άδεια. Η θέση του συνηγόρου της αιτήτριας ότι κατά την επανεξέταση δεν μπορούσε η διοίκηση να λάβει υπόψη περιόδους άλλες από αυτές που είχε αποφασίσει ότι τη δικαιολογούσαν να απορρίψει την αίτηση, δεν είναι ορθή. Δεν υπήρξε διαπίστωση του ακυρωτικού Δικαστηρίου επί άλλων περιόδων και το σκεπτικό του περιορίστηκε στις δύο περιόδους που η διοίκηση κατέγραψε στην τότε απόφαση της ημερ. 1.6.2010. Για μέρος αυτών των περιόδων, το Δικαστήριο έκρινε, όπως προηγουμένως αναφέρθηκε και δεν υπήρξε επ΄ αυτών έφεση από την αιτήτρια. Έγινε από το Δικαστήριο obiter αναφορά ότι υπήρχαν και άλλες περίοδοι, παράνομης διαμονής, αλλά κρίση επ΄ αυτών δεν έγινε εφόσον δεν τις είχε επικαλεστεί η διοίκηση τότε. Αυτό δεν σημαίνει ότι κατά την επανεξέταση η διοίκηση δεν μπορούσε να τις περιλάβει στην απόφαση της ως υποστηρίζουσα, αν μη τι άλλο, το όλο ιστορικό της αιτήτριας και το αναξιόπιστο της. Αλλά, όπως και να έχει το ζήτημα, η διοίκηση στην προσβαλλόμενη πράξη αναφέρθηκε και σε περιόδους που και η ίδια η αιτήτρια δέχεται το παράνομο της διαμονής της. Είναι δε γνωστός ο κανόνας ότι έστω και αν μέρος της απόφασης δεν μπορεί να στηρίζει το σύνολο της, επιτρέπεται η υποστήλωση της από εκείνο το μέρος που δεν είναι προβληματικό.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί και το εξής το οποίο απορρέει αβίαστα από το διοικητικό φάκελο και τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα. Η αίτηση για εγγραφή της αιτήτριας ως Κυπρίας πολίτιδας έγινε στη βάση του ότι ήσαν νυμφευμένη με Κύπριο πολίτη. Αυτή είναι η ουσία της αίτησης της όπως εμφανίζεται στο Παράρτημα 15 της ένστασης. Στο στοιχείο υπ΄ αρ. 7, η αιτήτρια δήλωσε ότι ο γάμος της εξακολουθούσε να υφίστατο. Ο γάμος αυτός όμως λύθηκε στις 4.5.2011, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό του Οικογενειακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης. Το δεδομένο αυτό συνέβη πριν τη λήψη της εδώ προσβαλλόμενης πράξης και βεβαίως εκθεμελιώνει το υπόβαθρο της ίδιας της αίτησης για εγγραφή και αποστερεί πλέον το έννομο συμφέρον της αιτήτριας να προχωρεί με την προσφυγή της. Το ακυρωτικό Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του στην προσφυγή αρ. 1046/2010, ότι ο σύζυγος της αιτήτριας είχε καταχωρήσει αίτηση διαζυγίου και είχε ενημερώσει σχετικά τις αρμόδιες αρχές. Το Δικαστήριο δεν έδωσε όμως συνέχεια στο ζήτημα, παρά το γεγονός ότι κατά την έκδοση της απόφασης του στις 20.3.2012, το διαζύγιο είχε ήδη εκδοθεί, γεγονός για το οποίο η ίδια η αιτήτρια όφειλε να είχε προηγουμένως πληροφορήσει τους καθ΄ ων η αίτηση, αλλά και το ίδιο το Δικαστήριο.
Προκύπτει από όλα τα ανωτέρω ότι η απόφαση της διοίκησης ήταν σύννομη και επαρκώς αιτιολογημένη. Η αιτιολογία θεωρείται επαρκώς καταγεγραμμένη εφόσον δίδει όλα τα στοιχεία στο Δικαστήριο για την αναμενόμενη αναθεώρηση κατά το διοικητικό δίκαιο και περιλαμβάνει βέβαια και όλα τα συναφή και προϋπάρχοντα της προσβαλλόμενης πράξης δεδομένα που ανευρίσκονται στο διοικητικό φάκελο, (Christodoulides n. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297, Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438 και Πετρίδης ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (2010) 3 Α.Α.Δ. 501). Αντίθετα με την προβαλλόμενη αιτίαση περί ανεπαρκούς ή ελλειμματικής αιτιολογίας που εισηγείται ο συνήγορος της αιτήτριας, η αιτιολογία εδώ και σαφής και επαρκής είναι.
Αλλά και η έρευνα ήταν πλήρης. Όλα τα στοιχεία ήταν ενώπιον της διοίκησης, η οποία τα είχε υπόψη της κατά τη λήψη της απόφασης. Εφόσον η έρευνα ήταν επαρκής και απευθύνθηκε προς κάθε συναφές στοιχείο, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, κ.ά.).
Η υπόθεση Bachinskiy v. Δημοκρατίας υπ΄ αρ. 29/2010, ημερ. 31.10.2011, αυτού του Δικαστηρίου σαφώς διαφοροποιείται επί των γεγονότων. Εκεί η προσφυγή αφορούσε άδεια παραμονής του αιτητή ως αδιαλείπτως παραμένων στη Δημοκρατία κατά την τελευταία πενταετία. Το Δικαστήριο ανεφέρθη στη χρηστή διοίκηση που επιβάλλει να μην γίνεται αντιφατική μεταχείριση. Είχε απορριφθεί το αίτημα, στη βάση παράνομων προηγούμενων περιόδων παραμονής, αλλά μετά που η διοίκηση είχε σε μεταγενέστερο χρόνο εκδώσει μετά από αιτήσεις του αιτητή άδειες καλύπτουσες και τις προηγούμενες περιόδους αφήνοντας τον αιτητή πάντοτε με την εντύπωση ότι δεν δημιουργείτο οποιοδήποτε πρόβλημα με την εν γένει παραμονή του εφόσον ουδέποτε πριν τέθηκε από τη διοίκηση ζήτημα απέλασης. Στην υπό εξέταση υπόθεση οι παράνομες περίοδοι παρέμειναν παράνομες και δεν παρουσιάστηκαν να καλύφθηκαν εκ των υστέρων μετά από αίτηση. Η άδεια παραμονής μεταγενέστερα ως επισκέπτρια για σύντομο χρονικό διάστημα (σελ. 3 της απαντητικής αγόρευσης), δεν επιλύει το πρόβλημα. Το δε αίτημα της αιτήτριας αφορά σε απόκτηση Κυπριακής υπηκοότητας στη βάση υπενθυμίζεται της συζυγικής σχέσης, η οποία όμως διαλύθηκε. Υπεδείχθη μάλιστα στην Bachinskiy και η διαφορετικότητα της υπόθεσης από μια αίτηση για πολιτογράφηση με τη χρησιμοποίηση διαφορετικού Νόμου και λεκτικού. Στο αίτημα πολιτογράφησης ή απόκτησης Κυπριακής υπηκοότητας, εκείνο το οποίο πρέπει να διέπει την απόφαση της διοίκησης είναι η καλή πίστη. (Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66). Κατά τα άλλα το κράτος έχει κυρίαρχη εξουσία και υπό την αίρεση της καλοπιστίας, το δικαίωμα της Δημοκρατίας να δέχεται άτομα για πολιτογράφηση ή όχι είναι στην ουσία ανεξέλεγκτο. Ο αλλοδαπός δεν έχει δικαίωμα πολιτογράφησης ή απόκτησης υπηκοότητας, (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 κ.ά.).
Τέλος ως προς την αιτίαση της αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την απόφαση, οι καθ΄ ων επισυνάπτουν στην αγόρευση τους το κείμενο της Κ.Δ.Π. 262/200 ημερ. 13.10.2000 που τιτλοφορείται, «Ο περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ Τινος Νόμου, Νόμος 23 του 1962 και του περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Κανονισμού του 1969 έως 2000.». Με αυτή τη Γνωστοποίηση δημοσιευμένη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ο Υπουργός Εσωτερικών εκχώρησε τις εξουσίες του στο Λειτουργό Μετανάστευσης δυνάμει του άρθρου 3(2) του Νόμου και του Κανονισμού 2, ιδιαιτέρως ως προς την έγκριση που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 5(2) για την απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή στις περιπτώσεις όπου ο αιτητής είναι σύζυγος Κύπριου πολίτη και διαμένει μ΄ αυτόν για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των δύο ετών. Μετά την εξήγηση αυτή, η αιτήτρια δεν επανέρχεται επί του θέματος στις απαντητική της αγόρευση και θεωρείται ότι το έχει εγκαταλείψει. Άλλωστε ο Υπουργός ως φορέας εξουσίας ενεργεί μέσω αρμοδίων υπαλλήλων του Υπουργείου, (Χρυστάλλα Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/2007, ημερ. 5.5.2009 και Carlos Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 582/2007, ημερ. 21.5.2009).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.400 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ