ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D773
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 241/2012)
23 Νοεμβρίου, 2015
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Α/ΛΟΧ. 2491 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΛΟΥΝΤΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
Γ. Καραπατάκης, για τον αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας Κύπρου, ημερομηνίας 5.12.2011, Τόμος L1, Αύξων Αρ. 49, με την οποία προήχθησαν στη θέση Υπαστυνόμου από τις 5.12.2011 τα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη (ΕΜ): Χαράλαμπος Δημητρίου (ΕΜ1), Παντελής Κωμοδρόμος (ΕΜ2), Νικόλαος Κουσεττής (ΕΜ3), Χρυστάλλα Χριστοφίδου (ΕΜ4) και Μαρίνος Χριστοδούλου (ΕΜ5).
Οι προαγωγές, μεταξύ άλλων θέσεων και των Υπαστυνόμων, ρυθμίζονται από τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004, ΚΔΠ 214/2004 (όπως έχουν τροποποιηθεί).
Η Επιτροπή Αξιολόγησης (ΕΑ) προχώρησε σύμφωνα με τον Καν.7 στη συμπλήρωση ειδικού εντύπου αξιολόγησης για κάθε υποψήφιο χωριστά και ετοίμασε κατάλογο όλων των υποψηφίων για προαγωγή κατά σειρά βαθμολογίας: αιτητής 59,10, ΕΜ1, ΕΜ2 και ΕΜ3 58,40 έκαστος και ΕΜ4 και ΕΜ5 58,60. Αντίγραφο του καταλόγου παρέδωσε στον Αστυνομικό Διευθυντή ή Διοικητή Μονάδας κατά περίπτωση και ακολούθως κατάλογος και έντυπα αξιολόγησης, υποβλήθηκαν στον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, ο οποίος αναρτήθηκε σε όλες τις Αστυνομικές Διευθύνσεις και Μονάδες ταυτοχρόνως.
Η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων κατάρτισε στη συνέχεια κατάλογο, όπου μετά την εξέταση των ενστάσεων σημειώθηκε η βαθμολογία των υποψηφίων κατά σειρά βαθμολογίας συντάσσοντας έκθεση όπου αιτιολογούσε την απόφαση της επί των ενστάσεων. Απάντηση δόθηκε επίσης γραπτώς σε κάθε ενιστάμενο υποψήφιο.
Επειδή οι κενές θέσεις Υπαστυνόμου ήταν 25 και στον τελικό κατάλογο συμπεριλαμβάνονταν υποψήφιοι τετραπλάσιου αριθμού (Καν. 7(7)), καταρτίστηκε τελικός κατάλογος με 101 μέλη λόγω ισοβαθμίας στην 100η θέση.
Μετά την εξέταση των ενστάσεων τόσο ο αιτητής όσο και τα ΕΜ εξασφάλισαν το 50% της συνολικής βαθμολογίας οπότε συμπεριλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Κρίσεως (ΣΚ). Ακολούθως το ΣΚ κάλεσε όλους τους υποψηφίους με ανώτατο όριο βαθμολογίας 7 μονάδες, σε συνεντεύξεις. Οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν και βαθμολογήθηκαν με 0,50 μονάδες για το κάθε ένα από τα κριτήρια: ικανότητα έκφρασης, αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος, εμφάνιση και εντύπωση ως προς την κρίση του υποψηφίου κατά την προσωπική συνέντευξη. Ενώ από 2,5 μονάδες (Καν. 9(4)(γ)) έλαβε το κάθε ένα κριτήριο: γνώσης πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων.
Το ΣΚ αφού συνυπολόγισε τη βαθμολογία της ΕΑ, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την εξέταση των ενστάσεων καθώς και τη βαθμολογία της προσωπικής συνέντευξης (αιτητής 3,97 και τα ΕΜ1 6,00, ΕΜ2 5,70, ΕΜ3 5,80, ΕΜ4 5,60 και ΕΜ5 6,90), κατάρτισε «τελικό πίνακα» όλων των υποψηφίων που συστήθηκαν για προαγωγή κατά σειρά βαθμολογίας, σύμφωνα με τον Καν. 9(5). Ο αιτητής συγκέντρωσε συνολική βαθμολογία 63,07 μονάδες και κατετάγη 39ος. Ενώ τα ΕΜ: ΕΜ1 64,40 μονάδες - 8ος, ΕΜ2 64,10 - 20ος, ΕΜ3 64,20 - 15ος, ΕΜ4 64,20 - 16η και ΕΜ5 65,50 - 4ος.
Καταρτίστηκε για σκοπούς της σύστασης τελικός πίνακας κατά τη σειρά που συστήθηκαν οι υποψήφιοι για προαγωγή συνοδευόμενα από τα έντυπα της ΕΑ και του ΣΚ, τα οποία και υποβλήθηκαν από το ΣΚ στον Αρχηγό Αστυνομίας. Ο Αρχηγός αφού έλαβε υπόψη στο σύνολο τους όλα τα στοιχεία των υποψηφίων, σύμφωνα με τον Καν. 9(7) των Κανονισμών, τις εκθέσεις και αξιολογήσεις της Επιτροπής και του Συμβουλίου, ενεργώντας βάσει του άρθρου 17 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν. 73(1)/2004, όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής ο Νόμος), ακολουθώντας πιστά τη σειρά βαθμολογίας στον Πίνακα, αποφάσισε την προαγωγή 22 υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και τα πέντε ΕΜ.
Η απόφαση εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας ημερομηνίας 5.12.2011.
Ο αιτητής επικαλείται βασικά δύο νομικούς ισχυρισμούς για να επιτύχει ακύρωση της επίδικης απόφασης, ταυτόσημους με την υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 261/12, ημερ. 3.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D571 :
1. Η ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής πάσχει: η δοθείσα βαθμολογία στα ΕΜ από την Επιτροπή, ως προς το κριτήριο της αξίας, είναι πλήρως αναιτιολόγητη κατά παράβαση των Καν. 7(2) και 7(5), όπως αναιτιολόγητη είναι και η βαθμολογία που έδωσαν τα μέλη της Επιτροπής.
2. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου αναφορικά με την απόδοση του και των ΕΜ κατά την προσωπική συνέντευξη, είναι αναιτιολόγητη κατά παράβαση του Καν. 9(4)(β). Με δεδομένο ότι η προσωπική συνέντευξη κατέστη το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής, ήταν πλέον και επ΄ αυτού επιβεβλημένο να δοθεί αιτιολογία.
Προβάλλεται με την υπό κρίση προσφυγή η ίδια διοικητική πράξη ημερ. 5.12.2011, όπως στην Κωνσταντίνου (ανωτέρω), με τη μόνη διαφορά ότι η προσφυγή στρέφεται και εναντίον ακόμη ενός ΕΜ. Ως εκ τούτου, τα όσα εξετάστηκαν σε συνάφεια με τους ανωτέρω λόγους ακυρότητας στην Κωνσταντίνου έχουν απόλυτη εφαρμογή και αναλογία και ως εκ τούτου υιοθετούνται πλήρως και για σκοπούς της παρούσας:
«Παραπέμποντας τόσο στο προϊσχύον δίκαιο (ΚΔΠ 52/89, Καν. 6(2)(3)) όσο και στο ισχύον δίκαιο (ΚΔΠ 214/2004, Καν. 7(2), (5)), επιχειρεί να καταδείξει, ότι με βάση το ισχύον δίκαιο, επιβάλλεται ρητά όπως αφενός, η βαθμολογία του κάθε μέλους της Επιτροπής να είναι αιτιολογημένη και αφετέρου, όπως η Επιτροπή αιτιολογημένα αξιολογεί τους υποψηφίους με βάση το κριτήριο της αξίας, συμπληρώνοντας αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή έντυπο αξιολόγησης, με αιτιολογημένη απόφαση, ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
[.]
Ο Καν. 7 προβλέπει για τις αρμοδιότητες της Επιτροπής, σχετικές με την υπό κρίση περίπτωση οι παράγραφοι (2) και (5) του Καν.7:
«7(2) Η Επιτροπή Αξιολόγησης μελετά τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία καθώς και τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, των τεσσάρων τελευταίων ετών, των υποψηφίων και αιτιολογημένα τους αξιολογεί με βάση το κριτήριο της αξίας, ως ακολούθως:
.....................
(5) Η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπληρώνει αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή έντυπο αξιολόγησης με αιτιολογημένη απόφαση, όπως το έντυπο του Παραρτήματος Α΄, αντίγραφο του οποίου παραδίδει στον Αστυνομικό Διευθυντή ή στο Διοικητή Μονάδας όπου υπηρετεί ο αξιολογούμενος και ετοιμάζει κατάλογο όλων των υποψηφίων για προαγωγή, κατά σειρά βαθμολογίας, τον οποίο υποβάλλει μαζί με τα έντυπα αξιολόγησης στον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων. Ο κατάλογος αναρτάται από τον Αστυνομικό Διευθυντή/Διοικητή Μονάδας σε όλες τις Αστυνομικές Διευθύνσεις και Μονάδες ταυτόχρονα:
Νοείται ότι η βαθμολογία του αξιολογούμενου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των πέντε μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης και ο Πρόεδρος της Επιτροπής μεριμνά ώστε η βαθμολογία κάθε μέλους να είναι αιτιολογημένη.»
Προκύπτει ρητά, ότι ο Καν. 7(2) και (5), επιβάλλει αιτιολογημένη αξιολόγηση από την Επιτροπή, παράλληλα προς την πρόνοια για τις μονάδες που κατά ανώτατο όριο μπορούν να δοθούν. Οι καθ΄ ων η αίτηση αντιτάσσουν το νομότυπο της διαδικασίας: το κάθε μέλος της Επιτροπής κατέγραψε ξεχωριστά τη βαθμολογία του για κάθε υποψήφιο, σε βοηθητικό έντυπο, το οποίο και υπέγραφε. Η δε βαθμολογία όλων των μελών της Επιτροπής καταγραφόταν σε άλλο βοηθητικό έντυπο, οπότε και εξαγόταν ο μέσος όρος της βαθμολογίας για τα σημεία βαθμολόγησης, Καν. 7(2)(α) και (β) (i) (iii). Ακολούθως, ο μέσος όρος της βαθμολογίας μεταφερόταν στο έντυπο αξιολόγησης (Καν. 7(5)). Έτσι, η συνολική βαθμολογία του κάθε υποψηφίου, αποτελείτο από το άθροισμα όλων των στοιχείων του εντύπου αξιολόγησης, στο οποίο και καταγραφόταν η αιτιολογία της απόφασης.
Διαπιστώνω ότι η Επιτροπή απλώς συμπλήρωσε το προβλεπόμενο έντυπο αποδίδοντας μονάδες στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για κάθε στοιχείο, άνευ ετέρου. Το αυτό εντοπίζεται και στο βοηθητικό έγγραφο, αναπόσπαστο μέρος της έκθεσης όπως χαρακτηρίζεται, που συμπλήρωσε κάθε μέλος της Επιτροπής. Ενώ στο πάνω μέρος του σχετικού εντύπου υπάρχει η ένδειξη «αιτιολόγηση βαθμολογίας», το μέρος αυτό παρέμεινε κενό. Η ένδειξη αναφέρεται σε αιτιολόγηση όπως προκύπτει από τη μελέτη του φακέλου, του ατομικού δελτίου και των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης των τεσσάρων τελευταίων ετών του υποψηφίου, ως και από τη συμβουλή του άμεσα προϊστάμενου του, με αποσιωπητικά. Με κανένα τρόπο όμως η καταγραφή των πηγών δεν θα μπορούσε να αναχθεί σε αιτιολόγηση. Έχουμε συνεπώς, καταφανή εξ αντικειμένου έλλειψη της αιτιολογίας για την επίμαχη βαθμολογία. Η σχετική ένδειξη στο βοηθητικό έντυπο παρέμεινε κενή και δεν υπάρχει τίποτε που να παρέχει τη δυνατότητα διακρίβωσης της επίμαχης αιτιολογίας, με συνέπεια την αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου.
Στη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 324/10, 25.7.2012, υπό Κωνσταντινίδη, Δ., ανάλογη περίπτωση αντιμετωπίστηκε ομοίως:
«Κατά τον Κανονισμό 7(2) και (5) η αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπλήρωσε προβλεπόμενο έντυπο και απέδωσε μονάδες μέχρι του ανώτερου προβλεπόμενου ορίου για κάθε στοιχείο. Χωρίς, όμως, οτιδήποτε άλλο. Το ίδιο και στο βοηθητικό έγγραφο, αναπόσπαστο μέρος της έκθεσης όπως χαρακτηρίζεται, που συμπληρώθηκε ξεχωριστά από το καθένα από τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης. Στο κάτω μέρος του υπάρχει η ένδειξη «αιτιολόγηση βαθμολογίας», η οποία όμως παρέμεινε κενή. Αυτή η ένδειξη αναφέρεται σε αιτιολόγηση «από μελέτη του προσωπικού φακέλου, του ατομικού δελτίου και των Ετήσιων Εκθέσεων Αξιολόγησης των τεσσάρων τελευταίων ετών του υποψηφίου, ως και από τη συμβουλή του άμεσα προϊστάμενου του», με αποσιωπητικά, ασφαλώς προς καταγραφή της εξήγησης. Όμως, εν πάση περιπτώσει, με κανένα τρόπο η καταγραφή των πηγών δεν θα μπορούσε να αναχθεί σε αιτιολόγηση. Σημειώνω δε πως δεν έχει συζητηθεί ως ξεχωριστό θέμα η δυνατότητα, σε σχέση με την αξιολόγηση της αξίας, συνυπολογισμού τέτοιων πηγών πέραν των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης. Ο λόγος των μονάδων που δόθηκαν και συναφώς των διαφοροποιήσεων που εμφανίζονται, παρέμεινε άγνωστος με ευθεία συνέπεια την αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου.»
Άμεσα σχετική με το ζήτημα είναι και η υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485, 489, όπου η ακολουθητέα διαδικασία, ως προς τις ιδιαίτερες βαθμολογίες, δεν απεκάλυπτε τους λόγους καθορισμού τους:
«O εφεσίβλητος υπέβαλε ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση σε συγκεκριμένους τομείς γνώσης και αξίας αφήνει αγεφύρωτο το κενό στην αιτιολόγηση της γενικής αξιολόγησης. Αντίθετα, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε, όπως μπορούμε να συνοψίσουμε τις θέσεις του, ότι η επίδοση ή ο βαθμός επάρκειας των υποψηφίων στο γνωσιολογικό, νοητικό και ατομικό πεδίο, αιτιολογεί την τελική κρίση του σώματος. Παραστατικά, ένας υποψήφιος που κρίνεται πολύ καλός στους πέντε τομείς που εξειδικεύονται, δικαιολογημένα αξιολογείται ως πολύ καλός. Οι επί μέρους κρίσεις συνιστούν αιτιολογία της γενικής κρίσης. Δεν συμφωνούμε. Η βαθμολογία υποψηφίου, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο κρίσης, δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο από την εντύπωση του εξετάζοντος σώματος για την αξία του σ' εκείνο τον τομέα. Οι ιδιαίτερες βαθμολογίες μπορεί θεωρητικά να δώσουν το στίγμα της τελικής αξιολόγησης. δεν παύουν όμως να αποτελούν, όπως και η γενική αξιολόγηση, βαθμολογίες οι οποίες, όπως και η τελική, δεν παρέχουν τους λόγους για τους οποίους καθορίστηκαν στο επίπεδο που καθορίστηκαν. Το άθροισμα των βαθμολογήσεων για τον καθορισμό της γενικής αξιολόγησης δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα τους. Ό,τι ελλείπει από την τελική βαθμολογία ελλείπει και από τις επι μέρους βαθμολογίες. Απουσιάζουν και στις δύο περιπτώσεις οι λόγοι για τους οποίους το σώμα προήλθε στη συγκεκριμένη αξιολόγηση.»
Για το ίδιο ζήτημα άμεσα σχετική και η απόφαση της Ολομέλειας Αντώνης Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 456.
Όπως κατ΄ επανάληψη έχει νομολογηθεί, όπου ο Νόμος απαιτεί αιτιολογία αυτή πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της διοικητικής πράξης ως συστατικό της στοιχείο και αποτελεί όρο για την τελείωση της. Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 142, Τουραπή ν. Οδυσσέως κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 581, 583:
«Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η ρητή απαίτηση για αιτιολόγηση καθιστά την αιτιολόγηση ουσιώδη τύπο της πράξης (Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298). Σε μια τέτοια περίπτωση η αιτιολογία θα πρέπει να περιέχεται ρητά στο σώμα της πράξης, χωρίς να είναι αρκετό να περιέχεται στο φάκελο (Πιπερίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134).»
Συνεπώς διαπιστώνεται καταφανής έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης της Επιτροπής, στο έντυπο αξιολόγησης και έλλειψη αιτιολογίας της βαθμολογίας κάθε μέλους της, κατά παράβαση του Καν. 7(2) και (5).»
Ο δεύτερος λόγος ακυρότητας απαντάται επίσης με την απόφαση Κωνσταντίνου όπως αναπτύσσεται στο απόσπασμα που ακολουθεί:
«Από τη θεώρηση της βαθμολογίας του Συμβουλίου και των προνοιών του Καν. 9(4)(β) και αυτός ο ισχυρισμός του αιτητή επιτυγχάνει:
«(β) Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται.»
Με βάση το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων (βαθμολογία Επιτροπής, βαθμολογία Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, βαθμολογία Συμβουλίου και τελικός κατάλογος συστηνόμενων υποψηφίων), προκύπτει η καθοριστική σημασία της βαθμολογίας του Συμβουλίου για την τελική κατάταξη τους στον ανωτέρω πίνακα, με αποτέλεσμα η απαίτηση του Καν. 9(4)(β) για αιτιολογία της απόδοσης των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη από το Συμβούλιο, να καθίσταται επιτακτικότατη. Αντ' αυτού, υπάρχει μόνο αριθμητική αποτίμηση, ενώ ελλείπουν συγκεκριμένα σχόλια ή παρατηρήσεις.
Όταν απαιτείται από το Νόμο ή την κανονιστική διάταξη ρητή αιτιολογία, εδώ της γενικής εντύπωσης για την απόδοση υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, αναπόφευκτα εννοείται πως δεν μπορεί να εξισώνονται οι βαθμολογίες με την αιτιολογία. Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 167/10, 25.7.2012 και Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2327/06, 15.5.2008.
Η έλλειψη εξηγήσεων που να δικαιολογούν, εν προκειμένω, τη βαθμολογία που δόθηκε από την Επιτροπή, καθώς και η έλλειψη αιτιολόγησης της βαθμολογίας των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη από το ΣΚ, αφήνει χωρίς έρεισμα τον πίνακα συστηνόμενων που καταρτίστηκε με αναφορά στο ύψος της τελικής βαθμολογίας του κάθε υποψηφίου, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.»
Τούτων δοθέντων, οι προσβαλλόμενοι λόγοι ακυρότητας στοιχειοθετούνται.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €1.400 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, πλέον ΦΠΑ αν επιβάλλεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ