ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D755
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1929 /2012)
18 Noεμβρίου, 2015
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστής]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28 και 146, του Συντάγματος
ΜΕΡΟΠΗ ΜΑΛΛΟΥΡΙΔΟΥ
Αιτήτρια,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
A.Σ.Αγγελίδης, για την αιτήτρια
Κορ.Κλεάνθους - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση.
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Δια της παρούσης, η αιτήτρια εξαιτείται «δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση που γνωστοποιήθηκε αρχικά στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 26.10.2012 και μετά από παραστάσεις της ως επανεξέταση ημερ. 21.11.2012 και με την οποία απέρριψε το αίτημα της για ανάκληση της υποβληθείσης προηγούμενης αίτησης για πρόωρη αφυπηρέτηση της είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».
Εκτός του θέματος της προδικαστικής ένστασης που εγείρουν οι καθ΄ων η αίτηση ότι δηλαδή η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος προσβολής της ως άνω πράξης καθότι έχει προβεί στην αποδοχή της δια της είσπραξης της σύνταξης και του εφάπαξ, παρατίθενται τα γεγονότα της υπόθεσης τα οποία και δεν αμφισβητούνται. Τα γεγονότα αυτά είναι τα ακόλουθα:
Κατά τη συνεδρία της την 31/8/2012, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής η Επιτροπή), με γνώμονα τη διασφάλιση της εύρυθμης και ομαλής λειτουργίας των σχολείων, αποφάσισε ότι μετά από απόφαση της για πρόωρη αφυπηρέτηση ενός εκπαιδευτικού, δεν θα ικανοποιήσει κανένα αίτημα για ακύρωση/ανάκληση της εν λόγω απόφασης. Αντίγραφο του σχετικού αποσπάσματος από τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής ημερομηνίας 31/8/2012 είναι το Παράρτημα 1.
Στις 11/9/2012, η αιτήτρια, η οποία ήταν Βοηθός Διευθύντρια Α΄ Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, με επιστολή της προς τη Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, υπέβαλε αίτημα για πρόωρη αφυπηρέτηση από τις 30/9/2012. (Παράρτημα 2).
Στις 19/9/2012, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (στο εξής η «Γενική Διευθύντρια»), με επιστολή της προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής υπέβαλε πρόταση για πρόωρη αφυπηρέτηση της αιτήτριας (Παράρτημα 3).
Στις 21/9/2012, η Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της, εξέτασε την πρόταση της Γενικής Διευθύντριας και αποφάσισε να ικανοποιήσει το αίτημα της αιτήτριας για πρόωρη αφυπηρέτηση από τις 30/9/2012. Απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίας της Επιτροπής είναι το Παράρτημα 4.
Στις 4/10/2012, (ημερομηνία μεταγενέστερη του χρόνου κατά τον οποίο ζήτησε η αιτήτρια όπως αρχίσει η περίοδος πρόωρης αφυπηρέτησής της, δηλαδή 30.9.2012), η αιτήτρια με επιστολή της προς τη Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ανακάλεσε το αίτημα της για πρόωρη αφυπηρέτηση. Η επιστολή κοινοποιήθηκε και στην Επιτροπή. Αντίγραφο της πιο πάνω επιστολής ημερομηνίας 4/10/2012 είναι το Παράρτημα 5. Στις 15/10/2012, η Γενική Διευθύντρια ενημέρωσε με επιστολή της προς το Πρόεδρο της Επιτροπής για το αίτημα ακύρωσης της πρόωρης αφυπηρέτησης της αιτήτριας. (Παράρτημα 6).
Στις 16/10/2012, η Επιτροπή κατά τη συνεδρία της αποφάσισε ότι το αίτημα της αιτήτριας για ακύρωση της οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησής της δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί. (Παράρτημα 7).
Στις 25/10/2012, η Επιτροπή κατά τη συνεδρία της, αφού επανεξέτασε το αίτημα της αιτήτριας, επικύρωσε την προηγούμενη απόφαση της ημερομηνίας 16/10/2012. Αντίγραφο του σχετικού αποσπάσματος των πρακτικών της συνεδρίας της Επιτροπής ημερομηνίας 25/10/2012 είναι το Παράρτημα 8.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή, με επιστολή της ημερομηνίας 26/10/2012, ενημέρωσε την αιτήτρια ότι αποφάσισε να ικανοποιήσει το αίτημα της για πρόωρη αφυπηρέτηση από τις 30/9/2013, το οποίο υποβλήθηκε στις 11/9/2013. Ενημέρωσε περαιτέρω την αιτήτρια για την απόφαση της ότι το αίτημα της για ακύρωση της οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησής της δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Αντίγραφο της σχετικής επιστολής ημερομηνίας 26/10/2013 είναι το Παράρτημα 9.
Με επιστολή του ημερομηνίας 6/11/2012 προς την Επιτροπή, ο δικηγόρος της αιτήτριας ζήτησε αναθεώρηση της απόφασης ημερομηνίας 16/10/2012 και 25/10/2012. (Παράρτημα 10).
Στις 15/11/2012, η Επιτροπή σε συνεδρία της, μετά την επιστολή του δικηγόρου της αιτήτριας, επανεξέτασε το όλο θέμα, επαναβεβαιώνοντας τις προηγούμενες της αποφάσεις με ημερομηνίες 16/10/2012 και 25/10/2012, όπου η Επιτροπή έκρινε ότι το αίτημα της αιτήτριας για ακύρωση της οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησης της δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί. (Παράρτημα 11) και ενημέρωσε σχετικά το δικηγόρο της αιτήτριας με επιστολή ημερ. 21.11.2012, (Παράρτημα 12).
Την 1/1/2013 καταβλήθηκε στην αιτήτρια η πρώτη της σύνταξη, η οποία περιλαμβάνει αναδρομικά τη σύνταξη της για την περίοδο 30/9/2013 έως 31/12/2012 και το εφάπαξ της, ποσά τα οποία η Αιτήτρια εισέπραξε χωρίς καμία διαμαρτυρία ή επιφύλαξη. Ως Παράρτημα 13 είναι η σχετική επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου όπου διαφαίνονται τα πιο πάνω στοιχεία.
Η πλευρά της αιτήτριας αναφέρει ότι στη συνεδρία ημερ. 21.9.2012 η Επιτροπή αποδέχτηκε μεν το αίτημα της αιτήτριας χωρίς να γνωστοποιήσει την απόφαση της σ΄αυτή και η αιτήτρια ακριβώς χωρίς να γνωρίζει το αποτέλεσμα ανακάλεσε και ή απέσυρε με επιστολή της 4.10.2012 προς τη διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης την προηγηθείσα παραίτηση της. (βλ. Παραρτήματα 4 και 5). Η δε Γενική Διευθύντρια ενημέρωσε σχετικά την καθ΄ης η αίτηση με επιστολή της 15.10.2012. Όταν η Επιτροπή συνεδρίασε και επιλήφθηκε του θέματος αποφάσισε ότι δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το αίτημα για ανάκληση επικυρώνοντας την απόφαση αυτή στις 25.10.2012.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας αναφέρει ότι η αιτήτρια εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον προσβολής της πράξης εφόσον είχε υποβάλει το σχετικό αίτημα και με βάση το άρθρο 29 του Συντάγματος ανέμενε την απάντηση του αρμοδίου οργάνου. Το αίτημα, κατά το συνήγορο, δεν επιφέρει αυτόματο τερματισμό της υπαλληλικής σχέσης και ως εκ τούτου υπάρχει δικαίωμα ανάκλησης.
Προς επίρρωση της θέσης του ο κ.Αγγελίδης αναφέρθηκε στην υπόθεση Δήμος Παραλιμνίου ν. Ανδρέα Κακουλλή (2010) 3 Α.Α.Δ. 1 σελ.73, όπου αναφέρονται τα εξής:
«Με την απόρριψη της θέσης του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε δικαίωμα να ανακαλέσει την παραίτησή του, θα εξετάσουμε το μόνο το οποίο, ουσιαστικά, παραμένει, δηλαδή την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης ότι η απόφαση της 30/10/2003 παρέμεινε internum και, συνεπώς, ότι αυτή νομίμως ανακλήθηκε με την επιστολή της 7/11/2003.
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι, για την κατάληξη, αντλήθηκε καθοδήγηση από την Τριμιθιώτης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης, (πιο πάνω), όπου αναλύονται οι αρχές σε σχέση με το ζήτημα της διοικητικής πράξης και πότε αυτή συντελείται πλήρως. Ό,τι από αυτές συνάγεται είναι ότι μια διοικητική απόφαση, για να αποκτήσει τη δύναμη παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων, πρέπει να εξωτερικευθεί, δηλαδή να περιέλθει σε γνώση του προσώπου στο οποίο αφορά. Ο τύπος, με τον οποίο αυτή πρέπει να ανακοινωθεί στον ενδιαφερόμενο, εξαρτάται από τη φύση της πράξεως. Αδυνατούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα - ότι, στην περίπτωση παραίτησης υπαλλήλου, η οποία δεν επιφέρει αυτόματο τερματισμό της υπαλληλικής σχέσης, δε χρειάζεται, για να επέλθει η λύση της, να κοινοποιηθεί στον υπάλληλο η αποδοχή της παραίτησής του. Για το ίδιο ζήτημα βλ., επίσης, τις Iordanis G. Iordanou v. Republic of Cyprus through the Public Service Commission (1966) 3 C.L.R. 308 και Petrakis Panayides v. Republic (Public Service Commission) (1972) 3 C.L.R. 467. Προς την ίδια κατεύθυνση, ότι δηλαδή, εκδοθείσα διοικητική απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα πριν από την κοινοποίησή της στον ενδιαφερόμενο, είναι και Άρθρα 3 και 4 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), όπου προβλέπεται ότι:-
«3. Η έκδοση μιας διοικητικής πράξης γίνεται με τη διατύπωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου.
4. Η ουσιαστική ισχύς μιας διοικητικής πράξης αρχίζει από την ημέρα που η δήλωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Όταν ο νόμος καθιστά συστατικό στοιχείο της πράξης τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η ουσιαστική ισχύς της αρχίζει από την ημέρα της δημοσίευσης.»
Στην παρούσα περίπτωση, ο εφεσείων, καίτοι έλαβε την απόφασή του για αποδοχή της παραίτησης του εφεσίβλητου στις 30/10/2003, μέχρι τις 7/11/2003, που ο εφεσίβλητος την ανακάλεσε, δεν την είχε κοινοποιήσει σ' αυτόν, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, λύση, δηλαδή, της υπαλληλικής σχέσης. Σε συμφωνία, λοιπόν, με τον αδελφό μας Δικαστή, θεωρούμε την απόφαση της 30/10/2003 internum και μη εκτελεστή.
Το επιχείρημα του εφεσείοντα ότι η Τριμιθιώτης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης, (πιο πάνω), διαφοροποιείται, δε βρίσκουμε να ευσταθεί. Το γεγονός ότι εκεί η προσφυγή ασκήθηκε από έναν εκ των υποψηφίων για προαγωγή, ο οποίος πληροφορήθηκε ανεπίσημα την απόφαση, δε μεταβάλλει την κατάσταση. Το σημαντικό από την εν λόγω απόφαση είναι ότι η διοικητική απόφαση κρίθηκε ότι στερείτο εκτελεστότητας, επειδή δεν είχε κοινοποιηθεί στους ενδιαφερομένους, από το όργανο που την έλαβε.»
Περαιτέρω, το επιχείρημα του κ.Αγγελίδη είναι ότι ενώ η αιτήτρια υπήρξε μια εξαίρετη καθηγήτρια με έργο γενικής αποδοχής, η άρνηση από μέρους της ΕΕΥ να αποδεχθεί το αίτημα της αιτήτριας για ανάκληση χωρίς πρώτα να προβεί σε δέουσα έρευνα και αιτιολογία, βασιζόμενη μόνο σε μια internum και μη εκτελεστή απόφαση, σαφώς και πλήττει το έννομο συμφέρον της αιτήτριας η οποία μπορούσε έγκαιρα να αλλάξει γνώμη και να μη παραιτηθεί.
Οι καθ΄ων η αίτηση αντιμάχονται αυτή τη θέση προβάλλοντας κυρίως το δόγμα της αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας εφόσον στην αιτήτρια κατεβλήθη η πρώτη της σύνταξη τον Ιανουάριο του 2013 η οποία περιλαμβάνει αναδρομικά την σύνταξη που δικαιούται από τις 30.9.2012 μέχρι τις 31.12.2012. Επιπλέον το εφάπαξ της αιτήτριας κατεβλήθη στις 2.1.2013. Η αιτήτρια εισέπραξε τα εν λόγω ποσά χωρίς διαμαρτυρία. (βλ.Παράρτημα 13 της ένστασης). Περαιτέρω αναφέρουν ότι η αιτήτρια δεν προσήλθε στην εργασία της κατά την έναρξη του σχολικού έτους 2012-2013 αποδεχόμενη προφανώς το αποτέλεσμα του αιτήματος της για πρόωρη αφυπηρέτηση.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η νομική θέση της Δημοκρατίας για την μη ύπαρξη εννόμου συμφέροντος βασίζεται αποκλειστικά στο δόγμα της αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας και όχι στο εάν η ανάκληση της παραίτησης έγινε πριν τη γνωστοποίηση της αποδοχής του αιτήματος της για πρόωρη αφυπηρέτηση. Οπότε εκείνο που θα πρέπει να εξεταστεί είναι εάν όντως η αποδοχή της σύνταξης και του εφάπαξ χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία δίδει έρεισμα στην εφαρμογή του δόγματος της αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας.
Ο κ.Αγγελίδης ανέφερε ότι η αποδοχή της σύνταξης και του εφάπαξ και δη μετά την καταχώρηση της προσφυγής δεν μπορεί να λειτουργήσει ως αποστέρηση του εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας εφόσον τα δικαιώματα της προς σύνταξη και εφάπαξ είναι δεδομένα εκ του νόμου και μάλιστα δυνάμει του άρθρου 6 του περί Συντάξεων Νόμου Ν.97(Ι)/97. Ο Γενικός Λογιστής δύναται να συνυπολογίσει το ποσό εφάπαξ κ.λπ σαν χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία. Μάλιστα επικαλέστηκε την υπόθεση ΄Ακης Παπασάββας ν. Δημοκρατιας (2008) 4 Α.Α.Δ. 92 στην οποία αναφέρθηκε ότι ο Γενικός Λογιστής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το εφάπαξ ποσό οποιοδήποτε χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία της Κύπρου, σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο 6.
΄Εχω μελετήσει τις αντίστοιχες θέσεις στις παραμέτρους βέβαια της κρινόμενης υπόθεσης. Το δόγμα της αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας με βάση τη νομολογία λειτουργεί καταλυτικά επί του εννόμου συμφέροντος, γι΄αυτό και κρίνεται ως προδικαστική ένσταση. Όπως έχω τονίσει προηγουμένως οι καθ΄ων η αίτηση έχουν συσχετίσει την εφαρμογή του δόγματος με την ενέργεια της αιτήτριας να αποδεχθεί το εφάπαξ και τη σύνταξη κατά τον ουσιώδη χρόνο που αναφέρθηκε. Το γεγονός ότι αυτό επεσυνέβη μετά την καταχώρηση της προσφυγής δεν θεωρώ ότι μπορεί να αλλοιώσει τα πράγματα εφόσον, όπως ευρέως έχει νομολογηθεί, το έννομο συμφέρον κρίνεται και πρέπει να υπάρχει κατά πάντα χρόνο της εκκρεμοδικίας (βλ. Μαυρουδής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 123). Περαιτέρω δεν βρίσκω ότι υπάρχει συσχετισμός της υπόθεσης Παπασάββα ή του άρθρου 6 που αναφέρθηκε με τα γεγονότα της παρούσας. Η αιτήτρια λαμβάνοντας τα πιο πάνω ποσά χωρίς διαμαρτυρία ή οποιασδήποτε μορφή ένσταση ενήργησε στην πραγματικότητα επιδοκιμάζοντας την πράξη την οποία με προηγούμενες τις ενέργειες αποδοκίμαζε.
΄Ενας διάδικος στερείται εννόμου συμφέροντος όταν ταυτόχρονα επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει την προσβαλλόμενη απόφαση (Βλ. Ηλία ν. Δημοκρατία (1999)3 Α.Α.Δ. 884, Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας, (2000)3 Α.Α.Δ. 345).
Αυτό, κρίνω, ότι συνέβη και εν προκειμένω δια της αποδοκιμασίας της απόφασης δια της προσφυγής και της επιδοκιμασίας και άρα της αποδοχής της μη ανάκλησης της παραίτησης δια της αποδοχής της σύνταξης και του εφάπαξ, χωρίς διαμαρτυρία.
Συνεπώς η αιτήτρια, ως εκ της συμπεριφοράς της, στερείται εννόμου συμφέροντος στην παρούσα προσφυγή.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. ΄Εξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση εκ ποσού €1.200.
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.