ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Rybolovlev Dmitry και Άλλοι ν. Elena Rybolovleva (2010) 1 ΑΑΔ 82
Κ.Ο.Τ. ν. Παπαδόπουλου (1990) 2 ΑΑΔ 86
SOFOCLES SOFOCLEOUS ν. REPUBLIC (MINISTRY OF EDUCATION) (1971) 3 CLR 345
FRANGOS & OTHERS ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 53
Λοϊζίδης Σταύρος ν. Yπουργού Eξωτερικών. (1995) 3 ΑΑΔ 233
Ghalanos Distributors Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 528
Aρxή Pαδιοτηλεόρασης Kύπρου ν. Aντέννα Λίμιτεδ (2006) 3 ΑΑΔ 151
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ. 2) (2009) 3 ΑΑΔ 648
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D784
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1509/2015)
27 Νοεμβρίου, 2015
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,
Αιτητής,
ν.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ, ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ, 2015, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ
Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης, μαζί με Κώστα Στρατηλάτη, για τον Αιτητή.
Αλέκος Μαρκίδης, μαζί με Πάνο Παναγιώτου, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, Αντώνης Θεοχάρους, είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, ΤΕ.ΠΑ.Κ., καθ' ων η αίτηση στην παρούσα προσφυγή. Αυτός, όταν, στις 23.10.2015, με εσωτερικό σημείωμα της Πρυτάνεως, ανακοινώθηκε ότι, στις 30.11.2015, θα πραγματοποιηθούν πρυτανικές εκλογές, υπέβαλε υποψηφιότητα για τη μια από τις δύο θέσεις Αντιπρυτάνεων, αυτήν του Αντιπρύτανη Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης. Στις ίδιες εκλογές, για πλήρωση, είναι και η θέση του Πρύτανη.
Με το πέρας της προθεσμίας, στις 16.11.2015, η οποία είχε οριστεί για την υποβολή των υποψηφιοτήτων, συνήλθε, την επομένη, 17.11.2015, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου και αποφάσισε για το ποιοι υποψήφιοι δικαιούνται να διεκδικήσουν τις πιο πάνω τρεις θέσεις. Η υποψηφιότητα του αιτητή δεν έγινε αποδεκτή και, έτσι, οι εν λόγω εκλογές θα προχωρήσουν, ως η απόφαση των καθ' ων η αίτηση, χωρίς ο αιτητής να είναι υποψήφιος σε αυτές. Γραπτή ενημέρωση, προς όλους τους ενδιαφερομένους, με ημερομηνία 18.11.2015, έλεγε, συγκεκριμένα, τα εξής:-
«Σας ενημερώνω, επίσης, ότι η Σύγκλητος κατά την 55η συνεδρία της αποφάσισε να μην κάνει αποδεκτή την υποψηφιότητα του Επίκουρου Καθ. Αντώνη Θεοχάρους για τη θέση του Αντιπρύτανη Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης καθώς βάσει ειλημμένης απόφασης της Συγκλήτου, δικαίωμα για τις δύο θέσεις των Αντιπρυτάνεων έχουν μόνο οι Καθηγητές του Πανεπιστημίου. Ως εκ τούτου, το όνομα του Επίκουρου Καθ. Αντώνη Θεοχάρους δεν θα συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο για τη θέση του Αντιπρύτανη Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης στις επερχόμενες Πρυτανικές Εκλογές. Η πιο πάνω απόφαση της Συγκλήτου επικυρώθηκε, επίσης, από το Συμβούλιο σε συνεδρία του η οποία πραγματοποιήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2015.»
Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε, συγχρόνως, και στον αιτητή. Αυτός, την επομένη, 19.11.2015, καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, με την οποία ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση για διενέργεια εκλογών, κατ' αποκλεισμό του ιδίου, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Συγχρόνως, καταχωρίστηκε, εκ μέρους του, μονομερής αίτηση για έκδοση διατάγματος αναστολής. Το ακριβές κείμενο του βασικού αιτήματος σε αυτή έχει ως εξής:-
«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτησις με την οποία αποφάσισαν τη διενέργεια εκλογών για τη θέση του Αντιπρύτανη Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στο ψηφοδέλτιο για τη θέση του Αντιπρύτανη ο Αιτητής, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή κατά ή περί τις 18/11/2015, μέχρις εκδικάσεως της υπό τον άνω τίτλον και αριθμόν προσφυγής ή και εκδόσεως αποφάσεως εις αυτήν ή και μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση, στην οποία προέβη δικηγορική υπάλληλος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον αιτητή, με οδηγίες, όπως η ίδια αναφέρει, του αιτητή. Να σημειωθεί πως η πρακτική αυτή είναι επιτρεπτή, όταν ο αιτητής βρίσκεται στο εξωτερικό και, ως εκ τούτου, αδυνατεί να προβεί στην υπογραφή της υποστηρικτικής της ενδιάμεσης αίτησής του ένορκης δήλωσης, (βλ. Rybolovlev κ.ά. ν. Rybolovleva (2010) 1 Α.Α.Δ. 82). Σημειώνεται, επίσης, ότι η αίτηση έγινε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, δυνάμει του Κ. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, ο οποίος επιτρέπει την έκδοση προσωρινού διατάγματος άνευ ειδοποίησης «και υφ' οίους όρους ήθελε θεωρηθεί πρέπον υπό τας περιστάσεις».
Η αίτηση εξετάστηκε μονομερώς και εγκρίθηκε, όμως, για την έκδοση του διατάγματος τέθηκε όρος, ο οποίος προέβλεπε την παροχή εγγύησης, για συγκεκριμένο ποσό, από το δικηγόρο του αιτητή, η οποία θα ίσχυε μέχρι ο τελευταίος να καταστεί διαθέσιμος, οπότε η πιο πάνω αρχική εγγύηση θα αντικαθίστατο με εγγύηση που θα παραχωρούσε ο ίδιος. Ο εν λόγω όρος τέθηκε στο πλαίσιο της ενάσκησης, από το Δικαστήριο, της διακριτικής του εξουσίας, η οποία προβλέπεται από τον προαναφερθέντα Κανονισμό. Να σημειωθεί, συναφώς, πως, σε αντίθεση με το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, το οποίο, προφανώς, δεν τυγχάνει εφαρμογής εδώ, στην περίπτωση του Κ. 13, όταν όρος, ο οποίος τίθεται, αφορά στην παροχή εγγύησης, δεν απαιτείται αυτή να δοθεί, οπωσδήποτε, από τον αιτητή.
Η έκδοση διατάγματος αναστολής μονομερώς, αναμφίβολα, αφορά σε θεραπεία η οποία εκπηγάζει από τις αρχές της επιείκειας. Επομένως, αιτητής για τέτοια θεραπεία πρέπει να προσέρχεται στο δικαστήριο με καθαρά χέρια, υπό την έννοια ότι πρέπει, εξ αρχής, να προβαίνει σε αποκάλυψη όλων των γεγονότων, που είναι αναγκαία για την άσκηση από το δικαστήριο της συγκεκριμένης εξουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η μη αποκάλυψη, στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης, όπως έχει επισημανθεί από μέρους των καθ' ων η αίτηση, σχετικής γνωμάτευσης της εσωτερικής νομικής συμβούλου του Πανεπιστημίου, σαφώς δεν παραβιάζει την πιο πάνω αρχή, αφού δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι ο αιτητής, ο οποίος δεν είναι μέλος της Συγκλήτου, γνώριζε περί της ύπαρξής της.
Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, κατά την οποία το προσωρινό διάταγμα έχει οριστεί επιστρεπτέο, τα πιο πάνω θέματα εξετάστηκαν κατά το στάδιο των αγορεύσεων από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή μόνο, δεδομένου ότι αυτά συγκαταλέγονται στους λόγους ένστασης της σχετικής ειδοποίησης, η οποία καταχωρίστηκε εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Εξετάστηκαν, ακολούθως, και από το Δικαστήριο, καθότι δεν υπήρξε ρητή απόσυρσή τους, αν και γίνεται αντιληπτό, από σχετική τοποθέτηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση, πως αυτά δε θεωρούνται σημαντικά για την πλευρά που ο ίδιος εκπροσωπεί.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ορθώς επικέντρωσαν την προσοχή τους και αγόρευσαν σε σχέση με το μείζον θέμα, όπως αυτό προκύπτει από τη σχετική δικογραφία, ήτοι κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί προϊόν έκδηλης παρανομίας. Ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε πως αυτό ήταν, πράγματι, το αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι στο θέμα αυτό βασίζεται, κυρίως, η υπόθεση του πελάτη του. Προς τούτο, παρέπεμψε στις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 16 του περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 2003, (Ν. 198(Ι)/2003), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, εισηγούμενος, συγχρόνως, ότι πρέπει να τους αποδοθεί η συνήθης έννοια που προκύπτει από την απλή ανάγνωσή τους, χωρίς να προστεθούν λέξεις στο κείμενό του. Για την εισήγησή του, ανωτέρω, παρέπεμψε και στο άρθρο 16 του Νόμου, όπως αυτό ήταν διατυπωμένο πριν από την τροποποίησή του το 2005, καθώς, επίσης, στο άρθρο 15 αυτού. Αντίθετη ήταν η εισήγηση του συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση επί του ιδίου θέματος, συναρτώμενη με την ερμηνεία που, κατά την άποψή του, πρέπει να αποδοθεί στο τροποποιημένο άρθρο 16 του Νόμου. Εισηγήθηκε, συγκεκριμένα, ότι, υπό το φως του συνόλου των προνοιών του εν λόγω άρθρου, αυτό πρέπει να διαβάζεται όπως είναι διατυπωμένο το άρθρο 15(1). Επικαλέστηκε, προς το σκοπό αυτό, τον τελεολογικό κανόνα ερμηνείας νομοθετήματος.
Το άρθρο 16 του Νόμου προβλέπει:-
«16. - (1)(α) Το Πανεπιστήμιο έχει δυο Αντιπρυτάνεις, ένας από τους οποίους είναι αρμόδιος για τις ακαδημαϊκές υποθέσεις και ο άλλος για τον οικονομικό προγραμματισμό και την ανάπτυξη του Πανεπιστημίου.
(β) Οι Αντιπρυτάνεις εκλέγονται από το ίδιο εκλεκτορικό σώμα και στην ίδια συνεδρία κατά την οποία εκλέγεται και ο Πρύτανης.
(2) Η θητεία των Αντιπρυτάνεων είναι τετραετής, με δυνατότητα μιας επανεκλογής.
(3)(α) Σε περίπτωση απουσίας ή ανικανότητας του Πρύτανη, ή σε περίπτωση που χηρεύει η θέση του Πρύτανη, ο Αντιπρύτανης, ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (β), έχει τις εξουσίες και ασκεί όλα τα καθήκοντα του Πρύτανη.
(β) Η Σύγκλητος ορίζει, εναλλάξ και κατ' έτος, τον Αντιπρύτανη που εκάστοτε αντικαθιστά τον Πρύτανη.
Ο χρόνος που υπηρετεί μετά την εκλογή αυτή, δε θεωρείται ως περίοδος κανονικής θητείας του προσώπου αυτού, για σκοπούς εκλογής ή επανεκλογής του στην ίδια θέση.»
Από την απλή ανάγνωση του εδαφίου (1)(β) του άρθρου 16, διαπιστώνεται, χωρίς να αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία περί τούτου, ότι οι πρόνοιές του περιορίζονται στον καθορισμό του εκλεκτορικού σώματος, δηλαδή των προσώπων που έχουν δικαίωμα να ψηφίζουν στις συγκεκριμένες εκλογές. Ουδεμία αναφορά υπάρχει στο άρθρο αυτό, εξεταζόμενο σε όλη την έκτασή του, δηλαδή πέραν και των συγκεκριμένων προνοιών του εδαφίου (1)(β), σε σχέση με το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι», δηλαδή ποιος μπορεί να είναι υποψήφιος για εκλογή στη θέση του Αντιπρύτανη.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις αποτελούν το αναπόφευκτο συμπέρασμα της εφαρμογής του βασικού κανόνα ερμηνείας, που υπαγορεύει ότι η έννοια συγκεκριμένης νομοθετικής πρόνοιας διαπιστώνεται, πρωτίστως, από τη διατύπωση του κειμένου της, αποδίδοντάς του τη συνήθη σημασία που έχουν οι λέξεις σε αυτό κατά την καθομιλουμένη. ΄Οταν η εξεταζόμενη πρόνοια είναι σαφής, κατά τρόπο ώστε να μην αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το νόημα που αυτή μεταδίδει, τότε το δικαστήριο δεν αναζητεί άλλη ερμηνεία και, ειδικά, μέσω του τελεολογικού κανόνα, τον οποίο ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε να εφαρμόσει το Δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση. Συγκεκριμένα, με αναφορά στο εδάφιο (3) του άρθρου 16, αυτός εισηγήθηκε πως δεν είναι νοητό να αναπληροί τον Πρύτανη, με ό,τι η θέση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 15(3), συνεπάγεται, Επίκουρος Καθηγητής, όπως συμβαίνει να είναι, στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτητής.
Ο τελεολογικός κανόνας ερμηνείας εφαρμόζεται, προκειμένου να διαπιστώνεται η έννοια μιας πρόνοιας διά της διακρίβωσης του σκοπού του νομοθετήματος στο οποίο αυτή περιέχεται. Σύμφωνα, όμως, με τη νομολογία, η εφαρμογή του κανόνα αυτού δεν επιτρέπει την «απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. ΄Οπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς το κείμενο της αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νομοθέτη», (βλ. Κ.Ο.Τ. ν. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86, στη σελίδα 89, και τις μετέπειτα υποθέσεις που την έχουν υιοθετήσει: Ghalanos Distributors Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 528, σελίδα 532, και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151, σελίδα 156).
Περαιτέρω απάντηση στην εισήγηση, ανωτέρω, του συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση αποτελεί και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 648:- (σελίδα 653)
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι δεν μπορεί να διευρυνθεί ερμηνευτικά ο νόμος για να προβλέψει για περίπτωση για την οποία σαφώς και αναμφισβήτητα δεν έχει γίνει πρόνοια, και δεν υπάρχει αυθεντία που να εξουσιοδοτεί οποιοδήποτε δικαστήριο να αλλάζει λέξεις σε νομοθέτημα, ούτως ώστε να καλύπτει περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει πρόνοια (Casus omissus). Αυτό θα ισοδυναμούσε όχι με ερμηνεία, αλλά με τροποποίηση. (Δέστε Craies on Statute Law, 7η ΄Εκδοση, στη σελ. 69.)»
Μπορεί δε, συναφώς, να προστεθεί πως τροποποίηση, ως άνω, ενός νομοθετήματος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, εμπίπτει στην αποκλειστική εξουσία της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Επιπρόσθετα, προς ενίσχυση της θέσης που θέλει τον πιο πάνω συνήθη κανόνα ερμηνείας να είναι και ο μόνος που μπορεί να τύχει εφαρμογής σε σχέση με το άρθρο 16(1)(β) του Νόμου, παρατίθεται και το άρθρο 16(1)(β) που ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το Ν. 74(Ι)/2005. Συγκεκριμένα, η πρόνοια εκείνη είχε ως εξής:-
«(β) Οι Αντιπρυτάνεις εκλέγονται μεταξύ των Καθηγητών του Πανεπιστημίου από τα μέλη των Συμβουλίων των Τμημάτων στη συνεδρία κατά την οποία εκλέγεται και ο Πρύτανης.»
Συγκρίνοντας τα δύο κείμενα του άρθρου 16(1)(β), το νέο και το παλαιό, είναι εμφανέστατη η διαφορά μεταξύ τους, αφού, στην προηγούμενη εκδοχή του, προβλεπόταν ρητώς ότι οι Αντιπρυτάνεις εκλέγονταν μεταξύ των Καθηγητών του Πανεπιστημίου. Η φράση δε αυτή «μεταξύ των Καθηγητών του Πανεπιστημίου» έχει αφαιρεθεί από το κείμενό του, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας τροποποίησής του, κατά τρόπο ώστε να μπορεί, με ασφάλεια, να διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει, πλέον, όπως έχει προηγουμένως καταδειχθεί, περιορισμός ως προς τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου από τα οποία μπορεί να προέλθουν οι υποψήφιοι για τις δύο θέσεις των Αντιπρυτάνεων.
Τέλος, υποστήριξη, προς επιβεβαίωση του νοήματος, που έχει ήδη διαπιστωθεί, της πρόνοιας του άρθρου 16(1)(β), παρέχεται και από τη σχετική πρόνοια του άρθρου 15(1), η οποία αναφέρεται στην εκλογή του Πρύτανη του Πανεπιστημίου. Συγκεκριμένα το άρθρο 15(1) προβλέπει ότι:-
«15. - (1) Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου εκλέγεται μεταξύ των Καθηγητών του Πανεπιστημίου, σε συνεδρία που συγκαλείται ειδικά για το σκοπό αυτό και στην οποία μετέχουν - ...»
Από το περιεχόμενο, λοιπόν, της πρόνοιας αυτής, που θέλει τον Πρύτανη να εκλέγεται μεταξύ των Καθηγητών, επιβεβαιώνεται ότι, όσον αφορά τους Αντιπρυτάνεις, δεν είναι η πρόθεση του νομοθέτη, ως η σχετική πρόνοια στο άρθρο 16(1)(β) έχει, να υπάρχει σε αυτήν ανάλογος περιορισμός σε σχέση με το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι».
Εν κατακλείδι, διαπιστώνεται ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση για διενέργεια των πρυτανικών εκλογών, κατ' αποκλεισμό του αιτητή, λήφθηκε κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 16(1)(β) του Νόμου, όπως έχει πιο πάνω εξηγηθεί, ώστε αυτή να συνιστά προϊόν έκδηλης παρανομίας. Σε απάντηση δε της εισήγησης του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση ότι και τέτοια να είναι η περίπτωση, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, που αφορούν στη λειτουργία του Πανεπιστημίου, το διάταγμα δεν πρέπει να συνεχίσει να ισχύει, σχετική είναι η υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233. Είχε γίνει και εκεί εισήγηση πως, όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, δεν είναι επιτρεπτή προσωρινή αναστολή πράξης της διοίκησης. Η απάντηση που δόθηκε, στη σελίδα 246, ήταν η εξής:-
«Στη γενικότητά της αυτή η άποψη είναι βέβαια εσφαλμένη. Επί έκδηλης παρανομίας προσωρινό διάταγμα εκδίδεται όποιες και αν είναι οι επιπτώσεις και μάλιστα κατά κανόνα η ιδία η προσφυγή διεκπεραιώνεται επί της ουσίας: (βλ. Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345 και Frangos and Others v. Republic (ανωτέρω)[1]. Το δημόσιο συμφέρον ποτέ δεν ταυτίζεται με την υποστύλωση της έκδηλης παρανομίας.»
Μείζονος σημασίας είναι και το τελευταίο θέμα, το οποίο αφορά στην εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση ότι δεν είναι επιτρεπτή η προσωρινή αναστολή αρνητικής απόφασης της διοίκησης, κατ' επίκληση του Κ. 13. Εισηγήθηκε δε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, αυτό ακριβώς είναι που έχει συμβεί, ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση του υπό εξέταση διατάγματος αναστολής. Ο συνήγορος του αιτητή, όπως δήλωσε, δε διαφωνεί με την πιο πάνω αρχή. Εισηγήθηκε, όμως, ότι αυτή δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Εξήγησε δε, συναφώς, πως, εν προκειμένω, ζητείται η αναστολή της θετικής απόφασης των καθ' ων η αίτηση για διεξαγωγή των εκλογών, αποκλειομένου από αυτές του αιτητή, οι οποίες έχει οριστεί να διεξαχθούν στις 30.11.2015. Η αναστολή δε αυτή θα ισχύει μέχρι να αποφασιστεί, στο πλαίσιο της προσφυγής, η νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να αφαιρέσουν το όνομα του αιτητή από τον κατάλογο των υποψηφίων για εκλογή στη θέση του Αντιπρύτανη Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης. ΄Εχοντας υπόψη τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η θέση, ανωτέρω, κρίνεται ορθή.
Συγκεκριμένα, όταν μια απόφαση της διοίκησης είναι αρνητικής φύσεως, δεν υπάρχει συνέχεια σε αυτή, έστω και αν είναι άμεσα εκτελεστή. Σε τέτοια περίπτωση, ο διοικούμενος, λογικά, δεν αναμένει να συμβεί οτιδήποτε, που δεν υπάρχει ήδη, το οποίο να παραβλάψει τα συμφέροντά του, ώστε να δικαιολογείται να ζητήσει προσωρινή προστασία, μέσω διατάγματος αναστολής. ΄Εστω και αν η απόφαση είναι προϊόν έκδηλης παρανομίας, αυτό θα κριθεί οριστικά στο πλαίσιο της προσφυγής του κατά της σχετικής απόφασης της διοίκησης. Αντίθετα, όταν μια απόφαση της διοίκησης είναι θετική, υπάρχουν, οπωσδήποτε, συνέπειες από αυτήν, κυρίως, στο άμεσο μέλλον, ειδικά, με δεδομένο ότι η άσκηση προσφυγής δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα. Η απόφαση δε αυτή, αν είναι το αποτέλεσμα έκδηλης παρανομίας, δεν πρέπει να επιτραπεί να συνεχίσει η ισχύς της και πρέπει να ανασταλεί μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής ή νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου. Το ίδιο πρέπει να συμβεί και στην περίπτωση που ο διοικούμενος αποδείξει ότι, συνεπεία της εν λόγω απόφασης, θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία. Στο σημείο αυτό, να αναφερθεί ότι, αν και ο αιτητής έχει ισχυριστεί ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία από την προσβαλλόμενη απόφαση, εντούτοις, υπό το φως της κρίσης, ανωτέρω, για ύπαρξη έκδηλης παρανομίας, δεν κρίνεται αναγκαίο να εξεταστεί ο σχετικός ισχυρισμός του.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το προσωρινό διάταγμα αναστολής, το οποίο εκδόθηκε στις 20.11.2015, παραμένει σε ισχύ, μέχρι το πέρας της προσφυγής ή νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. ΄Οσον αφορά τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, αυτά επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση. Να καταβληθούν με το πέρας της προσφυγής, αφού υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ